Γιάννης Ρίτσος: ΕΣΣΔ

“…ΕΣΣΔ, στο γιγάντιο σου κορμό κυλάει ανοίξεων οργασμός
κ’ είσαι τραγούδι κ’ είσαι φως στης εργατιάς το στόμα —
πλάθεις μαζί και πλάθεσαι, σου φέγγει ο Σοσιαλισμός
κ’ η ελπίδα η πανανθρώπινη σου ανθοβολάει το χώμα…”

Το 1934 τυπώνεται η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Τρακτέρ». Ο ποιητής είναι μόλις 21 χρονών όταν αρχίζει να γράφει τα ποιήματα της συλλογής και 25 όταν θα κυκλοφορήσει.

Στο ποίημα «ΕΣΣΔ» υμνεί τα όσα γίνονται στην Σοβιετική Ένωση, το πρώτο εργατικό κράτος στον κόσμο, που οικοδομήθηκε μετά τη νικηφόρα Οχτωβριανή Επανάσταση των μπολσεβίκων το 1917, με ηγέτη και καθοδηγητή τον Β. Ι. Λένιν.

Τη χρονιά που εκδίδονται τα «Τρακτέρ» ο Γιάννης Ρίτσος γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.

ΕΣΣΔ

Χαίρε Ρωσία, συντρόφισσα. Στο νέον ορίζοντα της γης,
ήλιου σημαία ριπίζεται η εργατικιά ποδιά σου.
Του κόσμου οι προλετάριοι, πίσω απ’ τα τείχη της σιγής,
ακούν το χάλκινο παλμό της σταθερής καρδιάς σου.

Τραχύ τραγούδι στων τρακτέρ τα πλήκτρα κρούει κραταιά κι αδρά
το ροζιασμένο, το ζεστό, τ’ αδερφικό σου χέρι.
Μες στα σοβχόζ, μες στα κολχόζ, ο ειρηνικός στρατός σου δρα,
σπέρνει σε κάμπους άμετρους το ρόδο και τ’ αστέρι.

Δικός του ο σπόρος κ’ η σοδειά. Τ’ αλέτρι σπρώχνει η Λευτεριά.
Δεν έχει σύνορα το Φως. Εμπρός. Και, νάτα τα έργα.
Σα γεφυράκια της χαράς, τα στάχυα, από καρπό βαριά,
γέρνουν στο φως, κ’ εκείνα φως, τη χρυσαφιά τους βέργα.

Υψικαμίνων στόματα, εγκάρδια στο άπειρο γελούν.
Την πείνα, η οργή του κάρβουνου, με δόντια φλόγας, τρώει.
Κοίτα, μπρος στα Πεντάχρονα, τους άγριους τους λαιμούς λυγούν
οι ποταμοί, και τους περνούν γκέμια: τα Ντνιεπροστρόϊ.

Ράγες των τραίνων φεύγουνε στη Σιβηρία. Την ανθρωπιά,
φορτίο λαμπρό, με τα βαγόνια στέλνεις στα λευκά σου τοπία,
που χιόνι τάθαβεν, ω ΕΣΣΔ, και δένει τώρα πιά
δίχτυ φιλίας το Λένινγκραντ με τα όρη του Καυκάσου.

Σάμπως παράθυρα πλατιά στην αυγινή φεγγοβολή,
ανοίγονται, από του λαού τα χέρια, τα βιβλία.
Κύκλοι αρκτικοί γκρεμίζονται στης επιστήμης τη βουλή,
και στων σκιών τα ερείπια, το φως χτίζει η φιλία.

…Πρώτα το κνούτο τύπωνε στή σάρκα μούντζα και ντροπή·
στρώναν τον άνθρωπο, χαλί, κάτω απ’ αγροίκων μπότα·
μπόλιαζε η πείνα τα παιδιά με δισταγμό και με σιωπή·
κ’ η σκέψη, ανάπηρη, έτρωγε της πίκρας τη μπομπότα.

Οι φυλακές αμπάρωναν, κατάδικο, τον ήλιο ωχρό.
Η ζωή, πόρνη, κυλιότανε σε λάσπη από μαρτύρια.
Οι φυσαρμόνικες βραχνές, σπάζαν το βράδι τ’ αργυρό
και χάσκαν, τάφων στόματα, της βότκας τα ποτήρια.

Ο άνθρωπος, ξένος, σάπιζε σα φύλλο σε έλη μοναξιάς,
κι ασυνεννόητος κρύβονταν στην κρύα της πίκρας τέντα·
στ’ αδέλφια του έριχνε, δειλός, στρυφνός, το βάρος της σπρωξιάς
που ο εχθρός στη ράχη του έριχνε και τα δικά του εγλέντα.

Ο έρωτας, κούφιος κουμπαράς, από τη σάπια του σχισμή,
τις μάρκες του επιβήτορα δεχόταν κουρασμένος.
Τώρα, αναπνέει ο ουρανός, θυμίαμα μύρων, την οσμή
των νέων ιδρώτων που άτμισεν το ερωτικό τους μένος.

Οι θεοί, που βλέπαν των θνητών, απ’ τις επάλξεις τ’ ουρανού,
να γράφουν διάττοντες χρυσούς οι στάλες των δακρύων,
κυνηγημένοι από παντού με τη βαρεία λόγχη του νου,
περισυλλέγουν τα στερνά ράκη των μυστηρίων.

ΕΣΣΔ, στο γιγάντιο σου κορμό κυλάει ανοίξεων οργασμός
κ’ είσαι τραγούδι κ’ είσαι φως στης εργατιάς το στόμα —
πλάθεις μαζί και πλάθεσαι, σου φέγγει ο Σοσιαλισμός
κ’ η ελπίδα η πανανθρώπινη σου ανθοβολάει το χώμα.

Στ’ αρχαίο της σφαίρας τύμπανο κρούει το εμβατήριο: Αλλαγή,
μπρος στων ετών το στράτευμα, νευρώδης η ιστορία.
Κρανία προσφιλών νεκρών σφίγγει στα χέρια της η οργή
να σφεντονίσει στον εχθρό που φράζει την πορεία.

ΕΣΣΔ, τα καράβια των εθνών ποντίζουν έντρομα στη σκιά.
Θύελλα στα βαρόμετρα, κι αστράφτει ο τρόμος: θάρρος —
συγκρούσεων σήματα, S.O.S., κραυγές στη νύχτα που φρικιά
στου Αύριο τον ίλιγγο, κ’ Εσύ λάμπεις χάρος και φάρος.

Ο Εργάτης, άγρυπνος φρουρός, στή μηχανή, στο πέλαο μπρος,
— το βλέμμα του, στη σκοτεινιά, τα φώτα σου αντηχάει.
Το πλοίο θα πάρει πούφτιαξαν τα χέρια του, κ’ ήλιος λαμπρός
μες στη γροθιά του πάλλεται, ν’ ακοντιστεί στα χάη.

Θ’ αράξει στο λιμάνι σου, κι άγκυρα ασφάλειας στα νερά
θα ρίξει σκελετούς βαρείς των ζωντανών θανάτων,
κι από τα κράτη θα υψωθούν, καλέσματα προς τη χαρά,
κόκκινα φλάμπουρα — των λαών η πρώτη γνωριμιά των.

Με χρόνια, θα ενταφιαστούν οι άθαφτοι τελευταίοι νεκροί.
Στης ζωής τους πνεύμονες, θα σβήσει η μνήμη των βακίλων.
Η ώρα θ’ ανθήσει χρήσιμη πάνω στη γη τη φαλακρή,
κι όχι τα χέρια φάσκελα στο φως, μα φτερά μύλων.

Κι α, δε θα λέει το όχι ο νους σ’ ό,τι θα λέει το ναι ή καρδιά.
Στο απόβροχο τα εφτάχρωμα θ’ ανοίξουν μονοπάτια.
Κι όπως τ’ αστέρια βλέπουμε σε ήρεμη, θερινή βραδιά,
έτσι ο καθένας θα θωρεί του κόσμου όλου τα μάτια.

Χαρά θα γίνει κ’ η δουλειά, κ’ η ρόδα γέλια θα σφυρά,
ω, κ’ η χαρά στα χέρια τους τραγούδι δημιουργίας.
Χρυσή βροχήν από φιλιά θα στάζουν πρόσωπα χλοερά,
κι ο έρωτας θάναι η ποίηση τού ωραίου και της υγείας.

Χαίρε, λοιπόν, συντρόφισσα ΕΣΣΔ—ελεύθερη, παγκόσμια αχτή—
λάμψη τη λάμψη πάνω σου βροντάει τού ήλιου το κύμα.
Το μέγα ποίημα των καιρών, ήρθε η ώρα να το πεις, Ποιητή,
με της ειρήνης το ρυθμό και των σφυριών τη ρίμα.

Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα – τόμος πρώτος (εκδ. Κέδρος, 1961)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: