Το διήγημα της Πέμπτης: «Προδότη!…» του Κώστα Παρορίτη

Αχ πότε πια θα τελειώση αυτός ο πόλεμος. Δυό χρόνια λείπεις από το σπίτι σου. Κάθε μέρα που ανοίγω το παράθυρο κυττάζω το δρόμο…Η πατρίδα κ’ η πατρίδα. Όλο η πατρίδα. Μα η γυναίκα, το παιδί; Λοιπόν να ρθης. Είνε καιρός να κάνετε ειρήνη. Τι καταλαβαίνετε πια, δε βαρεθήκατε;

Ο Κώστας Παρορίτης, συγκαταλέγεται στους προδρόμους της προοδευτικής μας λογοτεχνίας. Από τους πιο συνεπείς σοσιαλιστές συγγραφείς της εποχής του, οργανωμένος στο ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ), διώχτηκε για τις σοσιαλιστικές ιδέες του, που διατύπωσε και στα έργα του.

Γεννήθηκε στο Παρόρι Λακωνίας την 1η του Ιούνη 1878 και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Νοέμβρη 1931. Το πραγματικό του όνομα ήταν Λεωνίδας Σουρέας.

Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως ελληνοδιδάσκαλος, αρχικά στη Σπάρτη και από το 1907 ως το 1916 περίπου στο Σχολαρχείο της Ύδρας. Από την Ύδρα πραγματοποίησε και την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Οι νεκροί της ζωής», η ιδεολογική στράτευση της οποίας οδήγησε στην παύση του για ένα μήνα από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, το 1908.

Διηγήματα και άρθρα δημοσίευσε κυρίως στο «Νουμά» και σε άλλα έντυπα και εφημερίδες. Υπήρξε μέλος της «Καλλιτεχνικής Συντροφιάς του καφενείου Μαύρος Γάτος» και της «Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης».

Έργα του: «Από την ζωή ενός δειλινού» (1906), «Οι νεκροί της ζωής» (1907), «Πατέρας» (1921), «Στο άλμπουρο» (1910), «Το μεγάλο παιδί» (1916), όπου απεικονίζονται οι πρώτοι εργατικοί αγώνες, ενώ η Οχτωβριανή Επανάσταση και ο Εθνικός Διχασμός στην Ελλάδα τον εμπνέουν να γράψει το έργο «Ο κόκκινος τράγος» (1924). Στο τελευταίο του έργο, «Οι δυο δρόμοι» (1927), εμπνέεται από τους αγροτικούς αγώνες στη Θεσσαλία και παρουσιάζει την καθυστέρηση της ελληνικής υπαίθρου.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε στον «Νουμά», τον Δεκέμβρη του 1918. Στη μεταγραφή διατηρήθηκε η ορθογραφία του εντύπου.

Προδότη!…
του Κώστα Παρορίτη

Χτύπησε χάμω τα πόδια του για να ζεσταθή. Το χιόνι είχε παγώσει κ’ η παγωνιά περνούσε τις βαρειές αρβύλες του με τα χοντρά καρφιά κ’ έφτανε στο κρέας του που τηνέ ρουφούσε αδιάκοπα. Αισθανότανε την ανάγκη να κουνηθή, να περπατήση, να τρέξη  για να ζεσταθή μα είτανε υποχρεωμένος να μείνη ακούνητος. Η διαταγή που του δώσανε άμα τον βάλανε σκοπό, είτανε να μην κουνηθή από τη θέση του. Ακούνητος, καρφωμένος, και να παγώνη και να περνάνε ανατριχίλες αδιάκοπα από το κορμί του κι’ ας είτανε τυλιγμένος μέσα στη χοντρή κάπα του με τη μυτερή κουκούλα. Το κρύο εύρισκε τρόπο να τρυπώση από τη μύτη του, από ταυτιά του, από το στόμα του κι ας έσφιγγε όσο μπορούσε τα χείλια του για να του κλείση την πόρτα αφήνοντας τη θερμή ανάσσα του να βγαίνη από τα ρουθούνια του.

Αντίκρυ ο άλλος σκοπός στεκότανε κι αυτός ακούνητος, σαν άγαλμα, λες και δεν είχε ζωή μέσα του. Θα είχε κι αυτός την ίδια διαταγή. Δεν τους χωρίζανε παρά λίγα μέτρα κι ο ένας μπορούσε να βλέπη τον άλλο μέσα στο φως του φεγγαριού πούπεφτε πάνω στο χιόνι. Κι αυτός θάθελε να περπατήση, να τρέξη, κάπου να κρυφτή μα η διαταγή η αμείλιχτη τού κρατούσε δεμένα τα πόδια πάνω στο χιόνι κ’ η παγωνιά τού άναβε τα δάχτυλα των ποδιών του.

Οι δύο οχτροί βρισκόντανε έτσι αντιμέτωποι, έτοιμοι να στείλουνε ο ένας στον άλλο το θάνατο, εκμηδενισμένοι από την παγωνιά του χιονιού μέσα στην ηρεμία της ερημιάς, με όλη τη γλύκα που έχυνε πάνω τους το φως του φεγγαριού, ακούνητοι, παγωμένοι, σα να τους έλεγε. «Κακομοίρηδες! Δεν πάτε πουθενά να τρυπώστε;»

Γιατί το φεγγάρι που είτανε αψηλά, πολύ αψηλά, δεν μπορούσε να μαντέψη τη σκληρή διαταγή που τους κρατούσε καρφωμένους τους δυό ανθρώπους πάνω στα χιόνια με το ντουφέκι στο χέρι.

Το χιόνι ξακολουθούσε πάντα να πέφτη ψιλό ψιλό και καθώς κολλούσε πάνω στις κάπες τους μοιάζανε κ΄οι δυό σκοποί σαν τους ανθρώπους που πλάθουνε με το χιόνι τα παιδιά και τους στήνουνε ολόρθους για να γελάσουνε. Θυμήθηκε ένα γέρο με κάπα, με άσπρα γένεια, χιονισμένον, που τον είχανε στήσει ολόρθονε μέσα σε μια βιτρίνα κάποιου μεγαλομάγαζου και δίπλα του ένα πράσινο ψεύτικο έλατο με χρυσά τέλια που του δένανε τα κλαδιά. Ζύγωνε η πρωτοχρονιά κι αυτός περνώντας στο πεζοδρόμιο στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα και καμάρωνε πολλήν ώρα το γέρο μέσα στα ηλεχτρικά φώτα, που τονέ λούζανε. Ο γέρος είτανε ο Άη Βασίλης που φέρνει τους μποναμάδες στα μικρά παιδάκια, που τον καρτερούνε.

– Πφ, έκανε κ’ έκλεισε τα ρουθούνια του σφιχτά με τα δυό δάχτυλά του.

Μια βρώμα, μια μυρουδιά ψοφημιού, τονέ χτύπησε στη μύτη. Πολλές φορές την είχε αιστανθή τη μυρουδιάν αυτή όλους αυτούς τους μήνες που είτανε στρατιώτης.

– Ίσως κανένα άλογο. Μα μπορεί νάνε και κανένας στρατιώτης που δεν τονέ βρίκανε να τον θάψουνε και σάπισε. Τον κακομοίρη, μουρμούρισε.

Σε λίγο η βρώμα έφυγε για να ξαναγυρίση πάλε άμα φυσήξη ο άνεμος. Χτύπησε πάλε χάμω τα πόδια του. Οι άσπρες πιτουρίδες μπαίνανε στα μάτια του και τονέ στραβώνανε. Κι αυτός έπρεπε νάχη πάντα τα μάτια του ανοιχτά, πάνω στον αντικρυνό σκοπό κολλημένα για να παρακολουθή κάθε κίνημά του, κι αυτές οι παιγνιδιάρες, οι θεότρελλες, θέλανε να παίξουνε μαζί του, να χορέψουνε, δίχως να συλλογίζωνται την παγωνιά του. Τα δόντια του χτυπούσανε. Οι μασσέλες του τρέμανε. Να μπορούσε νανάψη ένα τσιγάρο. Μα συλλογίστηκε τη διαταγή που του απαγόρευε κι αυτό. Βούτησε το χέρι στην τσέπη του και χάϊδεψε το πακέτο που είτανε μέσα κουβάρι. Είτανε κι αυτό μια παρηγοριά.

Χτύπησε πάλε τα πόδια του. Τα δάχτυλά του δεν τάνοιωθε. Καίγανε. Λες και τονέ τρυπούσανε βελόνες. «Δεν υποφέρνεται» ψιθύρισε. Έβγαλε μέσα από τον κόρφο του το ρωλόϊ του. Τρεις. Θέλει ακόμη δυό ώρες όσο να ρθούνε να τον αλλάξουνε. Πόσο αργά περνάει η ώρα. Λες και παγώνει κι αυτή και δεν μπορεί να περπατήση γλήγορα. Έχωσε πάλε το ρωλόϊ στον κόρφο του. Το χέρι του ακούμπησε πάνω σ’ ένα χαρτί. Ανατρίχιασε. Το τράβηξε όξω. Καθώς το τράβηξε, οι πιτουρίδες τρέξανε αμέσως απάνω περίεργες για να ιδούνε.

Είτανε το γράμμα της γυναίκας του που είχε λάβη κείνη τη μέρα. Πόσες φορές το είχε διαβάσει! Το ήξερε πια όλο απόξω. Μα διψούσε πάλε να το ξαναδιαβάση άλλη μια φορά…Χρειαζότανε ένα φως…Δοκίμασε να το διαβάση στο φως του φεγγαριού μα αυτές οι διαβολεμένες πιτουρίδες που χορεύανε δίχως να κάνουνε κανένα κρότο, του θολώνανε τον αέρα, καθότανε πάνω στο άσπρο χαρτί, σκεπάζανε με τάσπρα φτερά τους τα μαύρα γράμματα, τρυπώνανε στα μάτια του και δεν τον αφήνανε να διαβάση. «Όχι, όχι. Δε θα σ’ αφήσουμε» ψιθυρίζανε γελώντας.

Έβγαλε από την τσέπη του τον αναφτήρα του, τον άναψε σα νάθελε νανάψη τσιγάρο περιφρονώντας τη διαταγή, έσκυψε πίσω από ένα σωρό πέτρες κι άνοιξε το γράμμα κάτω από την κάπα για να μην πέφτη απάνω το χιόνι. Διάβασε. Το γράμμα είτανε της γυναίκας του που τούγραφε από την πατρίδα. Καθώς αντίκρυσε τα κακογραμμένα γράμματα με τις στραβές αράδες, μια μυρουδιά χωριού, σπιτιού μακρυνή τον εχτύπησε στη μύτη. Ανάσσανε βαθειά για να τηνέ ρουφήση ολάκαιρη. Η γυναίκα του τούγραφε.

                          Αγαπημένε μου Δημητρό.

               Αχ πότε πια θα τελειώση αυτός ο πόλεμος. Δυό χρόνια λείπεις από το σπίτι σου. Κάθε μέρα που ανοίγω το παράθυρο κυττάζω το δρόμο. Κάθουμαι και κοιτάζω μπας και προβάλης από πουθενά. Κάθουμαι, κάθουμαι, μα εσύ δε φαίνεσαι. Ύστερα παγαίνω πότε στον παπά, πότε στο δάσκαλο. Αυτοί διαβάζουνε κάθε μέρα εφημερίδες και κάτι μπορεί να ξέρουνε. Μα κάθε φορά που παγαίνω, όλο την ίδια λέξη ακούω από το στόμα τους. «Τίποτας ακόμα». Μα τι πόλεμος πια είνε αυτός που δεν παίρνει ένα τέλος; Δεν συλλογιούνται πως έχετε σπίτια, φαμίλιες; Να. Ζυγώνουνε πάλε τα Χριστούγεννα. Είνε τα δεύτερα Χριστούγεννα αφότου σε πήρανε στρατιώτη. Λοιπόν και φέτος μοναχή μου θα πάω στην εκκλησιά, μοναχή μου θα κάτσω στο τραπέζι άμα γυρίσω από τη λειτουργιά; Τελειώστε πια. Κάνετε ό,τι κάνετε. Γυρίστε στα σπιτάκια σας. Αλήθεια ο δράκος μας όλο και μεγαλώνει, χοντραίνει. Να δης τι παιδάκι έγινε, άσπρο, παχουλό, ίδιος ο πατέρας του. Τούταξα πως θα του φέρεις μια κουλούρα κ’ ένα τουμπανάκι για μπουλαμά τώρα που φτάνει η Πρωτοχρονιά. Θα του τα φέρης; Τα καρτερεί. Θα στέκεται στην εξώπορτα να σε περιμένη κι άμα σε δη θα τρέξη να πέση στην αγκαλιά σου. Γιατί θέλει να σε γνωρίση. Λοιπόν πρέπει να ρθης, να βαφτίσουμε και το δράκο. Μου τονέ ζητάει ο Παντελής ο γείτονάς μας και του τον έταξα. Είνε κοτζάμ παιδί. Δεν κάνει, είνε αμαρτία νάνε αβάφτιστο. Μου το είπε κι’ ο παπάς. Αί, καλά. Η πατρίδα κ’ η πατρίδα. Όλο η πατρίδα. Μα η γυναίκα, το παιδί; Λοιπόν να ρθης. Είνε καιρός να κάνετε ειρήνη. Τι καταλαβαίνετε πια, δε βαρεθήκατε; Ο δράκος σού φιλεί το χέρι κ’ εγώ σε φιλώ γλυκά γλυκά. 

Εδώ τέλιωνε το γράμμα με την υπογραφή της γυναίκας του. Έσβησε τον αναφτήρα και πετάχτηκε απάνω. Από τα μάτια του ένοιωθε κάτι να κυλάη, υγρό. Έκλαιγε; «Μπα, θα είνε από το κρύο, θα μου  καμμιά πιτουρίδα στα μάτια. Αυτές οι διαβόλισσες εννοούνε  παντού να χώνονται.»  είπε με το νου του. Τίναξε την κάπα του και το χιόνι κόλλησε από πάνω πυκνό, βαρύ…Ο άλλος σκοπός έστεκε πάντα αντίκρυ, ακούνητος, σαν απολιθωμένος…Αλήθεια. Νάχη παιδί δυό χρονών και να μην το ξέρη. Σαν έφυγε, την άφησε στο μήνα της, την Αγγελική. Κ’ ύστερις από ένα μήνα έλαβε το γράμμα πως τούκανε αγόρι. Προσπαθούσε να το φαντασθή. Πώς να είνε τάχατες; Μου μοιάζει, λέει. Και θέλει και τούμπανο και κουλούρα. Βρε μασκαρατζίκο πού να τα βρω; Δε συλλογιέσαι πού βρίσκεται ο πατέρας σου;  Έπειτα μπορείς να το χτυπάς εσύ το τούμπανο; Τι είσαι συ; Να. Μια μπουκιά άνθρωπος, ένα κομματάκι κρέας. Και μου θέλεις και κουλούρα. Πού είνε τα δόντια σου; Τι; με τα γούλια θα τηνέ μασσήσης; Μα ξέρεις εσύ. Θα τηνέ μαλακώσης πρώτα με το σάλιο μέσα στο στόμα κ’ ύστερα θα την κόβης. Πονηρούλη! Θέλεις κουραμάνα; Χα, χα, χα…

Κοίταξε το σκοπό…Μα αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ψυχή; Γιατί δεν κουνιέται; Μην έπηξε το αίμα στις φλέβες του; Μην είνε ψεύτικος, χιονένιος; Έτσι μου έρχεται να του φωνάξω να δω αν μιλάη, να πιάσω λίγη κουβέντα μαζί του. Ποιος μας βλέπει εδώ μέσα στην ερημιά; Έπειτα άνθρωπος δεν είνε κι αυτός; Να. Τον βάλανε κει, του δώσανε ένα ντουφέκι και του είπανε «φύλαξε». Κ’ έπειτα; Δεν είνε άνθρωπος; Δεν έχει κι αυτός καρδιά; Δεν μπορεί νάχη κι αυτός μια γυναίκα, μιαν αγαπητικιά που τον περιμένει κι αυτή να ξαναγυρίση. Κι αν έχη και δράκο που καρτερεί κι αυτός στην οξώπορτα κουλούρα και τούμπανο;…

Να. Το παιδί είνε δυό χρόνια αβάφτιστο. Είνε βέβαια αμαρτία. Πρέπει γρήγορα να γίνη Χριστιανόπουλο. Αμ τι; Να της γράψη και να το δώση του Παντελή αφού τόταξε. Καλός γείτονας…Μα όχι. Θα γυρίση ο ίδιος και θα το βαφτίσουνε. Να είνε κι αυτός μπροστά. Να κάνουνε κ’ ένα γλέντι τρικούβερτο. Ένα γουρουνόπουλο στο φούρνο με ψιλές ψιλές πατατίτσες και φρέσκες ντομάτες. Και κοκινέλι από αυτό πούχει στο υπόγειο. Δυό χρόνια τώρα αδούλευτο θάχη θεριέψη…

Το φως του φεγγαριού έπεφτε νεκρό, παγωμένο λες κ’ οι αχτίνες του ξεψυχούσανε σαν άσπρες πεταλούδες πάνω στην κρύα γις, στρωμένη με άσπρα, αμύριστα τριαντάφυλλα…Άξαφνα σ’ ένα γύρισμα του αέρα, ξανασηκώθηκε πάλε η μυρουδιά του ψοφημιού που ερχότανε κάπου από μακρυά. Έφερε και πάλε το χέρι στη μύτη. «Κανένας στρατιώτης θάνε. Τον κακομοίρη. Τι γλέντι θάχουνε στήσει πάνω τα κοράκια…Κι αν τον περιμένη κι αυτόν η γυναίκα του, ο δράκος του;»…Τι αίμα που χύθηκε, πόσα σπίτια κλείσανε έτσι για λίγες ώρες. Πώς πέφτανε δίπλα του οι άνθρωποι έτσι σα μύγες παγωμένες από το κρύο, για ναμην ξανασηκωθούνε πια. Πώς ζουγραφιζότανε στα πρόσωπά τους η απόρία, το ξάφνιασμα, σαν τους χτυπούσε το βόλι, σα να μην το περιμένανε κι ας το λέγανε χίλιες φορές τα χείλια τους. Πέφτανε με παράπονο σα να λέγανε στο χάρο: «Μα εμένα, καημένε, βρήκες να διαλέξης; Δεν έπαιρνες πρώτα κανέναν άλλον;» Πώς γλύτωσε. Βόλια είτανε κείνα ή χαλάζι πούκανε τη γις να τρέμη σα να γινότανε σεισμός, και τον αγέρα να σκοτεινιάζη…

Άξαφνα, να ένας γλυκός ήχος απλώθηκε μέσα στη σιγαλιά. Αφουγκράστηκε αλαφιασμένος. Κάποια καμπάνα σήμαινε. Νταγκ, νταγκ, νταγκ. Θυμήθηκε. Χριστούγεννα. Το χωριό είτανε κοντά κι ο ήχος της καμπάνας ερχότανε για να του θυμίση την Άγια Νύχτα. Ανατρίχιασε. Ένα κύμα από θύμησες της περασμένης ζωής του χύμηξε φουσκωμένο κείνη τη στιγμή για να τον πνίξη. Ο νους του πέταξε στο χωριό του. Σημαίνει και κει την ώρα αυτή η καμπάνα της εκκλησιάς. Η γυναίκα του ξύπνησε, συγυρίστηκε, φόρεσε τα καλά της, πήρε το δράκο στην αγκαλιά της και τράβηξε για την εκκλησιά νακούση τη λειτουργία. Πώς λαχταρούσε τώρα νακούση τα θεία λόγια. Η Παρθένος σήμερον…Τι ωραία, τι γλυκά που τόψελνε ο κυρ Γιάννης ο ψάλτης.  Θυμάται σα νάνε τώρα την τελευταία φορά που λειτουργήθηκε. Πήγε στην εκκλησιά μαζί με τη γυναίκα του. Φορούσανε κ’ οι δυό τους καινούργια. Αυτός φορούσε παπούτσια λάστιχα που τρίζανε καθώς πατούσε στα σανίδια που είχανε στρωμένα την εκκλησιά. Πήρανε τα κεριά τους από το παγκάρι, τανάψανε μοναχοί τους μπρος στην εικόνα, η γυναίκα του πήγε μαζί με τις γυναίκες κι αυτός τράβηξε ίσα κατά τον ψάλτη. Εκεί πήγαινε πάντα, εκεί είτανε η θέση του, δίπλα στον ψάλτη, για να μπορή να βλέπη μέσα στο βιβλίο και να του βοηθάη κιόλας στο ψάλσιμο…Κ’ ερχόντανε οι άνθρωποι και γιόμιζε η εκκλησιά κόσμο και λάμπανε αψηλά οι πολυέλαιοι με τα κεριά και χαιρόντανε οι αγίοι – το καταλάβαινε – βλέποντας τόσον κόσμο μπροστά τους. Κ’ ύστερα βγαίνανε οι επίτροποι με το δίσκο και ρήχνανε, όλοι ρήχνανε, ως κ’ οι πιο φτωχοί, ό,τι μπορούσε ο καθένας και γιόμιζε ο δίσκος και ραντίζανε οι επίτροποι τον κόσμο με ανθόνερο μέσα από το ασημένιο μυρογιάλι και γινότανε βουή μέσα στην εκκλησιά από τις φωνές των ανθρώπων που κουβαντιάζανε και των παιδιών που όλο μπαίνανε και βγαίνανε και σμήγανε οι φωνές με τη φωνή των ψαλτάδων και του παπά, που, γερούλης  καθώς είτανε, δεν μπορούσες να ξεχωρίσης τι έλεγε σαν έπιανε να διαβάση το Βαγγέλιο. Τι άταχτα και τι καλά είτανε όλα! Ως κ’ η στραβή εκλησιάρισσα που έσβηνε τα κεριά μόλις τάναβε, ή δεν τάναβε και καθόλου σαν της τα δίνανε να τανάψη, κι αυτή κείνο το βράδυ γινότανε συμπαθητικιά και κανείς δεν συλλογιότανε να θυμώση μαζί της. Επιτέλους η κακομοίρα δεν τάκλεβε για τον εαυτό της. Την εκκλησιά ζητούσε να ωφελήση κ’ έτσι την είχανε διατάξει οι επίτροποι. Ύστερα ερχότανε η ώρα να ειπή το Πιστεύω. Το Πιστεύω είτανε δικό του. Γύριζε το κεφάλι του κατά τις εικόνες του τέμπλου, κόρδωνε το λαιμό του κι άρχιζε να το λέη αργά, συλλαβιστά, επίσημα, με νόημα, σα Χριστιανός που κάνει τη δήλωσή του μπρος στο Θεό… Τέλειωσε η λειτουργία, παίρνει τη γυναίκα του και στέκεται μαζί με τους άλλους μπρος στην Ωραία Πύλη. Όλοι περιμένουνε να βγη ο παπάς γελαστός. Είνε χλωμός, ισχνός από τη μακρηά νηστεία. Ο γιατρός τούπε να τρώη κρέας μα αυτός δε θέλησε νακούση· «όλα τα ξέρετε σεις οι γιατροί. Τι λες εκεί; Εμείς έτσι τα βρήκαμε από τους πατεράδες μας, έτσι θα ταφήσουμε. Δεν αφήνει ο Θεός κανένανε να πεθάνη από τη νηστεία». Κι άμα πάγαινε καμμιά γυναίκα να ξεμολογηθή και τούλεγε  πως δεν νήστεψε, ας είτανε άρρωστη, δεν της έδινε άδεια να μεταλάβη… Μοίρασε το αντίδωρο ο παπάς και τους ευκήθηκε χρόνια πολλά, και του χρόνου. Αξίζει αλήθεια ύστερις από  σαράντα ημερώνε νηστεία, χώρια την τελευταία βδομάδα που δε φάγανε ούτε λάδι…

Πώς τούρχονται στη μνήμη όλα ένα ένα, ζωηρά, λαμπρά σα να τα βλέπη. Νομίζει πως νοιώθει στη μύτη του τη μυρουδιά του λιβανιού σαν έβγαινε ο παπάς να λιβανίση, νομίζει πως φτάνει στ’ αυτιά του η φωνή των ψαλτάδων, νομίζει πως ακούει τη φωνή του κυρ Θανάση του επίτροπου που μάλλωνε τα παιδιά και τους έλεγε να μην τρέχουνε μέσα στην εκκησιά…

Νταγκ, νταγκ, νταγκ.

Ο ήχος της καμπάνας, μακρυνός, μισόσβυστος απλώθηκε πάλε πάνω στο χιόνι δειλά, λες και φοβότανε να ταγγίξη…Αχ να μπορούσε ναπλωθή ο γλυκός ήχος μέσα στο φαρμακεμένο αυτόν αέρα και να τονέ γλυκάνη…

Λειτουργάνε…Πού να βρίσκεται αυτή  τη στιγμή η λειτουργία. Η Παρθένος σήμερον…

Άρχισε να ψέλνη το γλυκό τροπάρι σιγαλά, μουρμουριστά, σφίγγοντας με τα κρύα δάχτυλά του την παγωμένη κάνα του ντουφεκιού, που ακκουμπούσε το σαγώνι του, ενώ οι πιτουρίδες, θεότρελλες, μόλις βρίσκανε τα χείλια του ανοιχτά, τρυπώνανε μέσα στο στόμα του σα να θέλανε να ζεσταθούνε, και του παγώνανε τη γλώσσα με τις κρύες φτερούγες τους…

Νταγκ, νταγκ, νταγκ.

Ο σκοπός σκύβει τώρα γονατίζει, πέφτει με τα μούτρα χάμου κι απάνω από το σκυμμένο κορμί του, κουκουλωμένο μέσα στη βαρειά κάπα με τη μυτερή, τριγωνική κουκούλα στο κεφάλι, χοροπηδάνε στριφογυρίζοντας οι πιτουρίδες σ’ ένα ανάερο, σιωπηλό χορό σα να μαδούσε επάνω του τάνθια της καμιά μυγδαλιά, δαρμένη από τον άνεμο. Το φεγγάρι έλαμπε με τη ματιά του την κρύα, όλο θλίψη και καλωσύνη…Ο σκοπός είχε ακκουμπήσει το ντουφέκι του σε μια πέτρα ξένοιαστος, σα να μην είχε αντικρύ του κανένα, σίγουρος πως σε μια τέτοια ώρα κάθε κακή σκέψη πεθαίνει, λυώνει μέσα στο χιόνι, σβύνει μέσα στη μυρουδιά του λιβανιού που τόνοιωθε να φθάνη βαθειά στη ψυχή του, τρυπώντας τον παγωμένο αγέρα.

Καθώς τον είδε έτσι σκυμμένο, ξαρμάτωτον, το χέρι του άθελα άγγιξε τη σκαντάλη του ντουφεκιού του. Μπορούσε μ’ ένα βόλι να τον καρφώση εκεί στη γις που είτανε σκυμμένος και να μην ξανασηκωθή. Μια φωνή κούφια, απόμακρη, σα νάβγαινε από κανένα δάσος, από κάπου βαθειά, πολύ βαθειά, του ψιθύρισε. «Ρίξε του». Τη στιγμή εκείνη άκουσε πάλε τον ήχο της καμπάνας γλυκό να κατεβαίνη αργά, ράθυμα από το βουνό. Το δάχτυλο τραβήχτηκε από τη σκαντάλη, έπεσε ξεπαγιασμένο, κοκαλιασμένο…

Δεν μπορούσε νάχη κι αυτός ένα δράκο που να μην τον έχη ιδή ακόμα, που περιμένουνε να γυρίση για να τονέ βαφτίσουνε; Η καρδιά του άρχισε να χτυπάη δυνατά. Ήθελε να φωνάξη, να ζυγώση, να πιάση κουβέντα μαζί του, κ’ ύστερα να ξαναγυρίση στη θέση του. Τώρα είναι μοναχοί τους, κανείς δεν τους βλέπει, κανείς δεν τους διατάζει μέσα στην ερημιά. Ο Θεός μονάχα κι αυτοί…

Κοίταξε γύρω, αφουγκράστηκε. Ψυχή. Ο σκοπός είχε σηκωθή κ’ έκανε πάλε το σταυρό του σα να τέλειωνε κείνη τη στιγμή την προσευκή του…

Πέταξε το ντουφέκι του πούπεσε μαλακά και βούλιαξε μέσα στο χιόνι. Ύστερα προχώρησε μπροστά, με τα χέρια σηκωμένα, αψηλά…Ο άλλος σκοπός δεν κουνήθηκε, παρά κάρφωσε πάνω τα μάτια του και τον έβλεπε να ζυγώνη…Η ψυχή του τονέ περίμενε, τονέ ποθούσε…Προχώρεσε…Κάτι τονέ τραβούσε, κάτι τον έσπρωχνε…Έτσι για μια στιγμή, να του δώση μόνο το χέρι, να του το σφίξη μέσα στο δικό του, να του ψιθυρίση. «Καλά Χριστούγεννα. Με το καλό να γυρίσουμε σπίτια μας.»

Αυτό μόνο κ’ ύστερις να ξαναγυρίση πάλε στη θέση του εκεί που τονέ βάλανε. Έπειτα ζύγωνε κ’ η ώρα που θα ερχόντανε να τον αλλάξουνε…Έπρεπε με κάποιονε να μιλήση απόψε, κάποιο χέρι να σφίξη μέσα στο δικό του, όποιο κι αν είτανε, κάποια φωνή να σμίξη με τη δική του, όποια κι αν είτανε, κι ας μη την καταλάβαινε. Μια φωνή τέτοια νύχτα, τέτοια στιγμή, όποια κι αν είνε, δεν μπορεί θάνε γλυκειά, αθώα, καλή…

Ζύγωσε, πρότεινε το χέρι του στο σκοπόν, που τον έβλεπε σαν αποχαυνωμένος. Λίγο ήθελε ακόμα για να τονέ φτάση.

 

– Καλά Χριστούγεννα! Και του χρόνου. Του φώναξε από μακρυά, σα να μιλούσε με κάποιον που τονέ γνώριζε από χρόνια, πούξερε τη γλώσσα του και τον ένοιωθε…

Ο άλλος σκοπός δεν απάντησε. Μόνο στα χείλια του ζουγραφίστηκε ένα χοντρό, καλοκάγαθο γέλοιο.

Τη στιγμή εκείνη ένας ξερός κρότος ακούστηκε. Κάτι φάνηκε να σκίζη τον αέρα μέσα σε μια γρήγορη, κόκκινη λάμψη…

-Ώχ, μανούλα μου, μουρμούρισε μια φωνή.

– Προδότη! ακούστηκε βαρειά αυστηρή η φωνή του αξιωματικού που ερχότανε με τους στρατιώτες να τον αλλάξουνε.

Ένα κορμί κυλίστηκε με κρότο βουβό πάνω στο χιόνι ενώ οι πιτουρίδες τρέχανε βιαστικές πάνω από το λάκκο που άνοιξε σα να θέλανε να σκεπάσουνε το κορμί κάνοντας ένα άσπρο σεντόνι με τα φτερά τους…

Ο σκοπός κοίταζε σαστισμένος…Τίποτα δεν είχε νοιώσει από ό,τι έτρεξε…

Μόνο οι πιτουρίδες πετούσανε τρελλές πάνω από το πτώμα, σα να βιαζόντανε να το κρύψουνε γλήγορά μην τύχη και τους το πάρη κανείς. Αυτό πια είτανε δικό τους…

Νταγκ, νταγκ, νταγκ….

Η λειτουργία τέλειωσε. Ο σκοπός, με τα μάτια γυρισμένα προς το βουνό, έκανε πάλε το σταυρό του.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: