Το διήγημα της Πέμπτης: «Τώρα θα δεις…» του Δημήτρη Γκιώνη

Κόντευα να τελειώσω το δημοτικό και δεν ήξερα πώς έρχονται τα παιδιά στον κόσμο. Στις συζητήσεις που κάναμε με τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας μου, που κι εκείνα ζούσαν στο ίδιο σκοτάδι, είχαμε καταλήξει ότι οι γυναίκες γεννάνε από τον αφαλό. Τη συμμετοχή του άντρα ούτε που την υποψιαζόμαστε.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Τώρα θα δεις…» του Δημήτρη Γκιώνη

«Αρχές του ’50, σ’ ένα μικρό χωριό, που θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε ελληνικό χωριό. Ο Εμφύλιος έχει τελειώσει, αλλά η βία εξακολουθεί να κυριαρχεί σε μια κοινωνία όπου η ράβδος θεωρείται το αποτελεσματικότερο μέσο επιβολής των ισχυρών στους αδύναμους — μεγάλους και μικρούς. Μια σειρά από εικόνες της σκληρής εκείνης εποχής μέσα από τα μάτια ενός δωδεκάχρονου παιδιού — απ’ όπου δε λείπει η τρυφερότητα και το χιούμορ» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Δημήτρη Γκιώνη «Τώρα θα δεις…», εκδ. Καστανιώτη, 1995).

Ο Δημήτρης Γκιώνης γεννήθηκε το 1939 στη Δημητσάνα της Αρκαδίας. Από τα δώδεκά του χρόνια στην Αθήνα κι από το 1964 στη δημοσιογραφία, με μια εμμονή στο πολιτιστικό (ή καλλιτεχνικό) ρεπορτάζ. Από το 1964 έως το 1967 στην εφημερίδα “Δημοκρατική Αλλαγή”. Στο εξωτερικό (Γαλλία, Καναδά) από το 1967 έως το 1973, λόγω χούντας, συνεργάτης σε ελληνόφωνα έντυπα. Συνεκδότης (με τον Φώντα Λάδη) του περιοδικού “Τετράδιο” από το 1974 έως το 1976. Στην “Αυγή ” για ένα χρόνο (1974-1975) και στην “Ελευθεροτυπία” από την έκδοσή της (1975) – πάντα στα πολιτιστικά – ενώ για εφτά χρόνια (1976-1983) ήταν στο ρεπορτάζ της τηλεοπτικής εκπομπής “Παρασκήνιο”. Το 1994 κυκλοφόρησε το αφήγημά του “Τώρα θα δεις”, το 1996 η συνέχειά του “Το περίπτερο”, και η τριλογία ολοκληρώθηκε το 1999 με το αφήγημα “Έτσι κι αλλιώς…”, ενώ το 1996 κυκλοφόρησε το “Καλύτερα στον τυπογράφο παρά στον ψυχίατρο” – 18 συνεντεύξεις σε 30 χρόνια με τον Βασίλη Βασιλικό.

Ακολουθούν μικρά αποσπάσματα από το όμορφο αφήγημά του «Τώρα θα δεις…»

Τώρα θα δεις… 
του Δημήτρη Γκιώνη

(…) Η μητέρα τα χρόνια εκείνα έκανε και τη μαμή, χωρίς πληρωμή, έτσι για την ψυχή της, όπως έλεγε — και δεν θα ’ταν πάνω από σαράντα πέντε, αλλά τότε όλοι οι μεγαλύτεροι μας φαίνονταν γέροι.

Λίγες οι γυναίκες που γεννούσαν με τον Κόμπρα, που ήταν και μάμος. Οι περισσότερες έφερναν τα παιδιά τους με μαμή —επαγγελματία ή εθελόντρια— ή και μόνες τους, στο σπίτι ή και στο χωράφι. Πολλές πέθαιναν στη γέννα ή, αν δεν πέθαιναν αυτές, πέθαινε το παιδί, συχνά πριν προλάβουν να το βαφτίσουν, και το θάβανε έξω από το νεκροταφείο, χωρίς παπά, γιατί δεν είχε προλάβει να χριστιανέψει. Γι’ αυτό και υπήρχαν άντρες που είχαν παντρευτεί δύο και τρεις φορές από χηρεία. Άλλο λόγο δεύτερης και τρίτης παντρειάς δεν ξέραμε.

Γυναίκα να ’χει παντρευτεί δεύτερη φορά δεν υπήρχε. Έτσι κι έχαναν τον δικό τους, τυλίγονταν στα μαύρα, κλείνονταν στο σπίτι κι έβγαιναν, τσεμπερωμένες πάντα, μόνο για δουλειές. Η χαρά είχε χαθεί από τη ζωή τους μαζί με τον άνθρωπό τους.

Η μητέρα περηφανευόταν ότι όλα τα παιδιά τα είχε κάνει μόνη της — και δούλευε ως την ώρα της:

—Έπεφτα στα τέσσερα, κουκουλωνόμουν με την κουβέρτα, προσευχόμουν και περίμενα. Κάποτε το παιδί, με τη βοήθεια της Παναγιάς, ερχόταν.

Βοηθούσε όμως τις άλλες γυναίκες να γεννήσουν και καμιά φορά, για να μη σφαχτούμε εμείς τα μικρά πίσω, έπαιρνε και κάποιο μαζί της. Δυο τρεις φορές έλαχε και σε μένα.

Καθόμουν λοιπόν φρόνιμος κάπου παράμερα, ακούγοντας τα βογγητά που έρχονταν από κάποιο διπλανό δωμάτιο, βλέποντας τη μητέρα και τις άλλες να κινούνται βιαστικά, η μια να φέρει νερό, η άλλη πανιά, και κάποια στιγμή μια μωρουδίστικη κραυγή:

—Ουά!

Και, φωνές ανακούφισης:

—Ήρθε κι αυτό στον κόσμο!

Και οι ευχές:

—Να μας ζήσει!

Που ήταν πιο ζωηρές και χαρούμενες αν το παιδί ήταν παιδί —αγόρι δηλαδή— γιατί τα κορίτσια ήταν δυσκολοξόδευτα, όπως άκουγα να λένε, θέλανε προίκα, δεν κάνανε για οποιαδήποτε δουλειά.

—Είδες πώς έρχονται τα παιδιά στον κόσμο; με ρωτούσε η μητέρα καθώς φεύγαμε.

—Είδα.

Τίποτα δεν είχα δει! Αλλά πού να τολμήσω να ρωτήσω.

Κόντευα να τελειώσω το δημοτικό και δεν ήξερα πώς έρχονται τα παιδιά στον κόσμο. Στις συζητήσεις που κάναμε με τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας μου, που κι εκείνα ζούσαν στο ίδιο σκοτάδι, είχαμε καταλήξει ότι οι γυναίκες γεννάνε από τον αφαλό. Τη συμμετοχή του άντρα ούτε που την υποψιαζόμαστε.

Οι γονείς μου, ας πούμε, κοιμούνταν μόνοι στη μικρή κάμαρη και φυσικά δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι κάνανε τίποτ’ άλλο εκεί μέσα από το να κοιμούνται. Οι «βρωμιές» που ακούγαμε ότι γίνονται μεταξύ μερικών αντρών και γυναικών (χωρίς όμως και να ξέρουμε τι και πώς ακριβώς) δεν ήταν δυνατό να έχουν σχέση με τους γονείς μας. Το γενετήσιο ένστικτο είχε αρχίσει βέβαια να ξυπνάει, αλλά οι πληροφορίες του καθενός μας ήταν συγκεχυμένες.

Ούτε στις ατέλειωτες συζητήσεις που είχαμε στο ποτάμι, όπου κατεβαίναμε το καλοκαίρι και κάναμε τσίτσιδα κολύμπι, καταλήγαμε κάπου. Το κολύμπι ήταν αδιανόητο για τα κορίτσια, πράγμα που έκανε μυστηριώδη την ύπαρξή τους. Ξέραμε πάντως ότι πουλί σαν το δικό μας, έτσι να κρέμεται, δεν είχαν.

Κοιτάζαμε το άτριχο πουλί μας, το παίζαμε, το βλέπαμε να σκληραίνει και να μεγαλώνει, αλλά δεν ξέραμε αν χρησιμεύει σε τίποτ’ άλλο πέρα από το κατούρημα. Αργότερα, όταν τελείωσα το δημοτικό και ήρθα στην Αθήνα, έμαθα ότι τα λίγο μεγαλύτερά μας, τα ίδια εκείνα χρόνια, είχαν σεξουαλικές εμπειρίες με διάφορα ζώα (κότες ή κατσίκες κατά προτίμηση) ή μεταξύ τους, ενώ υπήρχαν και μερικά που καυχιόνταν ότι είχαν πηδήξει κάποιες στο χωριό.

Στο λεξιλόγιό μας υπήρχαν τα «μαλάκα», «άι γαμήσου», «κωλόπαιδο» και άλλα παρεμφερή, αλλά τα περισσότερα από εμάς δεν ξέραμε τι ακριβώς σήμαιναν — και πάντως αποφεύγαμε να τις λέμε μπροστά σε μεγάλους.

Ήταν ακόμα το μπανιστήρι (άλλη άγνωστη λέξη) που κάνανε κάποια μεγαλύτερα παιδιά, συχνά στην Κατωβρύση, όπου έβαζαν καταγής, σε μεριά που δεν φαινόταν, ένα καθρεφτάκι κι έβλεπαν τ’ αποκάτω των ανύποπτων κοριτσιών που έσκυβαν να πάρουν νερό.

—Σας έχει φάει η μαλακία, μαλακισμένα! άκουσα μια μέρα τον Ταλούμη να λέει σε δυο τρία από εκείνα, καθώς περνούσε από εκεί.

—Ναι, γιατί εσύ πας πίσω!

Τι έκανε ο Ταλούμης;

Ήταν ο μόνος που τολμούσε να σταθεί κάτω ακριβώς από το μπαλκόνι της κυρα-Μάρθας, της νέας και όμορφης χήρας, στον κεντρικό δρόμο του χωριού, και να της κάνει την ίδια πάντα ερώτηση κοιτάζοντας ίσια κατά πάνω:

—Έχεις κάνα θέλημα, κυρα-Μάρθα;

Για να πάρει τη συχνότερη απάντηση:

—Όχι, Νικήτα μου, σήμερα.

Κι ο Ταλούμης αποχωρούσε αργά, τρίζοντας τα δόντια του και μουρμουρίζοντας:

— Ε, και να σε είχα!

Τα πράγματα ήταν περισσότερο δύσκολα για μένα, μια και η μητέρα, καθώς έδειχνα να μ’ αρέσουν τα εκκλησιαστικά, έλεγε να με κάνει παπά. Δέκα παιδιά έφερε στον κόσμο, να μη γίνει ένα παπάς, στο πόδι του μακαρίτη του πατέρα της, του παπα-Παρασκευά;

Αλλά εγώ, που μπορεί να μην ήμουν καλός μαθητής, αλλά είχα και τις φιλοδοξίες μου, σκεφτόμουν πως, αφού θα φορούσα το ράσο, γιατί να μη γινόμουν δεσπότης;

Το χωριό μας μοιραζόταν μ’ ένα άλλο την έδρα του δεσπότη, που τον έβλεπα στις λειτουργίες με τα μετάξια και τα χρυσαφικά, καλοθρεμμένο και ροδοκόκκινο —άρχοντα— να τον προσκυνάνε, ακόμα κι ο γυμνασιάρχης κι ο αστυνόμος, και τον καταζήλευα. Είναι ακόμα που πίστευα ότι οι δεσποτάδες δεν αρρωσταίνουν και δεν πεθαίνουν. Αλλά κι όταν γινόταν αυτό, θα ’ρχόταν όποτε θέλαν αυτοί, σε συμφωνία με τον Κύριο, που θα τους είχε στα δεξιά του.

(…)

— Αύριο θα πάμε στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα, στην Περαχώρα, οι δυο μας, μου είπε ένα απόβραδο [η μητέρα].

—Γιατί τόσο μακριά;

—Σ’ έχω ταμένο.

—Γιατί, τι έκανα;

—Δεν ρωτάνε!

Ξεκινήσαμε πρωί πρωί, τρεις ώρες δρόμο, κι όχι από τον αυτοκινητόδρομο αλλά από κάτι παλιομονοπάτια — ανηφοριές και κατηφοριές. Ήταν κι αυτό μέρος του τάματος.

Κάποια στιγμή πλησιάζουμε και μια πηγή, το Καυλονέρι, όπως τη λέγανε — άλλη άγνωστη λέξη για μένα. Κάνω να πάω να πιω — με σταματάει:

—Θα πιούμε απ’ αυτό που χουμε μαζί μας.

—Μα αυτό είναι πιο δροσερό και κάνει, λένε, και καλό, επέμεινα.

—Πού ακούς αυτές τις βρωμιές; Όποιος πίνει απ’ αυτό το νερό κολάζεται. Πάμε!

Φτάσαμε κάποτε ξελιγωμένοι στη χάρη Του — θα τρώγαμε αφού κοινωνούσαμε και παίρναμε αντίδωρο. Περάσαμε όλη την ημέρα με προσευχές και μετάνοιες και γυρίσαμε προς το απόβραδο, πάλι από τον ίδιο παλιόδρομο, ξεθεωμένοι.

—Δόξα να ’χει η χάρη Του που μας δέχτηκε! είπε η μητέρα.

Ο δαίμονας όμως δεν μ’ άφηνε. Για λόγους ανεξήγητους, πίστευα πως αν γινόμουν δεσπότης, θα ’χα προβλήματα με το πουλί μου. Σ’ αυτό έπαιζε ρόλο και η μητέρα, που όταν μια μέρα με τσάκωσε να το περιεργάζομαι, μου είπε αυστηρά:

—Δεν το παίζουν αυτό το πράγμα!

Το μάζεψα.

—Κι άμα θέλεις να γίνεις δεσπότης, να μην το πιάνεις! συνέχισε.

—Κι όταν κατουράω;

—Να το πιάνεις μ’ ένα χαρτί!

Απόφευγα κι εγώ να το πιάνω κι όταν κατουρούσα, το κρατούσα μ’ ένα κομμάτι χαρτί —συνήθως μ’ ένα κομμάτι εφημερίδα— χωρίς όμως και πάλι να καταφέρνω να μην τ’ αγγίξω.

Υπήρχαν όμως στιγμές που ξεχνιόμουν και το ’πιανα και το περιεργαζόμουν.

Σε κάποια τέτοια στιγμή, μόνος σε μια γωνιά του κήπου μας, μου σφηνώθηκε η ιδέα ότι η ύπαρξη αυτού του πράγματος θα μ’ εμπόδιζε να γίνω δεσπότης.

«Και δεν το κόβω!» σκέφτηκα.

Χωρίς να χάσω καιρό, παίρνω μια πέτρα, τ’ ακουμπάω σε μια μεγαλύτερη και του ρίχνω μία.

—Ωχ! μου ξέφυγε μια κραυγή πόνου.

—Τι έπαθες, ρε; ακούω από πάνω τη φωνή του αδερφού μου του Νίκου.

Το ξαναμάζεψα βιαστικά. Ήμουν καταδικασμένος να ζήσω με το πουλί μου.

— Γιατί οι γυναίκες δεν γίνονται παπάδες και δεσποτάδες; ρώτησα μια άλλη φορά τη μητέρα.

—Γιατί δεν χάνει. Μπορούνε όμως να γίνουν καλόγριες και ηγουμένισσες. Το ίδιο είναι.

—Οι δεσποτάδες όμως ντύνονται πιο καλά, παρατήρησα.

—Έτσι το έχει θελήσει ο Κύριος.

(…)

Μ’ αυτά και μ’ αυτά συντηρούσα την επιθυμία μου να γίνω δεσπότης. Μια επιθυμία που μου έφυγε όταν ήρθα στην Αθήνα, οπότε σιγά σιγά τα ενδιαφέροντά μου στράφηκαν αλλού. Κι ακόμα όταν έμαθα ότι οι δεσποτάδες δεν ζούνε για πάντα, αλλά πεθαίνουν κι αυτοί — όπως και οι γιατροί και οι βασιλιάδες και οι πλούσιοι, που κι αυτοί πίστευα ότι ήταν αθάνατοι ή ότι τέλος πάντων ζούνε περισσότερο από τους άλλους.

— Πάει, χάλασε και τούτο το παιδί, αποφάνθηκε απογοητευμένη η μητέρα μου, όταν της δήλωσα ότι δεν θ’ ακολουθήσω τα ιερατικά. Σε καβαλίκεψε και σένα ο δαίμονας!

Ήταν την ίδια εποχή που έπαιρνα χαμπάρι και σε τι ακριβώς χρησίμευε το πράγμα που κρέμεται ανάμεσα στα σκέλια μου και με ποιο τρόπο και από ποιο ακριβώς σημείο της γυναίκας βγαίνουν τα παιδιά στον κόσμο. (…)

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: