Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο κυνηγημένος» του Τζακ Λόντον

Τα γαλάζια μάτια του έκρυβαν την παγωμένη αστραπή του ατσαλιού που εμφανιζόταν όταν τον καλούσαν σε δράση, ιδιαίτερα σε δύσκολες περιστάσεις…Και, παρότι τα λιονταρίσια χαρακτηριστικά του ήταν εκεί, δεν του έλειπε μια κάποια τρυφερότητα, ένα ίχνος γυναικείων χαρακτηριστικών που μαρτυρούσε τη συναισθηματική του φύση…

Ο Αμερικανός συγγραφέας Τζακ Λόντον, από τους πιο σπουδαίους εκπροσώπους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δημιουργός της πασίγνωστης «Σιδερένιας φτέρνας», γεννήθηκε στο Όκλαντ του Σαν Φρανσίσκο, στις 12 του Γενάρη 1876 και έφυγε από τη ζωή στις 22 του Νοέμβρη 1916.

Από πολύ μικρός ρίχτηκε στη βιοπάλη ασκώντας πολλά επαγγέλματα και «αλητεύοντας», μέχρι να ανακαλύψει τη συγγραφική του φλέβα (τα έργα του – διηγήματα, μυθιστορήματα και πολιτικά δοκίμια – θ’ αποκτήσουν τεράστια εμπορική επιτυχία και θα τον κάνουν διάσημο και πλούσιο) και να στραφεί στο σοσιαλισμό, στρατεύοντας την τέχνη του στο πλευρό των προλετάριων της Αμερικής και του κόσμου ολόκληρου.

Τζακ Λόντον

«Ρίχνεται με πρωτοφανή μανία στη συγγραφή πεζών έργων, έλκεται κυρίως από τον πρωτογονισμό των ανθρώπων, τον απασχολούν κυρίως καταστάσεις και χαρακτήρες λαών ξεκομμένων από τον πολιτισμό, η περιπετειώδης του ψυχή ανακαλύπτει κάποια συγγένεια με τον περιπετειώδη της βίο. Αγωνίζεται μόνος του. Το εξουθενωμένο εργατόπαιδο, ο «πειρατής των στρειδιών», βομβαρδίζει τα περιοδικά με διηγήματα, παλεύει όπως ένας πολεμιστής μπροστά σ’ ένα τρομαχτικό τείχος. Το τείχος θα πέσει, παρά τις καινούργιες ιδέες του που σοκάρουν παρά τα κοινωνικά προβλήματα που α ν α κ ι ν ε ί, παρά την ακάθεκτη σοσιαλιστική επαναστατικότητά του, που εννοεί να την προβάλλει έντονα μέσα σε πολλές από τις αφηγήσεις του. Αναπτύσσει μια διπλή δράση. Από τη μία ο συγγραφέας, ο εκφραστής μιας εποχής, από την άλλη ο σοσιαλιστής, που δεν κουράζεται να μιλάει σε συγκεντρώσεις, να συνεπαίρνει τα πλήθη, να καλεί σε επανάσταση και σε κοινωνική αναδιάρθρωση του κόσμου. Καταχτά τα μεγαλύτερα περιοδικά, τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους, γίνεται πασίγνωστος, τα γραφτά του κατακλύζαν κυριολεχτικά την αγορά. Το πνεύμα του έχει κάτι το αβυσσαλέο, που αναβρύζει αδιάκοπα» σημειώνει για τον Λόντον ο Νικηφόρος Βρεττάκος.

Το διήγημα  εμπεριέχεται στον τόμο «Χριστουγεννιάτικο Δείπνο» (εκδ. Νάρκισσος, 2012), «μια συλλογή με χριστουγεννιάτικα διηγήματα κορυφαίων συγγραφέων που δίνει ξεχωριστή διάσταση στη γνωστή γιορταστική ατμόσφαιρα των ημερών» (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).

Εικόνα: © Kiliii Yuyan – Πηγή: The British Museum

Ο κυνηγημένος
του Τζακ Λόντον
Μετάφραση: Δέσπω Παπαγρηγοράκη

«Άσπρο πάτο!». «Μα, Κιντ, δεν είναι πολύ δυνατό; Ουίσκι και οινόπνευμα είναι ήδη δυναμίτης· άμα αρχίσουμε και το μπράντι με ταμπάσκο και…». «Δώσ’ του, λέω. Ποιος φτιάχνει το κοκτέιλ, εν πάση περιπτώσει;». Και ο Μάλεμουτ Κιντ χαμογέλασε καλοκάγαθα μέσα από σύννεφα αναθυμιάσεων. «Όταν θα έχεις ζήσει σ’ αυτή τη χώρα τόσο καιρό όσον είμαι εγώ, γιε μου, και έχεις ζήσει ακολουθώντας τα χνάρια των κουνελιών και τις κοιλιές των σολομών, θα μάθεις πως τα Χριστούγεννα έρχονται μονάχα μια φορά per annum, και Χριστούγεννα χωρίς ποντς είναι σαν να χτυπάς για φλέβα χρυσού και να πέφτεις σε ξέρα».

«Άκουσέ τον γιατί ξέρει τι λέει», συμφώνησε ο Μπιγκ Τζιμ Μπέλντεν, ο οποίος κατέβηκε από την εξόρυξη όπου δούλευε στο Μέιζι Μέι για να περάσει τα Χριστούγεννα, και ο οποίος, όπως ήξεραν όλοι, τους τελευταίους δύο μήνες ζούσε τρώγοντας σκέτο κρέας ελαφιού. «Δεν ξεχνώ το ουίσκι που φτιάχναμε στο Τάνανο, θυμάσαι;». «Άκου λέει! Μάγκες, θα γινόταν η καρδιά σας περιβόλι αν βλέπατε ολόκληρη εκείνη τη συμμορία να τσακώνεται μεθυσμένη — και όλα χάρη στην ένδοξη ζύμωση της ζάχαρης και της μαγιάς. Αυτά πριν από την εποχή σου», είπε ο Μάλεμουτ Κιντ γυρνώντας προς τον Στάνλεϊ Πρινς, έναν νεαρό μεταλλειολόγο που βρισκόταν εκεί τα δυο τελευταία χρόνια. «Δεν υπήρχαν λευκές γυναίκες στη χώρα τότε και ο Μέισον ήθελε να παντρευτεί. Ο πατέρας της Ρουθ ήταν αρχηγός των Ινδιάνων στο Τάνανο και εναντιώθηκε, όπως και οι υπόλοιποι της φυλής. Δυνατό; Ε, λοιπόν, χρησιμοποίησα και τον τελευταίο κόκκο ζάχαρης που είχα· το καλύτερο ποτό που έκανα στη ζωή μου. Έπρεπε να είχατε δει το κυνηγητό στο ποτάμι και μέσα από τη νεροσυρμή». «Τι απεγινέ η Ινδιανά;» ρώτησε με περιέργεια ο Λουί Σαβόι, ο ψηλός Γαλλοκαναδός που είχε ακούσει γι’ αυτή την αποκοτιά όταν ήταν στο Φόρτι Μάιλ τον προηγούμενο χειμώνα.

Τότε ο Μάλεμουτ Κιντ, που ήταν γεννημένος παραμυθάς, τους αφηγήθηκε απλά και χωρίς στολίδια την ιστορία του Νόρθλαντ Λόκινβερ. Περισσότεροι από έναν άξεστοι τυχοδιώκτες του Βορρά ένιωσαν τις ευαίσθητες χορδές της καρδιάς τους να πάλλονται και δοκίμασαν μιαν αόριστη λαχτάρα για τα ηλιόλουστα λιβάδια του Νότου, εκεί όπου η ζωή υποσχόταν κάτι περισσότερο από μιαν ατελέσφορη μάχη με το κρύο και τον θάνατο.

«Χτυπήσαμε τον ποταμό Γιούκον πίσω ακριβώς από το πρώτο κομμάτι πάγου που κυλούσε στο ποτάμι», κατέληξε, «με τη φυλή μονάχα ένα τέταρτο της ώρας πίσω μας. Όμως, αυτό μας έσωσε· γιατί το δεύτερο κομμάτι πάγου μπλόκαρε το πέρασμα και τους έκλεισε τον δρόμο. Όταν τελικά έφτασαν στο Νουκλουκίετο, ολόκληρος ο καταυλισμός ήταν έτοιμος γι’ αυτούς. Όσο για τη συνάθροιση, ρώτα εδώ τον πατέρα Ρουμπό: αυτός έκανε την τελετή». Ο Ιησουίτης έβγαλε το τσιμπούκι από τα χείλη του για να εκφράσει μόνο την ικανοποίησή του με πατριαρχικά χαμόγελα, ενώ ο προτεστάντης και ο καθολικός χειροκροτούσαν ζωηρά.

«Σεέ μου!» αναφώνησε ο Λουί Σαβόι, που έμοιαζε συνεπαρμένος από το ρομάντζο. «Η μικγή Ινδιανά, ο γενναίος Μασόν μου. Σεέ μου!». Τότε, καθώς τα πρώτα τενεκεδένια κύπελλα με το ποντς έκαναν τον γύρο, ο Μπέτλες ο Αξεδίψαστος πετάχτηκε πάνω και έπιασε το αγαπημένο του τραγούδι του ποτού:

Να ο Χένρι Γουόρντ Μπίτσερ
Και όλοι οι δάσκαλοι από το Κατηχητικό,
Όλοι πίνουν από ρίζα σασαφρά ποτό
·
Όμως όλοι ξέρουν τούτο,
Αν σωστά έλεγαν το φρούτο,
Θα το έλεγαν ποτό
Από τον απαγορευμένο τον καρπό.

«Οό, ποτό από τον απαγορευμένο τον καρπό», ωρύονταν οι λάτρεις του Βάκχου.

Οό, όλοι πίνουν από ρίζα σασαφρά ποτό!
Όμως όλοι ξέρουν τούτο,
Αν σωστά έλεγαν το φρούτο,
Θα το έλεγαν ποτό
Από τον απαγορευμένο τον καρπό.

Το τρομερό παρασκεύασμα του Μάλεμουτ Κιντ έκανε τη δουλειά του· οι άντρες των καταυλισμών και των ατραπών υποτάχτηκαν στην επίδρασή του, και έτσι τα χωρατά, τα τραγούδια και οι ιστορίες για παλιές περιπέτειες έκαναν τον γύρο του τραπεζιού. Ξένοι από μια ντουζίνα χώρες έκαναν προπόσεις για τον καθέναν και για όλους. Ήταν ο Άγγλος Πρινς, που έκανε πρόποση «για τον Θείο Σαμ, το πρόωρα ανεπτυγμένο βρέφος του Νέου Κόσμου»· ο Γιάνκης Μπέτλες, που έπινε «για τη Βασίλισσα, ο Θεός να τη φυλάει»· και μαζί ο Σαβόι και ο Μέγιερς, ο Γερμανός έμπορος, τσούγκριζαν τα κύπελλά τους υπέρ της Αλσατίας και της Λορένης.

Τότε ο Μάλεμουτ Κιντ σηκώθηκε, με το κύπελλο στο χέρι, και κοίταξε το παράθυρο με το λαδόχαρτο, όπου η πάχνη είχε σχηματίσει ένα στρώμα κάπου εφτά πόντους πάχος. «Μια τέτοια νύχτα πίνω για “τον άντρα που βρίσκεται στον δρόμο”· μακάρι να μην του τελειώσει το φαγητό· μακάρι οι σκύλοι του ν’ αντέξουν μακάρι τα σπίρτα του ν’ ανάψουν». Κρακ!

Κρακ! ακούστηκε ο γνωστός ήχος του μαστίγιου πάνω στα σκυλιά, το κλαψιάρικο αλύχτισμα των σκύλων του Μάλεμουτ και το τρίξιμο ενός έλκηθρου που σταμάτησε στο καταφύγιο. Η συζήτηση ατόνησε καθώς περίμεναν αυτό που θα ακολουθούσε.

«Κάποιος του παλιού καιρού· φροντίζει πρώτα τα σκυλιά και ύστερα τον εαυτό του», ψιθύρισε ο Μάλεμουτ Κιντ στον Πρινς ακούγοντας το κροτάλισμα των σαγονιών που άρπαζαν την τροφή, τα άγρια γαβγίσματα και τα γρυλίσματα πόνου που μαρτυρούσαν στα εξασκημένα αυτιά τους πως ο ξένος χτυπούσε κι έδιωχνε τα σκυλιά τους ενώ τάιζε τα δικά του.

Ύστερα ακούστηκε το αναμενόμενο χτύπημα, δυνατό και σίγουρο, και μπήκε ο ξένος. Τυφλωμένος από το φως, κοντοστάθηκε στην πόρτα, δίνοντας σε όλους την ευκαιρία να τον κοιτάξουν ερευνητικά. Ήταν εντυπωσιακός σαν παρουσία, πολύ γραφικός με το αρκτικό ντύσιμό του από μαλλί και γούνα. Ψηλός, πάνω από ένα και ογδόντα, με ανάλογα φαρδιούς ώμους και στέρνο, καλοξυρισμένο πρόσωπο, γυαλιστερό και κοκκινισμένο από το κρύο, μακριά ματοτσίνορα και φρύδια άσπρα από τον πάγο, με τα πτερύγια του μεγάλου κασκέτου του από δέρμα λύκου, που κάλυπταν τ’ αυτιά και το σβέρκο, χαλαρά σηκωμένα, έμοιαζε στ’ αλήθεια με τον Βασιλιά των Πάγων που μόλις βγήκε από τη νύχτα και μπήκε στο δωμάτιο.

Δεμένη έξω από το Μακινό [MacKinaw: χοντρή κουβέρτα. (Σ.τ.Μ.)] μπουφάν του, μια ζώνη με καψούλια είχε στερεωμένα δυο μεγάλα ρεβόλβερ Κολτ και ένα κυνηγετικό μαχαίρι, ενώ, εκτός από το απαραίτητο μαστίγιο για τα σκυλιά, κρατούσε και ένα άκαπνο τουφέκι πολύ μεγάλου διαμετρήματος και τελευταίου τύπου. Καθώς πλησίαζε, μόλο που το βήμα του ήταν σταθερό και ελαστικό, διέκριναν την κούραση να βαραίνει πάνω του.

Έπεσε αμήχανη σιωπή, αλλά ένα εγκάρδιο «Τι γίνεται, παλικάρια;» εκ μέρους του τους έκανε γρήγορα να νιώσουν άνετα, και την επόμενη στιγμή ο Μάλεμουτ Κιντ κι εκείνος έσφιγγαν τα χέρια. Αν και δεν είχαν ξανασυναντηθεί, ο ένας είχε ακούσει για τον άλλον και η αναγνώριση ήταν αμοιβαία. Του συστήθηκαν και του έβαλαν στο χέρι ένα κύπελλο με ποντς πριν προλάβει να εξηγήσει την αποστολή του.

«Πριν πόση ώρα», ρώτησε, «πέρασε το έλκηθρο με τους τρεις ανθρώπους και τους οκτώ σκύλους;».

«Εδώ και δυο ολόκληρες ημέρες. Τους κυνηγάς;». «Ναι, η ομάδα μου. Το έσκασαν κάτω από τη μύτη μου, οι μάγκες. Ήδη κέρδισα δυο μέρες και θα τους φτάσω στην επόμενη ανεβασιά». «Λες να έχουν τα κότσια;» είπε ο Μπέλντεν για να κρατήσει τη συζήτηση, γιατί ο Μάλεμουτ Κιντ είχε ήδη βάλει την καφετιέρα και τηγάνιζε βιαστικά μπέικον και κρέας ελαφιού.

Ο ξένος έπιασε με νόημα τα ρεβόλβερ του.

«Πότε έφυγες από το Ντόουσον;». «Στις δώδεκα». «Χτες βράδυ, βέβαια». «Σήμερα». Ένα σούσουρο έκπληξης διέτρεξε την ομήγυρη. Και είχαν δίκιο· γιατί ήταν ακριβώς μεσάνυχτα και δώδεκα ώρες για εκατόν είκοσι χιλιόμετρα καταδίωξης πλάι στο άγριο ποτάμι δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο κατόρθωμα.

Γρήγορα, ωστόσο, η κουβέντα έγινε απρόσωπη, καθώς γύριζαν πίσω στα μονοπάτια της παιδικής ηλικίας. Όσο ο νεαρός ξένος έτρωγε το πρωτόγονο φαγητό, ο Μάλεμουτ Κιντ μελετούσε προσεκτικά το πρόσωπό του. Δεν του πήρε πολύ να αποφασίσει πως ήταν ωραίο, τίμιο και ευθύ, και πως του άρεσε. Αν και νεανικό ακόμη, οι ρυτίδες είχαν αποτυπώσει έντονα την κακουχία και την κούραση της ζωής του.

Φιλικά στη διάρκεια της συζήτησης και ήπια όταν ήταν ήρεμος, τα γαλάζια μάτια του έκρυβαν την παγωμένη αστραπή του ατσαλιού που εμφανιζόταν όταν τον καλούσαν σε δράση, ιδιαίτερα σε δύσκολες περιστάσεις. Η στιβαρή γνάθος και το τετράγωνο σαγόνι έδειχναν άκαμπτη επιμονή και ακατάβλητη αποφασιστικότητα. Και, παρότι τα λιονταρίσια χαρακτηριστικά του ήταν εκεί, δεν του έλειπε μια κάποια τρυφερότητα, ένα ίχνος γυναικείων χαρακτηριστικών που μαρτυρούσε τη συναισθηματική του φύση.

«Έτσι, λοιπόν, η γριά μου κι εγώ παντρευτήκαμε», κατέληξε ο Μπέλντεν, κλείνοντας τη συναρπαστική ρομαντική ιστορία του. «Εδώ είμαστε, πατέρα», λέει εκείνη. «Καταραμένοι να είσαστε», της λέει εκείνος και ύστερα σ’ εμένα, «Για να δούμε λοιπόν, Τζιμ, τι μπορείς να κάνεις! Θέλω ένα καλό κομμάτι από αυτά τα σαράντα στρέμματα οργωμένο πριν από το δείπνο». Ύστερα ρούφηξε τις μύξες του και τη φίλησε. Ήμουνα τόσο ευτυχισμένος — όμως εκείνος με είδε και βρυχήθηκε, «Τη δουλειά σου, Τζιμ!». Τσακίστηκα για τον αχυρώνα. «Σε περιμένουν τίποτα κουτσούβελα στην Αμερική;» ρώτησε ο ξένος.

«Όχι, η Σαλ πέθανε πριν έρθει κανένα. Γι’ αυτό είμαι εδώ». Ο Μπέλντεν άρχισε αφηρημένα να ανάβει την πίπα του που δεν έλεγε ν’ ανάψει και, ύστερα, ζωήρεψε και ρώτησε, «Εσύ, ξένε, παντρεμένος;». Αντί για απάντηση, άνοιξε το ρολόι του, το έβγαλε από το λουρί που χρησιμοποιούσε για αλυσίδα και του το έδωσε. Ο Μπέλντεν σήκωσε το λαδοφάναρο, εξέτασε με κριτικό μάτι το εσωτερικό της κάσας και με επιφωνήματα θαυμασμού το πέρασε στον Λουί Σαβόι. Με μερικά, «Σεούλη μου!» εκείνος το παρέδωσε στον Πρινς, και παρατήρησαν πως τα χέρια του έτρεμαν, ενώ στα μάτια του φάνηκε μια περίεργη τρυφεράδα. Έτσι, πέρασε από ροζιασμένο χέρι σε ροζιασμένο χέρι, η κολλημένη φωτογραφία μιας γυναίκας, το είδος της αφοσιωμένης συζύγου που ονειρεύονται τέτοιοι άντρες, με ένα μωρό στο στήθος. Όσοι δεν είχαν ακόμη δει το θαύμα, φλέγονταν από περιέργεια· όσοι το είχαν δει, έμεναν σιωπηλοί και σκεπτικοί. Μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το βάσανο της πείνας, την απειλή του σκορβούτου ή τον ξαφνικό θάνατο στο ορυχείο ή στην πλημμύρα· όμως, η εικόνα μιας ξένης γυναίκας και του παιδιού της απεικόνιζε τις γυναίκες και τα παιδιά όλων τους.

«Δεν έχω δει το μικρό ακόμη — είναι αγόρι, μου λέει εκείνη, και είναι δυο χρονών», είπε ο ξένος παίρνοντας πίσω τον θησαυρό. Για μιαν ατέλειωτη στιγμή το κοίταξε και ύστερα έκλεισε τη θήκη και γύρισε από την άλλη, όχι όμως αρκετά γρήγορα ώστε να μπορέσει να κρύψει τα δάκρυα που με κόπο συγκρατούσε. Ο Μάλεμουτ Κιντ τον οδήγησε σε μια κουκέτα και τον συμβούλεψε να κοιμηθεί.

«Ξύπνα με στις τέσσερις ακριβώς. Μη με ξεχάσεις», ήταν τα τελευταία του λόγια και την άλλη στιγμή η ανάσα του έγινε βαριά, όπως του ανθρώπου που βυθίζεται στον ύπνο από εξάντληση.

«Μα τον Δία! Έχει τσαγανό ο τύπος», σχολίασε ο Πρινς.

«Τρεις ώρες ύπνο μετά από εκατόν είκοσι χιλιόμετρα με τους σκύλους και ύστερα πάλι στον δρόμο! Ποιος είναι αυτός, Κιντ;». «Ο Τζακ Γουέστοντεϊλ. Το πάει έτσι εδώ και τρία χρόνια, μόνο με το όνομα πως δουλεύει σαν άλογο και μπόλικη κακοτυχία στην πλάτη του. Δεν τον ήξερα, αλλά ο Σίτκα Τσάρλι μού είπε γι’ αυτόν». «Ζόρικο πολύ ένας άντρας με μια ομορφούλα νέα γυναίκα να περνάει τα χρόνια του σε αυτή την ξεχασμένη και από τον Θεό τρύπα, όπου κάθε χρόνος μετράει δύο έξω». «Το πρόβλημα με αυτόν είναι η αντοχή και το πείσμα του. Δύο φορές καθάρισε με δικαιώματα σε γη, αλλά τα έχασε και τις δύο». Εδώ η συζήτηση διακόπηκε από τον σαματά που έκανε ο Μπέτλες, όταν άρχισε να περνάει η επίδραση του ποτού. Και γρήγορα, τα σκοτεινά χρόνια της μονότονης σκληρής δουλειάς ξεχνιόνταν στο χωρίς αναστολές ξέδομα. Μόνον ο Μάλεμουτ Κιντ έμοιαζε ανίκανος να ξεχαστεί και έριχνε κάθε τόσο ανήσυχες ματιές στο ρολόι του. Μια φορά φόρεσε τα γάντια του και το καστόρινο κασκέτο του και, αφήνοντας το καταφύγιο, άρχισε να ψαχουλεύει στην αποθήκη τροφίμων.

Ούτε μπορούσε να περιμένει την ώρα που είχαν προσδιορίσει· δεκαπέντε λεπτά νωρίτερα ξύπνησε τον επισκέπτη του. Ο νεαρός γίγαντας είχε μουδιάσει ολόκληρος και χρειάστηκε ένα γερό τρίψιμο για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Με δυσκολία και παραπαίοντας βγήκε από το κατάλυμα και βρήκε τα σκυλιά ζεμένα και όλα έτοιμα για το ξεκίνημα. Η παρέα τού ευχήθηκε καλή τύχη και σύντομη καταδίωξη, ενώ ο πατέρας Ρουμπό τον ευλόγησε βιαστικά και ξαναγύρισε σχεδόν τρέχοντας στο κατάλυμα. Και δεν είναι απορίας άξιο, αφού δεν είναι καθόλου ευχάριστο να αντιμετωπίζεις εβδομήντα τέσσερις βαθμούς κάτω από το μηδέν με γυμνά αυτιά και χέρια.

Ο Μάλεμουτ Κιντ τον συνόδευσε μέχρι τον κεντρικό δρόμο, και εκεί, κρατώντας εγκάρδια το χέρι του, του έδωσε συμβουλές.

«Θα βρεις σαράντα πέντε κιλά αυγά σολομού στο έλκηθρο», είπε. «Θα κρατήσει τα σκυλιά όσο εβδομήντα κιλά ψάρι, και δεν μπορείς να βρεις σκυλοτροφή στο Πέλι, όπως πιθανόν ελπίζεις». Ο ξένος ξαφνιάστηκε και τα μάτια του άστραψαν, αλλά δεν τον διέκοψε. «Δεν μπορείς να βρεις γραμμάριο τροφής, ούτε για σκύλο ούτε για άνθρωπο μέχρι να φτάσεις στο Φάιβ Φίνγκερς, και αυτό είναι σε τριακόσια δύσκολα χιλιόμετρα. Πρόσεχε τα νερά στον ποταμό Θέρτι Μάιλ, και φρόντισε να ακολουθήσεις τη μεγάλη παράκαμψη πάνω από το Λε Μπαρτζ». «Πώς το ξέρεις; Δεν μπορεί τα νέα να φτάσανε πριν από μένα». «Δεν το ξέρω και, μάλιστα, δεν θέλω να το ξέρω. Όμως, ποτέ δεν σου ανήκε η ομάδα που καταδιώκεις. Ο Σίτκα Τσάρλι τούς την πούλησε πέρσι την άνοιξη. Αλλά κάποτε σε παρουσίασε ως έντιμο άνθρωπο, και τον πιστεύω. Είδα το πρόσωπό σου, και μου αρέσει. Και σε έχω δει, που να σε πάρει ο διάολος, να χτυπάς στα ψηλά και να μην πετυχαίνεις παρά αλμυρό νερό και… εκείνη τη γυναίκα σου και…».

Εδώ ο Κιντ τράβηξε τα γάντια του και έβγαλε απότομα το πανωφόρι του.

«Όχι, δεν το χρειάζομαι», και τα δάκρυα πάγωσαν στα μάγουλά του καθώς άρπαξε σπασμωδικά το χέρι του Μάλεμουτ Κιντ.

«Τότε, μη λυπηθείς τα σκυλιά· κόφ’ τα από τα λουριά μόλις πέσουν· άλλαξέ τα και να ξέρεις πως είναι φτηνά, δέκα δολάρια το μισό κιλό. Μπορείς να βρεις στο Φάιβ Φίνγκερς, στο Λιτλ Σάλμον και στη Χουταλίνγκα. Και πρόσεχε τα μουσκεμένα πόδια», ήταν η τελευταία του συμβουλή. «Συνέχισε να ταξιδεύεις μέχρι τους μείον είκοσι πέντε, αλλά, αν κατεβεί πιο χαμηλά, άναψε φωτιά και άλλαξε κάλτσες».

Δεν είχαν περάσει δεκαπέντε λεπτά, όταν καμπανάκια έλκηθρου ανήγγειλαν νέες αφίξεις. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας από τους έφιππους αστυνομικούς της Βορειοδυτικής Περιοχής, ακολουθούμενος από δυο μιγάδες οδηγούς σκύλων. Όπως και ο Γουέστοντεϊλ, ήταν βαριά οπλισμένοι και έδειχναν σημάδια κούρασης. Οι μιγάδες είχαν γεννηθεί σε αυτά τα μονοπάτια και άντεχαν όμως ο νεαρός αστυνόμος ήταν εξουθενωμένος. Ωστόσο, η σκυλίσια επιμονή της ράτσας του τον κρατούσε προσηλωμένο στον στόχο που είχε βάλει και θα τον κρατούσε μέχρι να πέσει αναίσθητος.

«Πότε έφυγε ο Γουέστοντεϊλ.;» ρώτησε. «Σταμάτησε εδώ, έτσι δεν είναι;». Η ερώτηση ήταν περιττή, αφού τα χνάρια έλεγαν τη δική τους ιστορία.

Ο Μάλεμουτ Κιντ έκλεισε το μάτι στον Μπέλντεν, και εκείνος, μυρίζοντας τον αέρα, απάντησε με υπεκφυγές: «Έχει μακρύ δρόμο η επιστροφή». «Έλα άνθρωπέ μου, μίλα καθαρά», τον επέπληξε ο αστυνόμος.

«Καίγεσαι να τον βρεις, έτσι; Έμπλεξε σε τίποτα καβγάδες εκεί κάτω στο Ντόουσον;».

«Ληστεία με απειλή όπλου στου Χάρι Μακφάρλαντ για σαράντα χιλιάδες· τα αντάλλαξε στο κατάστημα Δικαιωμάτων Ιδιοκτησίας Κοιτάσματος για ένα τσεκ στο Σιάτλ, και ποιος θα τον εμποδίσει να το εξαργυρώσει αν δεν τον φτάσουμε; Πότε έφυγε;».

Όλοι προσπαθούσαν να κρύψουν την ταραχή τους, γιατί ο Μάλεμουτ Κιντ είχε δώσει γραμμή και ο νεαρός αστυνόμος συναντούσε ανέκφραστα πρόσωπα όπου γυρνούσε.

Κατευθύνθηκε προς τον Πρινς και του έκανε την ερώτηση. Εκείνος, αν και ένιωθε αμήχανα κοιτάζοντας το ειλικρινές, σοβαρό πρόσωπο του συμπατριώτη του, απάντησε αόριστα για την κατάσταση του δρόμου.

Ύστερα ξεχώρισε τον πατέρα Ρουμπό, που δεν μπορούσε να πει ψέματα. «Πριν από ένα τέταρτο», απάντησε ο παπάς, «όμως ξεκουράστηκε τέσσερις ώρες, και αυτός και τα σκυλιά». «Ξεκίνησε πριν από δεκαπέντε λεπτά και είναι ξεκούραστος! Θεέ μου!». Ο δυστυχής έκανε πίσω σοκαρισμένος, σχεδόν λιπόθυμος, εξουθενωμένος και απογοητευμένος, ψελλίζοντας κάτι για τον δρόμο από το Ντόουσον σε δέκα ώρες και τα σκυλιά που ήταν εξαντλημένα.

Ο Μάλεμουτ Κιντ τού πρότεινε ένα κύπελλο με ποντς· εκείνος κατευθύνθηκε προς την πόρτα και είπε στους οδηγούς των σκύλων να ακολουθήσουν. Όμως, η ζέστη και η υπόσχεση της ξεκούρασης ήταν πολύ δελεαστικά, και εκείνοι αντιστάθηκαν σθεναρά. Ο Κιντ γνώριζε τη γαλλική τοπική διάλεκτο που μιλούσαν και τους παρακολουθούσε ανήσυχος.

Βεβαίωσαν πως τα σκυλιά ήταν εξουθενωμένα· πως θα χρειαζόταν να σκοτώσουν τον Σιγουός και την Μπαμπέτ προτού καν καλύψουν τα πρώτα χιλιόμετρα· πως τα υπόλοιπα ήταν σχεδόν στην ίδια κακή κατάσταση· και πως για όλους θα ήταν καλύτερα να μείνουν να ξαποστάσουν.

«Μου δανείζεις πέντε σκυλιά;» ρώτησε γυρνώντας προς τον Μάλεμουτ Κιντ.

Όμως ο Κιντ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Θα υπογράψω ένα τσεκ για τον Κάπτεν Κονσταντάιν για πέντε χιλιάδες — να τα χαρτιά μου. Είμαι εξουσιοδοτημένος να πληρώνω κατά την κρίση μου».

Και πάλι σιωπηλή άρνηση.

«Τότε θα τα επιτάξω στο όνομα της Βασίλισσας». Χαμογελώντας δύσπιστα, ο Κιντ κοίταξε το καλά εφοδιασμένο οπλοστάσιό του, και ο Άγγλος, αναγνωρίζοντας πως ήταν ανίσχυρος, κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Όταν οι οδηγοί των σκύλων συνέχισαν να προβάλλουν αντιρρήσεις, τους επιτέθηκε άγρια, αποκαλώντας τους γυναικούλες και φοβητσιάρηδες. Το μελαψό πρόσωπο του μεγαλύτερου μιγάδα κοκκίνισε από θυμό καθώς σηκώθηκε και υποσχέθηκε ορθά κοφτά πως θα ταξίδευε τον αρχηγό του μέχρι να μην τον βαστάνε τα πόδια του, και τότε θα χαιρόταν πολύ να τον παραχώσει στο χιόνι.

Ο νεαρός αξιωματικός —και χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του τη θέληση— προχώρησε σταθερά μέχρι την πόρτα, δείχνοντας μια ζωντάνια που δεν είχε. Όμως, όλοι κατάλαβαν και εκτίμησαν την περήφανη προσπάθειά του· ούτε μπόρεσε να κρύψει την αγωνία που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Σκεπασμένα από την πάχνη, τα σκυλιά ήταν κουλουριασμένα στο χιόνι και σχεδόν αδύνατον να τα σηκώσει. Τα καημένα τα ζωντανά αλυχτούσαν κάτω από το τσουχτερό μαστίγιο, γιατί οι οδηγοί τους ήταν θυμωμένοι και αμείλικτοι· μόνον όταν έλυσαν την Μπαμπέτ, τον αρχηγό τους, από τον ζυγό, μπόρεσαν να ξεκολλήσουν το έλκηθρο και να βγουν στον δρόμο.

«Αχρείος παλιάνθρωπος και ψεύτης!». «Μα τον Σεό! Ζεν έχει μπεσά!». «Κλέφτης!». «Χειρότερος κι από Ινδιάνο!».

Ήταν φανερό πως ήταν εξοργισμένοι — πρώτον, για τον τρόπο με τον οποίο είχαν ξεγελαστεί· και, δεύτερον, με τα εξωφρενικά ήθη του Βορρά, όπου η εντιμότητα, πάνω απ’ όλα, ήταν το πολυτιμότερο κόσμημα του ανθρώπου.

«Μα να τον βοηθήσουμε τον μάγκα ξέροντας τι είχε κάνει!». Όλα τα μάτια, γεμάτα κατηγορίες, γύρισαν στον Μάλεμουτ Κιντ, ο οποίος σηκώθηκε από τη γωνιά όπου τακτοποίησε την Μπαμπέτ και άδειασε σιωπηλός το μπολ για έναν τελευταίο γύρο ποντς.

«Η νύχτα είναι παγωμένη, αγόρια — φριχτή παγωνιά», άρχισε εντελώς ξεκάρφωτα την υπεράσπισή του. «Όλοι κάποτε έχετε βρεθεί στον δρόμο ακολουθώντας κάποια χνάρια και ξέρετε τι σημαίνει κάτι τέτοιο. Μην εγκαταλείπεις τον σκύλο όταν είναι πεσμένος. Έχετε ακούσει μόνο τη μια πλευρά. Πιο έντιμος άνθρωπος από τον Τζακ Γουέστοντεϊλ ποτέ δεν έφαγε από την ίδια κατσαρόλα ούτε σκεπάστηκε με το ίδιο στρωσίδι μ’ εσάς κι εμένα. Το προηγούμενο φθινόπωρο έδωσε όλα όσα καθάρισε, σαράντα χιλιάδες, στον Τζο Καστρέλ, για να αγοράσει στην Ντομίνιον. Σήμερα θα ήταν εκατομμυριούχος. Όμως, ενώ έμεινε πίσω στη Σερκλ Σίτι για να φροντίσει τον συνέταιρό του που είχε σκορβούτο, τι κάνει ο Καστρέλ: πηγαίνει στου Μακφάρλαντ, τα παίζει και χάνει όλο το πακέτο. Τον βρήκαν νεκρό στο χιόνι την άλλη μέρα. Ο φτωχός ο Τζακ έκανε σχέδια να βγει τον χειμώνα για να πάει στη γυναίκα του και το αγοράκι που δεν έχει δει ποτέ. Θα προσέξατε πως πήρε ακριβώς όσα έχασε ο συνέταιρός του, σαράντα χιλιάδες. Βέβαια, ήταν ληστεία, αλλά τι μπορείς να πεις;». Ο Κιντ κοίταξε τον κύκλο των δικαστών του, παρατήρησε τα πρόσωπά τους που μαλάκωσαν, ύστερα σήκωσε το κύπελλό του. «Στην υγειά, λοιπόν, αυτού που κυνηγούν απόψε· μακάρι να του φτάσει το φαγητό, μακάρι τα σκυλιά του ν’ αντέξουν τον δρόμο, μακάρι τα σπίρτα του να παίρνουν φωτιά. Ο Θεός να τον φυλάει και να έχει καλή τύχη και…». «Στον διάολο ο Καναδός αστυνόμος!» φώναξε ο Μπέτλες και τσούγκρισαν τα άδεια κύπελλα.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: