Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Λυπιού» της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ

“Κάτι χειρότερο από γερατειά
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα…”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Λυπιού» της Κατερίνας Αγγελάκη - Ρουκ

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε στην Αθήνα, στη Νότια Γαλλία και Ελβετία (Πανεπιστήμιο Γενεύης). Είναι διπλωματούχος της Σχολής Μεταφραστών και Διερμηνέων (αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά).

Πρώτο δημοσιευμένο ποίημά της στο περιοδικό «Καινούρια Εποχή», το 1956, με τίτλο «Μοναξιά», ενώ η πρώτη της συλλογή της «Λύκοι και σύννεφα» δημοσιεύτηκε το 1963.

Άρθρα και δοκίμια για την ελληνική ποίηση και τη μετάφραση της ποίησης έχει δημοσιεύσει σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει εκδώσει περίπου 20 ποιητικές συλλογές. Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch). Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έχει δώσει διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Daztmouth, N.Y. State, Princeton, Columbia κ.α.) Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών).

Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και ποιήματά της βρίσκονται σε πολλές ανθολογίες σε όλο τον κόσμο.

Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου
ως τα κρυσταλλωμένα δάκρυα
ως να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.

Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό
πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι… όχι… λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
Είναι πως όταν χάνεται χ
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».

β

Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιούνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.

Υ

Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που μου ‘δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας…
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ‘χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο
τα μάτια σου σαν να ‘ταν από θειάφι
αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε λοιπόν κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας.
Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι
όπως σ’ ένα καινούριο ποίημα
και μες στην πάχνη θα κρατώ
τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντάς σε ανακάλυψα την ενδοχώρα
του αισθήματος.

δ

Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού
βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη, μ’ όλο το φως τ’ απροσμέτρητο
που ‘βγαίνε απ’ το θάνατο.
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο Χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει τον δύσκολο
δρόμο της απ’ το μαύρο στο τέλειο.

στ

Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ‘μαι πάντα ένα μ’ αυτά που ‘χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη·
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.

ζ

Η θρησκεία στη Λυπιού
είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμά της κάθεται φρόνιμα
στις αδελφές της δίπλα: την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή
κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι
όπως και τ’ αντίθετό της.
Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γινήκαν ένα σώμα
και το χορτάρι που φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν
σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.

Έξοδος

Βγαίνοντας απ’ τη Λυπιού
κατάλαβα πως είχα χάσει τον προσανατολισμό
προς κάτι που θα ‘ταν αληθινή μυρωδιά
και καρπός χεριού με ωραίους σφυγμούς ζωής.
Έκανα μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό μου
κι ενώ για το καράβι πήγαινα
βρέθηκα μπροστά σ’ ένα κλειστό μαγαζί.
Πίσω από ‘να μαύρο απ’ τη σκόνη τζάμι
στεκότανε μια τραγική ζακέτα: κανείς
δε θα ζήταγε ζεστασιά από δαύτη, ποτέ.
Είχε πέσει ο ήλιος
κι οι δρόμοι όλοι μαζί
ούρλιαζαν το αδιάβατο.
Έφυγα. Στις χούφτες μου ανάμεσα
σαν να κρατούσα ενός παγωμένου πουλιού
την τελευταία ανάσα
προστάτευα την τελευταία χειραψία.

(1995)

-Από τη Μεγάλη Ανθολογία της Σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνίας “Δαίδαλος”

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: