Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Γυρισμός» του Πέτρου Ανταίου

«…Όχι, αυτός ο κόσμος δεν είναι πια ο ίδιος,
ποτέ πια δε θα γίνει δικός σου. Δε σε πρόδωσε εκείνος,
είναι τα μάτια σου που τον έχουν προδώσει…»

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Γυρισμός» του Πέτρου Ανταίου

Ο Πέτρος Ανταίος (Σταύρος Γιαννακόπουλος – Σταμάτης) γεννήθηκε στην Προύσα το 1920 και πέθανε το 2002 στην Αθήνα.

«Συγγραφέας και λογοτέχνης, ο Π. Ανταίος σπούδασε στην Ανώτατη Εμπορική και αρκετά χρόνια αργότερα στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Γκόγκε της Μόσχας.

Το όνομά του είναι συνυφασμένο με την ΕΠΟΝ, καθώς υπήρξε από τα ιδρυτικά της στελέχη ενώ η στράτευσή του στις αριστερές νεολαίες αρχίζει από τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Συμμετείχε στην ίδρυση της αντιστασιακής οργάνωσης Φιλική Εταιρεία Νέων και διετέλεσε πρόεδρος του ΕΑΜ Νέων. Μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου και του Προεδρείου της ΕΠΟΝ, διετέλεσε στη συνέχεια επικεφαλής των επονιτών ανταρτών του ΕΛΑΣ.

Κατά τον Εμφύλιο υπήρξε ένα από τα μέλη του ΚΣ της ΕΠΟΝ τα οποία έκρυψαν -και μετέπειτα διέσωσαν- το αρχείο της Οργάνωσης, ενώ μετά την αποχώρηση του ΔΣΕ βρέθηκε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Έζησε 25 χρόνια στη Μόσχα, όπου παρουσίασε έργα τριάντα σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων και έγινε μέλος της Ένωσης Σοβιετικών συγγραφέων.

Έγραψε ποιητικά και λογοτεχνικά έργα, που πολλά από αυτά μεταφράστηκαν στη ρωσική γλώσσα, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε και συνεργαζόταν με τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Μόσχας.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Γυρισμός» του Πέτρου Ανταίου

Πέτρος Ανταίος (1920-2002)

Κατά τον επαναπατρισμό του, στις αρχές της μεταπολίτευσης, συνέχισε το συγγραφικό του έργο του και παράλληλα δραστηριοποιήθηκε για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης διατελώντας και Γενικός Γραμματέας της Κίνησης «Ενωμένη Εθνική Αντίσταση 1941-1944» και για την ανάδειξη της ιστορίας της με την έκδοση των έργων Συμβολή στην Ιστορία της ΕΠΟΝ (1977), Χίλια σκοτωμένα παιδιά της ΕΠΟΝ (1986), Νίκος Ζαχαριάδης, θύτης και θύμα (1991) κ.ά.

Έχει συγγράψει ποιητικές συλλογές και λογοτεχνικά έργα και παράλληλα έχει επιμεληθεί και μεταφράσει στα ελληνικά έργα των Μαγιακόφσκι, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Πούσκιν, Τουργκένιεφ και άλλων ρώσων συγγραφέων». (Βιογραφικά στοιχεία από τα ΑΣΚΙ)

Το ποίημα προέρχεται από την έκδοση «Πέτρος Ανταίος, Το φως, ωριμάζοντας, Θεμέλιο, Αθήνα 1987».

ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Αγέραστο, το ίδιο αργυρόμαλλο δέρας του Αιγαίου
να ριγεί στο ίδιο πανάρχαιο χάδι του Έλληνα Ήλιου,
το Μονόπετρο σε κείνη την παιδική σου θάλασσα,
στεφανωμένο από γλάρους όπως τότε, όπως
χιλιάδες χρόνια πριν και μετά από σένα.
Τα φύκια τα ίδια, να βουλιάζεις βαθιά,
περσινά, προπέρσινα, προαιώνια – τα ’χες πατήσει
δεκάχρονο αγόρι με γυμνά ηλιοψημένα πόδια –
με τα σχήματα του ξεραμένου αλατιού. Τα τζίτζιφα
σκουριασμένα από την υγρασιά, παλιές στιφόγλυκες μνήμες
κοκκινίζοντας ανάμεσα στ’ ασημιά φύλλα. Καθώς
ανηφορίζες δώθε από κείνο τον κήπο,
που έτσι πάντα «θα μπαίνει στη θάλασσα»,
στο λοφάκο του πατρικού σου σπιτιού
τα ίδια εφτά θεόρατα πεύκα των εφτά σου χρόνων,
– τα μόνα που κράτησαν, χωρίς υπεροψία, το ανάστημά τους
σ’ έναν κόσμο που μίκρυνε, μίκρυνε τόσο.
Τα σκυλιά,
η πρώτη ζωντανή συνάντηση· για σένα όμως,
ξένου αγνώριστου που τον γαυγίζουν·
κι οι άνθρωποι, σπίτι σου, άγνωστοι, ξένοι,
να σε κοιτάνε παραξενεμένοι, εσένα
που θα σε γνώριζε ακόμα κι η στέρνα
με τα βουλιαγμένα παιδικά σου καράβια,
αν έσκυβες να καθρεφτιστείς όπως τότε στα νερά της.
Κι εκείνη η κουφάλα της αρχαίας ελιάς στην αυλόπορτα,
όπου κρυβόσουν ολόκληρος και σε χάνανε όλοι
για να διαβάσεις μονάχος σου φωναχτά
τους πρώτους στίχους. Τι ωραίος τάφος θα ’ταν εδώ
για τα βιβλία σου όλα. Τα φύλλα στο φράχτη κόκκινα,
μάτια της μάνας στεγνωμένα απ’ την ισόβια προσμονή σου.
Πήρες την κατηφόρα ντροπιασμένος, σαν κλέφτης, εσύ,
απ’ τον κόσμο τον πιο δικό σου στη γη,
με τα γαυγίσματα στην πλάτη σου των σκυλιών
και τα στιλέτα απ’ τις φιλύποπτες ματιές.
Όχι, αυτός ο κόσμος δεν είναι πια ο ίδιος,
ποτέ πια δε θα γίνει δικός σου. Δε σε πρόδωσε εκείνος,
είναι τα μάτια σου που τον έχουν προδώσει. Έσκυψες
και πήρες μια ρίζα απ’ το χώμα – είχε, συμβαίνει αυτό με τις ρίζες,
το σχήμα φιδιού. Πέταξες το ξύλο μ’ ένα σύγκρυο, όμως
το φίδι πρόλαβε να κουλουριαστεί μέσ’ στο στήθος σου.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: