Το διήγημα της Πέμπτης: «Καράβια» του Πάνου Κούτσου

Πήραν μ’ αλαλαγμούς κι ενθουσιασμό οι νέοι να φτιάξουν τα παλιά αραγμένα καράβια. Έβαλαν καινούργια σκοινιά και πανιά, έξυσαν τα φύκια, άλλαξαν τα κατάρτια, κλείσαν τις πληγές πούχαν τα σκαριά κι έβαλαν πιο σοφά τιμόνια. Και τραγουδούσαν τραγούδια άγρια, νίκης και πόλεμου, κι έβλεπαν από τώρα δόξες, μάχες κι εχθρούς νικημένους!

Το διήγημα της Πέμπτης: «Καράβια» του Πάνου Κούτσου

Το 1971 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κάλβος ένα βιβλιαράκι με διηγήματα με τα οποία οι συγγραφείς τους είχαν συμμετάσχει σε διαγωνισμό. Όπως αναφέρεται στο σημείωμα της έκδοσης οι δεκαεφτά νέοι συγγραφείς επιλέχτηκαν ανάμεσα σε 59 που είχαν στείλει την εργασία τους. Ανάμεσα στους δεκαεφτά είναι συγγραφείς που αργότερα εξελίχθηκαν, όπως ο Χριστόφορος Μηλιώνης, η Λία Μεγάλου, ο Διαμαντής Αξιώτης κ.α.

Ο Πάνος Κούτσος, συγγραφέας του διηγήματος “Καράβια” που παρουσιάζουμε σήμερα, ήταν τότε 22 ετών, φοιτητής της Ιατρικής. Γεννήθηκε στο Κυπαρίσσι της Λακωνίας το 1948. Δεν βρήκαμε κανένα  άλλο στοιχείο για τον συγγραφέα και για την μετέπειτα λογοτεχνική του πορεία.

Από το βιβλίο ΔΙΗΓΗΜΑ 1970 (Δεκαεπτά νέοι συγγραφείς) Κάλβος, Αθήνα 1971

Καράβια
του Πάνου Κούτσου

Μαζεύτηκαν οι γέροι κι αποφάσισαν πόλεμο. Ήταν όλοι τους μ’ άσπρα μαλλιά και κίτρινα γένια, αγέλαστοι, με μάτια όλο απόφαση και μίσος, με λόγια όλο σοφία και πείρα. Κλείστηκαν στο μεγάλο σκολειό, και κάτω απ’ το φως των κεριών άνοιξαν τα χοντρά βιβλία με τη στιβαγμένη σοφία, ανταλλάξανε γνώμες και σκέψεις, μάλλωσαν  και φίλιωσαν, και το πρωί, που τα κεριά είχαν λυώσει και ο ήλιος πάλευε με τη νύχτα να φέρει το φως, βγήκαν οι γέροι, σοβαροί και πάντα αγέλαστοι, με τα κεφάλια γιομάτα σκέδια.

Φώναξαν τις γυναίκες να τοιμάσουν τροφές και τους νέους να φέρουν τα παλιά αραγμένα καράβια…

…Τα παλιά αραγμένα καράβια! Ήταν αραγμένα πέρα, στο μικρό ήρεμο λιμάνι, εκεί που η θάλασσα παύει ν’ αγριεύεται και φιλιώνεται με τη στεριά και τους ανθρώπους.

…Ήταν όλα παλιά καράβια, πούχαν πριν παλέψει με πολλούς εχθρούς, κι είχαν τη θάλασσα πολλές φορές νικήσει πάνου στην αγριάδα της. Τόνα κοντά στ’ άλλο, με τριμμένες κουπαστές, κομμένα τα σκοινιά και τα κατάρτια σπασμένα, άλλα που ζούσαν ακόμα κι άλλα που πέθαναν από χρόνια ακίνητα στην άμμο ή σφηνωμένα στα φύκια και τα βράχια.

Δεν είχαν ονόματα, ούτε σύμβολα στις κοιλιές, τάχαν η θάλασσα κι ο αγέρας σβήσει πια…ούτε παρόν, γιατί οι άνθρωποι τάχαν ξεχάσει…

Ήταν όμως γιομάτα παρελθόν, παρελθόν περήφανο και στοιχειωμένο, γιομάτα νίκες και παλέματα μ’ οχθρούς σε θεώρατα κύματα.

Να! αυτό κει βορινά, είχε παλέψει μόνο του με τρία εχθρικά και τα βούλιαξε μέσα σε λίγες στιγμές! Είχε όμως πολλές αθεράπευτες πληγές από τότες, που τις έδειχνε περήφανα στον ήλιο και στους γλάρους, και τις έγλειφε μ’ αγάπη η θάλασσα.

Αυτό ’κει δίπλα του, είχε πιαστεί αιχμάλωτο κάποτε, και το πήγαιναν να προσκυνήσει τον ξένο βασιλιά, όταν πλάκωσε βαρειά σα σίδερο ομίχλη, και ξέφυγε και γύρισε πίσω περήφανο και απροσκύνητο…

Τ’ άλλο, αυτό ’κει δεξιότερα, βρέθηκε κάποτε κοντά στη μαύρη τρύπα που ανοίγει η θάλασσα στο μεγάλο θυμό της και φάνηκε ο βυθός, κι ακούγονταν οι γιομάτοι μαύρα φύκια δαίμονες που γέλαγαν και το καλούσαν…Μα αυτό πάλεψε, πάλεψε σα θεός και γύρισε πίσω. Είχε όμως βαριά χτυπηθεί, κι έτσι βούλιαξε αργά, ακούμπησε κουρασμένα στην άμμο, κι άφησε τη πρύμη του με το σπασμένο κατάρτι έξω, να θυμίζει στους ανθρώπους τη νίκη του. Κι όλα τους είχαν μια μικρή ή μεγάλη ιστορία, που τη διάβαζες στα σπασμένα κατάρτια, στα τρύπια σκαριά και στις ακέφαλες γοργόνες της πλώρης…

Και στις λευκές νύχτες, με το φεγγάρι τ’ ολόγιομο, αυτά τα ακρωτηριασμένα καράβια θυμούνται τις δόξες τους, αναπολούν τις νίκες τις παλιές κι αγριεύουν, και βλέπεις από μακρυά τις μαύρες άθλιες σκιές τους, να χορεύουν άγριους πολεμικούς χορούς πάνου στα κύματα, να χτυπιέται τόνα με τ’ άλλο κι αγροικάς να τρίζουν απόκοσμα τα σάπια σκαριά τους… Και το πρωί αποκαμωμένα και γιομάτα απογοήτευση πέφτουν ξανά στο αιώνιο ρυθμικό λίκνισμα…

Οι πόλεμοι είχαν κοπάσει από χρόνια, γιατί οι εχθροί με τ’ άσπρα σαρίκια δεν ξαναφάνηκαν. Κι έτσι τα γιομάτα νίκες, δόξα, και πληγές καράβια έμεναν αχρείαστα, παραδομένα στου χρόνου το χάλασμα.

Μα φέτος οι εχθροί με τ’ άσπρα σαρίκια ξανάρθαν, κι’ έβαλαν στα χωριά τους φωτιά!

…Κι έτσι μαζεύτηκαν οι γέροι  κι αποφάσισαν πόλεμο…

 

Πήραν μ’ αλαλαγμούς κι ενθουσιασμό οι νέοι να φτιάξουν τα παλιά αραγμένα καράβια. Έβαλαν καινούργια σκοινιά και πανιά, έξυσαν τα φύκια, άλλαξαν τα κατάρτια, κλείσαν τις πληγές πούχαν τα σκαριά κι έβαλαν πιο σοφά τιμόνια. Και τραγουδούσαν τραγούδια άγρια, νίκης και πόλεμου, κι έβλεπαν από τώρα δόξες, μάχες κι εχθρούς νικημένους!

Και τα καράβια, τα γιομάτα απ’ τη δόξα τη παλιά, άλλαξαν θωριά, γιόμισαν απ’ τα σήμερα ελπίδα και δύναμη. Κι έγιναν δυνατά, γιομάτα πόθο για ταξίδι κι ανυπομονησία για κίνδυνο.

Παραδίπλα οι γυναίκες αδάκρυστες κι άκλαφτες, στεγνές σα μάρμαρα, με τραγούδια γάμου στο στόμα, τοίμαζαν τα κουμάντα για το ταξίδι τ’ αβέβαιο που θάκαναν σε λίγο, άντρες και γιοί. Τα παιδιά, όπως πάντα, δε καταλάβαιναν, μεσ’ την ένταση όμως, έπαιζαν κι αυτά πόλεμο, με ξύλινα σπαθιά κι αδύνατα μπράτσα, γυμνά και βρώμικα. (…Πόσο υπέροχο νάσαι παιδί. Να ζεις τη ζωή σ’ ένα παιγνίδι, να βρίσκεις ηδονή σ’ ένα γλυκό και να γιομίζεις ευτυχία με μια υπόσχεση! Να μη ξεδιακρίνεις τους φίλους, παρά μόνο απ’ το χαμόγελο…Να μη ξεχωρίζεις, το καλό ή το κακό, να μη καταλαβαίνεις τους θεούς και τους πολέμους.)

Κι ένα πρωί τα καράβια ήταν έτοιμα.

Μπήκαν μέσα πρώτα γέροι αρχηγοί, γιομάτοι πείρα του πολέμου, πλούσιοι από εμπειρίες και γνώση του εχθρού, πούξεραν τη θάλασσα, κύμα προς κύμα μέχρις εκατό φορές πέρα απ’ τον ορίζοντα, κι ακόμα…

Μπήκαν και νέοι, όλο αισιοδοξία και δύναμη, με στήθια γυμνά και τραχιές φωνές, που άφηναν πίσω μάνες, γυναίκες, αγάπες και φωνές από παιδιά…κι ήταν χαρούμενοι, ξέφρενοι θαρρείς, λες και γύριζαν πίσω, δεν έφευγαν!

Κι οι γυναίκες, αδάκρυστες κι ανέκφραστες, στεγνές, σα μάρμαρα, με μαλλιά λυτά, τα μάτια όλο αγάπη κι ευχές γυρισμού, κουνούσαν τα μαντήλια στα χέρια γιομάτες σιωπή.

Κι όλοι όσοι έμειναν πίσω, είχαν στο στόμα τις ευχές, στα μάτια τ’ όραμα της νίκης και στις καρδιές τον ενθουσιασμό.

…Κι έτσι, αφού γιόμισαν τ’ αμπάρια όπλα, γιόμισαν οι καρδιές με θάρρος, γιόμισαν τα πανιά αγέρα κι ευχές, τα καράβια ξεκίνησαν…ξεκίνησαν μεγαλόπρεπα κι αργά – αργά, λες κι οι ματιές αυτών πούμειναν  πίσω τα κρατούσαν σαν αόρατες αλυσίδες δεμένα.

Κι οι γλάροι, γραπωμένοι με μανία στα σκοινιά, λευκοί κι ανήσυχοι, προσπαθούσαν μάταια να τα κρατήσουν.

Στην αρχή η απόσταση έσβησε τα ονόματα απ’ τις πλώρες και τις εκφράσεις απ’ τα πρόσωπα, μετά όσο μάκραιναν, σβήσαν οι φωνές, χάθηκαν οι άνθρωποι, και τέλος έμενε μακρυά ένας σκούρος λεκές από πανιά κι αφρούς. Οι γλάροι τ’ ακολούθησαν όσο μπόρεσαν, μετά όμως γύρισαν πίσω κράζοντας, κάθησαν στους φαγωμένους βράχους  κοιτώντας το πέλαγο, πάντα λευκοί κι ανήσυχοι.

…Και τα καράβια όλο κι έφευγαν, το μάτι αδύνατο, άλλοτε τάχανε κι άλλοτε τάπιανε, κηλίδα ανοιχτόχρωμη στο βάθος της θάλασσας. Και τέλος πέρα, κει που τελειώνει η ματιά, τα καράβια αφήσαν τη θάλασσα και μπήκαν στα σύγνεφα κόβοντας στα δύο τον ορίζοντα.

Πίσω τα κύματα πάλευαν να σβήσουν τ’ ασημένια απ’ τους αφρούς αχνάρια που αφήσαν τα καράβια στο διάβα τους.

…Τα μάτια δεν τάβλεπαν πια, τάβλεπε μόνο η φαντασία, στο μέρος πούκοψαν τον ορίζοντα στα δυό και πέρασαν πίσω του, να σχίζουν μεγαλόπρεπα και σίγουρα τη θάλασσα, κι άκουγαν έτσι αχνά, (μπορεί νάταν κι ο άνεμος), τα τραγούδια τους, τραγούδια άγρια, νίκης και πόλεμου. Κι οι πιο ανυπόμονοι τάβλεπαν νάχουν αρχίσει το πάλεμα και να νικούν.

Κι όταν ο ήλιος άρχισε να βουλιάζει στη δύση, άφησαν το μεγάλο λιμάνι και γύρισαν σπίτια, όχι θλιμμένοι, μόνον ανυπόμονοι, να γυρίσουν τα καράβια να φέρουν τη νίκη!

Κι έμειναν μόνο οι γλάροι στους τρύπιους απ’ την αρμύρα βράχους, πάντα λευκοί κι ανήσυχοι ν’ αγναντεύουν το πέλαγο και τον ήλιο που βούλιαζε αργά…

 

Κι απ’ τ’ άλλο το πρωί άρχισαν να μετρούν τις μέρες που πέρναγαν, γιατί είχαν πει οι γέροι αρχηγοί, πως πριν το φεγγάρι γιομίσει δυό, ή το πολύ τρεις φορές, αυτοί θα γυρίσουν πίσω νικητές, σίγουρα νικητές.

Τόξεραν πως τα καράβια τους θα γυρίσουν με τη νίκη…Τόνιωθαν μέσα τους, τόπαν οι αρχηγοί, το μαρτυρούσαν οι θεοί στις θυσίες, το φώναζε το παρελθόν και τόβλεπαν οι γέροι στα οράματα.

Ναι, τα καράβια θα νικούσαν και θα γύριζαν πίσω κουρασμένα και περήφανα, πριν το φεγγάρι γιομίσει δυό ή το πολύ τρεις φορές.

Όταν γυρίσουν τα καράβια, θάναι κάποιο πρωί ή και κάποιο βράδυ ίσως, δεν έχει σημασία, όλα θα γίνουν να! κάπως έτσι όπως το φαντάζονται…

…Θα φύγουν οι γλάροι μια μέρα ίσως πριν, να τα  υποδεχθούν πρώτοι κάπου στ’ ανοιχτά. Και τότε αυτοί θα καταλάβουν! Εξάλου θα τόχουν νιώσει και μέσα τους πως κάτι θα συμβεί, ή θα τόχουν δει οι γέροι το προηγούμενο βράδυ στ’ όνειρο!

Αν κάτι δικό σου φεύγει ή γυρίζει, το νιώθεις!

Τότε θα κτυπήσουν τα καμπαναριά, θα ξεχυθούν μ’ αλαλαγμούς στο δρόμο για το μεγάλο λιμάνι, ντυμένοι γιορτάσιμα και θα κρατούν αψίδες νίκης, δάφνες και φοίνικες. Οι κοπέλες πάλι μ’ άσπρα, θα κρατούν λουλούδια! Όσοι χωρούν θα μπουν στις ψαρόβαρκες  ή και θα πέσουν στη θάλασσα να τους υποδεχθούν στα ανοιχτά, κι οι άλλοι θα μείνουν στους βράχους με το χέρι αντήλιο κι ακίνητοι, να τους περιμένουν εκεί.

Και θα φανούν…θα φανούν σα σημάδια στον ορίζοντα που σιγά – σιγά θα μεγαλώνουν, θα παίρνουν διαστάσεις και σχήματα…θα γίνουν πανιά, κατάρτια και τέλος καράβια, τα δικά τους καράβια…

Θα μπουν στο λιμάνι, θα βγούν οι στρατιώτες κουρασμένοι και περήφανοι.

Για όσους δεν γύρισαν δε θα κλάψουν…δεν αρμόζει κλάμα στους ήρωες…Και μετά θα γιορτάσουν, και πάνω στο κρασί, μισομεθυσμένοι οι στρατιώτες θα διηγούνται τις νίκες τους την ήττα του εχθρού και το χαμό του…

Και πέρναγε ο καιρός, αργά και μονότονα.

Κάπου – κάπου στο λιμάνι άραζε κάποιο ξένο καράβι, εμπορικό ή ψαράδικο και τότε αυτοί το ρώταγαν, μήπως απάντησε τα καράβια στη ρότα του. Κάποιο τάχε δει που πήγαιναν για το νότο, αργά και σίγουρα, και κάποιο άλλο λίγο αργότερα, τάχε δει από μακρυά, μέσ’ την ομίχλη σαν σκιές, που πήγαιναν να περάσουν τον κάβο με τις μεγάλες φουρτούνες.

…Και το φεγγάρι γιόμισε μια φορά, έγινε πανσέληνος…γιόμισε δυό…τρεις φορές. Αυτές τις μέρες έπρεπε νάρθουν τα καράβια!

Το νησί γιόμισε ένταση κι ανυπομονησία. Ετοίμασαν τις αψίδες και κοιτούσαν τους γλάρους πότε θα ξεχύνονταν για το πέλαγο. Φύγαν πολλές φορές οι γλάροι αλλά πριν προλάβουν αυτοί να χαρούν γύριζαν πίσω, δεν ήταν τα καράβια, ήταν κάποιο σμάρι τ’ αφρού που το κυνήγησαν.

Οι γέροι είχαν δει πολλά ονείρατα στον ύπνο, ονείρατα παράξενα και σκοτεινά, που τα ’ξηγούσαν πάντα με το γυρισμό των καραβιών…

 

Το φεγγάρι γιόμισε τέσσερες…πέντε φορές και τα καράβια ακόμα…Άρχισαν λίγο ν’ ανυπομονούν. Όλοι προσπαθούσαν να ξηγήσουν την καθυστέρηση, κι άλλοι λέγαν πως στο γυρισμό συνάντησαν φουρτούνα κι άργησαν, άλλοι πως οι εχθροί φοβήθηκαν, τράβηξαν πιο νότια κι αυτοί τους κυνήγησαν. Ξεράθηκαν κι οι αψίδες με τις δάφνες και τους φοίνικες, κι αμέσως αυτοί έφτιαξαν άλλες…έπρεπε νάχαν πάντα έτοιμες αψίδες για τους ήρωες που θάρχονταν.

Και πέρναγαν οι μέρες μια – μια, αργόσυρτες.

Είχαν βάλει πάνω ψηλά στο κάστρο έναν δραγάτη ν’ αγναντεύει το πέλαγο και μόλις δει τα καράβια να φωνάξει.

Μπήκ’ ο χειμώνας, κρύος, μουντός, εχθρικός. Κι η θάλασσα που δε φιλιώνει ποτέ μαζί του, άρχισε να τον πολεμά, κι ήταν πάντα, άγρια και φουρτουνιασμένη, άσπρη απ’ το κακό της στ’ ανοιχτά. Οι γλάροι είχαν λουφάξει στις σπηλιές, πάντα λευκοί κι ανήσυχοι. Κι αυτοί σαν σκιές, κάθε πρωί μεσ’ τον αέρα και στις λίγες παγωμένες αχτίνες του ήλιου, κατέβαιναν στο λιμάνι, βάζαν από συνήθειο κιόσκι το χέρι στο μέτωπο και κοίταζαν τον ορίζοντα εκεί στο σημείο που τα καράβια πέρασαν πίσω του. Δε μιλούσαν τώρα, μονάχα περίμεναν καρτερικά γιομάτοι πείσμα. Δε μπορεί, θα γυρίσουν τα καράβια, ίσως κάπου ν’ άραξαν και περιμένουν να κοπάσει ο χειμώνας.

Οι αψίδες μαράθηκαν πολλές φορές, όμως αυτοί πάντα ετοίμαζαν άλλες, κι οι κοπέλες φύλαγαν πάντα λίγα αναιμικά λουλούδια.

 

Δίπλα στο μικρό λιμάνι έμενε πάντα ακίνητο, ριζωμένο στο βυθό το μισοβουλιαγμένο καράβι, με τη πρύμη και το σπασμένο του κατάρτι έξω, μόνο του, αυτό κι η σκούρα αντανάκλαση.

…Ώσπου ένα βράδυ, που τα στοιχειά της θάλασσας είχαν πολύ αγριέψει, αυτό ξαφνικά κουνήθηκε αργά, έκανε μια κουρασμένη προσπάθεια να βγει στον αφρό, πιάστηκε απ’ τα κύματα και κομμάτιασε τις ρίζες που το δέναν στα βράχια. Όμως τα σάπια, πεθαμένα σκαριά του δεν άντεξαν, έτριξαν λίγο και μετά διαλύθηκαν…και το μισοβουλιαγμένο καράβι χάθηκε για πάντα…αυτό κι η σκούρα αντανάκλαση.

Να ένα κακό σημάδι, σκέφτηκαν μερικοί, κι αμέσως διώξαν με θυμό τη σκέψη. Όχι, τα καράβια θα γυρίσουν, περιμένουν μόνο να συχάσει η θάλασσα.

 

Κι ήρθαν οι μέρες οι λιόλουστες στη μέση του χειμώνα, τότε που τα πουλιά γεννούν και μερεύει η θάλασσα.

Κι ένα πρωί…άρχισαν οι γλάροι να κράζουν ξέφρενα, να χτυπούν τα φτερά μανιασμένα και να ορμούν με δύναμη στο πέλαγο. Δεν ήταν ψάρια αυτό που τα τράβηξε, κάτι άλλο σίγουρα θάνιωσαν.

Μέσα τους θέριεψε η ελπίδα, δειλά στην αρχή, αργότερα έντονα, τόσο που έκανε τη καρδιά τους να σφίγγεται και τα μάτια τους να φλογίζουν.

Έτρεξαν στο λιμάνι άντυτοι, ξεχτένιστοι, σύξυλοι, χωρίς στεφάνια και λουλούδια και στήλωσαν τα μάτια τους  στο πέλαγο. Κι έξαφνα, απόκοσμη, έξαλλη, τρομερή, ακούστηκε η φωνή του δραγάτη…

«Καράβια στη θάλασσα».

Για μια στιγμή γίνηκε απόλυτη σιωπή, μόνο για μια στιγμή…μετά άγριες φωνές χαράς και θριάμβου σκέπασαν το νησί. Η χαρά που πριν λίγο ήταν ένα σφίξιμο στη καρδιά, ανέβηκε στα στόματα και γίνηκε κραυγή, γίνηκε γέλιο και κλάμα, γίνηκε τραγούδι τραχύ και άγριο…

Και να…πέρα κει στο σημείο που πριν ένα χρόνο χαθήκαν τα καράβια κάτι άρχισε να μαυρίζει, μικρό στην αρχή, μικρό σαν άστρο…μετά μεγάλωσε, πήρε χρώματα και κίνηση, διασπάστηκε και γίνηκε μια αρμάτα από καράβια…που όλο πλησίαζαν τραβώντας ίσια για το νησί!

Μπόρεσαν και τα μέτρησαν…ήταν ακριβώς όσα έφυγαν, κι είχαν ακριβώς τα ίδια χρώματα, μόνο κάπως ξεπλυμένα, ίσως απ’ το χρόνο.

Έκλεγαν μ’ ένα τρόπο που θύμιζε γέλιο, και γελούσαν με δάκρυα!

Τραγουδούσαν και χόρευαν χορούς ανύπαρκτους, ο ένας φιλούσε τον άλλο άγρια μεθυσμένα, κι όλοι μαζί φώναζαν τα καράβια και τα καλούσαν να τρέξουν πιο γρήγορα!

Κι αυτά όλο πλησίαζαν…πλησιάζαν!

…Τώρα η χαρά τους γίνηκε σιωπή, σιωπή απόλυτη, τόσο που άκουγες να χτυπούν οι καρδιές και να παίζουν στις κόγχες τα μάτια!

…Και ξαφνικά, ενώ τα καράβια ήταν τόσο κοντά τους άρχισαν…ναι…άρχισαν να στρίβουν προς τη δύση αργά και σταθερά.

Πήγαν να γελάσουν! Σίγουρα ήταν παιχνίδι του ματιού, αστείο κακόγουστο της φαντασίας.

Μα όχι! Αυτά εξακολουθούσαν να στρίβουν, ώσπου έστριψαν όλα και τάβλεπαν απ’ το πλάι τώρα. Κι όλα μαζί, τυφλά τόνα πίσω απ’ τ’ άλλο, αργά και σταθερά έφευγαν για τη δύση.

Για μια στιγμή η σιωπή εξακολούθησε. Κι έπειτα απότομα, καρφώθηκαν τα χέρια άγρια προς το πέλαγο, γούρλωσαν τα μάτια, ξεπρόβαλαν μελανές οι φλέβες τους, τεντώθηκαν οι τράχηλοι, κι άγρια φωνή σπαραγμού πετάχτηκε απ’ τα ξερά λαρύγγια!

…Τότε πρόσεξαν τα σημάδια στα πανιά. Δεν ήταν δικά τους σημάδια, ήταν ξένα, βενετσιάνικα!

Ένα – ένα τα καράβια, άρχισαν να χάνονται πίσω απ’ το δεξί κάβο, αργά κι αδιάφορα. Κι οι βενετσιάνικες σημαίες που φαίνονταν τώρα, κυμάτιζαν ψυχρές και περήφανες, ώσπου χάθηκαν. Κι αυτοί βουβοί, σκυφτοί, με γυάλινα μάτια, άφησαν το λιμάνι και γύρισαν σπίτια. Δεν έκλαιγαν…δεν ήταν εξ άλλου παρά ένα κακό όνειρο που πέρασε. Οι γλάροι είχαν γυρίσει κι αυτοί κακόκεφοι στους βράχους τους, πάντα λευκοί κι ανήσυχοι. Κι έπεσε η νύχτα, άγρια, γεναριάτικη…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Καράβια» του Πάνου Κούτσου

Έτσι πέρασε κι ο χειμώνας.

Τα ξένα καράβια δεν τα σκέφτονταν πια, μόνο κάπου – κάπου τα θυμόντουσαν σαν ένα κακό όνειρο, ώσπου τέλος τα ξέχασαν τελείως.

Κι ήρθε η άνοιξη με την ήρεμη θάλασσα, τη γιομάτη ελπίδα. Τώρα έπρεπε νά ρθουν τα καράβια. Πέρασε ο χειμώνας, μαλάκωσαν οι θεοί, ίσιωσε η θάλασσα…τι άλλο περιμένουν τα καράβια; Κι έφτιαξαν άλλα στεφάνια, μ’ ανοιξιάτικα λουλούδια και δάφνες ανθισμένες…μα ξεράθηκαν κι αυτές, μπήκε το καλοκαίρι και τα καράβια ακόμα. Κι αυτοί περίμεναν πάντα με νέα σκέδια υπομονής και νέα στεφάνια!

Δεν μπορεί, θα γυρίσουν τα καράβια, τόσες φορές είχαν νικήσει παλιά, τόσες ευχές τα συνόδεψαν και τόση πίστη είχαν! Δεν μπορεί θα γυρίσουν, θα γυρίσουν νικηφόρα…απλώς συνάντησαν κάτι που δεν πρόβλεψαν κι άργησαν!

 

Και πέρασαν τα χρόνια, χωρίς τα καράβια να φανούν, κι αυτοί πάντα τα περιμένουν. Οι πιο γέροι πέθαναν, αφήνοντας ευχή και κατάρα να περιμένουν οι άλλοι τα καράβια.

 

Κάποτε ήρθε ένα οβρέικο καράβι. Ήταν περαστικό, και όταν το ρώτησαν, τους είπε αδιάφορα πως …ναι, είχε ακούσει για τα Καράβια τους…βούλιαξαν…βούλιαξαν πριν από χρόνια, καθώς περνούσαν το κάβο με τις μεγάλες  φουρτούνες! Δεν τόχαν μάθει; Μάλιστα βούλιαξαν άδοξα, σ’ ένα μέρος που τόσα άλλα καράβια είχαν περάσει πριν και με φουρτούνες πιο άγριες.

Αμέσως τα μάτια αγρίεψαν, γιόμισαν αγανάχτηση και θυμό, και χωρίς να σκέφτονται, άρπαξαν πέτρες και ρόπαλα με χέρια που έτρεμαν από μίσος και κακία, κι ο εβραίος σαν από θαύμα λες γλύτωσε! Και καθώς απομακρυνόταν έντρομος, αυτοί ούρλιαξαν άγρια, κουνούσαν απειλητικά τις σφιγμένες απ’ το θυμό γροθιές, και γιόμισε και γιόμισε η θάλασσα κατάρες, και βλαστήμιες.

Κι ο εβραίος δεν καταλάβαινε!

Τα παιδιά πετροβολούσαν κι αυτά τη θάλασσα, κι οι γλάροι ήταν κουρνιασμένοι μακρύτερα στους τρύπιους βράχους, πάντα λευκοί κι ανήσυχοι. Κι όταν ηρέμησαν κι έλυωσε ο θυμός τους και διαλύθηκαν τα κόκκινα σύγνεφα που σκέπαζαν το μυαλό τους, μετάνιωσαν!

Όχι, ο εβραίος δε φαινόταν κακός, μάλλον αστείο θάθελε να κάνει κι αυτοί το παρεξήγησαν! Θα είδε την αγωνία τους και τους είπε αυτό τ’ αστείο, ίσως για να τους πει μετά πού ακριβώς έχουν αράξει τα καράβια ή πού πολεμούν. Κι αυτοί τον έδιωξαν…έδιωξαν την ευκαιρία να μάθουν πού είναι τα καράβια…

 

Και ο χρόνος έριχνε στη γη τις μέρες του αργά, μάζευε κι έκανε χειμώνες, ή άνοιξες, και μετά μεμιάς τις σκόρπαγε για να φτιάξει με άλλες, καλοκαίρια και φθινόπωρα. Ίδιες οι άνοιξες, ίδια τα καλοκαίρια, ίδιοι κι οι άνθρωποι στο νησί, να περιμένουν τα καράβια να γυρίσουν, και να τοιμάζουν στεφάνια. δεν ήθελαν αγγελιοφόρους, τους έφτανε η ελπίδα, ούτε συμβουλεύτηκαν ποτέ το λογικό, τους έφτανε η πίστη.

Αν το πιστεύεις, αν το νιώθεις δεν είναι δύσκολο να γυρίσουν τα χαμένα καράβια ή και να ξεμαρμαρώσει ένας μαρμαρωμένος βασιλιάς και να φέρει πίσω την πόλη την εφτάλοφη που τούρκεψε…και χάθηκε…και πάει.

Πάνω ψηλά στο κάστρο, δυό δρασκελιές μπροστά απ’ το ολόγιομο φεγγάρι, πέτρωσε λες η σκιά του δραγάτη, τόσα χρόνια ακίνητη ν’ αγναντεύει το πέλαγο. Δυό – τρεις νύχτες πούχε πανσέληνο και η νύχτα τόσο ξεθωριασμένη που μπόραγες και διάβαζες το πέλαγος ανοιχτά, του φάνηκε πως τάδε, λευκές σκιές να κινούνται, κι έβγαλε φωνή…μα δεν ήταν. Ήταν σύγνεφα μαζί με φαντασία, ήταν αγέρας και σκέψεις μαζί…

 

Κάτω στο νησί τοιμάζουν στεφάνια, τα παιδιά παίζουν πόλεμο με ξύλινα σπαθιά κι αδύνατα μπράτσα, κι οι γλάροι πετούν, λευκοί κι ανήσυχοι.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: