Το διήγημα της Πέμπτης: «Τούρκικοι καφενέδες» του Αντρέα Καρκαβίτσα

Όταν έμπαινες μέσα και καθόσουν με το ναργιλέ ορθό πάνω στο τραπέζι και τον καφέ δίπλα σου, ξέχναγες αμέσως την αληθινή σου ύπαρξη κι έπρεπε να βάλεις το χέρι στο κεφάλι, για να βεβαιωθείς πως δε φορούσες σαρίκι…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Τούρκικοι καφενέδες» του Αντρέα Καρκαβίτσα

Ο Αντρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στα Λεχαινά Ηλείας στις 12 του Μάρτη 1865  και έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από τη φυματίωση, στις 22 (κατά άλλη εκδοχή στις 24) του Οκτώβρη 1922. Σπουδαίος λογοτέχνης, ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία, έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία και συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής του. Τα πιο γνωστά έργα του είναι το μυθιστόρημα Ο ζητιάνος, και η συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης.

Το έργο του Α. Καρκαβίτσα «Ταξιδιωτικά» κατατάσσεται στην ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία. Σ’ αυτό, καταγράφονται, υπό μορφή ημερολογίου, όλες οι πλούσιες εντυπώσεις του συγγραφέα από τα συνεχή ταξίδια του στο Αιγαίο, στον Εύξεινο Πόντο και στη Μεσόγειο με το Ατμόπλοιο «Αθήναι» του οποίου ήταν ο μόνιμος γιατρός.

«Με τις πολύ παραστατικές περιγραφές τόπων, κάστρων και πόλεων, οι οποίες διανθίζονται με πολλά ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία και σκηνές από τη ζωή των κατοίκων τους, το έργο αυτό προσφέρει στον αναγνώστη πλούσιες γνώσεις και αποτελεί αστείρευτη πηγή τοπογνωσίας και λαογνωσίας, καθώς και ένα πολύτιμο εθνογραφικό υλικό» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου – εκδόσεις Σμυρνιωτάκη, Καλοκάθη).

Το διήγημα της Πέμπτης: «Τούρκικοι καφενέδες» του Αντρέα Καρκαβίτσα

Αντρέας Καρκαβίτσας

Τούρκικοι καφενέδες
του Αντρέα Καρκαβίτσα

29 του Γενάρη (συνέχεια)

Ένα με τον άλλον τούς πέρασα όλους τους πέντε-δέκα καφενέδες. Όμως ένας απ’ όλους άξιζε, με τα ψυχωμένα και άψυχα εσωθέματά του, να ονομασθεί τούρκικος καφενές.

Όταν έμπαινες μέσα και καθόσουν με το ναργιλέ ορθό πάνω στο τραπέζι και τον καφέ δίπλα σου, ξέχναγες αμέσως την αληθινή σου ύπαρξη κι έπρεπε να βάλεις το χέρι στο κεφάλι, για να βεβαιωθείς πως δε φορούσες σαρίκι και να κοιταχτείς ολόκορμος, για να πιστέψεις πως δεν είσαι κανείς μπέης είτ’ αφέντης από εκείνους που σύχναζαν κατά τα 1555 στον πρώτο και μοναδικό καφενέ της Πόλης.

Την αλλαγή και το νεωτερισμό, που πήρε θεληματικά και αθέλητα, με του καιρού το ξετύλιγμα η τούρκικη ζωή, τον φραγκοφορεμένο στρατό, που γυμναζόταν στην πλατεία, και το τράμβαϋ που περνούσε, βροντομαχώντας, στο δρόμο, και τη χεροχτοφορεμένη χανούμισσα, που σεργιανούσε στο πεζοδρόμι και τον Τούρκο, που παζάρευε στην αγορά, όλα γιαμιάς τα έχανες εκεί μέσα και γύριζες πίσω και πίσω, στη μυθική και παράδοξη των Τούρκων εποχή.

Οι τοίχοι ζερβόδεξα ήταν σκεπασμένοι, από πάνω ως κάτω, με εικόνες διάφορες και πλέον περίεργες η μία της άλλης. Εδώ εκείτετο ξαπλωμένη πάνω στο μεταξωτό ντιβάνι της, μισόγυμνη και μαργαριτοστολισμένη σουλτάνα. Εκεί ολόκληρο χαρέμι με χίλια χρώματα φορεμάτων, πήγαινε μπροστά, υπάκουο και φοβισμένο από το βούρδουλα του κισλάραγα. Αλλού ο Αλής, του Μωάμεθ ο θρησκευτικός αντίπαλος, έσχιζε με μια σπαθιά στα δύο, κρανοφορεμένο και ασπιδοσκεπασμένο καβαλάρη ψηλά στα σύγνεφα.

Μια εικόνα έδειχνε το Χατζή Μπεκτάς να γυρίζει στους δρόμους του Ικονίου καβάλα σε φοβερό λιοντάρι. Άλλη ασώματο κεφάλι με μάτια μεγάλα και μουστάκια φοβερά. Τρίτη συμβολική παράσταση του καιρού σε δέντρο πάνω ξεροφυλλιασμένο. Τέταρτη, πλεούμενα διάφορα, στόλους τουρκικούς με παράδοξα άρμενα και παραδοξότερα σκάφη και πλέον παραδοξότερους ναύτες, μέσα σε ακόμη πλέον παραδοξότερη θάλασσα. Και άλλες δέκα-είκοσι εικόνες έδειχναν άλλα δέκα- είκοσι πράγματα, ανθρώπους και κήτη και ζώα και δενδρικά, βαρυφορτωμένα με ζωηρά χρώματα, με αρμαθιές μαργαριτάρια και πλούσια στέμματα και πολύτιμα σπαθιά και άλογα με σκαλόλουρα έξω από την αλήθεια και με παραστάσεις έξω από τη ζωή και την πραγματικότητα.

Και σ’ όλον αυτό το σωρό των εικόνων και των χρωμάτων και των εκφράσεων, τίποτε δεν έβλεπες το σημερινό και το ευρωπαϊκό, έξω από το γυαλί που τις σκέπαζε και τις κορνίζες που τις τριγύριζαν, καμία δεν έβρισκες εικόνα και χρώμα κι έκφραση, που να σου κεντά την ψυχή στο γνώριμο και το αληθινό. Βαλσαμωμένες μούμιες της Αιγύπτου αν είχες περίγυρά σου, δε θα βρισκόσουν ποτέ σε τόση στενοχώρια και σε τόση ραθυμία.

Έπειτ’ από τις παράδοξες αυτές εικόνες, άλλη παράδοξη και μεγάλη εικόνα σού παρουσίαζαν τα ράφια, στημένα έν’ πάνω στο άλλο. Κι έπιαναν αυτά ολόκληρο το μέσα τοίχο του καφενέ!

Κι ήταν όλα παραγεμισμένα με ναργιλέδες εύκαιρους τριάντα-σαράντα, ένας κοντά στον άλλον, σαν στρατιώτες σε παράταξη, άλλοι από κάτασπρο κρύσταλλο, άλλοι γαλαζοβαμμένοι, άλλοι κατακόκκινοι, άλλοι με άνθη πολύχρωμα και πολύσχημα, άλλοι με άστρα και μισοφέγγαρα· ένας χρυσοζωσμένος εδώ, άλλος εκεί χιλιοζωγραφισμένος. Και όλοι ήταν με μαρκούτσα κόκκινα και πράσινα και κίτρινα και φουντωτά όλα και σπειρωτά σαν φιδοπουκάμισα, με λουλάδες από ξανθό κεχριμπάρι, είτε λαμπρό προύτζο, είτε κατάμαυρο πολυσκαλισμένο ξύλο. Και όλοι κρατούσαν πάνω στο κεφάλι τους μετάλλινα σκεπάσματα ψιλοκεντημένα και χιλιοτρυπημένα, άσπρα και κίτρινα, λαμπρά όλα σαν πολεμικά κράνη.

Αυτά είχαν οι ναργιλέδες. Αλλ’ έπειτα έρχονταν τα μπρίκια σαράντα-πενήντα, σε διάφορα σχήματα και αναστήματα. Έπειτα μύλοι του καφέ πέντε-δέκα. Έπειτα γλόμποι γυάλινοι χρωματιστοί· έπειτα κουτιά του τσαγιού διάφορα- έπειτα τσαγιέρες και σαμοβάρια και φλιντζανοπιάτελα χιλιοχρωματισμένα· έπειτα ποτήρια μικρά μεγάλα· έπειτα ζάρφια. Έπειτα λεγένια και σαγάνια μετάλλινα. Έπειτα κουδούνια κι έπειτα μεγάλες αχιβάδες. Και τέλος είκοσι-τριάντα δίσκοι, μικροί-μεγάλοι, μισοφαγωμένοι, κοψοχειλισμένοι, χιλιοτρυπημένοι, ζουλισμένοι εδώ κι εκεί, όλοι όμως λαμπροί και πεντακάθαροι, από κίτρινο όλοι πάφιλα καταγιαλισμένοι, κρέμονταν από πάνω ως κάτω σε ολόκληρο χώρισμα, λες και ήταν οι ασπίδες του καφετζή, που αφιέρωσε στο θεό της τέχνης του· από τα πλούσια λάφυρα κάποιας μεγάλης νίκης του.

Ακόμη όμως παραδοξότερος από τις εικόνες και τα ράφια ήταν αυτός ο ίδιος καφετζής και ο υπηρέτης του. Ο δεύτερος στραβοπόδης, κοντοπίθαρος, ξεγοφωμένος, πατώντας εδώ το πόδι του κι εκεί πίσω ρίχνοντας το κορμί του· ο πρώτος ψηλός, ξερακιανός, με ολόρθο φέσι στο κεφάλι, με χρωματιστή ποδιά μπροστά, ξεμπρατσωνισμένος και γυμνοτράχηλος, κυνηγώντας πάντα ανάμεσα στις καρέκλες και τα τραπέζια τις κότες του, και θωρώντας έξαφνα τον ξένο κατάματα, σκεφτικός και γελαστός.

Και ακόμη παραδοξότεροι από τις εικόνες και τα ράφια και τον καφετζή και τον υπηρέτη ήταν οι φοιτητές του καφενέ, που ένας-ένας έμπαινε και καθόταν κάπου και διάταζε ράθυμος το ναργιλέ, είτε τον καφέ, είτε το τσάι του κι έπειτα στύλωνε τα μάτια του στη σκεπή, θωρώντας της μύγας το πέταγμα, είτ’ έπιανε ανόρεχτη ομιλία με το γείτονά του.

Παράδοξοι τύποι και παράδοξοι άνθρωποι, ικανοί για ώρες ολόκληρες να μην κινηθούν από τη θέση τους, ούτε ν’ ανοίξουν στόμα και να μιλήσουν κανενός. Υπομονητικοί, ώστε ν’ ακούνε με προσοχή μεγάλη του γείτονά τους τα παραδοξολογήματα και σύνωρα να μην ακούνε τίποτε. Απαθείς, ώστε να υποφέρουν να γυμνώνεται ο άλλος μπροστά τους και να τους δείχνει τις πληγές των ποδιών του και τη βρώμα και σύνωρα να μη βλέπουν παρά του τσιμπουκιού τους τον καπνό. Φιλοφρονητικοί, ώστε να παρηγορούν αυτόν για τα παθήματά του με γλυκά λόγια· και φιλόσοφοι, ώστε να μην τους κάνει τίποτε, ούτε τα παραδοξολογήματα του ενός, ούτε οι βρωμερές πληγές του άλλου, ούτε τα παρηγορητικά λόγια του τρίτου, ούτε ο καπνός του τσιμπουκιού, ούτε ο θόρυβος του ναργιλέ, ούτε η μυρουδιά του μόσχου, ούτε η γύμνια του καφετζή, ούτε του υπηρέτη του το ξεγόφωμα, ούτε των κοτών του το κακάρισμα, καμία σταθερή εντύπωση!…

Το ξημέρωμα μας βρήκε σήμερα σταματημένους μπροστά στην Καλλίπολη. Ομίχλη πυκνή σκέπαζε απ’ άκρη σ’ άκρη όλον τον Ελλήσποντο και όλα τα πλοία, καράβια και βαπόρια που βρέθηκαν εκεί, έκοψαν το δρόμο τους και σφύριζαν θλιβερά σαν βαρυπληγωμένα μεγαθήρια. Μόλις κατά τις 11 π.μ. διαλύθηκε η ομίχλη και μπόρεσαν τα πλοία να πιάσουν πάλι τη γραμμή τους.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: