Το διήγημα της Πέμπτης: «Πώς ανακάλυψα την Αμερική» (ΙΙ. Μισώ τη Νέα Υόρκη…) του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

Ολόκληρος ο ηλεκτρισμός ανήκει στους αστούς κι αυτοί τρώνε με τα σπαρματσέτα. Η αστική τάξη δίχως να το καταλαβαίνει φοβάται τον ηλεκτρισμό που είναι γέννημα δικό της. Μοιάζει με κείνον το μάγο που κάλεσε τα πνεύματα, αλλά δεν ξέρει πώς να τα κουμαντάρει. Ανάλογη είναι η στάση των περισσότερων αστών κι απέναντι στις άλλες επιτεύξεις της τεχνικής.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Πώς ανακάλυψα την Αμερική» (ΙΙ. Μισώ τη Νέα Υόρκη…) του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι,

“Ταξιδεύοντας στην καπιταλιστική Δύση ο Μαγιακόφσκι παρατηρούσε τα πάντα με μια δίψα ξεχωριστή. Έβλεπε τις ξένες χώρες με προσοχή και με νηφαλιότητα, δίχως προκατάληψη. Έβλεπε τα περίσσια αγαθά σε ορισμένες απ’ αυτές τις χώρες κι έφερνε στη σκέψη του τη δική του χώρα που μόλις είχε λυτρωθεί από τη μάστιγα του λιμού της περιόδου του εμφύλιου και της καπιταλιστικής περικύκλωσης. Διαπίστωνε την τεχνολογική πρόοδο και την σύγκρινε με την καθυστέρηση της σοβιετικής χώρας που δεν είχε ακόμα καθαρίσει τις στάχτες και τα ερείπια της πολεμικής δοκιμασίας.

Ιδιαίτερα την Αμερική ο ποιητής την είδε με τα μάτια του ρεαλιστή. Στις πολυάριθμες συναντήσεις και τις ανοιχτές συζητήσεις του με το αμερικανικό κοινό, στις συνεντεύξεις του στον τύπο, ο Μαγιακόφσκι δεν ένιωθε καμιά δυσκολία να εκφράσει απερίφραστα την εκτίμησή του για το τεχνολογικό επίπεδο της χώρας αυτής. Μα η τεχνολογική πρόοδος δεν ήταν ικανή να θαμπώσει τον ποιητή, ώστε να μη μπορέσει να ανακαλύψει και την άλλη, την κάπως αθέατη πλευρά: τη χτυπητή καθυστέρηση των κοινωνικών σχέσεων στη χώρα του δολαρίου. Αυτή την ανακάλυψή του θα την επαναλάβει πολλές φορές στα γραφτά του. Και με μια καταπληκτική στη λιτότητά της επιγραμματικότητα…”

Δείτε το πρώτο μέρος του αφιερώματος στο βιβλίο του Μαγιακόφσκι “Πώς ανακάλυψα την Αμερική” πατώντας εδώ:

Το διήγημα της Πέμπτης: «Πώς ανακάλυψα την Αμερική» (Ι. Αγαπώ τη Νέα Υόρκη…) του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

Ακολουθεί το δεύτερο μέρος:

Μισώ τη Νέα Υόρκη την Κυριακή. Κατά τις δέκα το πρωί, ντυμένος με μια μαβιά φανέλα, ανασηκώνει την κουρτίνα απ’ το παραθύρι του κάποιος λογιστάκος. Και δίχως να φορέσει, καταπώς φαίνεται, παντελόνι κάθεται μπροστά στο παραθύρι του με μια εφημερίδα που ζυγίζει δυο φούντια και που έχει εκατό σελίδες, θες πες πως είναι οι «Τάιμς», θες η «Γουόρλντ». Μια ώρα κάθεται και διαβάζει πρώτα τις σελίδες όπου υπάρχουν οι έμμετρες και οι έγχρωμες ρεκλάμες απ’ τα μεγάλα πολυκαταστήματα (κι απ’ όπου διαμορφώνεται η κοσμοαντίληψη του μέσου Αμερικάνου). Μετά από τις ρεκλάμες διαβάζει τις σελίδες που γράφουν για κλοπές και για δολοφονίες.

Ύστερα ο άνθρωπος φοράει το σακάκι και το παντελόνι του που πάντα από κάτω τους χώνεται ένα πουκάμισο. Κάτω απ’ το πηγούνι του σφίγγεται μια γραβάτα που είναι δεμένη μια για πάντα μ’ ένα χρώμα ανάμικτο από καναρίνι, φωτιά και Μαύρη θάλασσα. Ντυμένος τώρα πια ο Αμερικάνος κοιτάει να σκοτώσει την ώρα του κουβεντιάζοντας με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου ή με το θυρωρό καθισμένος στα χαμηλά σκαλοπάτια που ζώνουν γύρω-γύρω το σπίτι ή στα παγκάκια της κοντινής σπανής πλατειούλας.

Η κουβέντα γυρνάει γύρω απ’ το ποιος πήγε τη νύχτα για επίσκεψη και σε ποιον, δεν ακούστηκε τίποτα μήπως ήπιανε, αλλά κι αν πήγανε και ήπιανε δε θα ’τανε άραγε καλό να ειδοποιηθούν οι αρχές για να τραβηχτούν σε δίκη οι άπιστοι σύζυγοι κι οι μεθύστακες;

Στη μία ο Αμερικάνος πηγαίνει να κολατσίσει εκεί που κολατσίζουν άλλοι πιο πλούσιοι απ’ αυτόν και όπου η ντάμα του θα ’ναι γεμάτη όρεξη και χαρά για την πουλάδα των 17 δολαρίων. Ύστερα ο Αμερικάνος θα πάει για εκατοστή φορά στο μαυσωλείο του στρατηγού Γκραντ και της γυναίκας του που είναι στολισμένο με χρωματιστά κρύσταλλα. Ή, αφού βγάλει τα παπούτσια και το σακάκι του θα ξαπλώσει σε κάνα μικρό κηπάκο, ρίχνοντας χάμου για στρωσίδι τους «Τάιμς» που τους έχει πια διαβάσει. Κι όταν σε λίγο σηκωθεί για να φύγει, τότε θ’ αφήσει πίσω του πεσκέσι για την κοινωνία του και για την πόλη του κάτι κουρελόχαρτα από εφημερίδα, κάμποσα χαρτάκια από κείνα που τυλίγουν τις τσίκλες και την πατημένη χλωρασιά του μικρού κήπου.

Όποιος είναι πιο πλούσιος, αυτός ετοιμάζει την όρεξή του για το μεσημεριανό φαγητό, οδηγώντας το δικό του αυτοκίνητο. Προσπερνάει στα σβέλτα και με περιφρόνηση τις φτηνές μάρκες και κοιτάζει λοξά κι όλο ζήλια τα πιο λουσάτα και τα πιο ακριβά.

Μια ξέχωρη ζήλια, βέβαια, ξυπνούν στους Αμερικάνους που δεν είναι από τζάκι, όσα αυτοκίνητα έχουν σταμπαρισμένη στην πόρτα τους τη χρυσή κορωνίτσα του βαρώνου ή του κόμη.

Όταν ο Αμερικάνος είναι με μια ντάμα που έφαγε μαζί του τότε τη φιλάει αμέσως και γυρεύει να τον φιλήσει κι εκείνη.

Δίχως αυτό το μικρό «δείγμα ευγνωμοσύνης» ο Αμερικάνος θα λογαριάζει πως τα δολάρια που πλήρωσε στο λογαριασμό πήγανε στράφι, ότι πήγανε τζάμπα. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να ξαναπάει ποτέ και πουθενά μ ’αυτή την αχάριστη γυναίκα. Αλλά κι αυτή την ίδια θα τήνε πάρουν στο ψιλό οι λογικές και υπολογίστριες φίλες της.

Αν ο Αμερικάνος είναι μονάχος μέσα στο αυτοκίνητο που οδηγεί, τότε, (έτσι λέει ο γραφτός κανόνας της ηθικής και της αγνότητας), θα κόβει την ταχύτητα και θα σταματάει στην κάθε μοναχική και όμορφη γυναίκα που πάει με τα πόδια. Θα της δείξει μ’ ένα χαμόγελο τα δόντια του και θα την προσκαλέσει στο αυτοκίνητο μ’ ένα άγριο γύρισμα των ματιών του. Η γυναίκα που δεν θα καταλάβει τη νευρικότητά του θα χαρακτηριστεί σαν ηλίθια που δεν ξέρει να εκτιμήσει το τυχερό της, δηλαδή την ευκαιρία να γνωριστεί μ’ έναν ιδιοκτήτη αυτοκινήτου εκατό ίππων.

Θα ήταν παραλογισμός να πιστέψει κανένας πως αυτός ο τζέντλεμαν είναι ένας αθλητής του αυτοκίνητου. Όχι. Ο άνθρωπος δεν ξέρει, παρά μόνο να οδηγεί (που ’ναι και το λιγότερο). Άμα του τύχει καμιά αβαρία δεν είναι σε θέση ούτε το λάστιχο να φουσκώσει, ούτε πώς να βάλει το γρύλο. Αυτό δα του έλειπε! Τις δουλειές αυτές τις κάνουν τα αμέτρητα συνεργεία που επισκευάζουν αυτοκίνητα και τα βενζινάδικα που βρίσκονται παντού όπου πάει αυτοκίνητο.

Εγώ δεν πιστεύω στην αθλητικότητα των Αμερικάνων, γενικά.

Με τον αθλητισμό ασχολούνται πιο πολύ οι πλούσιοι που δεν έχουν τι να κάνουν.

Είναι αλήθεια ότι ο πρόεδρος Κούλιτζ, ακόμα κι όταν ταξιδεύει παίρνει κάθε ώρα τηλεγραφικά τα νεώτερα για το πώς πάει ο αγώνας μπέιζμπολ μεταξύ της ομάδας του Πίτσμπουργκ και της ομάδας «Γερουσιαστές» της Ουάσιγκτον. Φυσικά, είναι αλήθεια ότι μπροστά στους πίνακες με τις πληροφορίες για τα αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων της μέρας μαζεύεται πιο πολύς κόσμος, απ’ ό,τι σε μια άλλη χώρα θα μαζεύονταν οι άνθρωποι μπροστά σ’ ένα χάρτη που θα ’δειχνε την πορεία των επιχειρήσεων στον πόλεμο που μόλις ξέσπασε. Αυτό όμως δεν είναι το ενδιαφέρον κάποιων ανθρώπων που αγαπούν τον αθλητισμό, αλλά το αρρωστημένο πάθος του παίχτη που έβαλε τα δολάριά του σε στοίχημα για τη μια ή για την άλλη ομάδα.

Κι αν οι ποδοσφαιριστές, που εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι πάνε και τους βλέπουν στο πελώριο τσίρκο της Νέας Υόρκης, είναι όλοι τους παιδιά ψηλόσωμα και γεροδεμένα, αυτοί οι άλλοι, οι εβδομήντα χιλιάδες θεατές είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους κάτι άνθρωποι αδύνατοι και ζούφιοι, που ανάμεσά τους εγώ θα φάνταζα σαν ένας αληθινός Γολιάθ.

Την ίδια εντύπωση σου κάνουν και οι Αμερικάνοι στρατιώτες, εκτός βέβαια, από τους στρατολόγους που εξυμνούν στα προπαγανδιστικά τους πλακάτ την ελεύθερη στρατιωτική ζωή. Δεν είναι τυχαίο το ό,τι στον περασμένο πόλεμο οι καλομαθημένοι αυτοί παλικαράδες δεν δέχονταν ν’ ανέβουν στα γαλλικά εμπορικά βαγόνια (άνδρες 40, ίπποι 8) και ζητούσαν βαγόνια μαλακά, κανονικά επιβατικά βαγόνια.

Αυτοί που έχουν αυτοκίνητα, κι απ’ τους πεζούς οι πλουσιότεροι και με τα πιο εκλεπτυσμένα γούστα, κατά τις πέντε το απόγεμα πηγαίνουν στο κοσμικό ή σχεδόν κοσμικό «φάιβ ο κλοκ».

Ο κάθε νοικοκύρης έχει εφοδιαστεί με κάμποσα μπουκάλια ναυτικό «τζιν» και με λεμονάδα «τζίνερ έιλ». Το ανακάτωμα, λοιπόν, αυτών των δυο δίνει την αμερικάνικη σαμπάνια της εποχής της ποτοαπαγόρευσης.

Καταφθάνουν κάτι κορίτσια με κάλτσες γυρισμένες στο πάνω μέρος, στενογράφες ή μοντέλα οι πιο πολλές.

Οι νεαροί προσκαλεσμένοι κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, που κατά πως φαίνεται, καίγονται απ’ τη δίψα του λυρισμού, αλλά πολύ λίγα πράματα καταλαβαίνουν απ’ αυτή την υπόθεση στις λεπτομέρειές της, λένε τέτοιες κοτσάνες που κάνουν να κοκκινίζουν ακόμα και τα πιο άλικα πασχαλιάτικα αυγά. Κι όταν χάσουν το νήμα της σκέψης τους στην κουβέντα, τότε χτυπούν τη ντάμα που κάθεται πλάι τους στο μπούτι, το ίδιο φυσικά και αυθόρμητα, όπως χτυπάει κι ο ρήτορας, όταν χάνει τον ειρμό του λόγου, το τσιγάρο απάνω στην ταμπακέρα του.

Οι κοπέλες δείχνουν τα γυμνά τους γόνατα και λογαριάζουν με το νου τους σαν πόσο να αξίζει ο άνθρωπος που ’ναι πλάι τους.

Για να δώσουν στο «φάιβ ο κλοκ» ένα χρώμα σοφίας και καλλιτεχνικότητας παίζουν πόκερ ή περιεργάζονται τις γραβάτες και τις τιράντες που αγόρασε τελευταία ο οικοδεσπότης.

Μετά χωρίζουν και πάει ο καθένας σπίτι του. Κι αφού αλλάξουν ρούχα πάνε για να φαν.

Οι φτωχότεροι απ’ αυτούς (όχι φτωχοί, αλλά φτωχότεροι), τρώνε καλύτερα. Οι πλούσιοι — χειρότερα. Οι φτωχότεροι τρων στο σπίτι τους φαγητό της ώρας. Τρώνε με φως και ξέρουν τι καταπίνουν ακριβώς.

Οι πλουσιότεροι τρώνε σε ακριβά ρεστοράν κάποια μπαγιάτικη σιχασιά που έχει πάρει να χαλάει και γι’ αυτό την παραγεμίσανε με πιπέρι, ή καμιά κονσέρβα, τρώνε στο μισόφωτο γιατί δεν τους αρέσουν οι λάμπες του ηλεκτρικού και προτιμάνε τα σπαρματσέτα.

Αυτά τα σπαρματσέτα εμένα με κάνουν να τα χάνω.

Ολόκληρος ο ηλεκτρισμός ανήκει στους αστούς κι αυτοί τρώνε με τα σπαρματσέτα.

Η αστική τάξη δίχως να το καταλαβαίνει φοβάται τον ηλεκτρισμό που είναι γέννημα δικό της.

Μοιάζει με κείνον το μάγο που κάλεσε τα πνεύματα, αλλά δεν ξέρει πώς να τα κουμαντάρει.

Ανάλογη είναι η στάση των περισσότερων αστών κι απέναντι στις άλλες επιτεύξεις της τεχνικής.

Αυτοί έφκιασαν και το γραμμόφωνο και το ραδιόφωνο, για να τα παρατήσουν μετά στην πλεμπάγια. Μιλούν με περιφρόνηση και για τα δυο. Κι οι ίδιοι ακούνε τον Ραχμάνινοφ, που πολύ συχνά δεν τον καταλαβαίνουν, αλλά τον κάνουν ωστόσο επίτιμο δημότη κάποιας πόλης και του προσφέρουν μέσα σε ολόχρυση κασετίνα μετοχές της εταιρίας αποχέτευσης που φτάνουν στις σαράντα χιλιάδες δολάρια.

Αυτοί έφτιαξαν και τον κινηματογράφο. Μα τον πετάξαν κι αυτόν για το δήμο. Ενώ οι ίδιοι κυνηγούν τα εισιτήρια διάρκειας για την όπερα, όπου η γυναίκα του βιομήχανου Μακ Κόρμικ, που έχει ένα γερό πουγγί σε δολάρια, έτσι που να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και ό,τι της γουστάρει, μπήγει τις τσιρίδες της και σου ξεσκίζει τ’ αυτιά. Κι αλίμονο στους ταξιθέτες αν τύχει και κάνουν καμιά παρατιμονιά: τους πετροβολάει με σάπια μήλα και κλούβια αυγά.

Αλλά κι όταν κανένας του «καλού κόσμου» πηγαίνει στον κινηματογράφο, πάλι θα σας πει το ξεδιάντροπο ψέμα πως ήτανε τάχα στο μπαλέτο ή στην επιθεώρηση που ’χει γυμνά νούμερα.

Εκείνοι που έχουν δισεκατομμύρια φεύγουν πια από την πέμπτη λεωφόρο που ’χει γεμίσει από αυτοκίνητα, από φασαρία κι από ανθρώπινα μπουλούκια και φεύγουν έξω απ’ την πόλη, εκεί όπου για την ώρα υπάρχουν ήσυχες εξοχικές γωνιές.

«Εγώ δε μπορώ πια να ζήσω εδώ», έκανε με νάζι η μις Βάντερμπιλντ και πούλησε το μέγαρό της, γωνία πέμπτη λεωφόρος με οδό πενηντατρία, για έξι εκατομμύρια δολάρια. «Δε μπορώ πια να ζήσω εδώ, όταν αντίκρυ μας είναι το Τσάιλντς, δεξιά φουρνάρικο κι αριστερά κουρείο.»

Το απόγεμα οι ευκατάστατοι πηγαίνουν στα θέατρα, στα κοντσέρτα και στις επιθεωρήσεις. Το εισιτήριο εκεί όπου παίζουν γυμνές γυναίκες, πρώτη σειρά πλατεία, έχει δέκα δολάρια. Οι πιο βλάκες πηγαίνουν και κάνουν βόλτα στην κινέζικη συνοικία με αυτοκίνητο που ’ναι στολισμένο με φαναράκια. Εκεί τους δείχνουν συνηθισμένα τετράγωνα και σπίτια, όπου πίνουν συνηθισμένο τσάι, μονάχα που αυτοί που το πίνουν δεν είναι Αμερικάνοι, αλλά κινέζοι.

Τα κάπως φτωχότερα ζευγάρια παίρνουν το πολυθέσιο λεωφορείο για το Κόνι Άιλαντ, για το νησί του γλεντιού. Μετά από ’να μακρινό ταξίδι φτάνει κανένας σε κάτι πέρα για πέρα ρούσικα, (εμείς τα λέμε στον τόπο μας αμερικάνικα), βουνά, σε κάτι πανύψηλες ρόδες που ανεβάζουν ψηλά κάτι καμπίνες, κάτι καλύβες της Ταϊτής όπου χορεύουν με φόντο μια φωτογραφία του νησιού. Φτάνει σε κάτι ρόδες του διαβόλου που στριφογυρίζουν και τους ξαπλώνουν κάτω όσους ανεβαίνουν σ’ αυτές. Εκεί υπάρχουν πισίνες για όσους θέλουν να κολυμπήσουν και γαϊδουράκια για όσους προτιμούν τη γαϊδουροκαβαλαρία. Κι όλα αυτά μέσα σε μια τέτοια πλημμύρα από φως, που δε μπορεί να βγει μπροστά του ούτε η πιο αστραφτερή διεθνής έκθεση του Παρισιού.

Σε ορισμένα περίπτερα είναι συγκεντρωμένα τα πιο αποκρουστικά τέρατα του κόσμου: η γυναίκα με το γένι, ο άνθρωπος πουλί, η γυναίκα με τα τρία ποδάρια και άλλα τέτοια, κάτι όντα, δηλαδή, που ξεσηκώνουν τον ανυπόκριτο ενθουσιασμό των Αμερικάνων.

Εδώ παίρνουν κάτι γυναίκες πεινασμένες για ένα κομμάτι ψωμί, που τις αλλάζουν μάλιστα ταχτικά, τις βάζουν μέσα σε κάσες για να δείξουν πως τις τρυπάει το ξίφος δίχως να πονέσουν. Άλλες τις καθίζουν σε μια καρέκλα με μανιβέλα και δημιουργούν ηλεκτρικό ρεύμα, ώσπου με την επαφή τους να πετούν σπίθες.

Ποτέ άλλοτε δεν έχω ξαναϊδεί μια τέτοια παλιανθρωπιά να ξεσηκώνει τόση χαρά στους θεατές.

Το Κόνι Άιλαντ, είναι το θέλγητρο του κοριτσίστικου κόσμου της Αμερικής.

Πόσοι και πόσοι δεν φιλήθηκαν εδώ σ’ αυτούς τους περιστρεφόμενους λαβύρινθους για πρώτη φορά. Και πόσοι δεν έλυσαν οριστικά το πρόβλημα της παντρειάς τους στο δρόμο της επιστροφής τους με τον υπόγειο, που κρατάει μια ώρα.

Ένα τέτοιο ηλίθιο καρναβάλι φαίνεται ίσως η ευτυχισμένη ζωή στους νεοϋρκέζους ερωτευμένους.

Καθώς έβγαινα σκέφτηκα πως δεν είναι σωστό να φύγω απ’ το λούνα παρκ, δίχως να δοκιμάσω ούτε μια απ’ τις χαρές του. Μου ήταν πέρα για πέρα αδιάφορο το τι θα ’κανα. Γι’ αυτό και άρχισα μελαγχολικά να πετάω κρίκους στις κούκλες που στριφογυρίζανε.

Προκαταβολικά θέλησα να μάθω το κόστος της διασκέδασης: οκτώ κρίκοι εικοσιπέντε σεντς.

Αφού έριξα δεκάξι κρίκους, άπλωσα ευγενικά ένα δολάριο, λογαριάζοντας πολύ σωστά να πάρω πίσω το μισό.

Ο καταστηματάρχης πήρε το δολάριο και με παρακάλεσε να του δείξω τα ψιλά μου. Κι εγώ, δίχως να πάει ο νους μου σε τίποτα κακό, έβγαλα απ’ τη ν τσέπη μου τρία δολάρια σε ψιλά.

Ο άνθρωπος με τους κρίκους έμασε τα ψιλά απ’ την παλάμη μου και τα ’χωσε στην τσέπη. Κι όταν εγώ άρχισα να του φωνάζω θυμωμένος, με άρπαξε απ’ το μανίκι και με πρόσταξε να του δείξω τι χαρτονομίσματα έχω απάνω μου. Γεμάτος περιέργεια έβγαλα τα δέκα δολάρια που είχα μαζί μου. Σαν αστραπή ο αχόρταγος ψυχαγωγητής άπλωσε το χέρι του και μου τα βούτηξε. Και χρειάστηκαν ύστερα ένα σωρό παρακάλια κι από μένα κι από κείνους που με συνοδεύαν για να μου δώσει πίσω πενήντα σέντς ίσα-ίσα για τα εισιτήρια της επιστροφής.

Συμπερασματικά, όπως μου εξήγησε ο κάτοχος αυτού του ωραίου παιχνιδιού, εγώ έπρεπε να πετάξω διακόσιους σαρανταοχτώ κρίκους, δηλαδή, λογαριάζοντας μισό λεπτό για τον κάθε κρίκο, έπρεπε να απασχοληθώ εκεί πάνω από δυο ώρες.

Καμιά αριθμητική δε βοηθούσε στην περίσταση. Κι όταν τελικά τον φοβέριζα πως θα πάω να παραπονεθώ στον αστυνομικό, αυτός μου απάντησε μ’ έναν ατέλειωτο, δυνατό, ξεγυρισμένο καγχασμό.

Ο αστυνομικός πρέπει να πάρει απ’ αυτή τη δουλειά για δικό του μερίδιο τους σαράντα κρίκους.

Αργότερα οι Αμερικάνοι μου εξήγησαν, ότι έπρεπε αυτουνού του ανθρώπου με τους κρίκους να του κατέβαζα μια ψωμωμένη γροθιά στη μύτη, προτού ακόμα μου ζητήσει και δεύτερο δολάριο.

Κι αν μολαταύτα δεν σου γυρίσει πίσω τα λεφτά, ωστόσο θα σ’ έχει εκτιμήσει σαν έναν αληθινό Αμερικάνο, σαν έναν εύθυμο «αταμπόι».

Η κυριακάτικη σχόλη τελειώνει κατά τις δύο τη νύχτα. Τότε όλη η ξεμέθυστη Αμερική παίρνει το δρόμο για το σπίτι, τρικλίζοντας κάμποσο και οπωσδήποτε με κάποιον ερεθισμό.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: