«Εγώ… ο φτωχός, ο Φωτεινός…»

Σαν σήμερα, στις 2 του Αυγούστου 1824, γεννήθηκε ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Από τα σημαντικότερα έργα του είναι ο «Φωτεινός», ποιητική σύνθεση που για θέμα της έχει μια παλιά εξέγερση κατά των Φράγκων στη γενέτειρά του, τη Λευκάδα.

«Εγώ… ο φτωχός, ο Φωτεινός…»

Σαν σήμερα, στις 2 του Αυγούστου 1824, γεννήθηκε στη Λευκάδα ο ποιητής και πολιτικός Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Υπήρξε από τους μεγαλύτερους ποιητές της Επτανησιακής Σχολής, με βαθιά επίδραση του ποιητικού του έργου στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Επηρεασμένος από το γαριβαλδινό κίνημα στην Ιταλία, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης συμμετείχε στα αστικοδημοκρατικά επαναστατικά κινήματα της Ιταλίας και στη συνέχεια της Ουγγαρίας. Το 1851 επέστρεψε στη Λευκάδα και μετά το θάνατο του πατέρα του πήρε τη θέση του στην Ιόνιο Βουλή μεταπηδώντας στους Ριζοσπάστες.

Από τα σημαντικότερα έργα του είναι ο «Φωτεινός», ποιητική σύνθεση που για θέμα της έχει μια παλιά εξέγερση κατά των Φράγκων στη γενέτειρά του, τη Λευκάδα. Το έργο αποτελείται από τρία μέρη (Άσμα Πρώτον, Άσμα Δεύτερον, Άσμα Τρίτον). Στο απόσπασμα – από το Άσμα Πρώτον – που παρουσιάσουμε, ο Φράγκος γαιοκτήμονας Τζώρτζης Γρατσιάνος απευθύνεται ταπεινωτικά στον φτωχό ηλικιωμένο αγρότη Φωτεινό, που λίγο πριν, με τον γιο του έχουν διώξει τα σκυλιά του ξένου αφέντη που μπήκαν στο σπαρμένο χωράφι του προκαλώντας ζημιές.

(…)Τζώρτζης
Κι εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Τζώρτζης ο Γρατζιάνος.
Αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Αυτό το χώμα που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,
ήμερο κι άγριο κλαρί, τ’ αγέρι σου, η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το. Βουνού και λόγγου αγρίμι
είτ’ έχει τρίχα είτε φτερό, σιχαμερό ψοφίμι,
το διαβατάρικο πουλί σ’ εμέ μονάχ’ ανήκει
κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι’ αυτ’ όθε θέλω θα περνώ κι εγώ και τα σκυλιά μου,
τίποτε δεν ορίζετε κι είναι κι αυτή σπορά μου.
Κι ούτ’ άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύει τ’ όνομα και την κληρονομιά της!

Και στα στερνά τα λόγια του ένιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ’ ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.

Φωτεινός
Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό, ή ρόδι φάγ’ ή βρίζα,
αυτό το βόιδι το μανό, π’ όσο βαθιά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει,
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάσει το καρύκι
και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Τότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάσει!…

Τζώρτζης
Δείξε μου αυτό το λείψανο που θα βρικολακιάσει.

Φωτεινός
Εγώ… ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τονε πάρεις.
Εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγει άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν’ ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Άδη.
Εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω.
Εγ’ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ’ αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδο, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,
που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο
και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο.
Αυτός, αυτός είν’ ο Λαός. Τ’ άψυχο το κουφάρι
αυτό ’ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι…
Μη ρίξεις άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη…

Τζώρτζης
Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη·
μη μου ξανάφτεις τη χολή. Γονάτισε μπροστά μου
και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου…
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;…

Φωτεινός
Καλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη… Άρα‒κατάρα το ’ χω…
Θα ’φηναν λάκκωμα βαθύ και θα ’ταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ’ αυτό το μνήμα.

Τζώρτζης
Τώρα θα ιδείς, παλικαρά… Ακούστε με, συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι…
Να μας πλερώσει τα σκυλιά με τα καματερά του,
και για την τόλμη πὄλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ’ εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί… Σ’ αρέσει, ζευγολάτη;

Και δυο σκιάδες πάραυτα ορμήσανε κι αρπάξαν
τα βόιδια που ’ταν στο ζυγό. Δυο άλλοι τον αδράξαν
κι εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι
με τη σφεντόνα πὄβρανε. Ύστερα με τη σκούλη,
αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ’ αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
Όλο τ’ αλέτρι εβάφηκε· το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν να ’βγαινε η ψυχή του.
Κι εκειός ο γερο-δράκοντας χωρίς ούτε ν’ αχνίσει
εκοίταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη· και μέσα στην καρδιά του
μεμιάς αστράψαν τα παλιά τ’ ανδραγαθήματά του,
κι εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ’ η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώσει την πατρίδα.(…)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: