Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο χιλιαστής» του Ντίνου Χριστιανόπουλου

«Χαίρομαι που καταλάβατε γιατί σας δώσαμε τα όπλα. Για να σκοτώνετε. Να σκοτώνετε τους εχθρούς της πατρίδος και όποιον σάς πειράξει την αδελφή. Δε φαντάζομαι να είναι κανείς που να μην πήρε ακόμα όπλο»

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο χιλιαστής» του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Φοίτησε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1958 ως το 1965 εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Παράλληλα το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό “Διαγώνιος”, που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις. Το 1962 δημιούργησε τις “Εκδόσεις της Διαγωνίου” και από το 1965 εργάστηκε ως διορθωτής και επιμελητής. Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου που έχει ως στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες του Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη.

Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος “Βιογραφία” στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης “Μορφές”. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Εποχή των ισχνών αγελάδων”. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που είναι γνωστή ως “Κύκλος της Διαγωνίου” και κινήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο ίδιος ίδρυσε (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης, κ.α.). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη. (Πηγή βιογραφικών στοιχείων: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Δεν είναι λίγες οι φορές που για τα γραφτά του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δέχτηκε επιθέσεις και διώξεις. Μια από αυτές αφορούσε το διήγημα που φιλοξενεί σήμερα η στήλη. Ο ίδιος διηγείται χαρακτηριστικά: «Επί χούντας κινδύνευσα να συλληφθώ τέσσερις φορές. Είχα γράψει τον «Χιλιαστή», ένα διήγημα όπου περιγράφω πώς ένας χιλιαστής έπαθε του κόσμου τα βασανιστήρια στο στρατό, μόνο και μόνο επειδή αρνήθηκε να πάρει όπλο. Ε λοιπόν, αυτό το αθώο διήγημα δε μ’ άφησε να κάτσω σε χλωρό κλαρί. Το πώς γλίτωσα, μόνο εγώ το ξέρω. Αλλά όχι να παραστήσω και τον ήρωα, επειδή κινδύνευσα να συλληφθώ για τα εκληφθέντα ως αντιστασιακά γραπτά μου!».

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος

«Ο χιλιαστής» περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων «Η κάτω βόλτα» (Εκδόσεις Διαγώνιου, Θεσσαλονίκη 1963).

Ο χιλιαστής 
του Ντίνου Χριστιανόπουλου

 Το πρώτο βράδυ ο θάλαμος είχε γεμίσει φίσκα και δεν έφταναν τα κρεβάτια. Ήταν πολλοί που δεν είχαν ντυθεί ακόμα και περίμεναν να περάσουν την άλλη μέρα απ’ τους γιατρούς. Οι διάδρομοι είχαν γεμίσει απλωμένες κουβέρτες κι έβλεπες ανακατωμένα κεφάλια και πόδια. Βρωμούσε ποδαρίλα και ρούχα κλιβανισμένα.

Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα και βρήκα μια γωνιά κοντά στο ακριανό παράθυρο. Δίπλα μου, σχεδόν αγκαλιαστά, είχε πλαγιάσει ένα παιδί, ξανθό και γαλανομάτικο, με μια όψη αγγελική, γεμάτη αγνότητα και γαλήνη. Σκέφτηκα πως θα ήταν ίσως του κατηχητικού μα ήμουν τόσο ψόφιος για ύπνο, που δεν είχα κουράγιο να τον ρωτήσω.

Την άλλη μέρα τον ξαναείδα στο μεσημεριανό συσσίτιο. Πρόσεξα πως ήταν πολύ πιο όμορφος και γλυκός απ’ ό,τι μου είχε φανεί την πρώτη φορά κι ότι εξακολουθούσε να ’χει στο πρόσωπο μια έκφραση γαλήνης, με κάτι το απόκοσμο στο βλέμμα, σαν να μην καταλάβαινε τι γινόταν γύρω του. «Από πού είσαι, συνάδελφε;» τον ρώτησα. «Από το Αγρίνιο». «Είσαι του κατηχητικού;» Αμέσως κοκκίνησε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Είχα κάνει πολύ άσκημα που τον ρώτησα.

Την τρίτη μέρα παραξενεύτηκα που δεν τον είδα καθόλου. Μας είχαν δώσει όπλα και τα καθαρίζαμε. Γύρισα όλους τους θαλάμους, τους διαδρόμους, τις σκάλες, πήγα στα αποχωρητήρια, ακόμα και στο αναρρωτήριο, μα δεν τον βρήκα πουθενά. Το απόγευμα, εκεί που ο δεκανέας μάς έκανε το πρώτο μάθημα για το όπλο, ήρθε ο υπολοχαγός να μας μιλήσει. Ήταν ένας αντιπαθητικός τύπος, Αρβανίτης από την Αργολίδα, φημισμένος για τη σκληράδα του στο καψόνι. «Δε μου λες, εσύ», ρώτησε έναν κι αμέσως ο νεοσύλλεκτος σηκώθηκε όρθιος, «τι θα κάνεις άμα έρθει ένας Βούλγαρος και σου κανονίσει την αδερφή; Θα κάτσεις και θα τον βλέπεις;» Ο νεοσύλλεκτος τα ’χασε για μια στιγμή αλλά σε λίγο απάντησε: «Όχι, κυρ λοχαγέ, θα του ρίξω αμέσως». Ο αστεράκιας ευχαριστήθηκε πολύ που ο φαντάρος τον είχε προβιβάσει και άρχισε το πατριωτικό του κήρυγμα με πολύ σεμνή γλώσσα: «Χαίρομαι που καταλάβατε γιατί σας δώσαμε τα όπλα. Για να σκοτώνετε. Να σκοτώνετε τους εχθρούς της πατρίδος και όποιον σάς πειράξει την αδελφή. Δε φαντάζομαι να είναι κανείς που να μην πήρε ακόμα όπλο». Κανείς δεν απάντησε. Ο υπολοχαγός έξυσε τα σκέλια του και συνέχισε: «Κι όμως, είναι ένας από τον λόχο μας, ένα σκουλήκι, ένα κάθαρμα, ένας χιλιαστής, που αρνήθηκε να πάρει όπλο». Αμέσως έγινε σούσουρο κι όλοι αρχίσαμε να κοιταζόμαστε μεταξύ μας με μεγάλη προθυμία ν’ ανακαλύψουμε το θύμα. Μ’ έπιασε μεγάλη περιέργεια, ξαφνικά όμως φωτίστηκα: Αυτός θα ήταν, το ωραίο ξανθό παιδί που έλειπε από το πρωί. «Και τώρα τι θα τον κάνετε, κυρ-λοχαγέ;» ρώτησε από πίσω μια μάρκα. Ο υπολοχαγός άναψε τσιγάρο κι έκανε επίδειξη ισχύος: «Θα τον σπάσουμε στο ξύλο κι άμα δε βάλει μυαλό – στρατοδικείο».

Τις άλλες μέρες δεν έλεγε να βγει από τον νου μου η εικόνα του ξανθού συνάδελφου, που, παρ’ όλη τη συστολή του, είχε την τόλμη να τα βάλει με όλους αυτούς. Σκεφτόμουν πως θα είχε πολύ μεγάλη πίστη -την πίστη που δίνουν στους οπαδούς τους μονάχα οι μικρές και κατατρεγμένες θρησκευτικές κοινότητες- κι ας πίστευε σε μια αίρεση που τη θεωρούσα σαχλή. Θυμόμουν που μας έλεγαν από μικρούς ότι οι χιλιαστές ήταν όργανα του διεθνούς σιωνισμού και πληρώνονταν για να φέρνουν σύγχυση μεταξύ των χριστιανών. Κι όμως, ο ξανθός αυτός νεοσύλλεκτος είχε τολμήσει κάτι που κανείς πληρωμένος δε θα το ’κανε.

Το πράγμα σχολιάστηκε πολύ σε όλο το στρατόπεδο. Οι περισσότεροι ούτε καν ήξεραν τι ήταν ο χιλιασμός και ρωτούσαν να μάθουν. Άλλοι κακοτύχιζαν τον φουκαρά που θα ’τρωγε τα νιάτα του για μια βλακεία. Όλοι είχαν μάθει πως θα περνούσε στρατοδικείο κι ότι τα ισόβια τα είχε σίγουρα, ενώ αν είχαμε πόλεμο, δεν θα γλύτωνε το ντουφέκι. Κατά βάθος όλοι τον θαύμαζαν. Ήταν ήρωας. «Να, εκεί μέσα είναι», μου είπε μια μέρα ένας συνάδελφος και μου ’δειξε το απομονωτήριο. Ήταν πίσω από τη λέσχη υπαξιωματικών: ένα μικροσκοπικό κτιριάκι, ούτε δυο τετραγωνικά, χωρίς ταβάνι και παράθυρα, μονάχα με μια πόρτα κλειστή. «Γιατί δεν έχει σκεπή;» ρώτησα με σφιγμένη καρδιά. «Εδώ βάζουν τους πολύ επικίνδυνους και τους κάνουν βασανιστήρια. Κάθε μέρα που εμείς λείπουμε στις ασκήσεις, μπαίνει μέσα ένας αλφαμίτης και τον σπάνει στο ξύλο. Μετά, του δίνουν να φάει παστές σαρδέλες χωρίς νερό, για να λυσσιάξει από τη δίψα. Άμα κάνει παγωνιά ή βρέχει, δεν μπορεί να κρυφτεί πουθενά κι είναι αναγκασμένος να φάει όλη τη μπόρα ή να πουντιάσει». Έμεινα άναυδος. «Τι λες! Και αντέχει;» «Αντέχει, λέει! “Όσα δόντια και να μου σπάσετε”, τους είπε όταν του ξήλωσαν τη μασέλα, “εγώ δεν αλλάζω μυαλό”!»

Δεν ήταν απλώς το θέμα της ημέρας· ήταν κάτι παραπάνω: η κρυφή μας παρηγοριά όταν η ζωή μάς φαίνονταν αβάσταχτη απ’ τα πολλά καψόνια και τις καμπάνες. Κανείς δεν παραπονιούνταν όταν τον έβαζαν να πλύνει την καλλιόπη ή τα καζάνια- σκέφτονταν τον χιλιαστή, που τον είχαν κλείσει μια ολόκληρη μέρα σ’ ένα βαρέλι πετρέλαιο, και το βούλωνε. Μια φορά που βραχήκαμε λίγο στις ασκήσεις, κανείς δεν είπε κιχ- κόβω το κεφάλι μου πως όλοι σκεφτόμασταν τον χιλιαστή, που ως τότε είχε φάει τρεις γερές μπόρες.

Μια μέρα με φώναξε ο δεκανέας υπηρεσίας και με ρώτησε αν ήθελα να πηγαίνω στον χιλιαστή το μεσημεριανό φαγητό του. Δέχτηκα με μεγάλη συγκίνηση. «Ποιος του το πήγαινε ως τώρα;» «Τον είχαν νηστικό μια ολόκληρη εβδομάδα. Σήμερα είναι η πρώτη φορά». Ανατρίχιασα. «Πρόσεξε όμως», μου είπε το δεκανάκι, «το καλό που σου θέλω, όχι πολλά λόγια μαζί του, ούτε να του δώσεις τίποτε άλλο, γιατί, να το ξέρεις, θα σε παρακολουθεί ένας αλφαμίτης». Πήρα την καραβάνα κι έτρεξα στο απομονωτήριο. Την έβαλα κάτω από το άνοιγμα της πόρτας κι άκουσα ένα «συνάδελφε, σ’ ευχαριστώ». «Κουράγιο, συνάδελφε», του είπα απέξω, «Εγώ θα σου φέρνω κάθε μέρα το φαΐ».

Τις άλλες μέρες εξακολούθησα να του πηγαίνω το φαγητό του και μαζί καμιά σοκολάτα ή τίποτα μπισκότα. Είχα ξεθαρρευτεί και κουβέντιαζα μαζί του έξω απ’ την πόρτα για δυο τρία λεπτά. Την πέμπτη μέρα, εκεί που του ’δινα μερικά κουλουράκια που μου είχαν στείλει από το σπίτι, άκουσα πίσω μου ξαφνικά μια αγριοφωνάρα: «Το πουλάκι μου! Κουλουράκια μού τον ταΐζεις, ε;» Ήταν ο άγριος αλφαμίτης. «Θα σ’ τα σπάσω εγώ τα χεράκια», συνέχισε με κακία, θαρρείς και τον είχα βλάψει προσωπικά. Το αποτέλεσμα ήταν να μ’ αντικαταστήσουν μ’ ένα τσανάκι.

Μετά το βάπτισμα πυράς γνωρίστηκα με τον θεολόγο του Κέντρου. Ο θεολόγος αυτός, παρόλο που έκανε πολύ κρύες ομιλίες, φαίνονταν αρκετά ενδιαφέρων άνθρωπος και μάλιστα χωρίς πολλές θρησκευτικές προκαταλήψεις. Απ’ τις πρώτες μας κουβέντες με ρώτησε και για τον χιλιαστή. «Τον θαυμάζω», του απάντησα, «κι απορώ πού βρίσκει τόση πίστη και αντέχει στα βασανιστήρια». «Άσ’ τα, άσ’ τα, αυτός ο χιλιαστής μ’ έχει κάνει να μην ξέρω τι να πω. Τον θαυμάζω κι εγώ κι αισθάνομαι πολύ κατώτερός του, αλλά πού να τολμήσεις να πεις τέτοιο πράμα!» Σταμάτησε μια στιγμή κι ύστερα συνέχισε με ύφος εμπιστευτικό: «Μα το χειρότερο είναι που με φώναξε ο διοικητής και μου ζήτησε να πάω να του κάνω διαφώτιση και να προσπαθήσω με κάθε τρόπο να του αλλάξω τα μυαλά». «Και πήγες;» «Τι να ’κανα; Πήγα. Μόλις μπήκα μέσα, τι να δω! Τον είχαν σακατέψει στο ξύλο. Τα δόντια του σπασμένα, το κορμί του μελανιασμένο. Εκεί μέσα ενεργούνταν και ουρούσε, και δεν είχε ούτε μια καρέκλα να καθίσω. Πίσω απ’ την πόρτα στέκονταν ο αλφαμίτης και μας άκουγε». «Και τι του είπες;» «Με κοίταξε πονεμένα και με ρώτησε: “Εσύ, συνάδελφε, ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα;” Του είπα: “Άκουσε, συνάδελφε, εγώ είμαι ο θεολόγος του Κέντρου και με έστειλε ο διοικητής να σου κάνω διαφώτιση, γιατί, λέει, είναι κρίμα να πας στρατοδικείο”. Αμέσως σφίχτηκε στον εαυτό του και μου είπε: “Να χαρείς, συνάδελφε, μη με βασανίζεις και σύ”. Ταράχτηκα. Σκέφτηκα τι αισχρό που ήταν να θέλουν να πετύχουν με τη θρησκεία ό,τι δεν πέτυχαν με τη ζωστήρα. Του είπα: “Άκουσε, συνάδελφε, σε θαυμάζω για την πίστη σου και νιώθω πως δεν μπορώ να σε φτάσω ούτε στο μικρό σου δαχτυλάκι. Το μόνο που με στεναχωρεί είναι που δεν αξίζει, κατά τη γνώμη μου, να θυσιάζεσαι για μια τέτοια αίρεση”. Με κοίταξε μ’ ένα πικρόχολο αίσθημα ευγνωμοσύνης και μου είπε: “Δεν πειράζει, συνάδελφε, πάντως σ’ ευχαριστώ. Μονάχα σε παρακαλώ, πες τους πως δεν πρόκειται ν’ αλλάξω και να μη με βασανίζουν”». «Και μετά τι έγινε;» ρώτησα ανυπόμονα. «Μετά, με φώναξε ο διοικητής και μου λέει: “Έλα δω, εσύ, που λες τα παχιά λόγια στην εκκλησία. Εγώ σ’ έστειλα να του κάνεις διαφώτιση κι εσύ άρχισες να τον παινεύεις; Τι καμώματα είν’ αυτά; Πάλι καλά που δεν έγινες και συ χιλιαστής”. Καταλαβαίνεις, με είχε καρφώσει ο αλφαμίτης».

Την Κυριακή, μετά την εκκλησία, ο παπάς απ’ την Κόρινθο, που έρχονταν και μας λειτουργούσε, μας είπε εμπιστευτικά πως ο διοικητής τού είχε ζητήσει να μείνει λίγο παραπάνω για να δει κάποιον αιρετικό. «Φοβούμαι, πάτερ, πως δεν θα καταφέρετε τίποτε», του είπε με σκεπτικισμό ο θεολόγος. Σε λίγο έφεραν τον χιλιαστή κι έτσι μπόρεσα να τον δω ύστερα από τόσον καιρό. Είχε αδυνατίσει, τα μάτια του όμως εξακολουθούσαν να φέγγουν την ίδια γαλήνη. Κλείστηκε με τον παπά στο καμαράκι του ιερού και σε ένα τέταρτο βγήκαν. Ο παπάς ήταν καταγαναχτισμένος: «Σκεφτείτε, είχε το θράσος να με ελέγξει που ευλογώ, λέει, τα όπλα τους, ενώ ο Χριστός μάς είπε “Αγαπάτε τους εχθρούς υμών!».

Τρεις μέρες αργότερα ο θεολόγος μπήκε ταραγμένος στο γραφείο. «Άσ’ τα», μου είπε, «το ζήτημα του χιλιοστή παίρνει διαστάσεις. Τον στέλνουν τώρα στον δεσπότη, και θα πρέπει να τον συνοδέψω κι εγώ μαζί με τον αλφαμίτη!» Έμεινα εμβρόντητος. «Τι λες! Πώς τέτοιο ενδιαφέρον ο δεσπότης;» «Είναι δουλειά του διοικητή. Ήθελε, λέει, να εξαντλήσει όλα τα μέσα για να τον σώσει. Ύστερα από τον δεσπότη τον περιμένει στρατοδικείο».

Τον περίμενα με αγωνία. «Ήταν κάτι τρομερό», μου είπε όταν γύρισαν. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο υπέφερα. Είχα και τον αλφαμίτη δίπλα μου και δεν μπορούσα να του πω κουβέντα. Κι όμως ένιωθα τόσο πολύ την ανάγκη να του δώσω λίγο θάρρος. Ο μητροπολίτης μάς δέχτηκε όλους μαζί. “Δε μου λες, παιδάκι μου”, του είπε, “γιατί αρνείσαι να λάβεις το όπλον που σου δίδει η πατρίς;” Ο χιλιαστής απάντησε ήρεμα: “Γιατί δεν το επιτρέπει η θρησκεία μου”. “Και γιατί δεν πιστεύεις στη μόνη αληθινή θρησκεία, την Ορθοδοξία;” Ο χιλιαστής χαμογέλασε μελαγχολικά και γύρισε και μας έδειξε: “Ποια Ορθοδοξία; Αυτήν που κάνει τη δουλειά της με τους αλφαμίτες όταν δεν τα καταφέρνει με τους θεολόγους;” Τότε σηκώθηκε ο δεσπότης έξω φρενών και μας έδιωξε όλους. Στον δρόμο σκεφτόμουνα πως δεν διαφέραμε και πολύ από τους γραμματείς και τους φαρισαίους».

Λίγες μέρες αργότερα αποφασίσαμε μερικοί φίλοι να μαζευτούμε ένα βράδυ στις κερκίδες και να ακούσουμε μουσική. Ένας Κρητικός έπαιζε αρκετά υποφερτά βιολί κι ένας λοχίας είχε πάθος με τη φυσαρμόνικα.

Ήταν γλυκιά η βραδιά. Στα πόδια μας απλώνονταν η Κόρινθος, απέναντι ακινητούσε στα φώτα του το Λουτράκι και στο βάθος υψώνονταν επιβλητικά τα Γεράνεια. Το φεγγάρι κόντευε να γεμίσει και σκόρπιζε το θαμπό χρυσάφι του στις κερκίδες.

Πρώτος άρχισε με τη φυσαρμόνικα ο λοχίας. Έπαιζε με πολλή άνεση, και μες στο θάμπωμα του φεγγαριού η σιλουέτα του φάνταζε γοητευτική. Ύστερα ο Κρητικός πήρε το βιολί του και μας έπαιξε δύο ρομαντικά κομμάτια.

Μετά ήρθε η σειρά μου. Περίμενα να γίνει ησυχία κι άρχισα να απαγγέλλω ένα σονέτο του Μιχαήλ Αγγέλου:

Στη γη, άλλο απ’ το κάλλος δε μ’ ευφραίνει
και ζωντανό στα ουράνια μ’ ανεβάζει·
μες στα πιο εκλεκτά πνεύματα με βάζει
– χάρη σπάνια στον άνθρωπο δοσμένη.

Ξαφνικά, εκεί που όλοι άκουγαν με προσοχή, ακούστηκαν κραυγές απ’ τη μεριά της λέσχης υπαξιωματικών. Ήταν, σίγουρα, ο χιλιαστής. Θα τον έδερναν, φαίνεται, για την αυθάδεια που έδειξε στον δεσπότη. Κι όμως, ποτέ άλλοτε δεν τον είχαμε ακούσει να φωνάζει. Ένα μήνα τώρα έτρωγε ξύλο βουβά, χωρίς ν’ ακούγεται ο παραμικρός στεναγμός. Ποιος ξέρει τι θα του ’καναν για να μη βαστάξει άλλο και να ξεφωνίσει. Και τι τρομερό ένας άνθρωπος να κραυγάζει από πόνο μες στη νύχτα, την ώρα που εμείς ξένοιαστοι επιδιδόμασταν σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις…

Σταμάτησα ταραγμένος το ποίημα κι ένας ένας αρχίσαμε να φεύγουμε με σκυμμένο κεφάλι. Έφυγα κι εγώ χωρίς να καληνυχτίσω κανέναν. Με φαρμάκωνε η σκέψη πως ενώ χιλιάδες μάρτυρες σάπιζαν στις φυλακές και τα απομονωτήρια, εγώ εξακολουθούσα ακόμη να είμαι δοσμένος στην ομορφιά και στα ποιήματα.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

2 Trackbacks

Κάντε ένα σχόλιο: