«Κουμπάρε με χαμόγελο του μόχτου και της φτώχειας…» – “Θέμος Κορνάρος” του Βασίλη Ρώτα

Ποίημα του Βασίλη Ρώτα για τον Θέμο Κορνάρο.

«Κουμπάρε με χαμόγελο του μόχτου και της φτώχειας…» - "Θέμος Κορνάρος" του Βασίλη Ρώτα

Ποίημα του Βασίλη Ρώτα για τον Θέμο Κορνάρο. Από το βιβλίο “Θέμος Κορνάρος, χειρόγραφα και άλλα τεκμήρια”, εκδόσεις Χρόνος, Αθήνα 1974.

ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ

Κουμπάρε με χαμόγελο του μόχτου και της φτώχειας.
Θέμο Κορνάρε, μ’ όνομα τρανό ονοματισμένε
χωρίς καν να υποψιάζεσαι αθώε, πως είσουν δούλος,
δούλος με χρεωμένη ζωή, Κορνάρος πουλημένος,
σε λιανοχαρτονόμισμα γραμμένο τ’ όνομά σου,
θέλω να ψάλω την αντρειά, να υμνήσω την άξιά σου,
που πήρες το χαμόγελο ‘πο τους διακόσιους κρίνους
λίγο πριν τους θερίσουνε στην αγκαλιά του Μάη,
και τό καμες αστροφεγγιά στο ψήλος της πορείας
παρηγοριά στη νύχτα μας, ελπίδα στον καημό μας.

Λιγοήμερος, στον δάσκαλο καλά καλα ‘χες μάθει
τον μέγαν λόγο πως ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ ΦΟΒΟΣ ΚΥΡΙΟΥ
κι έτσι κι ο φόβος άξαινε σαν ψείρα στο κορμί σου
και κάθε βροντερή φωνή, κάθε λαλιά τονάτη
σαν πρόσταγμα την άκουγες, σαν φταίχτης εχτελούσες
με την πιο πρόθυμην ορμή την πιο βαριάν αγγάρεια.

— Πες «Δοξασμένος ο Θεός!» κάνοντας τον σταυρό σου,
φαιδρός, με το χαμόγελο, πρόθυμος μ’ εξυπνάδες και σβέλτος
με το θάρος της γλυκειάς εμπιστοσύνης
σύψυχος ρίξου, στη δουλειά, για να βγάλεις το χρέος
υπεύθυνος, το νήπιο, μ’ αγάπη σαν πατέρας
σαν μάνα που τον πρώτο της καρπό σφιχταγκαλιάζει,
κι όλους γλυκοματιάζοντας καλόγνωμα προσλάλιε
«κύριε, αφέντη, μάστορη, σύντεχνε και κουμπάρε!»

Έτσι φεύγει απ’ τον νου κι απο το αίμα ο φόβος,
καθώς καρπάει ο ζόφος όταν ξημερώνει
και στην καρδιά το φως ανοίγει ανθούς ελπίδας,
ξεχύνεται η ζωντάνια κι η χαρά του αιμάτου
και σαν νερό βουνήσιο ροβολάει, χορεύει
τραγούδι τραγουδώντας της στρογής της πλάσης:

A, τι ωραίος, τι καλός ο κόσμος τούτος,
τι θαυμαστός, αφέντη, σύντεχνε, κουμπάρε!

Βαρειά η φωνή του μάστορη και πρόσβαρο το χέρι,
πέφτουν μαζί η βλαστήμια κι η κατραπακιά,
τα γαμοστάβρια, οι κατακέφαλοι, οι κλωτσιές και το μικρό
να τρέχει και να μην προφταίνει
κι όλα με κατακόκκινα τα λασπωμένα αφτιά,
κι όλο, μισόστραβα τα δακρυσμένα μάτια,
γοργά στη σκαλωσιάν ανεβοκατεβαίνει,
βογγώντας όλο «αφέντη, μάστορη, κουμπάρε!».
Δούλευε χτίστη κι οικοδόμε,
βαρύ κουβάλα πηλοφόρι,
σκληρή πελέκα πέτρα,
ανέβα χορεύοντας στη σκαλωσιά,
δούλευε, δούλευε οικοδόμε,
με το μυστρί και με το ζύγι,
δούλευε, μόχτα, σβέλτα, βιάσου,
για να προφτάσεις τη δουλιά,
εδώ ναι αγώνας, άντε γεια σου!
δεν είναι χάδια και φιλιά.
Αχ, πώς το λέει το τζιτζίκι,
λαλάτε, τραγουδάτε το όλοι,
μαστόροι, χτίστες, οικοδόμοι,
και γυρολόγοι και διαβάτες
και το γιαπί να τραγουδάει
κι οι μάντρες γύρω και τα δέντρα
σύντροφε, σύντεχνε, κουμπάρε.

Λίγο ή πολύ το μεροδούλι,
γλυκό ή πικρό το μεροφάγι,
δέν τα ζυγιάζει το τραγούδι,
η απάτη θάλασσα, ο καθρέφτης
γελάει ή κλαίει, βαθειά η καρδιά του,
τικ τακ υφαίνει το τραγούδι,
θάμα η ζωή, γλυκειά η αγάπη,
πέστο, τζιτζίκι, το τραγούδι,
πέστο ουρανέ καί φως κι αγέρα,
πέστο μυστρί και πηλοφόρι,
πέστε το φίλοι και γειτόνοι,
κάθε πνοή, το γύρισμα όλοι,
σύντροφοι, σύντεχνοι, κουμπάροι!

Αχ πόσο η κούραση γλυκαίνει
το ψωμοκρέμμυδο στο δείπνο,
πόσο λαφρώνει και ζεσταίνει
το κουρελόστρωμα στον ύπνο!

Αχ πόσο ναι η αυγή ωραία
σαν τη θωρείς κάθε πρωί
την ίδια κι όμως πάντα νέα,
σαν ανεβαίνεις στο γιαπί.

Κι ο ήλιος τι λαμπρός που βγαίνει
κι όλα τα πάντα ζωογονεί
με φως τα λούζει, τα ομορφαίνει,
τους βάζει θάρος για ζωή!

Πώς σού ρχεται να τραγουδήσεις
με φούρια πιάνοντας δουλειά
και τη χαρά σου να ξεχύσεις
καθώς στα δέντρα τα πουλιά.

Τα γύρευες στον ουρανό,
στη γη, κουμπάρε μου, τα βρήκες
το μέλι σουγινε πικρό
κι οι μέλισσες σου βγήκαν σφήκες.

Δεν είναι για όλους η χαρά,
δεν είναι μοίρα να μοιράζει,
παρά με κόλπο τον παρά
μωρός μωρούς μωρά διατάζει.

Κουμπάρε μου, άσε το μυστρί,
παράτα και το πηλοφόρι,
γιατί μας πλάκωσαν εχτροί
σκληροί, μαυρόψυχοι, αιμοβόροι.

Εμπρός, κουμπάρε αγωνιστή,
με της καρδιάς το πρόθυμο αίμα
εμπρός καλέ τραγουδιστή,
ψηλά η σημαία και πολέμα.

Αδέρφια μου, έθνη και λαοί,
σύντροφοι, σύντεχνοι, κουμπάροι,
σας λέω χάνεται η ζωή,
εμπρός κι ο χάρος όποιον πάρει.

Κεφάλια αντρίκια αραδιασμένα
τα μάτια τους βασιλεμένα,
σαν να ρωτάν με αβλέματο όμμα
πώς βρίσκομαι έτσι δίχως σώμα;

Κατάπιες τη φωτιά, κουμπάρε,
κατάπιες όλο το φαρμάκι
και μ’ αίμα με το δάχτυλο σου
έγραψες πάνω στο πανί
το αρχαίο σύνθημα των δούλων:
«Τώρα οι ζωές μας γεννηθήκαν,
τώρα οι ζωές μας θα πεθάνουν,
σύντροφοι, σύντεχνοι, κουμπάροι…»
ώτσι απ’ το ψήλος σε γκρεμίσαν
κι έτσι σου τσάκισαν τα μπράτσα
που τσακισμένα κρεμασμένα
σαν λαβωμένου αητού φτερούγες
πασκίζανε ν’ ανασηκώσουν
και ν’ ανεμίσουν τη σημαία
με το αιματόβρεχτο της σήμα
σύντροφοι, σύντεχνοι, κουμπάροι.

Κι εμείς οι σύντροφοι, οι κουμπάροι
κατάπιαμε όλα τα τραγούδια,
και με το σύνθημα του τρόμου
στ’ αφτιά μας «οπού φύγει φύγει»
σουρθήκαμε οι σακατεμένοι,
τρυπώσαμε οι βασανισμένοι,
χωθήκαμε οι κυνηγημένοι,
γλείφουμε τις σάπιες πληγές μας
βογγώντας και μοιρολογώντας
κρυφά το γύρισμα του αγώνα
σύντροφε, σύντεχνε, κουμπάρε.

Σύντροφοι, σύντεχνοι κουμπάροι
τώρα τη φήμη καλουργούμε
σε κήπους έρμης φαντασίας,
βγαίνουμε αυτάρεσκοι στον κόσμο,
καμαρωτοί και κορδωμένοι,
σεισώκωλοι χαμογελάμε,
ναζιάρηδες ψηλοτηράμε,

στις ντισκοτέκ κοπροσκυλάμε,
και Θοδωράκη τραγουδάμε
σύντροφοι, σύντεχνοι, κουμπάροι.

Είναι γλυκειά η ζωή, κουμπάρε,
αγωνιστή Θέμο Κορνάρε!

Βασίλης Ρώτας

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: