Το διήγημα της Πέμπτης: «Το στοιχειωμένο καράβι» του Κώστα Παρορίτη (Στη μνήμη του Δημοσθένη Λιγδόπουλου)

«Δε θα σε κλάψουμε…Με τα δόντια σφιγμένα καταπίνουμε το φαρμάκι που ανεβαίνει στα χείλια μας. Δε σε κλαίμε. Στον αγώνα για την Αλήθεια και τη Δικαιοσύνη το ξέρουμε πως χρειάζουνται θύματα, πολλά θύματα…»

Το διήγημα της Πέμπτης: «Το στοιχειωμένο καράβι» του Κώστα Παρορίτη (Στη μνήμη του Δημοσθένη Λιγδόπουλου)

Από τους πιο συνεπείς σοσιαλιστές συγγραφείς της εποχής του, ο Κώστας Παρορίτης, συγκαταλέγεται στους προδρόμους της προοδευτικής μας λογοτεχνίας. Οργανωμένος στο ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ), διώχτηκε για τις σοσιαλιστικές ιδέες του, που διατύπωσε και στα έργα του.

Γεννήθηκε στο Παρόρι Λακωνίας την 1η του Ιούνη 1878 και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Νοέμβρη 1931. Το πραγματικό του όνομα ήταν Λεωνίδας Σουρέας.

Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως ελληνοδιδάσκαλος, αρχικά στη Σπάρτη και από το 1907 ως το 1916 περίπου στο Σχολαρχείο της Ύδρας. Από την Ύδρα πραγματοποίησε και την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Οι νεκροί της ζωής», η ιδεολογική στράτευση της οποίας οδήγησε στην παύση του για ένα μήνα από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, το 1908.

Διηγήματα και άρθρα δημοσίευσε κυρίως στο «Νουμά» και σε άλλα έντυπα και εφημερίδες. Υπήρξε μέλος της «Καλλιτεχνικής Συντροφιάς του καφενείου Μαύρος Γάτος» και της «Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης».

Έργα του: «Από την ζωή ενός δειλινού» (1906), «Οι νεκροί της ζωής» (1907), «Πατέρας» (1921), «Στο άλμπουρο» (1910), «Το μεγάλο παιδί» (1916), όπου απεικονίζονται οι πρώτοι εργατικοί αγώνες, ενώ η Οχτωβριανή Επανάσταση και ο Εθνικός Διχασμός στην Ελλάδα τον εμπνέουν να γράψει το έργο «Ο κόκκινος τράγος» (1924). Στο τελευταίο του έργο, «Οι δυο δρόμοι» (1927), εμπνέεται από τους αγροτικούς αγώνες στη Θεσσαλία και παρουσιάζει την καθυστέρηση της ελληνικής υπαίθρου.

Το κείμενο που φιλοξενεί σήμερα η στήλη δημοσιεύτηκε στο «Νουμά», στις 30 Γενάρη 1921 και εμπεριέχεται στην έκδοση «Δημοσθένης Λιγδόπουλος (1898-1920) πρωτοπόρος κομμουνιστής», που κυκλοφορεί από τη «Σύγχρονη Εποχή» με αφορμή τα 100 χρόνια από τη δολοφονία του.

Κώστας Παρορίτης

Ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος (κεντρική φωτογραφία), από τους πρωτεργάτες του επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα και ιδρυτικό μέλος του ΣΕΚΕ, δολοφονήθηκε στις 27 του Οκτώβρη 1920, στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς επέστρεφε από τη Μόσχα, ως αντιπρόσωπος του ΣΕΚΕ στο 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς,. Μαζί με τον Λιγδόπουλο, δολοφονήθηκε επίσης ο κομμουνιστής-επαναστάτης Ωρίων Αλεξάκης, στέλεχος του Κόμματος των Μπολσεβίκων και εκπρόσωπος της Κομμουνιστικής Διεθνούς στα Βαλκάνια.

Κατά την αντιγραφή του κειμένου κρατήθηκε η ορθογραφία της έκδοσης.

Το στοιχειωμένο καράβι
του Κώστα Παρορίτη

(Στη μνήμη του Δ. ΛΥΓΔΟΠΟΥΛΟΥ, σοσιαλιστή, νέου είκοσι χρονών, που τόνε σφάξανε μαζί με άλλους δυο συντρόφους Τουρκολαζοί πειρατές, μέσα στο πλοίο, μια νύχτα, καθώς γύριζε από τη Μόσχα.)

Όταν το μάτι σου, θολό ακόμα από τον ύπνο, το άνοιξες άξαφνα μπρος στην κρύα λεπίδα που άστραφτε πάνω από το κεφάλι σου, ο νους σου τη στιγμή εκείνη της άγριας σκοτεινιάς, που έβλεπες τους συντρόφους σου να σφάζουνται δίπλα σου κι άκουγες τα βογκητά τους, δεν πέταξε στα είκοσι χρόνια σου, που σαν τριαντάφυλλα σου στεφανώνανε τους κροτάφους.

Ούτε τους γέρους γονιούς σου θυμήθηκες, που σε καρτερούνε να τους φέρεις πίσω το αποκούμπι των γηρατειών τους. Ούτε την όμορφη ζωή που σου γελούσε με όλες τις ομορφιές της, μαγεύτρα Κίρκη. Τη στιγμή εκείνη, ανάμεσα στο πέλαγος, τη νύχτα που μόνο τα αστέρια τ’ ουρανού, μοναχοί μαρτύροι, κλείνανε με φρίκη τα μάτια τους, για να μην αντικρύσουνε το άγριο θέαμα, τη στιγμή εκείνη ο νους σου, ω παρθενικέ, πέταξε μόνο στο Χρέος, στο μεγάλο Χρέος που φορτώθηκες στους νεανικούς σου τους ώμους για να το φέρεις στη χώρα τη μαρτυρική! Θυμήθηκες τους συντρόφους που σε περιμένανε κάπου μακριά· κι αν ζήτησες κι αν ονειρεύτηκες κάτι να γλιτώσεις, ήτανε το μυστικό που έφερνες από τη χώρα της Δικαιοσύνης στη χώρα την Αμαρτωλή.

Κρύο, τυφλό το λεπίδι, χώθηκε βαθιά στην παρθενική σου σάρκα και το αίμα σου κόκκινο, φλογάτο, σαν το κρασί που πετιέται αφρίζοντας όξω από την τρύπα του βαρελιού που ’βραζε χρόνια, πετάχτηκε έξω μ’ ένα σφύριγμα, που χάθηκε μέσα στο σφυριχτό του ανέμου. Έγειρες σαν το αρνί κάτω από το γόνατο του μακελάρη κι η κρύα αστραφτερή λεπίδα ζεστάθηκε, θόλωσε με την άχνα του καυτερού σου αιμάτου. Ο άνεμος ρουλιότανε ανάμεσα στο έρημο πέλαγος, τα κύματα περνούσανε γλήγορα, τρομαγμένα δίπλα στο καράβι, τα πανιά φουσκώνανε σαν το στήθος που το φουσκώνει η οργή και τα σκοινιά τρέμανε τεντωμένα σα νεύρα, έτοιμα να κοπούνε, να σπάσουνε. Έπειτα τα κύματα, που περνούσανε τρομαγμένα, ανοίξανε ευλαβικά για να δεχτούνε στην κρύα αγκαλιά τους το κορμί σου, που κατέβαινε γλήγορα για να βρει έναν άξιο τάφο στα παρθενικά βάθη της θάλασσας. Πλύνανε το αίμα σου, που είχε κυλήσει πάνω στο κατάστρωμα, σκουπίσανε τη λεπίδα, σφουγγίσανε τα δάχτυλά τους… Το καράβι τρέχει πάνω στα κύματα κι ο άνεμος δέρνεται μέσα στα σκοινιά που τρίζουνε τεντωμένα σ’ ένα θλιβερό μοιρολόγι, που σκορπιέται πάνω στο σκοτεινό πέλαγος. Τα λίγα αστέρια που φαίνουνται στον ουρανό ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους τρομαγμένα…

Δε θα σε κλάψουμε. Η ψυχή σου η αντρίκεια θα ’νιωθε πόνο αν έβλεπε δάκρυα γυναικίσια να κυλάνε στα μάγουλά μας. Με τα δόντια σφιγμένα καταπίνουμε το φαρμάκι που ανεβαίνει στα χείλια μας. Δε σε κλαίμε. Στον αγώνα για την Αλήθεια και τη Δικαιοσύνη το ξέρουμε πως χρειάζουνται θύματα, πολλά θύματα. Το γιοφύρι που ονειρευόμαστε να στήσουμε, δε θα στεριώσει α δε θαφτούνε κορμιά στα θέμελά του. Ο δράκος θα φάει ακόμα πολλούς ζωντανούς για να χορτάσει. Μα τη στιγμή που θα κοιμάται και οι χοντρές μπουκιές, που τις κατέβασε αμάσητες, θ’ ανεβαίνουνε απάνω και το κρασί θα βράζει στο λαρύγγι του, θα ζυγώσουμε και θα του μπήξουμε το πυρωμένο ξύλο στο μάτι του, σβήνοντας τη φωτιά του μίσους μας μέσα στο αίμα του. Δε σε κλαίμε· αν είναι να κλάψουμε, καλύτερα να κλάψουμε τον εαυτό μας. Γιατί τώρα νιώθουμε πόσο όλοι εμείς στεκόμαστε μικροί μπροστά σε σένα. Γιατί εσύ, αφήνοντας τα λόγια τα στείρα, τη σοφία την πονηρή, που σκοπό έχουνε μόνο να κρύψουνε τη γύμνια της ψυχής, τη δειλία, την έγνοια για το πετσί, βάδισες ίσια, τίμια, παλικαρίσια, το δρόμο που βαδίζουνε οι άντρες οι τίμιοι και οι αγνοί, το δρόμο των έργων, το στενό το μονοπάτι της Θυσίας.

Ω, πόσο αλλιώτικη θα ήτανε η ζωή, αν όλοι εμείς, αφήνοντας κατά μέρος τις σοφίες τις πονηρές, αποφασίζαμε να βαδίσουμε το δρόμο που μας χάραξες εσύ με το αίμα σου. Η αναντρία θεριεύει την αδικία. Τη στιγμή που το αίμα των αγνών, των παρθενικών θα κατέβει ποτάμι ορμητικό, θα σαρώσει όλα όσα ύψωσε μπροστά του η σοφία της Κακίας και η λύσσα της Ψευτιάς.

Με τα δόντια σφιγμένα καταπίνουμε το φαρμάκι που ανεβαίνει στα χείλια μας. Τώρα το καράβι, που το ’βαψες με το αίμα σου, γίνεται για μας σύμβολο, υψώνεται μπροστά μας μυστηριώδες πάνω στο μαύρο πέλαγος της ζωής μας. Με τα πανιά φουσκωμένα, κόκκινα, θαλασσοδέρνεται πάνω στ’ άγρια κύματα κι απάνω στην κορφή του αψηλού καταρτιού η λευκή σου ψυχή λάμπει σαν άστρο, σκορπίζοντας το γλυκό, παρήγορο φως του πάνω στα σκοτεινά κύματα.

Στην κορφή του βράχου, που σπάζουνε απάνω του λυσσομανώντας τα κύματα του Κακού, καρτερούμε, βιγλάτορες, πότε να ιδού με να προβάλει από μακριά το στοιχειωμένο καράβι με τα κόκκινα φουσκωμένα πανιά, που τα φουσκώνει η πνοή της οργής, ν’ αντικρύσουμε το γλυκόφως της λευκής σου ψυχής, που λάμπει σαν άστρο στην κορφή του αψηλού καταρτιού.

Δαρμένο από τα κύματα, κυνηγημένο από τους άγριους ανέμους που αφήνει πάνω στο πέλαγος ο δαίμονας του Κακού, με τα πανιά σου τα κόκκινα ξεσκισμένα, κουρελιασμένα από την άγρια πάλη προς τα μανιασμένα στοιχειά της Ζωής, με τα σκοινιά κομμένα, με το γλυκό σου το φως που πάντα ξακολουθεί να λάμπει στην κορφή του αψηλού καταρτιού σου σαν καντήλι, έλα, ω πολυβασανισμένο καράβι, ν’ αράξεις στο λιμάνι της Δικαιοσύνης και της Ειρήνης, που σου ανοίγει τη θερμή αγκαλιά του.

Τα μάτια μας κουραστήκανε, τα γόνατά μας πληγιάσανε στο ανέβασμα του σκληρού βράχου. Έλα, ν’ αστράψει μέσα στη σκοτεινή καρδιά μας το φως σου. Πονεμένη, ξεσκισμένη η ψυχή, σένα καρτεράει στις άγριες νύχτες της αγρύπνιας της, σένα οραματίζεται στις ατέλειωτες στιγμές του σκληρού μαρτυρίου της…

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: