Κώστας Μόντης: «Πρέβεζα ανήλεη η Λευκωσία σου…»

Από τις πιο σημαντικές μορφές των Γραμμάτων στην Κύπρο, ο ποιητής και συγγραφέας Κώστας Μόντης γεννήθηκε στην Αμμόχωστο στις 18 του Φλεβάρη 1914 και έφυγε από τη ζωή την 1η του Μάρτη 2004.

Κώστας Μόντης: «Πρέβεζα ανήλεη η Λευκωσία σου…»

Από τις πιο σημαντικές μορφές των Γραμμάτων στην Κύπρο, ο ποιητής και συγγραφέας Κώστας Μόντης γεννήθηκε στην Αμμόχωστο στις 18 του Φλεβάρη 1914 και έφυγε από τη ζωή την 1η του Μάρτη 2004.

Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως ανταποκριτής στην κυπριακή εφημερίδα «Ελευθερία» με το ψευδώνυμο Κώστας Άλκιμος, δημοσιεύοντας την ίδια εποχή χρονογραφήματα και στίχους. Το 1937 αποφοίτησε και επέστερεψε στην Κύπρο, όπου διορίζεται στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία.

Δυο χρόνια μετά εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων «Γκαμήλες κι άλλα διηγήματα» και το 1940 διδάσκει στην Εμπορική Σχολή.

Το 1942 ο Κώστας Μόντης ιδρύει το θέατρο «Λυρικό» στη Λευκωσία, το πρώτο επαγγελματικό θέατρο της Κύπρου και το 1944 εκδίδει το περιοδικό «Θέατρο» και την εφημερίδα «Ελευθέρα Φωνή».

Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και διηγήματα, βραβεύτηκε για το έργο του, ενώ προτάθηκε και για το  βραβείο Νόμπελ.

Το ποίημα «Οι γραμμές» προέρχεται από τη συλλογή «Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής» (1954).

ΟΙ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ολόγυρα συγκλίνουν οι γραμμές.
Κλωστές αράχνης αποπνιχτικές οι δρόμοι,
τα Τουρκικά σοκκάκια τα στενά.
Δε θα μπορέσουν, βέβαια, να σε σώσουν
της Νομικής σου οι τόμοι,
η πλούσια διαλεχτή σου βιβλιοθήκη
που όσο κι’ αν δε σου χάρισε τη νίκη
ακόμα την προσέχεις σαν παιδάκι
μήπως και μπει κάνα σαράκι.
Από τις στέγες, τις γωνιές,
προβάλλουν οι γραμμές,
πυκνές, πολλές, αμέτρητες,
ευθείες, καμπύλες, τεθλασμένες,
όσων ειδών ποτές δεν είδες,
όσες δεν ήξεραν οι Ευκλείδες,
όλες τους στο σκοπό τους ενωμένες
κ’ υπάκουες σε μιαν αόρατην αράχνη
που νοιώθεις να σιμώνει και ν’ αδράχνει
κυριαρχική, συντριπτική.
Στόχος της το έντομό σου.
Από τη λαιμαργία αλλοιθωρισμένα
τα κόκκινά της μάτια καρφωμένα
απάνω σου.
Ξέρεις οριστικά
πως δε θα της ξεφύγεις
μα τόχεις συνηθίσει πια.
Κ’ είναι προς πίστη σου ασφαλώς
αυτή η γοργή προσαρμογή
γιατί ήταν τόσο ξαφνικό
που είχες ξυπνήσει κ’ είχες βρει
μετά από τέτοια προοπτική
τον «εύελπιν» εαυτό σου Καρυωτάκη.
Μονάχα που πικραίνεσαι λιγάκι
γιατί και στους χειρότερους καιρούς
ούτ’ υποπτεύθηκε ποτές η φαντασία σου
πως θα σου γίνονταν μια μέρα
Πρέβεζα ανήλεη η Λευκωσία σου.

Το ποίημα «Μη φοβηθείς», από τη συλλογή Minima (1946)

ΜΗ ΦΟΒΗΘΗΣ

Μη φοβηθείς την αναχώρηση,
θάχης ελπίδα στην καρδιά
και θάναι και τα δάκρυα
αυτών π’ αφήνεις
παρηγοριά πως σ’ αγαπούν
και θα σε περιμένουν.

Μη φοβηθείς την αναχώρηση
όσο πικρή και νάναι.
Το γυρισμό να φοβηθείς.
Σαν έρθεις
και δεις πως δε σε περιμένουν πια
—κι’ ας σε καλωσορίσουν—
ούτε κ’ εκείνοι ακόμα πούκλαψαν
στο χωρισμό σας.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: