Το διήγημα της Πέμπτης: «Λαθραίο ταξίδι» της Ρίτας Μπούμη – Παπά

Γνωρίσαμε την Ρίτα Μπούμη – Παπά μέσα από το ποιητικό της έργο και δεν κρύβουμε την έκπληξή μας όταν έπεσε στην αντίληψή μας μια δική της συλλογή διηγημάτων, ένα από τα οποία μοιράζεται σήμερα η στήλη με τους αναγνώστες της. Αν νοιώσατε κι εσείς την ίδια έκπληξη, τότε σίγουρα θα βρείτε τη συνέχεια συναρπαστική…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Λαθραίο ταξίδι» της Ρίτας Μπούμη - Παπά

Γνωρίσαμε την Ρίτα Μπούμη – Παπά μέσα από το ποιητικό της έργο και δεν κρύβουμε την έκπληξή μας όταν έπεσε στην αντίληψή μας μια δική της συλλογή διηγημάτων, ένα από τα οποία μοιράζεται σήμερα η στήλη με τους αναγνώστες της. Αν νοιώσατε κι εσείς την ίδια έκπληξη, τότε σίγουρα θα βρείτε τη συνέχεια συναρπαστική…

Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε το 1906 στη Σύρο και έφυγε από τη ζωή στις 8 του Σεπτέμβρη 1984. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori . Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960). Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933). Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη… στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919). Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α’ Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. (Στοιχεία από Εθνικό Κέντρο Βιβλίου).

Η Ρίτα Μπούμη – Παπά έμεινε μέχρι το θάνατό της πιστή στο ΚΚΕ και στα ιδανικά του.

«Ο πλούτος της πνευματικής προσφοράς της Ρίτας Μπούμη Παπά είναι πολύ μεγάλος. Δεν περιορίζεται μόνο στην ποιητική της δημιουργία, στις μεταφράσεις ξένων ποιητών, που για πρώτη φορά το έργο τους εμφανίστηκε στην Ελλάδα, στις ανθολογίες ποίησης, στις διασκευές και μεταφράσεις μεγάλων θεατρικών συγγραφέων, που παίχτηκαν στο θέατρο, στα περιοδικά που η ίδια εξέδωσε, επεκτείνεται και σε μια πληθώρα άρθρων, επιφυλλίδων, συνεντεύξεων, διαλέξεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με γνώμονά τους το πάθος» σημειώνει στον Ριζοσπάστη η κριτικός λογοτεχνίας και δημοσιογράφος Ευγενία Ζωγράφου.

«Το πάθος είναι η ουσία της Ρίτας Μπούμη. Ακόμα κι όταν μιλάει, σε συνηθισμένες καταστάσεις, είναι σαν να παρακολουθείς μικρές εκρήξεις απ’ αυτό το ακοίμητο πάθος… Θα την έλεγα η Πασιονάρια της ελληνικής ποίησης», έλεγε ο Μάρκος Αυγέρης.

Ρίτα Μπούμη - Παπά

Ρίτα Μπούμη – Παπά

Το διήγημα «Λαθραίο ταξίδι» περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων της Ρίτας Μπούμη – Παπά, «Όταν πεινούσαμε και πολεμούσαμε, διηγήματα (1941 – 1945)», εκδόσεις Τύμφη, Αθήνα 1975 (στη μεταφορά διατηρήσαμε την ορθογραφία της έκδοσης). Από το βιβλίο αντιγράφουμε τον πρόλογο του – συζύγου της, ποιητή – Νίκου Παπά, από τον οποίο αντλούμε πολύτιμα στοιχεία για το πεζογραφικό έργο της Ρίτας Μπούμη – Παπά.

Πρόλογος του Νίκου Παπά

Πολλοί από τους νεώτερους, ίσως κι αρκετοί από τους παλιούς, θα δοκιμάσουν κάποια έκπληξη για το βιβλίο τούτο, με το οποίο η κορυφαία μας ποιήτρια Ρίτα Μπούμη Παπά παρουσιάζεται στην ωριμότητά της με πέντε διηγήματα ρωμαλέα, γραμμένα πριν τριάντα τόσα χρόνια.

Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που η Ρίτα δημοσιεύει διηγήματα.

Από την πρώτη της νεότητα, στην Ιταλία, έδειξε κλίση και ζήλο για τον πεζό λόγο, κι έδωσε δείγματα προικισμένης πεζογράφου. Πρωτοδημοσίευσε διηγήματα για την παιδική ηλικία στη «Διάπλαση των Παίδων» και αργότερα και σ’ άλλα ελληνικά περιοδικά, για τα οποία ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Τέλλος Άγρας είχαν εκφράσει τον ενθουσιασμό τους.

Στα 1928, μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα, έλαβε μέρος στον πανελλήνιο διαγωνισμό ναυτικού διηγήματος του περιοδικού «Ναυτική Ελλάς» του Κ. Φαλτάις, και το διήγημά της «Ένας παπούς βαρκάρης» απέσπασε το Α’ Βραβείο, μαζί μ’ ένα σεβαστό χρηματικό έπαθλο.

Σε συνέχεια, πλάι στα περίφημα σονέττα της «Τα Τραγούδια στην Αγάπη», που πρωτοδημοσίευσε σε δυό τρεις σειρές (πριν βγουν το 1930 σε τόμο) στο περιοδικό του Κωστή Μπαστιά «Ελληνικά Γράμματα» (1928 -1931), δημοσίευσε και διηγήματα με στοιχεία πάλι τη θάλασσα και τη ζωή των ναυτικών. Ένα διήγημά της απ’ αυτά, «Διαμαντής ο θαλασσογέννητος», εικονογραφημένο από γνωστό ζωγράφο, είχε εντυπωσιάσει τους λογοτεχνικούς μας κύκλους.

Ακόμα και στην πενηντάχρονη λογοτεχνική και δημοσιογραφική της σταδιοδρομία, η Ρίτα, δημοσίευσε και στον καθημερινό πολιτικό Τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά, ένα πλήθος επιφυλλίδες, άρθρα, κριτικές, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ρεπορτάζ από σημαντικά γεγονότα της παγκόσμιας επικαιρότητας, όπου ο υποδειγματικός, ακριβολόγος, οργανωμένος, δυνατός και εμπνευσμένος λόγος της, εύρισκε πάντα πάγκοινη κατάφαση και επιδοκιμασία.

Πεζογραφικές εργασίες της, τέλος, τροφοδότησαν επί μία διετία τις εκπομπές της «θείας Λένας» από το Ραδιόφωνο.

Τα διηγήματα που έχει ο αναγνώστης στα χέρια του, όπως και όλο της το έργο, που μπορεί να χαρακτηριστεί εθνικό, το αιμοδοτούν βιώματα από τραγικές κι ένδοξες ημέρες της εθνικής μας ιστορίας, ημέρες που η Ρίτα εννοούσε να ζήσει σε όλες τους τις στιγμές και τις φάσεις των τελευταίων 35 ετών, πλάι στον πρωταγωνιστή Λαό μας, για να αποδειχτεί με έργα ότι από καμμιά στιγμή και από καμμιά φάση δεν απουσίασε η φλογερή αυτή Ελληνίδα ποιήτρια, που δίκαια ο Μάρκος Αυγέρης ονόμασε «Πασσιονάρια».

Πρέπει ακόμα να σημειώσω, πως από τρεις δεκαετίες έχει έτοιμο (και το 1976 θα εκδοθεί) ένα μυθιστόρημα – αυτοοικογενειογραφία, που φέρει σαν τίτλο το όνομα της υπέροχης μητέρας της «Χρυσώ», και που ελπίζουν, όσοι άκουσαν σελίδες του, πως μ’ αυτό το πεζογράφημα της Ρίτας, η ελληνική πεζογραφία θα πλουτιστεί μ’ ένα ακόμα αξιόλογο έργο.

Στον τόμο αυτό είναι καταχωρημένα πέντε διηγήματα, γραμμένα όλα στη Γερμανο-Ιταλική Κατοχή. Τα δύο είναι μαρτυρίες από την τραγωδία της ιδιαίτερης πατρίδας της Σύρας από το φοβερό δηλαδή λιμό (1941 -1943) που ξεπάστρεψε το ένα τρίτο του πληθυσμού της (8.500 νεκροί σε 24.000 κατοίκους – όλη η εργατική τάξη -) και που οι καθημερινοί αγγλικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί γκρέμισαν 1350 φτωχόσπιτα στις λαϊκές συνοικίες. Άλλα δύο είναι μαρτυρίες από τα Τρίκαλα, τον κάμπο, την αγροτιά, τη λεηλασία, την προδοσία και την αντίσταση, και ένα από το μαρτύριο της πείνας του αθηναϊκού λαού, όταν χιλιάδες Αθηναίοι πέθαιναν στους δρόμους, δίχως αυτή η βαρβαρότητα να συγκινήσει και πολύ τη Λογοτεχνία μας.

Τη βαρβαρότητα αυτή στον εικοστό αιώνα, δεν την εξαπέλυσαν ημιάγριοι λαοί κατά της ανθρωπότητας, μα οι επιφανέστεροι της Ευρώπης και το φασιστικό πολιτικό τους σύστημα. Και στα πέντε διηγήματα η αντίσταση, ο πατριωτισμός, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, διαποτίζουν το μύθο της. Το υλικό είναι αυθεντικό. Το γνώρισε η Μπούμη με τα μάτια της και τις αισθήσεις της, το γεύτηκε με όλη την πίκρα μιας εξαφανισμένης αλληλεγγύης ανθρώπινης και το διαφύλαξε τριάντα χρόνια εθνικό κι ανθρώπινο κεφάλαιο για τους μεταγενέστερους. Λόγοι εντελώς ανεξάρτητοι από τη θέλησή της δεν της επέτρεψαν να δημοσιεύσει μιας τέτοιας ποιότητας πεζογραφία όταν έπρεπε. Μα και σήμερα τα διηγήματα αυτά είναι τόσο επίκαιρα, τόσο αντιστασιακά, που θα πολιτογραφηθούν, δίχως αμφιβολία, σαν ιστορικές μαρτυρίες. Λόγος στερεός, στιβαρός, οργανωμένος κι ευκίνητος, γεμάτος γνησιότητα κι αίσθημα, ρεαλισμός ωμός, ζεστός από πολύπλευρο ουμανισμό, πλούσια ψυχολογία του ανώνυμου πλήθους, λεπτομέρεια γεγονότων και ψυχικών καταστάσεων, φράση μεστή, περιγραφή καίρια, η Ρίτα μιλάει μαζί με όλο τον ελληνικό λαό και την ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα, με τα λόγια του Τόλιου, της Νικόλενας, του Λάζου και των αμέτρητων Λαζάρων του ανθρωποκτόνου πολέμου. Χώρος ελληνικός και παγκόσμιος, ποταμός τρυφερότητας κυλάει μες στο βιβλίο αυτό, που έρχεται να μας θυμίσει πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος της ζωής κα της Τέχνης στα χέρια των γνήσιων δημιουργών.

Αθήνα 3 Δεκέμβρη 1975                       ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΠΑΣ

Λαθραίο ταξίδι
της Ρίτας Μπούμη – Παπά

Τα ’χε βολέψει ο καπετάνιος μες στ’ άδειο αμπάρι του μεγάλου καϊκιού, που σε λιγάκι θα ’φευγε – πρώτα ο Θεός – για τον Περαία, να φορτώσει αλεύρια. Για να τα κρύψει, να μη φαίνουνται, έριξε πάνω τους ένα σωρό αδειανά τσουβάλια, σκοινιά και μπαγκατέλες.

Σα νοιώσανε να τα πλακώνει τόσο βάρος, τολμήσανε να πούνε:

– Μα δε θα σκάσομε;

– Δε σκάτε! Μονάχα μη σαλέψετε, ώσπου να σας φωνάξω εγώ – είπε με μια βροντώδικη φωνή ο καπετάνιος-. Έτσι και κάνετε κιχ, θα σας φουντάρω και τους δυο στη θάλασσα!

Χτυπούσε δυνατά η καρδιά τους σαν ένα δίδυμο ρολόι, κουλουριασμένα καθώς ήτανε, σφιχτά σφιχτά, μες στην κρυψώνα τους. Η ανάσα τους πνιγότανε από τη βρώμα του κατραμιού, της καραβίλας, και τ’ άδειο στομάχι αναγούλιαζε. Και δος του και ζαρώνανε σφιγμένα, σάμπως δυό ζώα φοβισμένα.

Αργούσε ο σαχλός ο Ιταλός με το φτερό στο καπελάκι, να μπει να κάνει κοντρόλο, να νετάρουνε. Οι μούτσοι είχανε λύσει τη μια γούμενα απ’ τον κάβο και περιμένανε, αλέστα, να λύσουν και την άλλη, για να σαλπάρει το καΐκι, να πάει στο καλό.

Ο καπετάνιος έκοβε βόλτες στην κουβέρτα, αράθυμος. Φρύαζε βλέποντας τον αρμόδιο της φινάντσας να γλυκοσαλιάζει με μια πουτάνα στο μουράγιο. Να τρώει ώρα πολύτιμη. Τ’ άντερα του γυρίζανε από τη σιχασιά. Βιαζότανε να φύγουν. Ν’ ανασάνει πελαγίσιο αγέρα.

– Για δες, ρε άντρες, που θένε να κερδίσουνε τον πόλεμο! – είπε μες απ’ τα δόντια του. Κι ευτύς αγριοκύτταξε τους μούτσους.

– Εσείς εδώ, κοπρίτες, ό,τι ακούτε, θα το καταπίνετε! Το νου σας.

Τα τρία παληκάρια αποτραβηχτήκανε με υποταγή και στάθηκαν στην κουπαστή.

Καμμιά φορά, μπήκε κι ο φτερουγάτος μ’ άλλα δυό ιταλάκια, ναυτάκια του Λιμεναρχείου, κι αρχίσανε να κάνουνε μια ψευτοέρευνα. Μονάχα για τα μαύρα μάτια. Ο Ιταλός τελωνοφύλακας, ύστερα απ’ το διάλογο με τη γυναίκα, δε μπόραγε να κρύψει τη χαρά του. Παράγγειλε στον καπετάνιο να του φέρει κοντραμπατζίδικα τσιγάρα απ’ τον Περαία, τον χτύπησε στον ώμο φιλικά, κι όλο «εν τάξει» και «βα μπένε». Ωστόσο, με τ’ αστεία του, κατέβηκε στ’ αμπάρι κι άναψε το φανάρι του. Μια γλώσσα από φως ηλεχτρικό έγλειψε βιαστικά το σκοτεινό κι αδειανό κύτος. Έκανε τάχα πως έψαχνε, μα όρεξη δεν είχε. Γιατί, λιγάκι ο γκαβός αν πρόσεχε, θα ’βλεπε πως ο σωρός με τα τσουβάλια σπάραζε. Βγαίνοντας όξω, ο Ιταλός του Τελωνείου με τους ναύτες, ξαναθύμισε στον καπετάνιο τα τσιγάρα.

Σφύριξε ο καπετάνιος κι έβαλε μπρος τη μηχανή. Βρώμισε ο τόπος απ’ την εξάτμιση πετρέλαιο. Ένα παλιοπετρέλαιο της Κατοχής. Ο καπετάνιος έπιασε το τιμόνι, ξεκόλλησε με μαστοριά απ’ το μουράγιο το καΐκι, και το ’στριψε αργά και όμορφα κατά τη μπούκα του μεγάλου λιμανιού, όπου αναβοσβήνανε πιστοί οι φάροι. Ξεφόρτωτο σκαρί ως ήτανε, γλίστρησε με σβελτάδα, έκανε μια στροφή, κι ανοίχτηκε στο πέλαγο.

Πίσω του άφινε τη Σύρα, την όμορφη αρχόντισσα την ξεπεσμένη. Με τα σπίτια της γκρεμισμένα από τις μπόμπες, τις οβίδες και την πείνα. Μια πολιτεία καταρημαγμένη με τ’ αγαθό ανθρωπολόι της αποδεκατισμένης από το θάνατο, την ψώρα, τη χολέρα. Γεμάτη μνήματα, σκουπίδια και κουρέλια. Από την κάθε φαμελιά λείπανε δυό και τρεις και τέσσερις, κι οι αποδέλοιποι τοιμάζονταν για το στερνό ταξίδι.

Στην πολιτεία λιγοστοί μονάχα δεν είχανε πρηστεί κι εμπυάσει. Ο στρατός Κατοχής κ’ οι πλούσιοι. Οι τελευταίοι αυτοί τρώγανε όπως και πρώτα. Με πιατικά, μαχαιροπήρουνα, πετσέτες. Τα καϊκάκια τα μαυραγορίτικα, οι τράτες, φροντίζανε να μην τους λείψει τίποτα.

Σαν είχε φτάσει η σκούνα όξω πια απ’ το μώλο και τράβαγε ανατολικά, ο καπετάνιος πήγε στη μπουκαπόρτα, κι έβαλε μια φωνάρα:

– Σηκωθείτε, ρε μασκαράδες! Τι; Κοιμηθήκατε; – Κι έσκυψε το κεφάλι του.

Το βουνό τα τσουβάλια σάλεψε λίγο, και πάλι φοβισμένα έπηξε.

Ο καπετάνιος γέλασε βροντερά.

– Ρε, Αγάπιε!, παρ’ το Λουκή κι ελάτε απάνω να καμαρώσετε την ψωρο – Σύρα σας!

Μονάχα τότε άνοιξε η στοίβα τα σακκιά, και δυό κεφάλια παιδικά – πες νεκροκεφαλές – προβάλανε ξεσαρκωμένα, με κάτι μάτια στρογγυλά, μεγάλα σα ρολόγια.

Το ένα, ο Αγάπιος, καμμιά δεκαπενταριά χρονώ. Ξανθό και κίτρινο σαν κεχλιμπάρι. Με δυό μπλε μάτια λουλακιά, βαθουλωμένες κόγχες, καντηλιασμένα βλέφαρα γεμάτα υγρό, μάγουλα τριχιασμένα και κάτι δόντια μακριά, παράξενα, δίχως καθόλου γούλια. Σηκώνεται πρώτος και βοηθάει και το Λουκή να βγει απ’ την κρυψώνα.

Μικρός ο έρμος ο Λουκής. Δεκάχρονο μαυριδερό παιδάκι. Πετσί και κόκκαλο. Σπυριασμένο. Το λίγο κρέας του σκασμένο στα χέρια και στα πόδια. Κατασκότεινο από την απλυσιά. Φόραγε έν’ αντρίκιο παντελόνι που του ’φτανε ως το λαιμό. Έπαιξε λίγο τα γουρλωμένα μάτια του και πήγε πίσω από τον αδερφό του.

Σαν ανεβήκαν στο κατάστρωμα, ζυγώσανε δειλά τον καπετάνιο. Κι αυτός, βήχοντας δίχως λόγο, μ’ ένα βήχα που ’μοιαζε πιο πολύ με μουγγρητό, τ’ αγκάλιασε με τις χερούκλες του και τα ’σπρωξε κατά την πρύμη.

– Χα, χα, χα! – γελάει ο καπετάνιος, μπορεί για να μην κλάψει, – Κοιτάξτε την ψωρο-Σύρα σας, γιατί μπορεί να μην την ξαναδείτε.

Ο Αγάπιος πήρε τον αδερφό του από το χέρι και προχωρέσανε στο απλόχωρο πίσω μέρος της σκούνας. Κάτσανε και τα δυό σε μια κουλούρα χοντρά σκοινιά. Ολότελα άσαρκα τα πισινά τους, πονέσανε.

– Κρυώνεις; – ρώτησε ο μεγάλος το μικρό.

Έγνεψε «ναι» ο Λουκής. Ας ήτανε ακόμα καλοκαίρι. Κρυώνανε.

Ο καπετάνιος τ’ άκουσε. Κι αμέσως πήγε κάτω, πήρε την πατατούκα του, κι ως ήτανε αγκαλιασμένα, την έριξε απάνω τους απότομα και τα κουκούλωσε απ’ το κεφάλι.

– Αν την ψειριάσετε, χαλάλι σας. – Λέει ο καπετάνιος και γυρνάει πάλι στο τιμόνι, που το ’χε αφίσει μια στιγμή στο μεγάλο μούτσο, το Μαθιό.

Μείνανε μοναχά τα δυό αδέρφια, βυζακωμένα το ’να στ’ άλλο σκεπασμένα με το βαρύ μάλλινο επενδύτη του καπετάνιου. Πια δεν κρυώνανε.

Στηλώσανε τα μάτια τους στη Σύρα, που ’μοιαζε μ’ ένα κάντρο κρεμασμένο απ’ το χρυσό καρφί του Αποσπερίτη. Έφεγγε μες στο σούρουπο η ασπράδα της, σαν το μαργαριτάρι. Οι δυό της λόφοι γεμάτοι σπίτια μαρμαρένια ή και φτωχά ασβεστωμένα, απλώνανε σα δυό φτερούγες. Ο Αγάπιος τα ψηλαφούσε όλα με τα μάτια, τα ξεχώριζε κατά ενορίες με τα καμπαναριά τους, προτού νυχτώσει και το σκεπάσει το σκοτάδι. Μιλιά δε βγάζανε. Κ’ η Σύρα όλο μάκραινε. Σα να ’ταν πια, όχι μια πολιτεία αληθινή, μα μια πελώρια σκηνογραφία από χαρτόνι. Μια ζωγραφιά που όλο ξεθώριαζε. Πέρασε κει κάμποση ώρα ακούνητος ο Αγάπιος. Θαμπώσανε τα μάτια του.

-Βρε κλαις; – λέει στον Αγάπιο ο καπετάνιος, που είχε παρατήσει το τιμόνι  και παραμόνευε τα δυό παιδιά πίσω από τ’ άλμπουρο.

 Ο Αγάπιος ντροπιάστηκε και σφούγγιξε τα μάτια του στα γλήγορα στη λιγδιασμένη του μανίκα. Έβηξε πάλι μουγγριστά ο καπετάνιος, και το ’ριξε στ’ αστείο.

– Σταθείτε, πεζεβένγκηδες, να στρέψω πίσω την πλώρη, να σας αδειάσω στο μουράγιο στο πι και φι.

Χαμογελάσανε τα δυό αγόρια κι ακόμα πιο πολύ σφιχτήκανε.

Έτσι μπλεγμένα, σα μια θελιά σκοινί, κυττάζανε τη Σύρα που χανότανε. Μπορεί για πάντα. Ο Αγάπιος ξεροκατάπινε το σάλιο του, να μην τον πνίξει. Ένα καρύδι, λες είχε μες στο λαιμό του σφηνωθεί. Και μήτε πάνω να πάει, μήτε κάτω. Ένοιωθε πως αν ξέσπαγε σ’ ένα κλάμα μεγάλο, δυνατό, ανεμπόδιστο, θα ’λυνε κείνος ο σκληρός κόμπος που τον έπνιγε. Όμως σφιγγότανε, σφιγγότανε. Όχι, δεν έπρεπε να κλάψει. Ντρεπόταν και τον καπετάνιο. Να τονε δει κοτζάμ μαντράχαλο να κλαίει σαν μυξάρικο. Είχ’ έγνοια και το Λουκή. Να μην αρχίσει κι αυτός τα κλάματα και ποιος τον σταματούσε. Πολύ κλαψάρικο παιδί. Με το ελάχιστο, τα δάκρυα ποτάμι. Λες κι άνοιγε στα μάτια του μια κάνουλα. Ντελικάτη καρδιά. Ποιος ξέρει.

Ο Λουκής, πάλι, πεντάρφανα πια και τα δυό, πλάι στον Αγάπιο ένοιωθε σιγουριά. Γιατί ο αδερφός του ήτανε αψηλός, με μια φωνή χοντρή, αντρίκια, και του κουβέντιαζε μέχρι κι ο καπετάνιος. Γι’ αυτό στριμώχνονταν όσο μπορούσε πιο κοντά του.

Μα κι ο Αγάπιος, πλάι στ’ αδερφάκι του, ένοιωθε άντρας. Ένοιωθε ευθύνη, χρέος, στοργή. Κάτι αισθήματα, που για κανέναν άλλονε δεν είχε νοιώσει. Κάθε λίγο και λιγάκι ρώταγε το Λουκή:

– Είσαι καλά; Μη φοβάσαι…

– Δε φοβάμαι – αποκρινότανε ο μικρός με ντροπαλή φωνή, κι έσφιγγε πιο πολύ το χέρι του Αγάπιου.

Αλήθεια το ’λεγε. Πλάι στον αδερφό του ήταν ήσυχος. Δε φοβόταν μήτε τη θάλασσα. Ας έβλεπε πρώτη φορά πέλαγο μες από πλεούμενο. Έλεγε μες στο νου του «μα πού βρίσκεται τόσο πολύ νερό. Πόσες βροχές θα χρειαστήκανε για να γεμίσει τέτοια θάλασσα…» Μα δεν έλεγε τίποτα. Ούτε τις απορίες του ξεστόμιζε. Πώς δηλαδή, τώρα που θα σκοτείνιαζε, πώς θα προχώραγε μονάχα το καΐκι; Πώς θα ’βρισκε το δρόμο που πάει στον Περαία; Αυτό που ήξερε, ήταν πως πάγαιναν εκεί για να γλυτώσουνε απ’ το θάνατο. Κατά πως τους παράγγελνε η μάνα, τους πεθαίνοντας. Να, τώρα που το κάνανε το θέλημά της. Κι έπρεπε να τ’ αψηφήσουνε όλα. Και το πολύ νερό της θάλασσας και το σκοτάδι.

Στάθηκαν μια χαρά να τους περάσουνε και τους φελούς. Δίχως σωσίβιο ποιος κόταγε να ταξιδέψει με τόσα υποβρύχια κι αεροπλάνα. Με τόσες νάρκες. Ζώστηκαν πρόθυμα με τα σκοινιά, που τους τύλιξε και τα ’δεσε ο μούτσος ο Μαθιός. Τώρα με τα φελά είχαν σιγουρευτεί. Σκέλεθρα καθώς ήταν τα κορμιά τους, ένοιωθαν τα σωσίβια βαριά, σκληρά, σα σιδερένια. Τους  μπόδιζαν και την ανάσα. Κι όταν τα μάτια του Λουκή ρωτούσανε, γιατί φορέσανε αυτό το ανυπόφορο κορσέ με τα τσαμαντάλια, ο Αγάπιος σοβαρός ξηγούσε στο μικρό, πως αν λάχαινε στο ταξίδι να τους βαρέσει εγγλέζικο υποβρύχιο ή αεροπλάνο, τότες, αμέσως, θα πέφτανε στη θάλασσα για να σωθούνε…

Κι επειδής ο μικρός, με όσα του ξηγούσε ο αδερφός του, απορούσε ακόμα πιο πολύ, ο Αγάπιος έσκυψε στ’ αφτί του Λουκή και του ’πε σιγά – σιγά να μην ακούσει ο καπετάνιος:

– Γιατί το καΐκι περετάει το Γερμανό. Κατάλαβες;

Κουνούσε το κεφάλι ο Λουκής, κι άφινε τον Αγάπιο να πασπατεύει κάθε τόσο τους κόμπους του σωσίβιου στα ξέσαρκα πλευρά του. Ήθελε ο μεγάλος όλο να βεβαιώνεται πως ήτανε καλά δεμένοι. Και όλο του ’λεγε:

– Μη φοβάσαι.

Καθόντανε κει δα και τήραγαν σα ζώα πέρα το πέλαγο. Μουντό, χοντρό, ατέλειωτο. Μες στο πηχτό σούρουπο, η θάλασσα γινότανε ένα πράμα με τον ουρανό. Δεν μπόραγες να ξεχωρίσεις το ένα πράμα απ’ το άλλο. Σκοτάδι. Δίχως να τ’ ομολογήσουνε, συλλογιζόντανε κ’ οι δυό τα ίδια πράματα: αεροπλάνα, υποβρύχια, σκυλόψαρα, μπόμπες, τορπίλες. Και το ταξίδι τους, που ήτανε λαθραίο κι επικίντυνο. Δεν είχανε, βλέπεις, χαρτιά απ’ την Κομαντατούρα. Κι αυτό μπορούσε ο καπετάνιος να το πλερώσει ακριβά. Οι διαταγές δεν ήταν παίξε γέλασε.

Ας έχει χρόνια ο καπτα – Παντελής, που ’δε τη δυστυχία του σπιτιού τους και τον αφανισμό της φαμελιάς.

Στα χρόνια, λέει, τα παλιά, παγαίνανε στο ίδιο σκολειό με τη συχωρεμένη μάνα τους. Παίζανε όλα μαζί στην ίδια γειτονιά. Αγόρια και κορίτσια. Τ’ αγόρια αμπάρτζα. Τα κορίτσια κρυφτό, κυνηγητό. Και σα σκοτείνιαζε, κι άναβε το λεχτρικό του σοκακιού, συναθροιζόντανε από κάτω, αγόρια και κορίτσια τσούρμο. Καθώς οι νυχτοπεταλούδες κάτω απ’ το φως. Κι αρχίζανε και ψέλνανε εκκλησιαστικά όλα μαζί. Πρίμο, σεκόντο, τέρτσο. Όπως τα μάθαινε ο Στρατής, που είχε μανία με τη μουσική και τώρα είναι ψάλτης δεξιός στον Ταξιάρχη. Κι άκουγε όλη η γειτονιά και φχαριστιότανε. Αχ, κείνο το «ο μονογενής υιός και λόγος του Θεού»! Σαν το ’ψελναν, όλοι οι διαβάτες σταματούσανε για να τ’ ακούσουν.

Τούτα τα λέει ο καπτα – Παντελής κι αναστενάζει για τόσο μακρυνά πράματα. Κοτζάμ άντρας! Αρκούδα. Με μπράτσα μαλλιαρά και σιδερένια.

 

Σαν έπαυε να τους χαϊδολογάει με τη φωνάρα του ο καπετάνιος και τους λέει μπαγάσηδες, ο νους τους πάγαινε ευτύς στα όσα είχανε δει τα μάτια τους.

Αξέχαστες εικόνες. Φοβερές. Πώς άντεξαν σε τόση συφορά; Μπαινόβγαινε ο πόνος μες απ’ τα βρώμικα κουρέλια τους. Με κάτι δόντια σουβλερά, τρύπωνε μες στα σκέλεθρά τους. Ψαχούλευε να βρει τη δόλια τους ψυχούλα. Να τη δαγκάσει, να την κοματιάσει!

Σε είκοσι μέρες, τρεις: Ο πατέρας. Η μάνα. Η αδερφή. Κατά σειρά ηλικίας φεύγανε απ’ τον κόσμο. Απόμειναν οι δυό μικροί, γιατί τους δίνανε να τρώνε κανένα ψίχουλο περσότερο. Καμμιά σταφίδα. Ψάχνανε κιόλας στα σκουπίδια. Δε νοιώθανε ντροπή, όπως οι μεγαλύτεροι.

Ο Αγάπιος πότε – πότε, ανάλογα με το συλλογισμό του, έσφιγγε απάνω του παραπανίσια το Λουκή. Κι ο μικρός ένοιωθε την προστασία και κούρνιαζε πιο ήσυχος.

Τον πατέρα – σκέφτεται ο Αγάπιος μες στο σκοτάδι – σαν ξεψύχησε, η μάνα του ’κλεισε τα μάτια. Θαρρείς δεν ήθελε να τα σφαλίξει μοναχός του. Μας κύτταζε. Όλο μας κύτταζε. Στερνά δάκρυσε κιόλας. Δεν είχαμε πώς να τον μεταφέρομε στο κοιμητήρι. Είπε η μάνα και ξεμασκουλώσαμε την τευλευταία σώπορτα. Τη βγάλαμε. Τότες φωνάξαμε το γείτονά μας το Μικέ και τον ξαπλώσαμε πάνω στην πόρτα. Αφού τον κλάψαμε, ήρθαν κι άλλοι γειτόνοι και τον σηκώσανε. Τον πήγαμε στου Χαρτουλάρη. Δίχως σταυρό. Δίχως παπά. Κει δα του είπαμε τ’ αντίο. Στα γλήγορα τον αδειάσανε απ’ την πόρτα. Βιαζόντανε οι γειτόνοι. Τον αφήκαμε χάμω στο χώμα, ώσπου να ’ρχόντανε η σειρά του. Γιατί ήτανε πολλοί οι νεκροί που περιμένανε ταφή από τρεις μέρες. Ο γείτονάς μας ο Μικές, που ήταν κι αυτός ταμπάκης και δούλευαν μαζί με τον πατέρα στο ίδιο εργοστάσιο, κουβάλησε στο σπίτι πάλι την πόρτα και πήγε να τη βάλει ξανά στα μάσκουλά της.

– Άσ’ τη, Μικέ μου, – του ’πε η μάνα μου. Μην τήνε βάζεις. Ακούμπησέ τηνε στον τοίχο. – Και την ακούμπησε.

Στο ίδιο πορτόφυλλο, σε λίγες μέρες, φορτώσαμε και τη μάνα. Ίσα – ίσα, την έπαιρνε ξαπλωτή. Ενώ ο πατέρας επερίσσευε, γιατ’ ήτανε πολύ αψηλός στο μπόι. Γι’ αυτό κρεμόντανε τα ξυλιασμένα πόδια του.

Πάλι βοηθήσανε οι καλοί γειτόνοι και για το ξόδι της μητέρας. Ο μαστρο – Τζανής, μάλιστα, της έβαλε στα χέρια της μια φούντα με βασιλικό. Έκλαιγε. Μόλις ακούσαμε την καμπάνα του Ταξιάρχη να χτυπάει, για να ειδοποιήσει την ενορία, τρέξαμε και κολλήσαμε και τη δική μας νεκρή σ’ αυτή την ανασούμπαλη κηδεία. Κείνη τη μέρα δεκαπέντε. Έτσι γινότανε σαν ήτανε πολλοί οι αποθαμένοι. Πέρναγε η μαύρη συνοδειά μ’ ένα σταυρό μπροστά και τον παπά. Χωνότανε μες στα σοκάκια, δεξά ζερβά. Βαρούσε η καμπάνα, όπως χτυπάει στις πυρκαγιές. Γλήγορα, δυνατά. Κι όποιος είχε νεκρό, έτρεχε να τόνε βάλει στη γραμμή. Γιατί, μπαϊλντισμένος ο παπάς, δεν καρτερούσε και πολύ.

Έτσι, πριν απ’ τον πόλεμο, – συλλογιζότανε ο Αγάπιος βουβός – πέρναγε το πρωί ο σκουπιδιάρης με το κάρρο, βαρώντας το κουδούνι, και τρέχαμε ν’ αδειάσουμε τους τενεκέδες στη ζεμπίλα του.

Ήτανε μέρες, που ένα σπιτικό είχε δυό πεθαμένους. Διπλός ο κόπος. Τ’ αγκομαχητό. Και μεγαλύτερη η βιασύνη να προκάνεις, για να μη μείνει άψαλτος κανένας, και πάει στον άλλο κόσμο με το παράπονο του καταφρονεμένου.

Την αδερφή του, το Κατερινάκι, την πήγε στο χωράφι ο Αγάπιος με τρεις συμμαθητές του, της Νυχτερινής Σχολής. Με δυό γυμνά καλαμοποδαράκια έτρεχε από πίσω ο Λουκής και πλάνταζε στο κλάμα. Ήταν αλαφριά πολύ. Σα μια πανένια κούκλα. Δεκαοχτώ χρονώ κοπέλα, και ζήτημα αν ζύγιζε οχτώ – δέκα οκάδες. Ίσα – ίσα τα κόκκαλά της.

Την έσφαζε ο πονόκοιλος. Είχανε λυώσει τ’ άντερά της. Τα ’δαμε με τα μάτια μας, σαν τα ’κανε, σε μια τσανάκα, ανάκατα με αίματα. Ο ίδιος ο Αγάπιος τα ’χυσε στον απόπατο. Μετά ανάσυρε νερό απ’ το πηγάδι κι έπλυνε τη λεκάνη.

Βλέπεις, η βλογημένη, έτρωγε αράδα φύλλα απ’ τη μουριά μας. Αυτά τη θερίσανε. Και σα δε μπόραγε πια να κόψει μοναχή της, με το χέρι της, έγνεφε στον Αγάπιο που ’ταν ψηλός. Κι αυτός της έκοβε. Πώς να της έλεγε όχι;

– Αγάπιε, τώρα δεν είναι άγγελος το Κατερινάκι μας; – λέει ξαφνικά ο Λουκής, ανοίγοντας πρώτη φορά το στόμα του. – Ε; – Και τράβηξε τον αδερφό του απ’ το μανίκι, για να τον βγάλει απ’ τη βύθισή του και να του δώσει απάντηση.

Ο Αγάπιος σηκώνει το κεφάλι κατά το σκοτεινό ουρανό, λες για να ψάξει για την αδερφή του, και σφίγγει το Λουκή απάνω του.

«Μυστήριο», λέει με το νου του. «Τα ίδια λοιπόν πράματα συλλογιζόταν κι ο Λουκής;»

– Βέβαια, άγγελος. Σάμπως επρόφτασε να μεγαλώσει; Ν’ αμαρτήσει;

– Και η μαμά, Αγάπιε, δε θα χαίρεται τώρα που πάμε στον Περαία, όπως μας έλεγε να κάνομε; – λέει πάλι ο Λουκής και σπαρταράει σαν ψαράκι.

Ξανασωπαίνουν, δεμένα με μια σπαραχτική αγάπη, που άλλη μεγαλύτερη δεν ήτανε στον κόσμο.

Ο Αγάπιος ξαναρίχτηκε στις σκέψεις του.

Για την Κατερινούλα δε βρισκότανε σανίδι. Πόρτες, παραθυρόφυλλα, ντουλάπια, τα ’χαμε όλα πουλήσει στον κύριο Χαρίλαο απ’ το χειμώνα. Για τη σόμπα του. Του τα ’σκισε μ’ ένα τσεκούρι στην αυλή του, ο μαστρο – Γιακουμής ο καλαφάτης. Κι αυτός ξεψυχισμένος απ’ την πείνα. Ακούγαμε το χτύπο που κομάτιαζε τα ξύλα μας. Ανατριχιάζαμε. Πιο ύστερα πουλήσαμε στον ίδιο και το πάτωμα. Σανίδι με σανίδι το ξηλώσαμε. Και πια πατούσαμε στο χώμα. Δυό δοκάρια, καστανιές γερές, όπως έλεγε ο πατέρας, τ’ αγόρασε ο Λινάρδος, ο φραγκοσυριανός μανάβης, για τρεις οκάδες πατάτες και δυό κουνουπιδάκια. Έφερε και δικό του άνθρωπο με σκάλα κι εργαλεία και τα ξερίζωσε. Ο πατέρας δεν είχε αντοχή ούτε να περπατήξει. Είχε πα καταπέσει. Καθώς ο εργάτης ξερίζωνε τα δυό δοκάρια, σε δυό μεριές ξεταβανώθηκε η σκεπή. Στενοχωρέθηκε πολύ ο πατέρας.

– Είσαι ατζαμής, – του ’πε. Και γύρισε από την άλλη μπάντα, στο στρωσίδι του.

Απ’ τις δυό τρύπες που ανοιχτήκανε και γέμισαν το κύριο δωμάτιο σουβάδες, χώματα και σκόνη που πήγε να τους πνίξει, φάνηκε ο ουρανός. Τον έβλεπαν ανάσκελα ριγμένοι στα κουρέλια τους. Πάλι καλά που ήτανε ακόμα καλοκαίρι. Όμως, σαν χινοπώριαζε; Σαν χινοπώριασε είχαν οι τρεις πεθάνει. Μονάχα ο Αγάπιος κι ο Λουκής είδαν το πρωτοβρόχι να πέφτει μέσα στο σπιτάκι και να το κάνει ακατοίκητο απ’ τις λάσπες. Τότε η γειτόνισσα, η κυρά Θωμαή, πήρε τα δυό παιδιά στο σπίτι της. Με κάτι χράμια μυκονιάτικα τους έστρωσε κοινό γιατάκι σε μια γωνιά του μαγεριού. Και πια, εκεί κοιμόντανε από τότες.

Πάλι γυρίζει ο νους του Αγάπιου στην αδερφή του. Όλοι την αγαπούσανε. Δεν ήτανε μονάχα πολύ όμορφη, ήταν και προκομένη. Πρόθυμη. Είχε ωραίο λέγει. Δεν ήθελε να πάει στο κλωστήριο εργάτρια, να φράξουν τα πλεμόνια της απ’ το μπαμπάκι. Να χτικιάσει, σαν τόσες κοπέλες που πεθαίνανε, ξερνώντας, λέει, το αίμα τους. Όχι. Μάθαινε ράψιμο. Είχε καϋμό να γίνει μια μοδίστρα. Να μας ράβει, έλεγε. Να μας νοικοκυρεύει. Και να σκεφτείς πως πέθανε δίχως σεντόνι. Την τύλιξε σφιχτά στο ίδιο το φουστάνι της ο νεκροθάφτης, μόλις την ακουμπήσανε τ’ αγόρια κατά γης και φύγανε τρεχάλα κλαίοντας.

Σα γυρίσανε σπίτι, στο μέρος που ήτανε ξαπλωμένη, είχε ακόμη αίματα. Ήταν κι ένα χαρούπι δαγκασμένο. Κι αποχτενίδες απ’ τα ξανθά μαλλιά της. Ήθελε, σώνει και καλά, να χτενιστεί κείνη τη μέρα. Ζήτησε και καθρέφτη…

Τώρα όλοι αυτοί κοιμούνται με χιλιάδες άλλους στο ξερολάγγαδο του Χαρτουλάρη. Κάτω απ’ τη Φλέβα. Την πηγή που έδινε νερό σ’ όλη την πολιτεία και το κουβάλαγαν με στάμνες οι νερουλάδες κ’ οι νεροκουβαλήτρες. Τώρα πια φεύγομε, μακριά απ’ όλ’ αυτά.

 

Κουνιέται η σκούνα. Μπότζι γερό. Σαλτέρνει η θάλασσα απ’ τα πλευρά της. Βλέπεις τα δυό κατάρτια της να κάνουνε τραμπάλα. Να τρίζουνε στα ξάρτια της οι μακαράδες. Οι αρμοί της. Ωστόσο, το παφ πουφ της μηχανής δε σταματούσε ούτε στιγμή. Τρέχοντας το χοντρό σκαρί, άφινε πίσω του, στο σκοτεινό νερό ένα ολάσπρο αυλάκι από αφρό που φέγγριζε.

Έρχεται πάλι ο καπτα – Παντελής. Κοντοζυγώνει τα παιδιά. Κρατάει στα χέρια του μια πήλινη γαβάθα που αχνίζει, κι ένα κομάτι άσπρο ψωμί γερμανικό.

Μονάχα τότε ο Αγάπιος κι ο Λουκής γυρίσανε την πλάτη τους στη Σύρα και κύτταξαν με σάστιση τον καπετάνιο. Η μυρωδιά του μπληγουριού έφτασε στα ρουθούνια τους. Τρέξαν τα σάλια τους. Είχαν ξεχάσει πια και να μασάνε και να καταπίνουν.

– Ρε μασκαράδες! μη μαλώσετε στη μοιρασιά. Να και κουτάλι. Μπρος! Μια κουταλιά ο ένας, μια κουταλιά ο άλλος. – Είπε και στάθηκε να δει.

Ο Αγάπιος βάλθηκε αμέσως να ταΐζει σα μωρό τον αδερφό του. Απανωτές οι κουταλιές κ’ οι μπουκουνιές το χάσικο ψωμί. Μες στο σκοτάδι ακουγόταν το πλατάγισμα της γλώσσας του Λουκή που μάσαγε λιμάρικα και τα κατάπινε ευτύς.

– Εσύ, ρε χάνο, δε θα φας; – λέει ο καραβοκύρης, και βάζει πάλι κείνα τ’ αλλιώτικα κι αγριωπά του γέλια, ανάκατα με βήχα.

– Ύστερα εγώ, κυρ Παντελή, – λέει ο Αγάπιος, ντροπιασμένος απ’ τα χάχανα του καπετάνιου.

Ο Λουκής συνέχιζε να καταπίνει. Μες στο σκοτάδι το κουτάλι δε λάθεψε φορά. Απ’ τη γαβάθα στο στόμα. Κι από το στόμα στη γαβάθα.

– Φάε και συ, Αγάπιε, – έλεγε κάθε τόσο ο μικρός στο μεγαλύτερο αδερφό του. – Φάε και συ, Αγάπιε. – Λες τον παρακαλούσε.

– Θα φάω, Λουκή, θα φάω…

 Νύχτωσε για καλά. Το μπότζι και τ’ αγιάζι δυναμώνανε. Στιγμές, στιγμές, έλεγες πως βράζει η θάλασσα. Σκέπαζε ο κόχλος της ακόμα και τη μηχανή. Σκοτάδι πίσα. Ούτε τσιγάρο δεν άφινε ν’ ανάψουνε ο καπετάνιος απάνω στην κουβέρτα. Και το φωσάκι στο τιμόνι, το ’χε κουκουλωμένο μ’ ένα καπέλο μαύρο. Για να μη βλέπουνε, λέει, ντιπ φως τα εγγλέζικα αεροπλάνα, που τούτα τα καΐκια με τις μεταφορές, πολύ τα κυνηγούσανε. Σαν ήθελε ο καπετάνιος να φουμάρει, πήγαινε κάτω, κι έδινε για λίγο το τιμόνι στο μεγάλο μούτσο. Ή κι έπνιγε το τσιγάρο μες στη χούφτα του.

Άρχισε τώρα ο καπετάνιος να μιλάει για Κάβο Ντόρο…

– Άντε και κοντεύομε…- έλεγε κάθε τόσο.

Μυστήριο – συλλογιζότανε ο Αγάπιος – πώς βρίσκει ο καπετάνιος το δρόμο του Περαία μέσα σε τόσο σκοτάδι; Θάμαζε. Τι επιστήμη το καπετανιλίκι!

Με τα σκαμπανεβάσματα του καϊκιού και το ζεστό μπληγούρι στο στομάχι του, ο Λουκής είχε αποκοιμηθεί βυζακωμένος πάνω στο σώμα του αδερφού του. Ο Αγάπιος τον είχε καλά – καλά σκεπάσει και τον κρατούσε πες στην αγκαλιά του. Έτσι ζεσταίνονταν κι οι δυό.

Ο μεγάλος κύτταζε κατά το πέλαγο, με το μάτι γαρίδα. Μα τι να ξεχωρίσει μέσα στη μαύρη νύχτα. Νοέμβρης μήνας. Συννεφιά. Εκεί που πρόβελνε έν’ αστεράκι, για παρηγόρια, και κάρφωνε το βλέμμα του σ’ αυτό, εκεί χανόταν. Θαρρείς και τον κορόιδευε. Στον πόλεμο, ακόμα κι ένα ψίχουλο ελπίδας, είναι «φερμπότεν», «προϊμπίτο»… Του ’ρχότανε να κλάψει. Να κλάψει για όλα. Κ’ ήτανε τώρα ευκαιρία που ’ταν σκοτεινιά και κοιμόντανε ο Λουκής. Μα αν ξύπναγε με το κλάμα του; Όχι, δεν έπρεπε. Φερμπότεν! Δάγκανε τότε ο Αγάπιος τα χείλια του, και με το ζόρι, ξαπόστελνε το νου να βοσκήσει αλλού.

Ξαφνικά σφύριξε ο καπετάνιος. Γιατί; Ποιος ξέρει…

Είχε κι ο Αγάπιος μια όμορφη σφυρίχτρα. Εγγλέζικια. Σφύριζε με τρεις φωνές. Την έδωκε για δυό χαρούπια. Τα πήγε τρέχοντας στο Κατερινάκι. Αστράψανε απ’ τη χαρά τα γαλανά της μάτια. Παίξαν τα χείλια της. Σπαρτάρησε ο λαιμός της. Και κείνα τα μαλλιά της, ξέπλεκα, με τι χάρη τα τίναξε. Σα μια κυρία!

Την αλησμόνητη εικόνα αυτή στη μνήμη του Αγάπιου, τη σύντριψαν οι απανωτές και δυνατές σφυριξιές του καπετάνιου που ξεσηκώσανε το πλήρωμα. Συναγερμός. Σβήνει το μικρό φως που ’ταν καπελωμένο, και βάζει μια φωνάρα ο καπετάνιος σα βροντή:

– Στα πόστα σας! Αεροπλάνο!

Η μηχανή σταμάτησε αμέσως μ’ ένα ξεφύσημα στο τέλος. Έγινε τότες ένα νταβαντούρι πάνω στο καΐκι που σε τρόμαζε. Στα σκοτεινά τρέχανε, ανεβοκατεβαίνανε οι μούτσοι. Απ’ τις κοφτές κουβέντες τους άκουγες πως τοιμάζανε την πυροσβεστική αντλία. Τη βάρκα τη σωσίβια. Στηλώνει ο Αγάπιος μάτια κι αφτιά. Τίποτα δεν έβλεπε. Ούτε και άκουγε, μ’ όλο το αφούγκρασμα. Πού το ’δε ο καπετάνιος τ’ αεροπλάνο;

Κι όμως. Δε λάθεψε τ’ αφτί του θαλασσόλυκου. Ούτε το μάτι.

Απ’ την ανατολή, πίσω απ’ την Άντρο, φάνηκε ένα φωσάκι πράσινο να καταφτάνει. Κι όλο ζωήρευε. Να, τώρα ξεχώριζε κι ο βόμβος.

– Αν ρίξει βεγγάλα, γράψε αλλοίμονο, – λέει φωναχτά ο καπετάνιος και ψάχνει με τα κιάλια. – Έτσι προχτές βουλιάξανε και την ιταλική μπρατσέρα που ’ρχόταν απ’ τη Ρόδο κάργα μπενζίνες. Της ρίξαν μπόμπα κατακέφαλα. Α, όλα κι όλα. Οι Εγγλέζοι, άμα θένε, σημαδεύουνε.

Ο Αγάπιος ανατρίχιασε κι έσφιξε πιο πολύ τον αδερφό του. Σαν το σκυλί του κυνηγιού είχε τ’ αφτιά του τσιτωμένα. Χτυπούσε γλήγορα και δυνατά η καρδιά του. Φοβότανε. Σε μια στιγμή ξετρύπωσε μέσα από τα τσουβάλια το δεξί του χέρι κι έκανε το σταυρό του κρυφά και βιαστικά. Δεν ήθελε να τόνε δούνε.

Το βουητό όλο και σίμωνε, όλο και πλήθαινε. Τώρα ξεκούφαινε τ’ αφτιά.

– Είναι δυό – τρία – λέει ο καπετάνιος – Ανάθεμά σας! – Και τα μούτζωξε.

– Στα πόστα σας! – ξαναφωνάζει ο καπετάνιος.

Περνούσε κάτι κρύες στιγμές. Η σκούνα κρατάει την ανάσα της. Τα μάτια ολονών είναι στραμένα στο μαύρο ουρανό. Το χτυποκάρδι της μηχανής σταματημένο. Και κείνη η φεγγερή κορδέλα που άφινε η προπέλα πίσω της, και θα μπορούσανε από ψηλά να την αντιληφτούνε οι Τζίμηδες, κι αυτή σβησμένη. Σκοτάδι και μαυρίλα. Μονάχα στον ουρανό, ανάμεσα στα λίγα αστέρια που ξεπροβέλνανε απ’ τα σύννεφα, μπερδεύονταν δυό – τρία φωσάκια. Πράσινα που κρύβονταν κι αυτά, ξαναπροβέλνανε, κάνανε βόλτες, ζιγκζάγες.

– Κατασκοπεύουνε οι ξαθόψειρες, – λέει ο καπετάνιος χαχανίζοντας. – Εύκολη δουλειά. Σε δυό χιλιάδες μέτρα απ’ τη θάλασσα. Και μες στα σύννεφα…

Ύστερα από δυό – τρεις βόλτες, τ’ αεροπλάνα στρέψανε κατά το νότο. Φως φανάρι, τραβούσανε για τη Σύρα. Να ρίξουνε κάμποσες μπόμπες στα κουτουρού. Να ξεφορτώσουνε απ’ το βάρος, και να γυρίσουνε ύστερα στη βάση τους. Έτσι δεν κάνανε, απάνω κάτω, κάθε νύχτα;

– Κρίμας, παιδιά, δεν έχει κολύμπι ούτ’ απόψε!

Γελάσανε όλοι τους ξαλαφρωμένοι. Ακόμα κι ο Αγάπιος κρυφοχαμογέλασε.

 Όσο απομακρύνονταν τα τρία αεροπλάνα, τόσο η αγωνία στις ψυχές μαϊνάριζε. Ο Αγάπιος, που μέχρι τώρα είχε χωσμένα τα χέρια του κάτω απ’ τα τσουβάλια, για να πασπατεύει νευρικά τους κόμπους του σωσίβιου του Λουκή, κι έτρεμε σύγκορμος, ξεθάρρεψε. Πήρε βαθειάν ανάσα, κι έδιωξε τη φριχτή τη σκέψη, να κολυμπάει νύχτα μέσα στο κρύο νερό και να πασκίζει να σώσει το Λουκή…Και τα δελφίνια;…Περάσανε κι αυτά απ’ το νου του…

– Να! κερατάδες! γκαβοπούλια! – φωνάζει ο καπετάνιος και μουτζώνει τα τρία αεροπλάνα που φεύγουν.- Άντε ρε να γκρεμίσετε καμπόσα σπίτια της φτωχολογιάς…Φτου!

Απλώθηκε ησυχία. Σάμπως να τα ’δανε στον ύπνο τους.

– Ρε, Αγάπιε! εν τάξει; – φώναξε ύστερα με κείνο το σκληρό πικρό του γέλιο.

– Εν τάξει, καπτά Παντελή.

– Ο μικρός ο μπαγάσας;

– Κοιμάται. Είδηση δεν πήρε, – λέει ο Αγάπιος κι έκανε από σεβασμό να σηκωθεί, μα πάλι ξαναζάρωσε στη θέση του.

– Άντε, παιδιά. Μπρος μηχανή! – πρόσταξε ο καπετάνιος κι άναψε το καπελωμένο φωσάκι.

Της σκούνας η καρδιά άρχισε πάλι να χτυπάει.

Κι ολοταχώς για τον Περαία…

Σύρα, Δεκέμβρης, 1945

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: