Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο φίλος μου ο Μαραμπού» του Στρατή Τσίρκα

Είχε πολλά να διηγηθεί, μα πιο πολύ περηφανευόταν για μια γοργόνα μπλε και κόκκινη, που ένας μάστορης των τατουάζ του είχε σταμπάρει στα μαλακά του μπράτσου του. Όταν τέντωνε το χέρι κι ανοιγόκλεινε την παλάμη, αυτή χόρευε ένα υποβλητικό χορό της κοιλιάς. Με πολλή σοβαρότητα μου έλεγε, πως όταν το πλοίο του περνούσε από το Κολόμπο της Κεϋλάνης…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο φίλος μου ο Μαραμπού» του Στρατή Τσίρκα

Ο λογοτέχνης – συγγραφέας Στρατής Τσίρκας (Γιάννης Xατζηανδρέας το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε στο Κάιρο στις 23 του Ιούλη 1911, και έφυγε από τη ζωή στις 27 του Γενάρη 1980  στην Αθήνα.

Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1927. Υπήρξε από τους πιο άξιους και σημαντικούς εκπροσώπους των Γραμμάτων, με συμβολή στην Αντίσταση και στον αγώνα κατά του φασισμού. Πολυταξιδεμένος και με πλούσια πολιτισμική εμπειρία, έγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα, μελέτες (σημείο αναφοράς για τους νεότερους μελετητές το έργο του για τον Καβάφη) και μεταφράσεις. Από τα πιο γνωστά έργα του τα μυθιστορήματα «Ακυβέρνητες πολιτείες» (βραβείο καλύτερου ξένου βιβλίου – 1972) και «Χαμένη άνοιξη».

Το κείμενο που ακολουθεί εμπεριέχεται στο βιβλίο «Ο φίλος μου ο Μαραμπού. Επτά κείμενα για τον Νίκο Καββαδία», (εκδ. Πολύπτυχο, Αθήνα 1982).

Στη φωτογραφία ο Στρατής Τσίρκας με τον Νίκο Καββαδία.

Ο φίλος μου ο Μαραμπού
του Στρατή Τσίρκα

Με τον Νίκο Καββαδία, «τον ποιητή της αδελφοσύνης και των μεγάλων οριζόντων», γνωριστήκαμε στην Αλεξάνδρεια το 1947, θα ‘ταν άνοιξη. Δούλευα τότε διευθυντής στη βιομηχανία δερμάτων «Μικές Χαλκούσης και Σία», που τα γραφεία της εταιρίας τους ήταν πάνω στη θρυλική οδό Τατουίγκ. Από τη θέση που καθόμουν είχα μέσα στα μάτια μου όλο τον Ανατολικό Λιμένα, τον Εύνοστο των Πτολεμαίων· ύστερα από το νερό ερχόταν ο Λιμενοβραχίονας, με το άχαρο, βαρύ ορθογώνιο του Ιχθυολογικού Ινστιτούτου και πιο δεξιά το Φρούριο του Καΐτ Μπέη, χτισμένο πάνω στα ερείπια του αρχαίου Φάρου. Ένα τοπίο φορτωμένο μνήμες: μυθολογικές, ιστορικές, πολεμικές, ποιητικές και λογοτεχνικές, από τον Όμηρο και τον Ηρόδοτο, τον Πλούταρχο και τον Πολύβιο ως τον Σαίξπηρ, τον Ε.Μ. Φόρστερ και τον Καβάφη· από τον Οδυσσέα και τον Μεγαλέξαντρο, τον Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, ως τον Ναπολέοντα, τον Κωνσταντίνο Κανάρη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Γεώργιο Σκληρό. Σεπτέμβρης 1939 – Ιούλιος 1963: 24 χρόνια εμπρός στο ίδιο τοπίο, δεν θυμάμαι να έπληξα μήτε μια φορά. Τέλος πάντων, ας έρθουμε στον Κόλια.

Ήταν τότε βοηθός ασυρματιστής στο «Κορινθία», που έκανε τη γραμμή Πειραιά – Αλεξάντρεια – Τζένοβα – Μασσαλία – Τζένοβα – Αλεξάντρεια – Πειραιά. Είχε έρθει μ’ ένα γνωστό μου, τον Νίκο Κεραμόπουλο, χημικό, «γιατί δεν ήξερε το δρόμο», μάλλον για να παίρνει κουράγιο, γιατί ήταν πραγματικά ντροπαλός. Πριν ακόμα καθίσει άρχισε ν’ απαγγέλνει:

Κι εγώ θυμάμαι κάποια δειλινά
στης Εθνικής Βιβλιοθήκης τη μεγάλη σάλα

Ήταν οι πρώτοι στίχοι από το μοναδικό ποίημα που είχα δημοσιέψει στην «Αλεξανδρινή Τέχνη» (Μάιος 1930). Το μυαλό του ήταν γεμάτο από στίχους λησμονημένων ή αποτυχημένων ποιητών. Μόλις του σύστηνες κάποιον αμέσως απάγγελνε στίχους του. Ήταν ένας τρόπος να γίνεται πιο γρήγορα η ψυχική επαφή. Τον είδα να κάνει το ίδιο με τον Γλαύκο Αλιθέρση και το Νικόλα Φύλλα. Ο Κεραμόπουλος ήταν από τους Αιγυπτιώτες φοιτητές, που ο πόλεμος είχε αποκλείσει στην Ελλάδα. Τον καιρό της πείνας, για να ενισχύσουν το συσσίτιό τους, διοργάνωσαν μια συγκέντρωση σε θέατρο, όπου απαγγείλανε και Καβάφη, τύπωσαν μάλιστα τις ομιλίες, το πρόγραμμα και μερικά ποιήματα σ’ ένα φυλλάδιο και το πουλούσαν για τον ίδιο σκοπό. Έτσι τους γνώρισε ο Καββαδίας. Ορισμένοι τους, τώρα που άνοιξαν οι δρόμοι, είχαν ξαναγυρίσει στη γενέτειρα, και με την πείρα τους από την Αθήνα, βοήθησαν στην ίδρυση και δραστηριοποίηση της «Πνευματικής Εστίας». Ο Κόλιας είχε φέρει μαζί του και καμιά δεκαριά αντίτυπα από το «Πούσι», που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Μου χάρισε ένα αντίτυπο, τα υπόλοιπα ανάλαβα να τα πουλήσω. Γίναν ανάρπαστα από τους φίλους της «Πνευματικής Εστίας».

Εκείνο το πρωί ο Κεραμόπουλος είχε δουλειά. Μου άφησε τον Κόλια κι έφυγε. Σε καμιά ώρα ήρθε το αφεντικό, ο Μικές Χαλκούσης. Ο Κόλιας γνώριζε τον Γιάννη Χαλκούση, της Πόλης, και την κόρη του Ελένη Χαλκούση, την πρωταγωνίστρια, της έχει μάλιστα αφιερώσει ένα ποίημα στο «Πούσι»:

Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
Κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μεσ’ στην τιμονιέρα να με δεις.

Ο Μικές ήταν άνθρωπος με καρδιά και καλλιτεχνικό γούστο. Σπίτι του είχε πίνακες του Παρθένη, του Γυαλινά, του Καλμούχου, του Μυταράκη, του Αγγελόπουλου, του Μαγγανάρη, του Αϊζόφσκυ, Γάλλους ιμπρεσιονιστές, Πικασσό κ.α Πιάσανε την κουβέντα και τ’ ανέκδοτα, ο Κόλιας έλεγε για τους Χιώτες κι ο Μικές για τους Κεφαλλονίτες. Άντε πια να κάνεις δουλειά, τα δυο τηλέφωνα χαλούν τον κόσμο, και οι πελάτες να  περιμένουν στον αντιθάλαμο. Σηκώθηκε ο Μικές να πάρει τον Κόλια στο γραφείο του. «Εντάξει» τους λέω, «αλλά ο Κόλιας το μεσημέρι θα φάει σπίτι μου, ξηγημένα πράματα». Συμφώνησε ο Κόλιας μόνο μου έβαλε όρο να βρίσκεται στο καράβι του μισή ώρα πριν από το πρώτο σφύριγμα της σειρήνας. Δεν υπήρχε πρόβλημα, είχα αυτοκίνητο. Αργότερα όμως κατάλαβα κι αυτό το πλέγμα του φίλου μου: Ζούσε με την αγωνία μήπως και φύγει το καράβι του και μείνει ξέμπαρκος. Έτυχαν στιγμές μεγάλης έξαρσης και ευτυχίας, που πάντα τις φαρμάκωνε μ’ ένα «Τι ώρα είναι;», κάθε τόσο.

Στο σπίτι, άλλη ανάσταση! Η γυναίκα μου, η μάνα μου, τ’ αδέλφια μου, ακόμα και ο Άμπντου μας τον έκαναν δικό τους. Από τότε κάθε φορά που το πλοίο του διανυχτέρευε στην Αλεξάντρεια, ο Κόλιας κοιμόταν σπίτι μας. Είχε το δωμάτιό του. Μόνο άλλοι δυο το μεταχειρίζονταν, αν τύχαινε να βρίσκονται στην Αλεξάντρεια: ο διηγηματογράφος Νίκος Νικολαΐδης, κι ο ζωγράφος Τάκης Καλμούχος. Ο Άμπντου κάθε τέταρτη βδομάδα του έστρωνε καθαρά σεντόνια, κι όταν χτυπούσε η πόρτα κι ήταν ο Κόλιας φωτιζόταν το μούτρο του και χαλούσε τον κόσμο από τις φωνές. «Για σετ, ελ Χαουάγκα μπιτάα ελ μπαμπούρ!» (Κυρία, ο κύριος του βαποριού). «Τι καλοί άνθρωποι που είναι», μου έλεγε ο Κόλιας κάνοντας ένα μορφασμό, όπως όταν ζαρώνεις τη μύτη σου για να μη δακρύσεις.

Μέναμε τότε στο Κάμπο Τσέζαρε, ένα προάστιο της Αλεξάντρειας με πολύ ελληνισμό, στην οδό Ηλιούπολης αρθ. 41. Δεκαέξι χρόνια, δεν έτυχε να πιάσει το καράβι του το λιμάνι μας και να μη μας έρθει. Ήταν κάτι παραπάνω από φίλος, ήταν ο θαλασσινός μας αδελφός. Όταν μεταφερθήκαμε στην Ελλάδα, τον βλέπαμε πιο σπάνια. Και τώρα θα πω για τη μόνη φορά που τον πίκρανα.

Θα ‘ταν το 1949 ή το 1950. Πάντως καλοκαίρι. Ο Κόλιας είχε παραλάβει καθήκοντα υπεύθυνου ασυρματιστή στο Επιβατικό «Κυρήνεια», που έκανε τη γραμμή Ινδικός Ωκεανός, Σιγκαπούρη, ως την Ιαπωνία νομίζω. Τότε βέβαια μόνο από γράμματα μαθαίναμε  τα νέα του. Ύστερα τον πήγαν για ένα διάστημα στο Ατμόπλοιο «Ιωνία» που έκανε τη γραμμή της Μεσογείου και τότε μια μέρα μας παρουσιάστηκε. Είχε πολλά να διηγηθεί, μα πιο πολύ περηφανευόταν για μια γοργόνα μπλε και κόκκινη, που ένας μάστορης των τατουάζ του είχε σταμπάρει στα μαλακά του μπράτσου του. Όταν τέντωνε το χέρι κι ανοιγόκλεινε την παλάμη, αυτή χόρευε ένα υποβλητικό χορό της κοιλιάς. Με πολλή σοβαρότητα μου έλεγε, πως όταν το πλοίο του περνούσε από το Κολόμπο της Κεϋλάνης, όπου είχε κάνει το τατουάζ, η γοργόνα, τα μεσάνυχτα, έφευγε, πηδούσε στη θάλασσα κι έκανε έρωτα μέσα στο νερό. Ύστερα ξαναγύριζε. Τα έλεγε αυτά και λαμποκοπούσε ολόκληρος, βρισκόταν στο στοιχείο του ο θαλασσινός μας Σεβάχ ο παραμυθάς.

Ένα πρωί φανερώνεται φουριόζος στο γραφείο και μου λέει να τα παρατήσω όλα και να τον ακολουθήσω, ήταν κάτι πολύ βιαστικό. Εγώ περίμενα τηλεφωνήματα από το Κάιρο, να φύγουμε σε μισή ωρίτσα; Μπα, στάθηκε ανένδοτος. Μα πες μου τι συμβαίνει; Δεν μου έλεγε, μόνο: Πάμε, πάμε, άδικα χάνουμε την ώρα μας. Τέλος πάντων, ειδοποίησα μέσα τ’ αφεντικό πως φεύγω για κάτι βιαστικό, δίχως ν’ αναφέρω τον Κόλια, γιατί θα μας χασομερούσε. Μπρος ο Κόλιας πίσω εγώ και να κάνει μια ζέστη, έσκαγε η πέτρα κι η άσφαλτος άχνιζε. Είναι μακριά, να πάρουμε ταξί, ένα αμαξάκι; Ποιον τέλος πάντων πάμε να συναντήσουμε; Μόκο ο Κόλιας, μα επειδή τραβούσε για την οδό Καλογραιών κατάλαβα πως θα καταλήγαμε στο λιμάνι. Ήταν τότε καιροί πονηροί, η Ελλάδα σπαράζονταν απ’ τον Εμφύλιο, φίλοι μου λογοτέχνες ή και μόνο γνωστοί μου, ποιος νόμιμα, ποιος παράνομα ξεγλιστρούσαν με πρώτο σταθμό της Γαλλία. Για μερικούς απ’ αυτούς βάζανε στο μυστικό και τον Κόλια, «για να έχει το νου του». Σώπασα, λοιπόν, έσκυψα το κεφάλι κι έτρεχα μες στο κατακαλόκαιρο να τον προφτάσω.

Μια στιγμή τον βλέπω και με τραβάει αριστερά για το Κομπακίρ, την κακόφημη συνοικία με τις πόρνες. Με πιάσαν τα διαόλια μου, δε μίλησα όμως περιμένοντας να δω. Και πράγματι σταμάτησε μπρος σ’ ένα σκοτεινό μαγαζάκι που έδειχνε για κουρείο αφού στα δυο φύλλα της τζαμωτής πόρτας του ήταν γαντζωμένα με σύρμα δυο γυάλινα βαζάκια με νερό και μέσα τους κολυμπούσαν ζωντανές βδέλλες. Στην Αίγυπτο, οι μπαρμπέρηδες είναι που σου παίρνουν το αίμα. Κατάλαβα πως ο μουστερής που θα συναντούσαμε ήταν παράνομος αφού δεν μπόρεσε να ξουριστεί μες στο επιβατικό, τόσες μέρες.

Ο φίλος μου μίλησε στον κουρέα ελληνικά, του ζήτησε το άλμπουμ, εκείνο το καλό. Ο άλλος έβγαλε από ένα συρτάρι ένα τετράδιο ιχνογραφίας κι ο Κόλιας το ξεφύλλιζε. Έφτασε σ’ ένα σημείο, έβαλε το δάχτυλο και μας φώναξε να σκύψουμε κι εμείς. Ήταν όλο σχέδια για τατουάζ. Αυτό που έδειχνε ήταν πάλι μια γοργόνα. Μου πιάνει το μπράτσο, καλοκαίρι, κυκλοφορούσα με κοντομάνικο.

– Κάνε στον κύριο ένα στο δεξί του, μόνο πρόσεχε μη τον πονέσεις!

Και σε μένα:

– Θα κάνω κι εγώ ακόμη ένα στο άλλο χέρι, να ενώσουμε τα αίματά μας, να γίνουμε αδελφοποιτοί.

Τότε είναι που πετάχτηκαν οι πόρνες απ’ τα καμαράκια τους να δούνε ποιον σφάζουνε, άνθρωπο ή σκυλί. Τον έβρισα πρόστυχα, μα δε θυμάμαι τι του είπα, μήτε με ποιο μέσο βρέθηκα καταϊδρωμένος, βγάζοντας μικρές κραυγές από τη λύσσα μου, στον καναπέ του γραφείου μου.

Όταν πήγα για φαγητό σπίτι, μου άνοιξε ο Αμπντου πριν βάλω το κλειδί στην κλειδαριά. Είχε ένα ύφος έξαλλου θριαμβευτή:

– Ελ Χαουάγκα μπιτάα ελ μπαμπούρ γκε! (ο κύριος του βαποριού ήρθε).

Στο τραπέζι ο Κόλιας όλο και μου έριχνε κρυφές ματιές να δει αν ξεθύμωσα. Κι όλα πήραν πάλι τον παλιό τους ρυθμό.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6


Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: