Αλέξης Πάρνης: «Υπάρχει μια συγκινητική ιστορία με το ποίημα “Μπελογιάννης”…»

“«Δεν λες στον Ζαχαριάδη να σου νοικιάσει ένα δωμάτιο, αφού σου έχει αναθέσει να γράψεις τον Μπελογιάννη; Πώς να δουλέψεις σε αυτές τις συνθήκες;». Ντράπηκα πολύ, εγώ σπούδαζα με υποτροφία στη Μόσχα, όταν οι παράνομοι στην Αθήνα δεν είχαν υπόγειο να κοιμηθούν και πηγαίνανε στο απόσπασμα, και να ζητάω και σπίτι από το κόμμα… «Δεν το κάνω», του λέω…”

Αλέξης Πάρνης: «Υπάρχει μια συγκινητική ιστορία με το ποίημα "Μπελογιάννης"…»

Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και μεταφραστής, ο Αλέξης Πάρνης (πραγματικό όνομα Σωτήρης Λεωνιδάκης) γεννήθηκε  στις 24 του Μάη 1924.

Συμμετείχε από τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση. Τον Δεκέμβρη του 1944 τραυματίστηκε στις μάχες της Αθήνας με τους Άγγλους. Υπήρξε πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας «Προς τη Νίκη», ενώ μετά τη λήξη του εμφυλίου κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση, όπου έζησε δεκατρία χρόνια ως πολιτικός πρόσφυγας, ενώ φοίτησε στο περίφημο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο «Μαξίμ Γκόρκι» της Μόσχας.

Το 1954, δυο χρόνια μετά τη δολοφονία του Νίκου Μπελογιάννη, το λογοτεχνικό περιοδικό «Νόβι Μιρ» δημοσιεύει το μεγάλο (πάνω από 2.000 στίχοι) επικό ποίημα «Μπελογιάννης» του Αλέξη Πάρνη με τίτλο. Το ποίημα προκαλεί αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους και έναν χρόνο μετά απονέμεται στον νεαρό ποιητή το Α΄ Βραβείο Ποίησης στο Φεστιβάλ Βαρσοβίας. Μέλη της κριτικής επιτροπής μεταξύ άλλων ήταν οι Ναζίμ Χικμέτ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Πικάσο, Νικoλάς Γκιγιέν κ.ά.

Με τον μεγάλο Τούρκο κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ ο Αλέξης Πάρνης γνωρίστηκε όταν ήταν πρωτοετής φοιτητής στο «Μαξίμ Γκόρκι», και  διατηρούσαν φιλική σχέση.

Το ποίημα του Αλέξη Πάρνη «Μπελογιάννης» του Πάρνη τυπώθηκε το 1955 από το εκδοτικό «Νέα Ελλάδα» της ΚΕ του ΚΚΕ, και μεταφρασμένο κυκλοφόρησε σε πολλές χώρες.

Ακολουθούν μερικοί στίχοι, που αντιγράψαμε από την έκδοση της Επιτροπής Περιοχής Πελοποννήσου, Ζακύνθου, Κεφαλονιάς του ΚΚΕ «Νίκος Μπελογιάννης – Ντοκουμέντα και επίκαιρα διδάγματα» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2010).

«Μπελογιάννης»
Επικό ποίημα του Αλέξη Πάρνη
(απόσπασμα)

Λόγος της Μάνας

Κυματοπαίζει το παιδί στ’ ανέμελο ακρογιάλι
το γαλανό κι εκεί βουτά.
Και ξάφνου βλέπεις το σγουρό κι ατίθασο κεφάλι
να ξεπροβάλει κάπου στ’ ανοιχτά.

Ποιος άνθρωπος να τ’ άνοιξε την ατσαλένια πύλη
στης νέας πίστης το ιερό;
Πότε και πού με την ψυχή σαν έτοιμο φυτίλι
ζύγωσε της μπαρούτης το σωρό;

Ήταν πολλοί που ανέμιζαν την κόκκινη παντιέρα
στην πόλη μας από παλιά.
Κάποιος τον πήρε απ’ το σχολείο που πήγαινε, μια μέρα
για να τον πάει σ’ άλλα σχολειά.

Θυμάμαι… Κείνη τη χρονιά τριγύρω μας τη χώρα
την πνίξαν οι νεροποντές.
Και πιο πολύ την έπνιγεν η δακρυσμένη μπόρα
μες στου κοσμάκη τις ματιές.

Κυλούσαν μαύροι χείμαρροι, σκορπίσαν τη σταφίδα
που λιάζονταν στη γη.
Κι αντάμα ρούχου και ψωμιού σκορπίσαν την ελπίδα
και αφήσαν μόνο την οργή.

Κι ό,τι απ’ το ρέμα το θολό πρόφτασαν να γλιτώσουν
οι δόλιοι δουλευτές,
ήρθαν να τους το πάρουνε σαν κλέφτες όσο κι όσο
κράτος, εμπόροι δανειστές.

Γίνανε κάστρα τα χωριά, τ’ άδικο πολεμούσαν
μέχρι και τα μικρά παιδιά.
Έδωσαν κείνη τη χρονιά σ’ αίμα, δάκρυ κι αγκούσα
τη μεγαλύτερη σοδειά.

Τ’ αγώνα πρωτοκάθεδρη πήρε φωτιά κι η πόλη
κι απ’ την αντίπερη γραμμή,
οι σταυρωτές γι’ απόκριση το μαύρο δώσαν βόλι
στα στόματα που ζήταγαν ψωμί.

«Σαν πας στην Καλαμάτα…» Πώς άλλαξε κείνη η μέρα
και λόγια και ρυθμό.
Αντί μαντίλι δέσανε ματόβρεχτη παντιέρα
στου κόσμου το λαιμό.

Φοβόμουν για τον άντρα μου κι έτρεξα με τα ρίγη
της αγωνίας στην καρδιά.
Ο Νίκος δε με φόβιζε – το πρωινό είχε φύγει
να πάει σχολειό με τ’ άλλα τα παιδιά…

Και ξάφνου τριγυρίζοντας στης πόλης την αντάρα
τον είδα να μιλάει απ’ τα σκαλιά
στο πλήθος… Και ν’ ακούγονται σαν κεραυνοί τα σμπάρα
και να τον βρίζουνε του νόμου τα σκυλιά.

Πόνεσα όπως στη γέννα του, στριγγά φώναξα: «Νίκο!»
Κι ο κόσμος είχε γκρεμιστεί…
Αλλά στην τρυφερή καρδιά της μάνας είπε «Σήκω»
η μάνα του πολεμιστή,

που πρόβαλε περήφανη στην κρίσιμη την ώρα
για να με κάνει δυνατή.
Με βάφτισε συντρόφισσα… Κι έτσι από δω και τώρα,
μπήκα στ’ αγώνα το στρατί.

*

Λόγος του Τραγουδιστή

Στου Κολοκοτρωναίικου Μοριά το μετερίζι
τρυγάει τώρα ο πόλεμος κι ο θάνατος θερίζει.

Απ’ το πρανές του Πάρνωνα στου Μαίναλου το λόγγο
με τον παππού Ταΰγετο να ’χει τον πρώτο λόγο,

μανιάζει η μάχη και μιλά τ’ ατσάλι με τ’ ατσάλι
κι η μια πλευρά μ’ αντίμαχη φωτιά μιλάει στην άλλη.

Αποσπερίτη Αρματολέ κι Αυγερινέ Ελασίτη
μαζί χτυπάτε το Ναζί και τον ταγματαλήτη!

Πισωπατάν οι σταυρωτές, γίναν χίλια κομμάτια
και από τους κάμπους στα βουνά στρέφει ο λαός τα μάτια,

να δει τη μεραρχία του, να δει το Μπελογιάννη…
Στην Καλαμάτα λυτρωτής όπου και να ναι φτάνει.

Κι αν ευτυχία είναι να μπεις μες στην Αμαλιάδα
σαν γιος και λυτρωτής: («Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα»!)

φέρνοντας με τη Λευτεριά και μια παγκόσμια ελπίδα,
τότε θα πω: κατάματα την ευτυχία την είδα.

Και μέσα απ’ το λαρύγγι του και την ψυχή του μέσα
βγαίνουν κραυγές Νικηταρά, φοβέρες Παπαφλέσσα

που σμίγουν τη μανία τους με το δικό του μένος:
«Βάλτε φωτιά στους Γερμανούς και τους προσκυνημένους»!

Άχαρος είναι ο πόλεμος κι έχει μόνο μια χάρη:
Βοηθάει να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι.

Φυλάχτε σαν τα μάτια σας τη Λαϊκή Εξουσία,
έτσι θα πιάσει μοναχά ο αγώνας κι η θυσία.

Τους ήρωες και τους μάρτυρες του τόπου το χρυσάφι
μη τους αφήσετε παιδιά πάλι να πάνε στράφι.

Γονάτισε όλο το χωριό κι η Ελλάδα πέρα ως πέρα
και στο κοντάρι τ’ ουρανού κυμάτισε η παντιέρα

της Λευτεριάς… Αντάρτικη φορώντας τώρα χλαίνη
τον Ύμνο της τραγούδησε – αυτόν που πάντα παίρνει

νέες στροφές μέχρι να ‘ρθει κάποιος καιρός να βάλει
στεφάνι τη στερνή στροφή στης νίκης το κεφάλι.

Ο Αλέξης Πάρνης αποκάλυψε στον Απ. Φωτιάδη (συνέντευξη στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», 25 του Οκτώβρη 2009) την πολύτιμη συμβολή του φίλου του Ναζίμ Χικμέτ, στη συγγραφή του ποιήματος, χωρίς τότε να το γνωρίζει ο ίδιος:

«Δεν ήμουν πολύ καλός σπουδαστής. Αλλά υπάρχει μια συγκινητική ιστορία με το ποίημα «Μπελογιάννης». Η εστία όπου μέναμε οι φοιτητές ήταν έξι ώρες πήγαιν’ έλα. Ημουν και αρκετά μεγαλύτερος και δεν κόλλαγα στο κλίμα της εστίας. «Κανόνισε, μου λέει ο Χικμέτ, να δεις τον διευθυντή να σε φέρει κάπου στη Μόσχα». Πραγματικά με έφεραν σε ένα δωμάτιο δίπλα στη βιβλιοθήκη όπου έμεναν τρεις τραυματίες πολέμου. Ήταν πολύ καλά πλάσματα, λάτρευαν την Ελλάδα και τους αντάρτες, αλλά η ζωή μαζί τους ήταν αφόρητη. Ήταν από το μέτωπο τα παιδιά, είχαν και την προδιάθεση των Ρώσων, έπιναν από το πρωί ως το βράδυ. Ήταν αδύνατον να γράψεις εκεί μέσα. Μου λέει λοιπόν ο Χικμέτ: «Δεν λες στον Ζαχαριάδη να σου νοικιάσει ένα δωμάτιο, αφού σου έχει αναθέσει να γράψεις τον Μπελογιάννη; Πώς να δουλέψεις σε αυτές τις συνθήκες;». Ντράπηκα πολύ, εγώ σπούδαζα με υποτροφία στη Μόσχα, όταν οι παράνομοι στην Αθήνα δεν είχαν υπόγειο να κοιμηθούν και πηγαίνανε στο απόσπασμα, και να ζητάω και σπίτι από το κόμμα… «Δεν το κάνω», του λέω.

Ύστερα από δέκα μέρες με παίρνει η γυναίκα του: «Έχει μια φίλη ο Χικμέτ με ένα θαυμάσιο σπίτι στη πλατεία Μαγιακόφσκι, της οποίας ο σύζυγος έχει πεθάνει και τα παιδιά λείπουν, εάν θες να πας να μείνεις εκεί, αφού και αυτή δεν θέλει να είναι μόνη», μου λέει. Και πήγα. Το 1989 με καλεί η Ένωση Συγγραφέων για ένα μήνα ως επίσημο επισκέπτη. Κάπου συνάντησα τον μεταφραστή του Χικμέτ και πάνω στη κουβέντα μου λέει: «Ξέρεις, Αλέξη, ο Χικμέτ πλήρωνε ενοίκιο τότε για το δωμάτιο, με μόνο όρο να μη μάθεις τίποτα για να μη σηκωθείς και φύγεις». Ο Χικμέτ είχε πεθάνει το 1965, τόσα χρόνια μετά κάτι ήθελα να κάνω όταν το έμαθα, αλλά τι; Να απλώς το λέω τώρα ότι εκεί γράφτηκε ο «Μπελογιάννης», με τα λεφτά του Χικμέτ…».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: