Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο γέρος με την τριμμένη χλαίνη» του Κονσταντίν Παουστόβσκι

Ο γέρος με τα ανυπάκουα πια δάχτυλά του, ξεκούμπωσε τη χλαίνη, κι έβγαλε ένα παλιό, δεμένο με κορδέλα, πορτοφόλι. Έλυσε την κορδέλα κι έβγαλε από το πορτοφόλι, ένα πολύ τριμμένο πορτραίτο του Λένιν, κομμένο από εφημερίδα. “Από τότε, κοντά στη καρδιά τη φέρνω μαζί μου όλη μου τη ζωή”, είπε με μια υπόκωφη διακοπτόμενη φωνή!

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο γέρος με την τριμμένη χλαίνη» του Κονσταντίν Παουστόβσκι

Ο Κονσταντίν Παουστόβσκι γεννήθηκε στη Μόσχα στις 31 του Μάη 1892.

Το 1911 έγραψε κι έδωσε σε δημοσιότητα στο περιοδικό «Φωτιά», το πρώτο του διήγημα. Από το 1911 έως το 1913 φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου και αργότερα μεταγράφηκε και μετακόμισε στη Μόσχα.

Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά και δούλεψε στα πρακτορεία ΠΟΣΤ και ΤΑΣΣ για το χρονικό διάστημα 1924 -1929.

Το 1925 δημοσίευσε το πρώτο του ολοκληρωμένο έργο τα «Θαλασσινά σκίτσα», το 1927 το «Μιντόζα», το 1928 τα «Περαστικά πλοία» και το 1929 το μεγάλο του μυθιστόρημα «Αστραφτερά σύννεφα».

Η νουβέλα «Καρά Μπουγάζ» τον έκανε γνωστό όταν δημοσιεύτηκε το 1932. Σ’ αυτήν, η καλλιτεχνική του φαντασία μαζί με το ντοκουμενταρισμένο υλικό συγχωνεύονται οργανικά σ’ ένα σύνολο για να πλουτίσουνε τη μαστοριά του λόγου και να βάλουνε ανεξίτηλο χρίσμα στη δύναμη της εκφραστικότητας και της δημιουργικής ανάτασης. Έτσι σ’ όλα τα έργα του που βγαίνανε στο φως στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, παίρνανε πια ολοκληρωμένη μορφή. Η τεχνοτροπία του συγγραφέα και η δύναμη της παρατήρησης γίνεται πια το βασικό στοιχείο για τη μελέτη της πραγματικότητας, για την άντληση των ζωντανών στοιχείων που αποτελούνε τη βάση της δημιουργίας του. Τότε δημοσιεύεται και η νουβέλα «Νεαρό Τριαντάφυλλο».

Από το 1945 και για πέντε χρόνια άφησε τη δημοσιογραφία κι ακολούθησε το δρόμο των μακρινών ταξιδιών τόσο στο εσωτερικό της απέραντης χώρας του, που τη γύρισε σχεδόν ολόκληρη, όσο και στο εξωτερικό: Πολωνία, Ελλάδα, Τουρκία, Δυτική Ευρώπη, Ιταλία, Αγγλία για να καταλήξει για μερικά χρόνια στο Κάπρι της Ιταλίας γιατί υπόφερε από άσθμα.

Το 1955 δημοσίευσε το «Χρυσό ρόδο» και αφοσιώθηκε μερικά χρόνια στη συγγραφή της αυτοβιογραφίας του, «Ιστορίες για τη Ζωή», όπου ο συγγραφέας προβάλλεται στο πλαίσιο των γεγονότων που διαδραματιστήκανε στη Ρωσία στα τέλη του 19ου αι – αρχές 20ου ως τα τέλη του 1930. Η αφηγηματική του Αυτοβιογραφία αποτελείται από μερικά βιβλία, οργανικά συνδεμένα μεταξύ τους με μια αδιάσπαστη εσωτερική νομοτέλεια: «Τα μακρινά χρόνια» (1945), «Ανήσυχα νιάτα» (1955), «Αρχή του άγνωστου αιώνα» (1957), «Περίοδος των μεγάλων ελπίδων» (1959), «Το Βιβλίο των Περιπλανήσεων» (1960). Το έργο αυτό μπορεί δίκαια να θεωρηθεί σαν το κορύφωμα της δημιουργικής και ηθικής αναζήτησης.

Έχει γράψει πολλές νουβέλες, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τα ταξίδια του στο εξωτερικό.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο γέρος με την τριμμένη χλαίνη» του Κονσταντίν Παουστόβσκι

Κονσταντίν Παουστόβσκι (1892-1968)

Αφιέρωσε επίσης άρθρα, διηγήματα, αφηγήσεις, νουβέλες για τον Λένιν, Γκόρκι, Τσαϊκόφκσι, Τσέχωφ, Βίκτωρα Ουγκώ, Πούσκιν, Άντερσεν, Μωπασάν, Πόε, Φλομπέρ, Μότσαρτ, Ντίκενς, Γκρην κ.α. Ο Παουστόβσκι έγραψε και θεατρικά έργα αξιόλογα.

Έγινε πασίγνωστος στο εσωτερικό της χώρας του και το εξωτερικό. Τα έργα του μεταφραστήκανε σε πολλές γλώσσες.

Τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν και πολλά άλλα μετάλλια και παράσημα.

Ο Κονσταντίν Παουστόβσκι έφυγε από τη ζωή στις 14 του Ιούλη 1968.

Τα βιογραφικά στοιχεία και το διήγημα που ακολουθεί προέρχονται από την έκδοση Κονσταντίν Παουστόβσκι, Τάρας Σιεβτσιένκο και άλλα διηγήματα, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1984. Μετάφραση από τα ρώσικα Γιώργης  Πολιτόπουλος.

Ο γέρος με την τριμμένη χλαίνη
του Κονσταντίν Παουστόβσκι

Υπάρχουνε, στη Ρωσία, χιλιάδες χωριουδάκια αποξεχασμένα και σκόρπια στους κάμπους και στα πυκνόδασα. Χιλιάδες χωριουδάκια, το ίδιο αφανή σαν τον γκρίζο ουρανό, σαν τα ασπροκέφαλα χωριατόπουλα. Αυτά τα παιδιά που, αν τύχει και συναντηθούνε με κάποιον άγνωστό τους, στέκονται σαν να μην έχουν ψυχή, άβουλα, αν όμως σηκώσουνε τα ματάκια τους, τότε σ’ αυτά λαμπυρίζει τέτοια εμπιστοσύνη, που σου συνταράζει την ψυχή!

Αραιά και που, ανάμεσα στ’ αμέτρητα αυτά χωριουδάκια με τις ονομασίες, Σοσνόβ, Νικόλσκιχ, Γκορέλιχ, Δβόρικοβ, μπορεί να συναντήσεις χωριουδάκια με ξακουστό και κάποτε ασυνήθιστο όνομα, να πούμε, «Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας» που βρίσκεται στην περιοχή του Ταμπώφ, ή Κολιμπέλκι (Κούνιες) που βρίσκεται κάπου κοντά στο Οστργκόζσκι.

Δημιουργείται η εντύπωση πάντοτε, πως αυτά τα χωριουδάκια με τις παράξενες ονομασίες είναι οπωσδήποτε συνδεμένα με κάποιες υπέροχες ιστορίες ή εξαιρετικούς ανθρώπους, κι απ’ αυτά προήλθε και η ονομασία τους.

Έτσι υπολόγιζα κι εγώ, τον καιρό που γνώριζα πολύ λίγα για τη χωριάτικη Ρωσία. Ύστερα από χρόνια, όταν μου δόθηκε η δυνατότητα να γνωριστώ καλύτερα με τη χώρα πείστηκα πως δεν υπάρχει σχεδόν τέτοιο χωριουδάκι – ακόμα και το πιο κακομοίρικο, που να μην έχει τις δικές του θαυμάσιες ιστορίες και ανθρώπους.

Για παράδειγμα ας πάρουμε την περιφέρεια της πολιτειούλας του Εφραίμοβο στη σημερινή περιοχή της Τούλας – αυτό το ίδιο το Εφραίμοβο που ήτανε σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Τσέχωφ, η πιο απομακρυσμένη απ’ όλες τις περιφερειακές πόλεις της Ρωσίας. Φαντάζεστε, λοιπόν, πόσο απομακρυσμένα θα είναι τα χωριουδάκια που περιστοιχίζουν αυτή την πολιτειούλα! Από πρώτη όψη, έτσι πρέπει να ήτανε πραγματικά, όμως μόνο από πρώτη όψη.

Το 1924, πέρασα όλο το καλοκαίρι μου κοντά στο Εφραίμοβο, στο χωριουδάκι Μπόγκοβο. Αν κι έκλεινε τον έβδομο χρόνο της η Επανάσταση, ωστόσο οι εξωτερικές μεταβολές δεν ήτανε και το τόσο μεγάλες.

Τα ίδια φαλακρά κριθαροχώραφα θροούσανε ξεροψημένα πέρα απ’ τα σύνορα του χωριού, ο αέρας, κύματα – κύματα έκανε τον περίπατό του από πάνω τους.

Ακριβώς, τα ίδια βυζαχταρούδια με τα ξεθωριασμένα και λερωμένα σκουφάκια τους, κείτονται στις κούνιες τους γιομάτα μύγες. Τις μέρες που γινότανε παζάρι βροντοχτυπούσανε  τα κάρα στους κεντρικούς δρόμους και οι γυναίκες, με ανάριχτες τις μπέρτες, αναπηδούσανε σ’ αυτά, και τραγουδούσανε με τσιριχτή φωνή κακόφημα τραγούδια. Στο μισοσαπισμένο φράγμα, θορυβούσε νυσταγμένα το μικρό ποταμάκι «Κρασίβαγια Μετσιά» (οι ντόπιοι κάτοικοι το λέγανε «Κρασίβιι Μετς» ωραίο σπαθί).

Ζώντας στο Μπόγκοβο, έμαθα πως όχι και πολύ μακριά απ’ το Εφραίμοβο, διατηρήθηκε η έπαυλη του πατέρα του Λέρμοντωφ, όπου, στο ξερό πια σπίτι, κρεμότανε στον τοίχο το σκονισμένο σουρτούκο εκστρατείας του ποιητή. Λένε, πως ο Λέρμοντωφ, περνώντας για τον Καύκασο, που καθορίστηκε σαν τόπος εξορίας του, πέρασε και σταμάτησε στο σπίτι του πατέρα του. Έμαθα ακόμα πως, στις όχθες του ποταμού Κρασίβιι Μετς , κυνηγούσε ο Ιβάν Σεργκέεβιτς Τουργκιένεφ και το Εφραίμοβο το επισκέφτηκε πολλές φορές ο Τσέχωφ και ο Μπούνιν.

Όλ’ αυτά όμως ανήκουνε στο παρελθόν.

Εγώ όμως, επεδίωκα να βρω τα χαρακτηριστικά σημάδια του παρόντος, να βρω ανθρώπους συνδεμένους με τα σύγχρονα γεγονότα.

Και σαν να’ τανε αναποδιά στο Μπόγκοβο δεν υπήρχε κανένας που να πήρε ακόμα μέρος στον εμφύλιο πόλεμο, κανένας που μπορούσε να παρουσιαστεί σαν μάρτυρας των πρόσφατων γεγονότων. Και σαν από παράξενη συγκυρία, στο χωριουδάκι ζούσε κάποιος απόστρατος συνταγματάρχης που, σύμφωνα με τις αφηγήσεις, ήταν ένας κατάμονος άνθρωπος και λιγόλογος. Για ποιο λόγο ήρθε να κατοικήσει στο Μπόγκοβο, κανένας δεν μπορούσε να μου το εξηγήσει.

Ζει και περιμένει τη ζωούλα του – λέγαν οι χωρικοί. Κανενός κακό, για την ώρα, δεν έκανε. Έπιασε ένα καλυβόσπιτο, μόνος του βράζει πατάτες κι απ’ τα χαράματα ως το σούρουπο κάθεται με την πετονιά στα χέρια στις όχτες του ποταμού. Τι να πεις γι’ αυτόν; Άνθρωπος σε βαθιά γεράματα!

– Για ποιο λόγο ζει εδώ στο Μπόγκοβο;

– Ένας διάολος ξέρει! Δεν είναι δα κι εύλογο να τον ρωτήσεις. Ήρθε δω πριν μερικά χρόνια κι έμεινε για πάντα. Έχουμε ήσυχο μέρος. Εδώ δεν τον ενοχλεί κανένας, σαν παλιό απόστρατο αξιωματικό. Το καταλαβαίνετε. Ο αξιωματικός στους καιρούς μας μοιάζει με αφθιασμένο ζώο.

Ο καθένας προσπαθεί να τον αφήνει στην άκρη.

…Συναντήθηκα μ’ αυτόν τον απόστρατο συνταγματάρχη στο ποτάμι «Κρασίβαγια Μετσιά» κοντά στο μύλο του φράγματος.

Μέρα κατσουφιασμένη και κρυαδερή, σαν αυτές που κάποτε ξεφυτρώνουνε στα μέσα του καλοκαιριού.

Πλαδαρά σύννεφα σέρνονταν πάνω απ’ τη γη και χωρίς να θέλουν απ’ αυτά στάζανε σταγόνες βροχής. Ύστερα η βροχή κόπασε. Είχα έρθει στον βάραγγα του μύλου για να ψαρέψω. Κοντά στο φράγμα, σ’ ένα μαδέρι πάνω, καθόταν ένας ισχνός γέρος με μακριά άσπρη γενειάδα, τυλιγμένος με μια παλιά τριμμένη χλαίνη αξιωματικού και φορούσε γκρι τραγιάσκα. Εκεί που πρώτα ήταν ραμμένα τα κανονικά επίχρυσα κουμπιά, τώρα κρέμονταν συνηθισμένα μαύρα κουμπιά, όπως στις γυναικείες ζακέτες.

Κάπνιζε μ’ ένα τσιμπούκι από γωνία σωλήνα αερίου. Και βέβαια πρέπει να ήτανε πολύ βαρύ, γιατί όταν τ’ άδειαζε, χτυπώντας το απ’ το μαδέρι, ο χτύπος του έμοιαζε με το χτύπο σφυριού πάνω σε καρφί.

Ψάρευε με μια πετονιά και δε μου’ δωσε σημασία με το πρώτο.

Εγώ όμως ψάρευα με τρεις πετονιές, γι’ αυτό και το ψάρι μου ξέφευγε.

Ώσπου ν’ αλλάξω δόλωμα στο αγκίστρι της μιας πετονιάς, θαρρείς πως πεισματικά, το ψάρι τσιμπούσε στην άλλη πετονιά. Εγώ την άρπαζα αμέσως, αλλά δυστυχώς ήτανε και πάλι πολύ αργά, κι έβγανα απ’ το νερό το μισοφαγωμένο σκουλήκι. Ο γέρος όμως από καιρό σε καιρό τραβούσε αβίαστα κι έβγανε μεγάλα μολυβόχρωμα γριβάδια και χοντρά ασπρόψαρα.

Ο γέρος έβηχε επιτιμητικά, αγναντεύοντας το «νοικοκυριό» μου. Ίσως τον ερέθιζε. Ποιος ξέρει! Τελικά δε συγκρατήθηκε και είπε:

– Αν θέλετε να ψαρέψετε όπως πρέπει, νεαρέ μου, να ψαρεύετε μόνο με μια πετονιά. Χάρη ψυχικής ηρεμίας. Έτσι όπως κάνετε εσείς, μόνο τα νεύρα σας χαλάτε!

Τον άκουσα. Τύλιξα τις δυο πετονιές κι άρχισα να ψαρεύω μόνο με τη μια. Την ίδια στιγμή τράβηξα μια μεγάλη πέρκα. Ο γέρος χαμογέλασε.

– Βλέπετε – μου είπε – το στόχο δεν μπορείς ταυτόχρονα να τον τουφεκάς με τρία τουφέκια! Συνήθως όσοι επιχειρούνε μ’ αυτόν τον τρόπο, ρίχνουνε στο βρόντο χωρίς έλεος! Και σεις στο βρόντο ρίχνετε, πράμα που μ’ έκανε να σας λυπάμαι.

Απ’ το ποτάμι γυρίσαμε στο Μπόγκοβο, αργά το σούρουπο. Ο γέρος αργοπατώντας έβλεπε τα πόδια του και ούτε μια φορά δε σήκωσε κεφάλι γι’ αυτό και φτάσαμε στο χωριό με την υγρή και πηχτή σκοτεινιά.

Σ’ όλο το δρόμο μου μιλούσε πως πρέπει να βράζω τα μπιζέλια, τοιμάζοντας το δόλωμα για το γριβάδι κι έτσι δε μου’ δινε την ευκαιρία να τον ρωτήσω ποιος είναι και γιατί διάλεξε σαν τόπο μόνιμης διαβίωσης το Μπόγκοβο. Όπως έμαθα, εδώ αυτός, δεν είχε ούτε συγγενή ούτε φίλο. Κανέναν!

Στη δύση αργά – αργά σβήσανε τα βαθυκόκκινα σύννεφα. Έκραζε θλιβερά το νυχτοπούλι. Τα πλατιά φύλλα της κολιτσίδας αρχίσανε με θόρυβο να τα χτυπάνε οι βαριές και οι κρύες στάλες της βροχής. Κι αυτή η μελαγχολική όψη της βραδιάς, κατά κάποιον τρόπο μεταδόθηκε στις σκέψεις  μου για τα μοναχικά γεράματα, για τον άνθρωπο με την τριμμένη χλαίνη που σερνότανε δίπλα μου.

Μόνο μια φορά όλο κι όλο μίλησε για τον εαυτό του ο γέρος λέγοντας πως πριν απ’ τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ήτανε φρούραρχος του οχυρού Οσόβετς στην Πολωνία. Να λοιπόν εκεί στον ποταμό Μπόμπρε ψάρευε κι έπιανε όχι τέτοια μαυρόψαρα!

Το καλοκαίρι προχωρούσε. Ο γέρος, για το παρελθόν του σώπαινε επίμονα.

Και να τον ρωτήσω ο ίδιος  δε μου ήτανε και τόσο ευχάριστο. Μια φορά μόνο αποπειράθηκα να τον ρωτήσω απόξω αν έχει ανάγκη από καμιά βοήθεια, ο γέρος με κοίταξε, χαμογέλασε και δεν έδωσε απάντηση στα λόγια μου! Έτσι που όλη η ιστορία αυτού του γέρου  γινόταν όλο και πιο αινιγματική. Και ιδιαίτερα όταν έμαθα πως κάθε μήνα παίρνει κάποια πρόσκληση απ’ το Εφραίμοβο, πηγαίνει στην πόλη και επιστρέφει από κει κατακουρασμένος όμως ικανοποιημένος. Και κάθε φορά κουβαλάει δωράκια στα χωριατόπουλα και στη γειτόνισσά του τη Νάστια – μια πολύτεκνη, όμως ακόμα ακμαία γυναίκα που την είχε παρατήσει ο άντρας της. Στα παιδιά έφερνε γλυφιτσούρια και στη Νάστια, κάποτε ένα πακέτο τσάι, κάποτε μια κουβαρίστρα κλωστή.

Ποτέ δε συνάντησα ύπαρξη πιο μειλίχια απ’ αυτή τη Νάστια.

Κάθε της κουβέντα και κίνηση μαρτυρούσε καλοσύνη και αδυναμία. Χαμογελούσε πάντα σαν φταίχτης. Ταχτοποιούσε βιαστικά τα μαλλιά της κάτω απ’ το μαντίλι, και τα χέρια της τρέμαν αλαφρά. Σε κοίταζε σαν χαζή και στο καλύβι της ντρεπόμουνα να μπω.

Η Νάστια έτρεχε να σκουπίσει με τον ποδόγυρο του φουστανιού της το τραπέζι και το κάθισμα, έδιωχνε απ’ το κατώφλι την κλώσσα με τα πουλάκια της, κοκκίνιζε μέχρι δάκρυα και κοβότανε να βάλει το παλιό, πρασινισμένο πια σαμοβάρ να βράζει.

Νάτο, επιτέλους, ήρθε και το χινόπωρο. Εγώ τοιμάστηκα και σε λίγες μέρες θα φύγω για τη Μόσχα.

Κάποτε εγκαταλείποντας ένα μέρος πάντα σκέφτεσαι πως μπορεί καμιά φορά να ξαναγυρίσεις. Αυτό είναι κι ευκολότερο από το να αφήνεις ένα μέρος, ξέροντας προκαταβολικά πως αναχωρείς μια για πάντα. Σ’ αυτή την περίπτωση, ξεφυτρώνει ένα πικρό αίσθημα, τόσο μεγάλο σαν να εγκαταλείπεις εδώ ένα κομμάτι απ’ την καρδιά σου.

Οσοδήποτε καταθλιπτικό κι άχαρο κι αν ήτανε το μέρος που εγκαταλείπεις όσο και να μη σε τραβούσε να παραμείνεις σ’ αυτό, πάντοτε απομένει στην ψυχή η λύπη, ίσως και η αγάπη γι’ αυτό.

Κάπως έτσι πρέπει να’ ναι. Η μάνα αγαπάει το καχεχτικό τέκνο της, που παίζει με ένα σαπόξυλο. Τ’ αγαπάει μέχρι βόγκο, μέχρι δάκρυ, αυτό το αβοήθητο το καταδικασμένο σε απομόνωση απ’ τα γερά και χαρούμενα παιδιά.

Και σκέφτηκα το παιδί, ίσως γιατί τέτοιο άρρωστο και ήσυχο αγοράκι είχε η Νάστια και το λέγανε Πέτια.

Πατούσε στον έκτο χρόνο κι ακόμα δεν μπορούσε να μιλήσει. Όλη τη μέρα καθότανε κατάχαμα στο δρόμο λυχνώντας από παλάμη σε παλάμη τις σκόνες αμίλητο.

Μια μέρα το πλησίασα, κάθισα ανακούρκουδα και μίλησα μαζί του. Με κοίταξε έντρομο, σούρωσε το προσωπάκι του, συνταράχτηκε σύγκορμο, χωρίς να βγάλει μιλιά, και ακουμπώντας το πρόσωπο στο μπράτσο του αναλύθηκε σε βουβό κλάμα.

– Γιατί, αγόρι μου; το ρώτησα ξαφνιασμένος και το άγγιξα στις πλάτες που αναταραζότανε κάτω απ’ το πλυμένο πουκαμισάκι του.

Δεν κατάλαβα τίποτα. Διέκρινα μόνο μια πελώρια και άφανη πίκρα, μαύρη και βαριά, σ’ αυτή τη μικρή ύπαρξη που τη συνταράζανε τ’ αναφυλητά.

– Γιατί, αγόρι μου, επανάλαβα και ξαφνικά κάτι σαν ξυράφι μου χαράκωσε τη σκέψη: Μπορεί τάχα να καταλαβαίνει το χάλι του;

Απ’ το καλύβι έτρεξε η Νάστια, άρπαξε το παιδί στην αγκαλιά της, κι όπως πάντα, χαμογελώντας σαν φταίχτης είπε:

– Είναι αρρωστιάρικο, χαζούτσικο, κουτό. Μην το συνερίζεστε. Μόλις τον χαϊδέψεις, τον πιάνουνε τα κλάματα.

Ξαφνικά τα μάτια της Νάστια σκοτεινιάσανε, και πρόφερε με σκληρή κακία.

– Όλους αυτούς τους άντρες τους Ηρώδεις, τους καταραμένους, αν μπορούσα θα τους έπνιγα με τα ίδια μου τα χέρια! Μια ζωή ολόκληρη ξέρουνε μόνο να κατεβάζουνε τον περίδρομο, βότκα με τους κουβάδες και να βρίζουνε! Και να βγάζουνε τέτοια παιδιά, κι ύστερα να’ ναι κομματιασμένη η καρδιά σου και καταματωμένη σε μια ζωή ολόκληρη! Το αγόρι μου να’ ναι ζωντανό και να μην έχει κανένα που να μπορεί να το υπερασπιστεί!

Πάνω που πήρα την απόφαση να φύγω, μου κατέβηκε η σκέψη να παραμείνω. Όλα μου παρουσιαστήκανε μ’ ένα καινούργιο πρόσωπο – οι άνθρωποι, τα νοικοκυριά και όλη αυτή η σκοτεινή χινοπωριάτικη γη.

Έβρεχε! Πυκνές, κατσουφιασμένες μέρες, που μοιάζουνε με μουντό γλυκοχάραμα. Στην καλύβα μου υγρασία και κρύο…Και μόνο οι σωροί των πεσμένων φύλλων φωτίζουνε τη γη με την κρυαδερή τους φωτιά…

Προτού αναχωρήσω, πήγα για τελευταία φορά με το γέρο –  τον λέγανε Πέτρο Στεπάνοβιτς – για ψάρεμα. Είχανε περάσει μέρες και οι βροχές είχανε σταματήσει. Όμως όλη τη μέρα τη γη τη μούσκευε η γκρίζα χαμηλή συννεφιά.

Αυτή ούτε τ’ απομεσήμερο δε διαλυότανε.

Ρώτησα το γέρο: Δεν σου χρειάζεται τίποτα απ’ τη Μόσχα;

– Όχι! Ευχαριστώ! μου απάντησε. Φυσικά τη Μόσχα δε θα την ξαναδώ πια! Εδώ θα τελειώσω τις μέρες μου! Δεν έχω να πάω πουθενά! Και για τίποτα. Εγώ τώρα είμαι ένα παλιό τσούτσελο! Ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά…Όσο για τους φίλους δεν έχω τίποτα να πω. Άλλοι πεθάνανε και άλλοι από χρόνια σκορπίσανε περιπλανόμενοι εδώ κι εκεί!…Μάλιστα!…Και για να πω την αλήθεια, στον παλιό στρατό φίλους δεν απόκτησα…Μια δυο και χωρίζαμε…

– Γιατί; τον ρώτησα.

– Παιδί στρατιώτη. Ο πατέρας μου ήτανε δεκανέας βάρδιας…Έτσι καταγόμουνα, όπως λέγανε τον παλιό καιρό, από μουζίκο, από τα κάτω στρώματα. Δεν ήτανε τάχα αυτό η αιτία που με αποστρατεύσανε με το βαθμό του συνταγματάρχη.

Ο Φρούραρχος τέτοιου φρούριου, όπως είναι το Οσόβετς, έπρεπε να είναι στρατηγός! Εμένα, για να πω την αλήθεια, με ανεχότανε για την ευσυνειδησία μου και τις γνώσεις μου στον τομέα του πυροβολικού. Ήμουνα καλός πυροβολητής.

– Και γιατί δεν παντρευτήκατε;

– Τώρα φυσικά το βλέπω πως είναι λυπηρό, απάντησε ο γέρος και στάθηκε να πάρει ανάσα.

Αδύνατος, ψηλός, λίγο καμπουριαστός, και σαν να μου θύμιζε την πικραμένη ζωή του Δον Κιχώτη. Τα μάτια του γέρου δακρύσανε. Έβγαλε ένα κόκκινο μαντήλι με τετραγωνάκια, και σκούπισε τα δάκρυα.

– Τώρα βέβαια, λυπούμαι γι’ αυτό, είπε ξεφυσώντας. Κι όχι γιατί δεν απόχτησα γυναίκα – ας πάει στην ευχή η γυναίκα, τις είδα δα αυτές τις γυναίκες των αξιωματικών – αλλά γιατί δεν απόχτησα ούτε κορίτσι ούτε αγόρι…Κι εφόσον δεν έχεις σε ποιον να ξοδεύεις τις φροντίδες σου, η ζωή τραβάει κούφια κι άραχλη…Κρύος ο βίος. Να!…και ασχολούμαι τώρα με τα ξένα τέκνα…με τέτοια παιδάκια…

Κι επιτέλους αποφάσισα να τον ρωτήσω:

– Και πώς ξεμείνατε στο Μπόγκοβο;

– Αυτό, φίλε μου, είναι μακρόσκελη γεωγραφική ιστορία. Και να σου τα πω, πάλι δε θα με πιστέψεις…Απλά, κάποια φανταστική περίπτωση, τώρα στα γεροντάματα…Κι εγώ να σου πω: Εδώ ξέπεσα πολύ απλά. Άκουσα για το ποτάμι Κρασίβαγια Μετσιά, για την ομορφιά αυτής της τοποθεσίας κι αποφάσισα να ζήσω εδώ το υπόλοιπο της ζωής μου.

Βέβαια πριν να πάρω αυτή την απόφαση προηγήθηκε κάποιο καταπληκτικό γεγονός. Κι εγώ ο ίδιος μένω κατάπληκτος απ’ αυτό.

– Σαν τι γεγονός;

– Είστε πολύ νευρικός άνθρωπος, είπε επιτιμητικά ο γέρος. Εγώ αγαπάω την κουβέντα που έχει ουσία…Αλλά εσείς, όλο τι-πιρ και τίποτ’ άλλο. Δεν έχετε καμιά ψυχική ισορροπία.

– Ωραία, Πιοτρ Στεπάνοβιτς – μίλησα σαν φταίχτης – δε θα σας διακόψω άλλο πια.

– Θαυμάσια, λοιπόν!…Ξέσπασε η Επανάσταση, κι εγώ εκείνον τον καιρό βρισκόμουνα σε αποστρατεία, στο Καλιάζιν. Φυσικά, μου στερήσανε τη σύνταξη. Αυτό είναι ευκολονόητο. Ξήλωσα τις επωμίδες, πέταξα τα κουμπιά με το θυρεό, αλλά πολιτικό παλτό δεν μπόρεσα να προμηθευτώ. Δεν τα’ βγανα πέρα. Καταλαβαίνω πως πρέπει να χαθώ ανάμεσα στους ανθρώπους, να του δίνω απ’ το Καλιάζιν, σε κείνα τα μέρη που κανένας δεν με ξέρει. Γιατί στο Καλιάζιν ήμουνα σαν να βρισκόμουνα στο ξέθωρο. Και πού θα’ ναι μεγαλύτερη πολυκοσμία αν δεν είναι στη Μόσχα;.. Σε μια γριά χήρα νοίκιασα μια γωνίτσα, κοντά στο Πάρκο Πετρώφ. Απ’ τη σύνταξη μου μείνανε ψίχουλα. Για να πω: Τίποτα. Για την τροφή κάτι συγκέντρωνα απλώνοντας το χέρι. Η γριά, η σπιτονοικοκυρά μου ήτανε γυναίκα μαλακή και αρκετά καλή, μπορεί να ήτανε τέτοια, κι απ’ την αρρώστια της. Είχε πάθει καρδιακή προσβολή. Μαζί της ζούσε και η κόρη της – κομσομόλκα. Εκείνη σαν μην έδινε δυάρα για την παρουσία μου. Όμως δεν καταλάβαινα: Πραγματικά δε μου’ δινε σημασία, ή καμωνότανε πως δε με προσέχει.

Εγώ βέβαια, για να πω την αλήθεια, ήμουνα πάντα βολικός και ιδιαίτερα κείνον τον καιρό, αν μπορείς να καταλάβεις την τοτινή κρίσιμη κατάστασή μου. Το σύνθημα για όσους ήτανε σαν κι εμένα, ήτανε ένα και μοναδικό:

– Κάθισε φρόνιμα και μην ξεμυτίζεις απ’ την τρύπα σου, χωρίς υπέρτατη ανάγκη. Το σβέρκο του λαού τον είχε πληγιάσει ο στρατός του τσάρου, με το χαμούτι του. Εγώ πάντοτε το καταλάβαινα αυτό. Και στη ζωή έρχεται στιγμή που πληρώνεις για όλα!

Μάλιστα!…Ζούσα φτωχά. Φτωχότερα δε γινότανε, αφού τελικά ξεπόρτισα και το τελευταίο μου ρούβλι. Κανένας δε θέλει να πεθάνει! Και μάλιστα, αφού δεν το επέτρεπε η συνείδησή μου μπροστά στη γριά νοικοκυρά μου. Δυο εικοσιτετράωρα δεν έκλεισα μάτι… Σκεφτόμουνα – ναι – και έφτασα στο σημείο να πάω να διακονέψω, περνώντας πια οριστικά στη ζητιανιά.

Ο γέρος στάθηκε και με κοίταξε με αμηχανία.

– Για φανταστείτε! Να γίνω πραγματικός ζητιάνος. Αυτό δεν είναι ζωή αλλά πραγματική αποσύνθεση. Όχι μόνο δεν είσαι χαρούμενος, αλλά αντικρίζεις τον εαυτό σου με σιχασιά. Και σκέφτηκα τότε: Έλα όσο είναι δυνατό νωρίτερα, να δώσει ο θεός κάποιο θάνατο, έστω και τον πιο αισχρό, παρά να ζω σε τέτοια κατάσταση. Μερικοί συνηθίζουνε. Εγώ δεν μπόρεσα.

Για τη διακονιά, εξάλλου, χρειάζεται επιδεξιότητα, πείρα και θεατρινισμός. Απ’ αυτά εγώ δεν έχω απολύτως τίποτα!

Ζητιάνευα στο πάρκο Πετρώφ.

Δε βγήκα παραπέρα. Φοβόμουνα. Ζητιάνευα κοντά στο σπίτι μου. Στέκομαι στη γωνιά, δε σηκώνω μάτι, δε μου επέτρεπε η συνείδηση μου να κοιτάξω τους περαστικούς, καταπρόσωπο. Στέκομαι σφιγμένος και στηριγμένος σε μια μαγκούρα, κάτι μουρμουρίζω που μου είναι ακόμα ως τα σήμερα, αισχρό να το συλλογίζομαι: Δώστε στο δυστυχή γέροντα, ένα κομματάκι ψωμί.

Και για να μιλήσω στα ίσα, πολύ λίγοι με πιστεύουνε. Πολύ λίγοι μου πετούνε για ένα ξεροκόμματο. Ίσως τους φόβιζε η χλαίνη μου του αξιωματικού. υπήρχανε και περιπτώσεις που έτρωγα ψυχρολουσία και τότε πάγωνε το κεφάλι μου απ’ το μίσος.

Τι να’ κανα όμως; Συγκρατιόμουνα.

Επιστρέφοντας το βράδυ  στη γωνιά μου, μετρούσα τα ψιλά – όλα χάλκινα- και δεν έβλεπα μπροστά μου τίποτα. Τα πάντα ήτανε σκεπασμένα με συννεφιές.

Θα με πιστέψετε; Πολλές φορές σκέφτηκα να θέσω τέρμα με τα ίδια μου τα χέρια. Κι αν δεν υπήρχε μια περίπτωση θα το επιχειρούσα. Δε θα το τραβούσα και πολύ το σχοινί.

Φτάσαμε με το γέρο στη λιμνούλα του μύλου και καθίσαμε στο υγρό μαδέρι, το συνηθισμένο μέρος του Πιοτρ Στεπάνοβιτς.

– Σαν να κάνει ψυχρίτσα παραπονέθηκε και σήκωσε το γιακά της χλαίνης του. Από την ανάποδη του γιακά φανερώθηκε ένα καινούργιο γκρι μπλε χρώμα αλλά από την καλή του όψη το χρώμα  ήτανε καμένο και λασποκίτρινο. Αν και δεν φυσούσε ουσιαστικά ο καιρός κρυάδιασε. Τα σύννεφα όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πήραν ένα ερυθρομέλανο χρώμα όπως το χειμώνα.

– Μάλιστα, μίλησε ο γέρος καπνίζοντας τσιμπούκι. Κάποια καλοκαιριάτικη μέρα γύρισα στο σπίτι, νωρίτερα απ’ τη συνηθισμένη ώρα. Με τέτοια είσπραξη που ήτανε απίστευτη. Ένα αγοράκι μου έδωσε μια πεντάρα. Η πεντάρα ήταν χτυπημένη και παλιωμένη. Σίγουρα δε θα την παίρναν ούτε στο τραμ, πολύ περισσότερο στην αγορά των τραυματιών.

Εκείνον τον καιρό τα πόδια μου είχαν αρχίσει να πρίζονται. Είχα αποφασίσει να τελειώσω τη νύχτα μ’ αυτή τη συμφορά, δεν υπήρχανε πια άλλες δυνατότητες ν’ αγωνιστώ για τη ζωή!…Αλήθεια, και γιατί; Σε ποιον είμαι χρήσιμος; Απόστρατος τυμπανιστής! Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, μ’ όλα αυτά έπρεπε ν’ αποχαιρετήσω την πατρική γη, τον καθαρό ουρανό, τον ήλιο που κυλούσε στη δύση τα πουλάκια, τα δέντρα…

…Βγήκα στο δρόμο και κάθισα στο σκαμνί κοντά στην αυλόπορτα. Εκείνον τον καιρό οι δρόμοι του πάρκου Πετρώφ, μοιάζανε με χωριάτικους δρόμους, χορταριάσανε και θορυβούσανε από πάνω τους οι παλιές μοσχοβίτικες φλαμουριές.

Κάθομαι χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Απέναντι απ’ το σπιτάκι μας ήτανε το κοινόβιο των μαθητών που φοιτούσανε τους καλοκαιρινούς μήνες. Λαός περιγελαστικός και θορυβώδης. Κανέναν δεν αφήνανε σε στασιό, ιδιαίτερα εμένα. Μόλις μ’ αντικρίζανε, κρεμότανε στα παράθυρα και δος του να μπήγουν τις φωνές…Παλιοκόκκαλο!…Τζινέτι!…Σπανιότητα του Μουσείου!…Κι εγώ περνάω κάνοντας τον κουφό!…

Κάθομαι στο σκαμνί και βλέπω: Έρχεται απ’ τη δική μας την πλευρά ένας κοντόσωμος κύριος, με μαύρο κουστούμι και τραγιάσκα. Προχωρεί αβίαστα. Δίπλωσε τα χέρια πίσω, κάτω απ’ το σακκάκι του, κι όπως μου φάνηκε, για κάτι συλλογιζότανε. Κοντοστέκεται αγναντεύει τις φλαμουριές, σαν να αναζητάει κάτι απ’ αυτές και πάλι προχωρεί. Όταν έφτασε στο ύψος του μέρους που καθόμουνα, κοντοστάθηκε και λέει κάπως γρήγορα σαν να αστειευότανε:

– Θα μου επιτρέψετε να καθίσω μαζί σας;

– Παρακαλώ, απάντησα. Κανένας δεν απαγορεύει να καθίσετε εδώ. Μόνο καθίστε λίγο μακρύτερα από μένα.

Σούφρωσε τα μάτια, σταμάτησε το χαμόγελο και με κοίταζε πολύ προσεχτικά.

– Για ποιο λόγο; ρωτάει.

– Μήπως δε βλέπετε και μόνος σας, του απάντησα λίγο θυμωμένα, πως είμαι ζητιάνος;

Με κοίταζε πάλι και σαν να μονολογούσε λέει:

– Μάλιστα…Βλέπω…Πολύ άσχημα ζείτε.

– Πού να βρεθεί το χειρότερο; Μόνο που το τραβάω χάρη στην ανθρώπινη λύπηση. Διακονεύω ανάμεσα στους ανθρώπους…

– Πρώην αξιωματικός;

– Αξιωματικός, απαντάω. Σκυλί δε λες!…Άνθρωπος σταμπαρισμένος…αυτό είν’ όλο…

Και ξαφνικά χαμογέλασε με τέτοια καλοσύνη, που μ’ έκανε να λυσσάξω.

– Σταθείτε, λέει, μην ανησυχείτε. Και οι αξιωματικοί.. υπήρξανε διάφοροι.

– Αυτό ακριβώς! Ήτανε νωρίτερα. Αλλά η απάντηση απ’ όλους είναι μία.

Κάποτε εγώ ο ίδιος ήμουν φρούραρχος του Οσόβετς. Όλους αυτούς τους μακρόχειρες που αποβλέπανε να χαστουκίζουνε τους στρατιώτες, τους κατατρόμαζα, τους κυνηγούσα όσο μπορούσα. Ο Ρώσος στρατιώτης είναι άγιος άνθρωπος. Θυμηθείτε το αυτό. Όλη η ιστορία μας δημιουργήθηκε με τα χέρια του Ρώσου στρατιώτη, κι ανάμεσα στ’ άλλα κι αυτή η δική σας Επανάσταση.

Εδώ ακριβώς τινάχτηκε. Πήρε και ξέσπασε σε τέτοια γέλια, έτσι που με υποχρέωσε να του χαμογελάσω σαν απάντηση.

Άρχισε να με ρωτάει για τον παλιό στρατό, για το Οσόβετς, για τον πρόσφατο πόλεμο. Εγώ του τα εξηγούσα όλα με λεπτομέρεια. Ανάμεσα στ’ άλλα του είπα, πως, εμείς οι στρατιωτικοί ξέραμε από παλιότερα, από τα μυστικά έγγραφα, πως προετοιμάζεται πόλεμος. Γι’ αυτά μου τα λόγια ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα, δεν ξέρω γιατί, κι έλεγε: Έτσι λοιπόν! Έτσι λοιπόν! Άιντε, άιντε! Τι έγινε λοιπόν παρακάτω; Κι ύστερα με ρώτησε, κοιτάζοντάς με στα μάτια: Τι σκέφτεστε για τους μπολσεβίκους; Βγαίνει τίποτα απ’ αυτά που κάνουνε;

– Μπορεί να μη βγει! Μα τι λέτε καλέ μου κύριε! Μήπως δε τα βλέπετε μόνοι σας; Ό,τι είναι καλό, είναι καλό, μόνο που πρέπει να παρακολουθούνε για να μη χαθεί το ηθικό πρόσωπο του λαού. Πάλι με κοίταξε καταπρόσωπο, μάλιστα, κάπως ερευνητικά και λέει:

– Είμαι απόλυτα σύμφωνος μαζί σου. Να ζήσει όπως εσείς δεν επιτρέπεται με κανέναν τρόπο! Θα σου δώσω ένα σημείωμα για ένα μέρος. Πηγαίνετε μ’ αυτό το σημείωμα, κι οπωσδήποτε θα σας βοηθήσουνε.

Έβγαλε το μπλοκ, κάτι έγραψε στα γρήγορα και μου το’ δωσε. Το πήρα, το δίπλωσα και το’ χωσα στην τσέπη. Τι θα γινότανε μ’ αυτό το σημείωμα;

Ποιος είν’ αυτός που θα βοηθήσει έναν αξιωματικό; Φυσικά, τελικά τον ευχαρίστησα για την καλή καρδιά του κι έφυγε. Και όπως έφευγε τον ρώτησα:

– Κάνετε περίπατο σ’ αυτά τα μέρη;

-Ναι, λέει. Ήμουνα άρρωστος και οι γιατροί διατάξανε να κάνω καθημερινούς περιπάτους.

Έφυγε. Ύστερα απ’ αυτή τη συνάντηση ξαλάφρωσε κάπως η καρδιά μου. Ορίστε! συλλογίζομαι, υπάρχουν ακόμα ευγενικοί και συμπονετικοί άνθρωποι στον κόσμο. Δεν προξένησε σιχασιά σ’ αυτόν τον κύριο, η γνωριμία του μαζί μου. Κουβέντιασε μ’ έναν διακονιάρη, μ’ έναν πρώην αξιωματικό.

Κάθομαι και συλλογιέμαι. Βλέπω: Τρέχανε κοντά μου οι μαθητές των θερινών μαθημάτων και ρωτάνε: Ξέρετε με ποιον κουβεντιάζατε;

– Από πού να ξέρω; Με ποιον; Όμως ήμουνα θυμωμένος μ’ αυτούς τους μαθητές, τόσο πολύ χόχλαζε η καρδιά της «παλιάς κρυτσανίδας» και του «Τζινετιού», που μ’ έκανε να τρέμω σύγκορμος.

– Ξέρω – τους είπα – χαθείτε απ’ τα μάτια μου! Πάτε καταδιαόλου. Εσείς μόνο ξέρετε να περιπαίζετε ένα γέροντα άνθρωπο!…

Αυτοί αμέσως κάνανε πίσω και φύγανε. Αλλά το βράδυ μου στείλανε μ’ ένα παιδάκι ένα πακετάκι τσάι και ζάχαρη, όχι λιγότερο από ένα φούντι.

– Γιατί το κάναν αυτό σκέφτομαι. Αυτό σημαίνει πως κυνηγώντας τους από κοντά μου ξύπνησα τη συνείδησή τους!

Τη νεολαία την αγαπώ πολύ. Χωρίς τη νεολαία δε θα’ χε κανένα σκοπό η δική μας ζωή. Η πλήξη θα’ τανε θανατερή! Έτσι που αυτοί οι καλοκαιρινοί μαθητές δεν μπαίνουνε στο μέτρο.

Ναι, αλλά εγώ άρχισα πάλι να διακονεύω. Τι να’ κανα; Αυτό το σημείωμα το είχα ξεχάσει. Το’ χωσα σε ένα παλιό βιβλίο του Ντανιλέβσκι «Καμένη Μόσχα» η μόνη μου άλλωστε περιουσία, και, δε με πιστεύετε, το ξέχασα εντελώς! Αλλά στα μέσα του χειμώνα, μ’ έσφιξε τόσο πολύ η ανέχεια, που προαισθάνομαι πως κάπου καταμεσής του δρόμου, θα σωριαστώ στο χιόνι πάνω, και θα κοκαλιάσω!

Και μόνο τότε θυμήθηκα το σημείωμα. Το αναζήτησα, αλλά ήτανε τόσο τσαλακωμένο σαν να το μάσησα!

Στο σημείωμα υπάρχει η διεύθυνση από κάποιο Ίδρυμα, όμως δεν μπορούσα να τη διαβάσω. Και να πάω στο Ίδρυμα αυτό δε μου είναι βολικό να παρουσιαστώ από την τέτοια κατάσταση του σημειώματος. Κι έπρεπε να πάω μακριά στο κέντρο της πόλης! Εκεί που η διακονιάρικη κατάσταση μου δε μου επέτρεπε ούτε μια φορά στη ζωή μου να πάω!

Μ’ όλα ταύτα πήγα. Αποφάσισα και πήγα. Μ’ ένα λόγο, η σπιτονοικοκυρά μου με υποχρέωσε να πάω.

– Εσείς Πιοτρ Στεπάνοβιτς – μου λέει – μοιάζετε με παιδαρέλι κι όχι με απόστρατο αξιωματικό. Κολώνετε μπροστά σ’ όλα…Παράξενο! Πώς και σας διορίσανε μάλιστα και φρούραρχο σε Φρούριο! Εσείς κάνετε μόνο για δάσκαλος των ανθρωπιστικών επιστημών και όχι να πυροβολάτε με τα κανόνια.

Προχωρώ και δε σηκώνω μάτι! Σ’ αυτή την περίοδο της ζητιανιάς, μου ξεφύτρωσε αυτή η συνήθεια, να μην μπορώ να κοιτάξω άνθρωπο στα μάτια…Μου φαινότανε πως έτσι ήταν ευκολότερα…και δεν μπορώ να την πετάξω ακόμα ως τα σήμερα. Ίσως το προσέξατε κι εσείς ο ίδιος! Οι γεροντικές συνήθειες είναι επίμονες και οχληρές!

Με λίγα λόγια πήγα. Το Ίδρυμα ήτανε μεγάλο, αλλά ήσυχο. Παντού οι διάδρομοι ήτανε στρωμένοι με χαλιά. Ο πορτιέρης ή θυρωρός – δεν ξέρω πώς τους λένε τώρα – μου λέει αρκετά επιβλητικά:

– Τη χλαινούλα σου να βγάλεις, κύριε.

Αλλά πώς να τη βγάλω; Κάτω απ’ αυτή, σχεδόν, δε φοράω τίποτ’ άλλο.

– Να σεβαστείτε τα γεράματα – λέω στο θυρωρό. Μην τα προσβάλλετε! Εμένα με στείλανε μ’ αυτό το σημείωμα – και του δείχνω το σημείωμα. Το κοίταξε κι αναπήδησε. Μου παραχωρεί κάθισμα και μου λέει: Καθίστε, πατέρα. Αμέσως θα αναφέρω για σας! Έφυγε και γύρισε την ίδια στιγμή. Και πίσω του βγαίνει ένας μεσόκοπος πολίτης με γυαλιά, αυστηρό πρόσωπο όμως χαμογελάει χαϊδευτικά…Με πιάνει απ’ το χέρι και με παίρνει μαζί του!

Προχωρώ, κι απ’ τα ρούχα όπως έλιωνε το χιόνι πέφταν ολόκληρα κομμάτια. Έτσι φορτώθηκα προσβολές για όλη μου τη ζωή!

Αυτός ο άνθρωπος, μ’ έφερε σ’ ένα γραφείο, με κάθισε σε δερμάτινη πολυθρόνα και ρώτησε αν έχω τίποτα ντοκουμέντα. Ό,τι είχα και δεν είχα του τα’ δωσα. Χάθηκα – χάθηκα! Βγήκε. Η ώρα διαβαίνει. Πέρασε κάπου μισή ώρα. Κάθομαι καταμόναχος και δε νιώθω καμιά χαρά, που’ μπλεξα μ’ αυτή την υπόθεση. Για μια στιγμή σκέφτηκα να το σκάσω. Όμως, πού να πάω χωρίς ντοκουμέντα; Μ’ αυτές τις σκέψεις με βρήκε αυτός ο άνθρωπος όταν γύρισε. Φάνηκε πως είναι μεγάλος διευθυντής. Μου πρότεινε συνταξιοδοτικό βιβλιάριο μαζί με δελτίο για τρόφιμα και ιματισμό. Και κάτι άλλο: Α! ναι…και για ξύλα! Και για θεραπεία στην Πολυκλινική! Με υποχρεώνει να υπογράψω και μου δίνει μια δέσμη με λεπτά: Αυτό είναι για λογαριασμό της πρώτης σύνταξης. Μου φαίνεται πως πεινάσατε!

Δεν πίστευα στα μάτια μου. Αυτός με καθησυχάζει. Γιατί ανησυχείτε Πιοτρ Στεπάνοβιτς; Εμείς – μου λέει – πολύ εκτιμάμε τη δουλειά, ιδιαίτερα τέτοιου γνώστη του έργου του και τίμιου ανθρώπου όπως εσείς. Εσείς πληρώνεστε για τις υπηρεσίες σας.

– Μα από πού ξέρετε εσείς για τις υπηρεσίες μου;

Γελάει: Από το παρουσιαστικό, μου λέει. Και από το υπηρεσιακό σας σημείωμα. Κι απ’ το παρουσιαστικό του αξιωματικού. Ορίστε δουλειά!

Αποχαιρετηθήκαμε σαν φίλοι. Βγήκα και πετάω για το σπίτι μου στο πάρκο Πετρώφ, χωρίς να σηκώσω κεφάλι. Και τα δάκρυα κρέμονται στα βλέφαρα και τη συνήθεια δεν μπορώ να την κατανικήσω. Έφτασα ίσαμε την οδό Τβέρσκ. Νύχτωσε πια. Τα φανάρια των πεζοδρομίων ανάψανε. Φωτιστήκαν οι βιτρίνες και τα μαγαζιά.

Ας μπω, είπα ν’ αγοράσω τουλάχιστο ψωμί και σαλάμι απ’ τα φθηνότερα να φιλέψω και τη σπιτονοικοκυρά μου.

Σ’ όλη τη διαδρομή, πρώτη φορά σήκωσα τα μάτια. Κι εδώ σα να με βάρεσε αστραπή. Στη βιτρίνα μπροστά μπροστά κρεμόταν ένα πορτραίτο. Παρατηρώ προσεχτικότερα: Αυτός. Εκείνος ο ίδιος κοντούλης κύριος, που μου’ δωσε το σημείωμα. Και κάτω απ’ το πορτραίτο η τυπογραφική υπογραφή. «Β.Ι.ΛΕΝΙΝ (Ουλιάνωφ)». Και στις γειτονικές βιτρίνες το ίδιο! Θεέ μου! Μεγάλο το θέλημά σου!…

Έτσι δεν αγόρασα τίποτα. Βιάστηκα για το σπίτι. Όλα μέσα μου τρέμανε! Και – πιστέψτε με – γι’ αυτόν τον άνθρωπο είμαι έτοιμος να δώσω όλο όσο αίμα μ’ απόμεινε ως την τελευταία ρανίδα!

Μ’ απολευτέρωσε απ’ την ψυχική μου φυλακή. Είμαι πολύ υποχρεωμένος απέναντί του. Για ένα μόνο στενοχωριούμαι: δεν έχω με τι να του το ανταποδώσω. Ούτε δυνάμεις, ούτε υγεία, και χρόνια δεν έχω μπροστά μου…

Στο σπίτι έφτασα σχεδόν τρέχοντας και ρίχτηκα στο δωμάτιο της κόρης της σπιτονοικοκυράς που είναι και κομσομόλκα (μέλος της κομμουνιστικής νεολαιίστικης οργάνωσης ΚΟΜΣΟΜΟΛ), και την παρακάλεσα: «Να με προμηθέψετε το πορτραίτο του Λένιν. Πρέπει να διευκρινίσω μια κατάσταση…»

Αυτή μπήκε στο δωματιάκι της και βγαίνοντας μου’ φερε μια εφημερίδα. Τη λέγανε: «Μπεντνοτά» (φτώχεια) και στην εφημερίδα αυτή ήτανε το πορτραίτο του. Νάτος! Θα σου τον δείξω.

Ο γέρος με τα ανυπάκουα πια δάχτυλά του, ξεκούμπωσε τη χλαίνη, κι έβγαλε ένα παλιό, δεμένο με κορδέλα, πορτοφόλι. Έλυσε την κορδέλα κι έβγαλε από το πορτοφόλι, ένα πολύ τριμμένο πορτραίτο του Λένιν, κομμένο από εφημερίδα.

– Από τότε, κοντά στη καρδιά τη φέρνω μαζί μου όλη μου τη ζωή, είπε με μια υπόκωφη διακοπτόμενη φωνή!

Αυτός, μάλιστα, ήτανε πραγματικός άνθρωπος!

Το κεφάλι του γέρου άρχισε ν’ αναταράζεται. Τα δάκρυα τρέχουνε στα κιτρινιασμένα και βαθιά χαρακωμένα μάγουλά του. Κι αυτός δεν τα σκούπιζε.

…Έτσι καθίσαμε πολύ ώρα σιωπηλοί…Το πούσι πύκνωνε κι έσταζε απ’ τις κιτρινιασμένες  ιτιές σε μεγάλες σταγόνες. Από κάπου μακριά, απ’ το πιο απόμακρο σημείο της περιοχής, έφτανε τ’ αγριωπό σφύριγμα μιας αμαξοστοιχίας. Επίσης έφτανε ως εμάς απ’ το Μπόγκοβο μια αλαφριά υπόπικρη καπνίλα και η ευωδιά του κριθαρίσιου ψωμιού.

Στο δρόμο για την Κρασίβαγια Μετσιά, βροντοχτυπούσε ένα κάρο και μια κοριτσίστικη φωνή τραγουδούσε:

Στα ψηλά σιτηρά μας χανότανε
το φτωχό μας ωραίο χωριό!

– Να λοιπόν, βλέπετε τι ωραία είναι η Ρωσία μας; είπε ο γέρος και σώπασε.

…Εγώ περιστεράκι μου σαν να κουράστηκα. Τα χρόνια…Πάμε…

Ύστερα από δέκα χρόνια, μου έτυχε να περάσω με το τρένο απ’ την Τούλα για το Ελέτς δια μέσου Εφραίμοβο.

Και πάλι, έτυχε να’ ναι χινόπωρο…

Το κοινό βαγόνι βροντοχτυπούσε σαν να’ τανε από λαμαρίνα. Οι ηλεκτρικές λάμπες φέγγουνε θαμπά. Οι κουρασμένοι επιβάτες ροχαλίζουν. Απέναντί μου ξαπλωμένος στον καναπέ, ήταν ένας ξυρισμένος γέρος με ψηλές κυνηγετικές μπότες. Πιάσαμε συζήτηση. Από τη συζήτηση φανερώθηκε πως ο γέρος πηγαίνει στο Εφραίμοβο. Αφού με περιεργάστηκε καλά, είπε:

– Σαν γνωστή προσωπικότητα μου φαίνεστε. Πού σας συνάντησα, δε θυμούμαι.

Οπωσδήποτε στο Μπόγκοβο. Κι ήτανε σιδεράς στο Μπόγκοβο. Αυτός με θυμήθηκε, εγώ όμως με κανέναν τρόπο δεν μπόρεσα να τον γνωρίσω.

Ο σιδεράς μου διηγήθηκε πως ο απόστρατος συνταγματάρχης πέθανε εδώ κι έξι χρόνια.

– Άκακος άνθρωπος – έλεγε ο σιδεράς. Έπαιρνε σύνταξη απ’ την Κυβέρνησή μας. Για ποιες υπηρεσίες, κανένας δεν ήξερε. Ο ίδιος δε μίλησε ποτέ γι’ αυτό. Ζούσε ταπεινά. Τα λεφτά, φαίνεται, πως τα μάζευε. Τόσο που στο χωριό περπάτησε η γνώμη πως τον κατανίκησε η φιλαργυρία. Αυτό έμοιαζε και για σωστό: Στα γεράματα ο άνθρωπος από φυσικού του ρέπει προς τη φιλαργυρία. Στην επιφάνεια όμως ξεπήδησε κάτι άλλο: Κι ήτανε τούτο: Όταν ο γέρος ένιωθε το τέλος του, λογάριασε, έβγαλε τα λεπτά του και τα’ δωσε στο Σχολείο! «Για να μη χάσει την πνευματική του μορφή ο λαός!» έλεγε.

Και στη Νάστια άφησε αρκετά χρήματα – τη θυμάστε; Πολύ υπέφερε για κείνο το αγοράκι της, τον Πέτια. Και ο Πέτια πέθανε τον περασμένο χρόνο. Το παιδί αυτό δεν ήτανε κάτοικος αυτού του κόσμου! Δεν ήταν αυτής της ζωής ψυχή. Εγώ, τι να πω; Έτσι νομίζω…Καλύτερα που τέλεψε ίσαμε κει…

Ο σιδεράς κατέβηκε στο Εφραίμοβο. Κατέβηκα κι εγώ στην πλατφόρμα αλλά για να πάρω μιαν ανάσα. Μας είχε ταλανίσει η πνιγηρή ατμόσφαιρα του βαγονιού. Το τρένο κοιμότανε. Και ανάδινε μια θερμασιά που μύριζε λάδια.

Τη νύχτα εκεί, που σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, πρέπει να βρισκότανε το Μπόγκοβο, και που θα’ πρεπε να’χει πέσει ένα απροπέλαστο σκοτάδι φώτιζε ένα θαμπό μούχρωμα.

Πολλή ώρα βασάνιζα το κεφάλι μου να μαντέψω, τι λογής φωτισμός να’ ταν αυτός, που αντιφέγγιζε στο Μπόγκοβο αυτή την ώρα…Έτσι και δεν το μάντεψα…Και να’ θελα να ρωτήσω κάποιον, δεν μπορούσα, γιατί δεν υπήρχε ψυχή πουθενά…

 

Αυτό που σας διηγήθηκα παραπάνω, είναι απ’ την αρχή ως το τέλος μια πραγματική ιστορία…Την έγραψα από μνήμης. Το μοναδικό που δε διατήρησε η μνήμη μου ήτανε το επώνυμο του γέρου. Μου φαίνεται πως τον λέγανε Γαβρίλωφ, όμως δεν αναλαβαίνω να το επιβεβαιώσω υπεύθυνα.

1956

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: