Το βουνό με τα μάρμαρα

…Σου είπα την ιστορία αυτή όπως ακριβώς έγινε, δηλαδή όπως τα θυμάμαι. Και μη μου την αλλάξεις, άστην έτσι, καλά – αχαμνά άστα όλα έτσι.

Το βουνό με τα μάρμαρα

Διήγημα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, από τη συλλογή διηγημάτων “Επιστροφές” και τη σειρά “Οι Γραφές Αθωότητας”, που περιέχει πέντε νεανικά διηγήματα του συγγραφέα, τα οποία είτε είχαν δημοσιευθεί σε περιοδικά είτε λησμονήθηκαν (Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Επιστροφές, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999).

Ο συγγραφέας γράφει ότι αυτά τα διηγήματα δεν συμμετείχαν σε προηγούμενες επιλογές του και τώρα τους δόθηκε η ευκαιρία να επιστρέψουν καθώς όσο και να άλλαξαν τα θέματα (το διήγημα που παρουσιάζουμε γράφτηκε το 1956), η γλώσσα, η ζωή «η πνοή εκείνων των καταθέσεων» εξακολουθούσε να του είναι οικεία.

Η φωτογραφία είναι του μεγάλου μας φωτογράφου Τάκη Τλούπα.

ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΜΕ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ

Η ώρα που ο ήλιος πέφτει πίσω από το βουνό.

Μαζί με την κάψα του καλοκαιριού πάει ο μόχθος άλλης μιας μέρας. Αυτή την ώρα την λαχταρούν κι οι άνθρωποι και τα ζωντανά, όπως τον ίσκιο ενός δέντρου, το νερό της πηγής. Τα βάσανα δεν τέλειωσαν. Αύριο πάλι ξημερώνει μέρα. Πρωί πρωί θα σηκωθούν, άντρες και γυναίκες, θα πάνε στο λόγγο κι άλλοι στα χωράφια και στα χτήματα για να ξανακάνουν τον αγώνα με το χώμα. Μ’ αυτό θα γίνει αύριο. Τώρα οι δροσιές και τ’ απόσκια που κατεβαίνουν από τα βουνά φέρνουν για όλους στιγμές μιας ποθητής ξεκούρασης.

Όλη η λάκα με το μικρό ποτάμι στη μέση και δυό δασωμένα καταράχια στα πλευρά ανασαίνει σαν άνθρωπος. Όπως ένας άνθρωπος που μόχθησε τη μέρα πάνω στη γη και στέκει τώρα στην άκρη του χωραφιού. Λογαριάζει τι καρπό, τι χαρές θα μπάσει φέτος στο σπίτι.

Το στρατί που ανεβάζει στο χωριουδάκι είναι αυτή την ώρα πνιγμένο στις σκόνες. Οι χωρικοί γυρίζουν στα καλύβια. Πάνε μαζί, μπουλούκι – ασκέρι: σκυλιά, γυναίκες, γίδες με τα μαστάρια φορτωμένα, άλογα με τα σύνεργα της δουλειάς και με τα βυζανιάρικα στη ράχη τους, παιδιά ξυπόλυτα – καβαλάρηδες σε μακριά καλάμια.

Κατεβαίνουν από το βουνό κι οι γιδάρηδες. Δε βγήκαν ακόμη από το λόγγο, μα πάνω από τη λάκα κρεμάστηκαν οι γνώριμες φωνές: τα σαλαγήματα των τσοπάνηδων, κουδούνια και βελάσματα, οι μαλακοί ήχοι του δειλινού.

Εκεί που στέκουν τα σπίτια ο τόπος είναι άγονος – νταμάρι και φρυγμένη γη. Από πρωί πρωί τα σπίτια θ’ αδειάσουν. Θα μείνουν μόνο τα μεγάλα σκυλιά, που τα δένουν τ’ αφεντικά μπροστά στις πόρτες τους, και οι μεγάλοι γέροι που δεν κάνουν τώρα για τίποτ’ άλλο παρά φρουροί, ας πούμε, του χωριού. Καμιά πεντακοσαριά – χίλια μέτρα κάτω από τα σπίτια αρχίζουν τ’ αμπέλια κι οι σταφίδες. Αυτές θέλουν το νοικοκύρη όλο το χρόνο πάνω τους. Τα χωράφια, σκαρφαλωμένα στην πλαγιά του βουνού. Τα σπέρνουν τη μια χρονιά στάρι, την άλλη αραποσίτι.

Η ζωή των χωρικών μοιράζεται στα δυό. Λημεριάζουν στα χωράφια, νυχτερεύουν στα σπίτια.Περνάν τη μέρα καρτερώντας τη νύχτα. Τη νύχτα, αφού θα φάνε, κάθονται μπροστά στις πόρτες τους, ρίχνουν τα σχέδια για τη μέρα που έρχεται. Κι έτσι μόνο το δειλινό δεν έχουν έγνοιες. Ανεβαίνουν στο χωριό ξένοιαστοι, ο δροσερός αέρας συνεφέρει γρήγορα το κορμί, πάνε με τραγούδια και χοντρά χωριάτικα αστεία.

 

Ο Νικόλας Ντουλαβέρης παίρνει κι απ’ αυτές τις ώρες το καταδύναμιν. Το χωράφι του είναι πλάι στο δρόμο κι οι χωριανοί που ανεβαίνουν στο χωριό τον ακούν που ακόμη αγκομαχάει με το άλογο. Το στρατί είναι βαθύ και δεν τον βλέπουν. Ακούν όμως τη φωνή του που χτυπιέται στα μάρμαρα. Γελάν. Κάποιοι καβαλάν τον όχτο:

– Ε, Νικόλα, καλό βράδι!…Ακόμα; Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, μπρε!…

Τα ξέρει αυτά. Τα έχουν πει κι άλλες φορές. Μα όταν του τα θυμίζουν έχει απάντηση έτοιμη:

– Αυτό το ’παν για τους αφέντες…

Έξη χρόνια πάνε από τότε που πέθανε ο πατέρας του. Έξη φορές μεγάλωσε κι αυτός τον κλήρο του. Κέρδισε το χώμα με τη χούφτα, σε σκληρό αγώνα. Λιγοστά ήταν τα εφόδια, τέσσερα χέρια: αυτός κι η γυναίκα. Οι εχθροί πολλοί: το χώμα άδουλο αιώνες, οι ρίζες χώθηκαν βαθιά. Κατόπιν οι μπόρες και τα κρύα, οι χωριανοί κι ο νόμος – απ’ όλους σκληρότερος αυτός.

Γιατί το μεγάλο του ατύχημα δεν είναι που κληρονόμησε λίγο τόπο. Τα μπράτσα τα ’χει γερά, γυναίκα δουλευταρού. Οι δυό τους ξεπατώνουν και το βουνό, κάνουν και την πέτρα καρύδι. Η ατυχία είναι άλλη: ο κλήρος ο δικός του κείται κάτω από το βουνό με τα μάρμαρα. Εδώ του έχει βάλει μπροστά ο νόμος σημάδια και όρια: το βουνό με τα μάρμαρα ήρθαν και το ανακήρυξαν Δημόσιο Πλούτο.

 

Το χωριό πέρασε από ώρα, ανέβηκε στα σπίτια. Έφυγε κι η γυναίκα του Νικόλα. Πάνω που άρχιζε να σκοτεινιάζει άφησε το ξινάρι και κατέβηκε στο ρέμα. Εκεί κοντά στο νερό έχουν φυτεμένες κολοκυθιές, μπάμιες, φασολάκια. Ακόμη το περιβόλι δεν έδωσε σοδειά, μόνο οι κολοκυθιές πέταξαν λουλούδια. Πήρε τον κουβά που τον φυλάει κρυμμένον στις βουρλιές, πότισε τα λαχανικά, ύστερα έμασε στην ποδιά κολοκυθοκορφάδες κι έφυγε για το χωριό να τις βράσει με γάλα.

– Αρίστο! είπε ο πατέρας του γιού, αφού πια το σκοτάδι έπαιρνε να πυκνώνει. Πιάσε καλά το άλογο από το καπίστρι. Θα μας πέσει πάλι…

Του μίλησε μαλακά. Ο γιος πειθάρχησε χωρίς να μιλήσει. Όπως έχει μουχρώσει, ο Νικόλας δεν μπορεί να δει το παιδί στο πρόσωπο. Μαντεύει ότι, αν μπορούσε τώρα να ιδεί, θα έβλεπε να τον κοιτάει άλλος ένας εχθρός.

Είναι μέρες που δεν έχουν αλλάξει λέξη. Πάνε κι έρχονται και οι δύο αμίλητοι στο χωράφι, δε θέλουν να κοιτάνε ο ένας τον άλλον. Το μεσημέρι ο Νικόλας άφησε το ζευγάρι, κατέβηκαν με τη γυναίκα στο ρέμα να γιοματίσουν. Ο γιος δεν πήγε. Τον έκραξε, τον έκραξε κι η μάνα του. Έμεινε κάτω από τον ήλιο, παλαίβοντας με την τσάπα να βγάλει από το χώμα μια ρίζα πουρναριού. Η μάνα σήκωσε το βλέμμα παρακαλώντας σιωπηλά τον άντρα της.

– Θαν του περάσει! της είπε και δυνάμωσε τη φωνή του για να φτάσει ως τον Αρίστο.

Οι μέρες περνάν – του Αρίστου δεν του περνάει.

Κρατάει το πείσμα σαν άντρας. Αλλά και ο Νικόλας στο θολό βλέμμα του γιου, στα σφιγμένα του χείλη γνωρίζει τον εαυτό του, ξέρει ότι αργά ή γρήγορα θα υποκύψει ο γιος, όπως κάποτε κι ο ίδιος στην άδικη θέληση του δικού του γονιού. Την ταραχή που έχει τώρα σηκωθεί στην ψυχή του παιδιού τη θυμάται ο Νικόλας. Στα καμώματα εκείνου βλέπει να σηκώνεται από το πικρό παρελθόν η δική του νιότη, η άδικη εποχή που ο μακαρίτης ο πατέρας του – ο γερο – Αρίστος – τον άρπαξε με το σιδερένιο χέρι του, τον ένωσε παντοτινά με τη γη.

Τ’ αγαπούσε τα γράμματα. Το σχολείο ήταν και τότε στο χωριό Ζερό, τρεις – τέσσερες ώρες από τη Λάκα. Σηκώνονταν από τη νύχτα με τις βροχές και τους ανέμους. Το δεύτερο χρόνο τον κράτησαν. «Τα πολλά γράμματα δε φελάν. Όσα έμαθες, φτάνουν. Πάμε στο χωράφι!». Έκλαψε ο Νικόλας. Έκλαψε κι η μάνα του. Ο γέρος είχε λόγο σιδερένιο σαν το χέρι του.

Δοκίμασε κι ο Νικόλας να φύγει. Την ίδια νύχτα τον ξετρύπωσε στο ρέμα, στη μεγάλη Σπηλιά, δυό μερόνυχτα τον κράτησε δεμένον στα μάρμαρα νηστικόν.

Δεν είχε άλλον μισήσει όπως τον πατέρα του. Του είπε φοβερά λόγια, τα πιο βρώμικα που ήξερε, βαριά λόγια. Έφτασαν και στιγμές που σκέφτηκε να σηκώσει ύπουλα το χέρι. Ολόκληρο καλοκαίρι δεν άλλαξαν λέξη. Ήρθε ο χειμώνας, τα κρύα με τους ανέμους και την πείνα. Πάλι την ενώσανε την οικογένεια γύρω στα κούτσουρα που καίγανε στη φωτιά.

Και κατόπιν, όταν μεγάλωσε και παντρεύτηκε κι απόχτησε κι ο ίδιος παιδί, ούτε για μια στιγμή δε σκέφτηκε να χαλάσει την πατροπαράδοτη τάξη: έδωσε στο γιο το όνομα του πατέρα του…Τώρα τα σκέφτεται όλα εκείνα. Βρίσκει ότι ο δικός του πατέρας τού φέρθηκε σκληρότερα, απ’ όσο ο ίδιος στο γιο του. Ποιος ξέρει; Μπορεί να είναι που ο Νικόλας γνωρίζει τι σκέφτεται το παιδί, ενώ εκείνος δεν το ’ξερε. Τώρα ξέρει ότι η ψυχή του παιδιού βράζει, και με διάφορους τρόπους δοκιμάζει να του μαλακώσει την ανυπακοή.

Καθώς τελειώνουν την αυλακιά και παίρνουν τη βόλτα, κοντοστέκεται να ξύσει τα χώματα από το υνί. Βλέπει το γιο που περιμένει παραπέρα σκοτεινός, σιωπηλός, κρατώντας το άλογο από το καπίστρι. Θέλει να πούνε καμιά κουβέντα. Δεν του μιλάει στα ίσια, πετάει την κουβέντα του στον αέρα σα να μιλάει μόνος του:

– Τώρα τελειώνουμε τη σποριά, λέει ο Νικόλας, πάμε σπίτι μας…

Ακούγεται το άλογο να ξεφυσάει.

– Μπαΐλντισε…

Και η κούραση του αλόγου και η βουβαμάρα του παιδιού άλλη φορά θα τον έκαναν να σταματήσει τη δουλειά. Μα έχει απόψε να τελειώσει το νέο άνοιγμα: τις νύχτες ξεχέρσωσε κι άλλη γη, γρήγορα πρέπει να την περάσει με το υνί που θ’ αφανίσει τους λάκκους – μάρτυρες της παρανομίας του.

 

Πάνε μερικά χρόνια. Ήρθαν και είπαν πως ήταν εδώ μια πόλη. Μια πολύ παλιά, μια αρχαία πόλη. Τα μαρμαράκια που μάζεψαν τα φόρτωσαν στα μουλάρια, τα πήραν. Μάζεψαν κι από το χωριό ό,τι πλάκες βρήκαν – γι’ αυτές κάτι δίναν στα σπίτια. Βάλανε τους χωρικούς να σκάψουν. Αυτά κράτησαν ένα καλοκαίρι. Θα κάνουμε μουσεία, είπαν.

Άντρες, που το πετσί τους έλιωσε στο αλέτρι, γυναίκες, τσομπαναραίοι και ξυλοκόποι πήραν ξινάρια και κασμάδες, τρέξαν στο βουνό. Πληρώθηκαν καλά.

Βγαίνοντας το καλοκαίρι φόρτωσαν τις σκηνές, έφυγαν. Θα ξαναρχόντουσαν την άνοιξη. Φράξανε με παλούκια και σύρματα τους χώρους – μόνος του, είπαν, να μη σκάψει κανείς.

…Οι άντρες δούλευαν τον κασμά, γυναίκες και παιδιά κοσκίνιζαν τα χώματα. Έσκαβαν όλο το χειμώνα, έβγαλαν μόνο πέτρες. Την άνοιξη δεν ήρθαν οι αρχαιολόγοι. Αυτοί έσκαψαν και τον άλλο χειμώνα.

Δεν ήρθαν ούτε την άνοιξη…

Του Μητροφάνη η λάκα, το μεγάλο πατρογονικό χωράφι που δίνει κάθε χρόνο στον Νικόλα, στην Χρυσούλα και στον μικρό Αρίστο ως είκοσι βατσέλια στάρι και τον άλλο χρόνο άλλα τόσα αραποσίτι  και κριθάρι καμιά φορά, είναι κάτω ακριβώς από το βουνό, πέρα πέρα στο σύνορο μπήξανε τα παλούκια κι αφού πέρασε κι ο δεύτερος χρόνος ο Νικόλας, ο Αρίστος κι η Χρυσούλα από λίγο λίγο ανέβαζαν πιο πάνω τα παλούκια που από καιρό είχαν μείνει δίχως τα σύρματα, ξερίζωναν τα σκίντα, τις πιο υπάκουες κουμαριές και τα σκληρά πουρνάρια κι έφερναν στο χωράφι νέο χώμα, πολύτιμο σαν το στάρι, χώμα αιώνες αδούλεφτο, από τότε ίσως ακόμα, από την εποχή εκείνων των παλιών ανθρώπων που τα ίδια θα ’καναν κι εκείνοι, όργωναν, έσπερναν, σβάρνιζαν κι έπειτα θέριζαν το στάρι τους και το κριθάρι τους. Και ξελόγκωναν κι αυτοί τον χέρσο τόπο κι αυγάταιναν τα στρέμματα. Με αυτό το ίδιο τσαπί, το ίδιο υνί.

Το μάτι που είναι βαθύτερα βγαλμένο το βγάζει ο αδελφός σου. Ο αδελφός του Νικόλα, ο Γιώργης, τον κατάδωσε στις αρχές. Πήγε και τους βρήκε μες στα γραφεία, πήγε και μάρτυρας στο δικαστήριο και είχε γι’ αυτό τους λόγους του.

– Διπλό το παράπτωμά σου, είπε ο δικαστής. Ασέβησες στο νόμο, ασεβείς και στ’ αρχαία μας. Διπλή θα είναι η τιμωρία.

Κι ο Νικόλας κατάλαβε πως τώρα, από δω κι εμπρός, δεν πρέπει να εμπιστεύεται παρά τις πιο σκοτεινές νύχτες.

 

Φεγγάρι απόψε δεν έχει. Ο Νικόλας βιάζει το άλογο, φωνάζει, το χτυπά. Ο Αρίστος τρέχει μπροστά τραβώντας το καπίστρι και πάνω στο τίναγμα του χερουλάτη, έπειτα από κάθε φωνή, ο πατέρας αισθάνεται τη σιωπηλή ανταπόκριση του γιου του.

Βγήκαν ως απάνω, πήραν καινούργια αυλακιά.

Ο Νικόλας έφερε γύρω το αλέτρι, έξυσε με το πόδι του τα χώματα από το υνί, ξαναχτυπά το άλογο. Άλλη μια λουρίδα χώμα πάνε τώρα να κερδίσουνε στα τυφλά – θα την μπάσουνε στο χωράφι τους, θα την κρατήσουνε για πάντα εδώ, θα’ ναι δική τους.

…Πρώτα ο Νικόλας άκουσε την ίδια του την κραυγή που πετάχτηκε πολύ ψηλά, κρεμάστηκε πάνω απ’ όλη τη Λάκα. Η κραυγή, το τυφλό χτύπημα, ο βαθύς πόνος στο κόκαλο.

Πέταξε πέρα το αλέτρι, έσκυψε να δει, να πιάσει με το χέρι. Ένιωσε την πατούσα του να του φεύγει, να σαλεύει σαν ξένη, τα δάχτυλα γλίστρησαν μες στα αίματα, μες στη λάσπη.

Έκατσε, χούφτωσε την πληγή να σταματήσει το αίμα κι εκεί, γυρεύοντας τρόπο να δεθεί, διάκρινε το γιο του. Στεκόταν πλάι στο άλογο, σαν όρθια πέτρα. Τώρα πια ήταν που δεν ήξερε ο Νικόλας τι κλώθει το μυαλό του παιδιού. Γιατί του ίδιου δεν του έτυχε τότε να ιδεί το γονιό του να κολυμπά στο αίμα. Τούτη η σιωπή τον φόβιζε τον Νικόλα σαν και το αίμα που έφευγε.

– Έλα δω, είπε. Έλα, Αρίστο! του είπε χωρίς να καλοκαταλαβαίνει κι ο ίδιος τι κάνει τώρα, παρακαλεί ή διατάζει.

Το παιδί δεν κουνήθηκε.

– Έλα, μάτι μ’!

Το πόδι βάραινε μες στο χέρι του, το αίμα κρύωνε, έπηζε στα δάχτυλά του.

– Φοβάσαι; ρώτησε ο Νικόλας. Μη φοβάσαι…Έλα δω!

Πάλι το παιδί δε σάλεψε, ο πατέρας άκουσε τον γνώριμο ήχο. Έκλαιγε.

– Κλαις; του φώναξε και σα να χάρηκε από το κλάμα του. Μην κλαις! Έλα μου δω…

Ήρθε σιωπηλό, στάθηκε μπροστά στον πατέρα του.

– Έλα πιο σιμά και βγάλε το πουκαμισάκι σου.

– Ναι! είπε το παιδί.

– Κράτα τώρα εδώ εσύ, Αρίστο! – κι έβγαλε μπροστά το πληγωμένο ποδάρι του. Σφιχτά κράτα!

– Αίμα! έκανε το παιδί.

– Δεν είναι τίποτα!

Έκαμε το πουκάμισο λουρίδες, έδεσε την πληγή του.

– Τώρα άκου, Αρίστο. Ξέζεψε το άλογο, φέρε από το ρέμα το σαμάρι.

Πέρα από τα καλντερίμια του χωριού ακούστηκαν φωνές:

– Νικόλααα…

Άκουσε τις πατημασιές της πάνω στην πέτρα. Ερχόταν, φώναζε:

– Μην το χτυπάς. Μη σου λέου…

Έφτασε, τον είδε με το ποδάρι δεμένο, στάθηκε έτσι μια στιγμή κι ύστερα έπεσε στα γόνατα.

Αλυχτούσαν πέρα στο χωριό τα σκυλιά.

Και στο καλντερίμι ακούγονταν οι πατημασιές των χωριανών που κατέβαιναν τρέχοντας.

 

Τον έβαλαν στο κρεβάτι. Το καλύβι γιόμισε κόσμο. Άντρες και γυναίκες είχαν μαζευτεί, κοίταγαν τον Νικόλα. Αποκαμωμένος από την αιμορραγία κοίταγε κι αυτός τους χωριανούς του.

Ένα λαδολύχναρο φώτιζε αχνά το σπίτι, μόλις έφεγγε.

– Πήγαινε, φέρε τη λάμπα, είπε μια γυναίκα.

Αυτή που έφερε τη λάμπα ήταν η Γιαννούλαινα, ξαδέλφη της Χρυσούλας. Μια κουτσή περασμένη γυναίκα, που είχε τον άντρα της στην Αμερική. Είχε αγορασμένη λάμπα του πετρελαίου και την έκαιγε σε καμιά γιορτή, όταν καλωσόριζε μουσαφίρη.

– Κάμετε πέρα, γυναίκες! ακούστηκε στην πόρτα μια βαριά φωνή. Κάμετε πέρα!

Αυτές παραμέρισαν. Μπροστά πέρασε ένας άντρας μεγάλος, ο γερο – Χρυσαντάς, χήρος από χρόνια. Έχασε και το παιδί του στα Γιαννιτσά κι ήταν τώρα μόνος του. Ήταν για το χωριό ό,τι το άχερο για τον πνιγμένο. Όλοι πιάνονταν από κείνον. Κι όταν χάλαγε το αλέτρι τους κι όταν αρρώσταιναν τ’ άλογα και τα παιδιά τους.

Στάθηκε μπροστά στον ξαπλωμένο Νικόλα. Η Χρυσούλα ήρθε στο πλάι του, σταύρωσε τα χέρια της, κοίταγε το γέρο.

– Τι έγινε, Νικόλα; ρώτησε αυτός.

Η φωνάρα, που έκανε τη Λάκα να τρέμει, μόλις ακούστηκε,

– Το υνί!

– Ποιο υνί; Το κεφάλι σου να λες! – κι έσκυψε πάνω του. Τη λάμπα εσύ, στράφηκε στη Γιαννούλαινα.

Από τα πανιά ακόμη σούρωναν αίματα κι άλλα πάνω στη βρώμικη σάρκα είχαν ξεραθεί μπλεγμένα με χώματα και χορτάρια.

– Ναν τον πλέναμε! είπε δειλά μια γυναίκα.

Ο γέρος γύρισε στη Χρυσούλα.

– Φέρε μου τίποτα σκουτιά!

Έβγαλε από την κασέλα της ό,τι ρουχαλάκια είχε, ο γέρος κάθησε στο κρεβάτι, άρχισε πάνω από τον ματωμένο επίδεσμο να περνάει  καινούργια πανιά. Αφού τελείωσε ρώτησε τις γυναίκες:

– Ποια έχει βούτυρο στο σπίτι;

Δεν έλαβε απάντηση.

– Καμιά σας;

– Η Γιαννούλαινα θάχει!

Η Γιαννούλαινα είχε φύγει. Ο γέρος είδε μέσα στις άλλες τη νύφη του τη Μαρία.

– Εσύ πήγαινε και βράσε φασκόμηλο στο τσουκάλι. Και μια από σας να πάει στης Γιαννούλαινας για το βούτυρο. Ένα κουτάλι…

Γιάτρευε μ’ ένα κύπελλο φασκόμηλο, κρασί και βούτυρο.

Όταν του το ’φεραν να το πιεί, ο Νικόλας είχε πέσει σε βύθος. Άνοιξε τα μάτια, κατάπιε το παρασκεύασμα, πάλι βυθίστηκε.

– Αφήστε τον, είπε ο γέρος. Ο ύπνος είναι το γιατρικό του. Αν ξυπνήσει δος του ακόμα μια κούπα. Αν τον τσακίσει αίμα, δέσε κι άλλα πανιά. Αν αρχίσει τις φωνές άστονε να γκαρίζει!

 

Όταν ο γέρος έφυγε, άρχισαν να μιλούν οι γυναίκες. Είπαν διάφορα, άλλες ότι έπρεπε ν’ ανοίξει πρώτα την πληγή, να την καθαρίσει με ρακί και μετά την ξανάδενε, άλλες πως καλύτερο απ’ όλα είναι να τον αρπάξουν τώρα τον Νικόλα, να τον βάλουν πάνω στ’ άλογο και να τον πάνε κάτω στην πόλη να τον δει γιατρός. Η Γιαννούλαινα, που έφερε το βούτυρο, είπε αυτό με τους γιατρούς να μην το κάνουν γιατί θα το κόψουν το πόδι.

– Σώπα που τον κούτσανες κιόλας!

Αυτή η γυναίκα είχε καθήσει διχαλωτά στην πόρτα, η μισή απόξω η μισή μέσα:

– Τίποτα δε θα πάθει, είπε. Θα γίνει καλά ο Νικόλας. Έτσι ήτανε κι ο δικός μου όταν έπεσε απ’ την ελιά. Του πέρασε, έγινε καλά, δόξα σοι ο Θεός, παράπονο δεν έχω.

Κοίταξε τις άλλες πετώντας μπροστά την κοιλιά της.

– Μωρή! της φώναξαν. Πότε;

– Κλείνει ο πέμπτος αύριο.

– Θα την φάμε την κολάστρα.

– Αμέ;

Αυτό το είπε η Μαρία και όλες γέλασαν.

 

Τα ξημερώματα φώναξε ο Νικόλας τη Χρυσούλα.

– Σήκω κι άναψε το λυχνάρι!

Σηκώθηκε, άναψε το λυχνάρι.

– Κάτσε δω τώρα και λύσε το ποδάρι μου!

– Δεν κάνει, Νικόλα…

– Λύστο, δεν μπορώ άλλο. Και ξύσε μου το πόδι, με καίει.

–  Αίμα θα σε τσακίσει!

– Ας με τσακίσει!

– Νάπινες το φάρμακο. Καλό θα σου κάμει!

Του έφερε το φλυτζάνι με το φάρμακο, δίψαγε, το κατέβασε όλο. Δεν του έλυσε την πληγή, του έξυσε έτσι λιγάκι το ποδάρι πάνω από τους επιδέσμους, ανακουφίστηκε.

– Καλά, άστο.

Μόλις έσβησε το λυχνάρι τη φώναξε πάλι.

– Γιατί τόσβησες;

– Καίγεται το λάδι, Νικόλα!

– Άναφτο!

Το άναψε πάλι.

– Ξέρεις; Πείνασα.

– Έβρασα αποβραδύς κορφάδες με γάλα.

– Φέρτο μου.

Γιόμισε τη γαβάθα, την έβαλε μπροστά του.

– Ξύπνα και το παιδί!

– Έφαγε το παιδί, κοιμάται τώρα.

– Ξύπνα το!

Ξύπνησε και το παιδί.

Περίμενε ο Νικόλας με το κουτάλι στο χέρι.

– Ερχόμαστε κι εμείς, ερχόμαστε, έλεγε η γυναίκα. Φάε συ…

Έβαλε το κουτάλι στο στόμα.

– Ανάλατο το ’χεις.

– Του ’ριξα αλάτι.

– Δε σε μάλωσα.

– Του ’ριξα αλάτι.

– Αχ, είπε ο Νικόλας. Πάντα έτσι, άσπρο να το λέου εγώ, μαύρο εκείνη.

Πέταξε το κουτάλι πέρα, η γαβάθα αναποδογυρίστηκε πάνω στα σκεπάσματα.

Η γυναίκα κάνει το σταυρό της.

Ο Αρίστος κλαίει.

 

Ούτε το άλλο πρωί ο γέρος έλυσε το ποδάρι. Φοβόταν την αιμορραγία. Του έκαμε ένα άλλο φάρμακο με ζουμί από φύλλα ευκαλύπτου κι έφυγε για το βουνό – πήγαινε να ψάξει για ένα βότανο.

Ήρθανε να τον δούνε κι οι άντρες του χωριού. Είπαν πως ό,τι κάνει ο γέρος είναι το σωστό. Αυτό πρέπει να γίνεται.

Πέρασε κι ο φίλος του, ο Νικήτας.

– Να τον πάμε να τον δει ο γιατρός ή να φέρουμε το γιατρό εδώ. Άμα είναι, τον πηγαίνω εγώ…

Δεν του απάντησαν.

Όλο το χωριό πέρασε από το καλύβι του Νικόλα. Μόνο ο Γιώργης δεν ήρθε.

Τα σπίτια τους ένας τοίχος τα χωρίζει.

Εδώ που είναι ξαπλωμένος τώρα ο Νικόλας άλλαξαν την τελευταία τους κουβέντα τα δυό αδέλφια, εδώ και πέντε – έξη χρόνια. Τότε πέθανε ο πατέρας τους. Όσο ζούσε ο γέρος, ο τοίχος δεν είχε σηκωθεί. Αυτό έγινε κατόπιν από αφορμή τις δυό γυναίκες.

– Αδελφέ, είπε ο Γιώργης, όσο ζούσε ο πατέρας μας, ζούσαμε κι εμείς με αγάπη, αλλά οι γυναίκες μας δεν μονιάζουν.

Χώρισαν το σπίτι. Φέραν την πέτρα μονάχοι τους και σήκωσαν το χώρισμα. Ύστερα έβγαλαν τις προίκες των γυναικών τους, έβγαλαν και τις γυναίκες από μέσα κι έκαναν τη μοιρασιά. Έμειναν αμοίραστα δυό ταψιά κι ένα χάλκινο κακάβι.

– Αδελφέ, είπε ο Νικόλας, κάμε μου τη χάρη: πάρε εσύ τα δυό ταψιά, κι εγώ το κακάβι. Το θέλει η γυναίκα, μη μου χαλάς την καρδιά.

– Άμα το θέλει η γυναίκα, το θέλει κι ο διάολος. Πάρτο!

Τελείωσαν, σηκώθηκαν, δώσανε τα χέρια, φιλήθηκαν.

Ξαναμπαίνει ο Γιώργης:

– Αδελφέ, με γέλασες! Από τα δυό ταψιά το ένα μού ανήκει! Ενώ εσύ πήρες ούλο το κακάβι!

– Μα και μένα το μισό κακάβι δε μου ανήκει; Για το άλλο μισό πήρες εσύ το δεύτερο  ταψί.

– Καλά λες.

Πάλι φεύγει, πάλι έρχεται:

– Όχι, δεν είμαι σύμφωνος! Πάρε εσύ τα ταψιά και τα δυό, δο μου εμένα το κακάβι.

– Δεν ντρέπεσαι που σε κάνει η γυναίκα σου όπως θέλει;

– Εμένα με κάνει όπως θέλει;

– Αλλά ποιον;

– Τότε πάρε το ταψί σου και το κακάβι μένει.

– Το κρατώ και το δικό σου μερτικό το πληρώνω με χρήμα!

– Το χρήμα σου κράτα το. Το κακάβι θέλω!

– Τότε, να το πάρεις!

Αρπάζει το τσεκούρι ο Νικόλας, «γκαπ γκουπ!» το ανοίγει στα δύο.

– Πάρε το δικό σου και πήγαινε να το δέσει στο βρακοζώνι της! Γι’ αδελφό άλλο δε σε ξέρω!

Έξη χρόνια από τότε.

 

Κατέβηκε ο πάππος από το βουνό το βράδυ αργά. Το βότανο δεν το βρήκε.

– Θα σκαλώσω ταχιά στον Αγιάννη, είπε. Θα το βρω. Σε δυό μέρες μέσα θα χορέψει τσάμικο ο Νικόλας!

Όλη τη μέρα είχε θέρμη…

Γυρίζοντας από το χωράφι η Χρυσούλα τον βρήκε ξύπνιο και ήσυχο.

Την είδε και χαμογέλασε.

– Στο χωράφι ήσουνα;

– Στο χωράφι, Νικόλα.

– Βρε να πάρει η οργή, το πρωί τα χρειάστηκα. Αλλά τώρα είμαι καλά.

– Θα σου περάσει…

– Πέρασε κιόλας!

Μετά κάτι σκέφτηκε.

– Δε μου λες, είπε. Τώρα μπήκες μέσα;

– Τώρα.

– Από ποια πόρτα;

– Δεν έχουμε άλλη πόρτα!

Το σκέφτηκε, γέλασε:

– Πώς μούρθε!

– Κάτι όνειρο θα είδες. Να σου φέρω τώρα να πλυθείς και θα ξυπνήσεις. Πεινάς;

– Τι έχεις;

– Έσφαξε ο Νικήτας το γουρούνι του και πήρα ένα κομμάτι να σου το κάμω με πατάτες που σ’ αρέσει.

– Καπαμιστό;

– Ναι.

– Άι μπράβο!

Όταν έβαζε το κρέας στη φωτιά, ο Νικόλας τη φώναξε για να του βγάλει τα σίδερα από το ποδάρι.

– Δεν έχεις σίδερα!

– Μη ρωτάς, μη ρωτάς. Καλύτερα βγάλτα!

– Μα δεν έχεις σίδερα…

– Πώς δεν έχω! – και δοκίμασε να σηκωθεί. Ποιος τα πήρε; Αφού τα είχα ώσπου γύρισες από την εκκλησία.

– Από πού;

– Έλα να σου πω, είπε πολύ σιγά ο Νικόλας. Τα σίδερα μού τα έφερε εκείνος εκεί!

Έδειχνε το ταβάνι.

– Ποιος, Νικόλα;

Της το είπε στο αυτί:

– Ο Άη Νικόλας!

Νόημα δεν έβγαινε απ’ όσα έλεγε.

Κι ο γέρο – Χρυσαντάς αποφάσισε να λύσει την πληγή. Τα αίματα είχαν κουριάσει στα πανιά, τα’ κοψε με την φαλτσέτα. Ο Νικόλας ανασηκωμένος έβλεπε και μόλις ο γέρος τράβηξε και το τελευταίο πανί, είδε το μαύρο όγκο και ρώτησε:

– Σάπισε;

– Σκασμός εσύ! Πλάγιασε κάτου!

– Εγώ από χτες το κατάλαβα, είπε ήσυχα ο Νικόλας.

 

Πήρε τους άντρες στην αυλή.

– Τώρα ένα μονάχα τον γλυτώνει. Βοηθάτε γιατί θα΄ναι αργά.

– Τι να κάνουμε;

– Να πάτε μου φέρτε χλωρό τομάρι αλεπούς. Αλλά το ζούδι να το βαρέστε νύχτα προτού σκάσει ο ήλιος.

Μοιράστηκαν ομάδες. Πίσω από τη Λάκκα ήταν η Λυκόραχη, ένας απότομος βράχος με απάτητα ρουμάνια. Καλύτερα τον τόπο εκεί τον ξέρει ο Γιώργης που βόσκει τα γίδια του χωριού. Πήγαν, τον βρήκαν έξω στα γρέκια. Κοιμόταν. Τους άκουσε, το σκέφτηκε, ύστερα είπε «δεν έχω αδερφό εγώ» και γύρισε στ’ άλλο πλευρό.

Πήρανε και δυό – τρία πουλερικά να τα δέσουνε στα κλαριά…Στήσανε στα περάσματα δόκανα.

Όλη τη νύχτα την έβγαλαν εκεί, όσο που το φεγγάρι έπαιρνε να βασιλέψει πίσω από το καταράχι των Αγίων Αποστόλων.

Λίγο πριν να κρυφτεί άκουσαν  δυό ντουφέκια ψηλά στην κορφή της Λυκόραχης.

Γυρίζοντας στα σπίτια βρήκαν το αλποτόμαρο έτοιμο, κρεμασμένο από τον μεγάλο πλάτανο, μπαίνοντας στο χωριό.

 

Έβαλε ο γέρος το τομάρι να πάρει μια βράση σε χάλκινο κακάβι. Ύστερα το άπλωσε στα κλαριά, πασπάλισε τη μέσα μεριά με χοντρό αλάτι, το σκέπασε με φύλλα κουτσουπιάς μουσκεμένα σε ζεματιστό ζουμί από πράσινη καρυδόφλουδα.

– Τώρα τρεις μέρες και τρεις νύχτες θα μείνει το τομάρι στο βαρεμένο κρέας. Την τέταρτη μέρα το πρωί θα πατήσει το πόδι.

 

………………………………………………………………………………………………………………

 

…Σου είπα την ιστορία αυτή όπως ακριβώς έγινε, δηλαδή όπως τα θυμάμαι. Και μη μου την αλλάξεις, άστην έτσι, καλά – αχαμνά άστα όλα έτσι.

Εκεί πάνω στα δικά μας χωριά όταν οι άνθρωποι πέθαιναν, φέρετρα δεν είχαμε να τους πάμε. Δεν τα συνήθιζαν αυτά οι δικοί μας. Τους βάζαμε σε μια σκάλα που τη φτιάχναμε μόνοι μας από χλωρό ξύλο δέντρου. Και μαζί με τη σκάλα τούς κατεβάζαμε στο μέρος τους.

Κοιμητήρι είχαμε δικό μας. Έτσι πήγαμε εκεί και το Νικόλα, κάπου τρακόσια μέτρα πιο πέρα. Είναι στην πλαγιά, κάτω από εκείνο το βράχο που δε θυμάμαι όσο ακόμα ήμουνα εκεί να ξανάρθουν για να σκάψουν. Δεν ξανάγινε λόγος γι’ αυτό. Είναι αλήθεια ότι εδώ κι εκεί ήταν σπασμένα μάρμαρα κι εμείς, όταν μας βάλανε να σκάψουμε, όλο τέτοιες πέτρες βγάζαμε από μέσα και το είχαμε βαρεθεί.

Και ήταν έθιμο. Τις πρώτες τρεις φτυαριές χώμα να τις ρίχνει στον νεκρό το πιο κοντινό του πρόσωπο. Η μητέρα μου άφησε εμένα. Θυμάμαι έκλαιγα, δεν ήθελα, μα στο τέλος το έκανα. Το θυμάμαι πολύ καλά. ήμουν εννιά χρονών.

                                                                                                     1956

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: