Το διήγημα της Πέμπτης: «Φώτο Τορπίλ» του Μουζαφέρ Ιζγκού

Ο Μουζαφέρ Ιζγκού (Muzaffer İzgü) θεωρείται σαν ένας από τους καλύτερους ευθυμογράφους της Τουρκίας. Το ευθυμογράφημα «Φώτο Τορπίλ» είναι από τη συλλογή του “Donumdaki para”.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Φώτο Τορπίλ» του Μουζαφέρ Ιζγκού

Συγγραφέας και εκπαιδευτικός ο Μουζαφέρ Ιζγκού (Muzaffer İzgü) θεωρείται σαν ένας από τους καλύτερους ευθυμογράφους της Τουρκίας. Γεννήθηκε στις 29 του Οκτώβρη 1933 στα Άδανα και έφυγε από τη ζωή στις 26 του Αυγούστου 2017, στη Σμύρνη.

Έχει γράψει 107 βιβλία και σχεδόν διακόσια θεατρικά που μεταδόθηκαν από το ραδιόφωνο. Πριν τη δικτατορία του Εβρέν είχε τιμηθεί με το Βραβείο του Ιδρύματος Τούρκικης Γλώσσας, ενώ έχει αποσπάσει και άλλα βραβεία για το έργο του.

Το ευθυμογράφημα «Φώτο Τορπίλ» είναι από τη συλλογή του «Donumdaki para» (1977). Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος της «Πολιτιστικής» μηνιαίας επιθεώρησης Τέχνης, το 1984, μεταφρασμένο από τον Έρμο Αργαίο.

Μουζαφέρ Ιζγκού – Muzaffer İzgü (1933-2017)

Φώτο Τορπίλ
του Μουζαφέρ Ιζγκού
(μετάφραση: Έρμος Αργαίος)

Αφού εξιστόρησα στον άνθρωπο τα βάσανά μου, με συμβούλεψε να κάνω τα εξής:

—Βάλαχι1, γι’ αυτή τη δουλειά θα πας στο «Φώτο Τορπίλ».

—Δεν κατάλαβα!

—Είπαμε, θα πας στο «Φώτο Τορπίλ»!

—Κύριε ελέησον, τι σχέση έχει η υπόθεσή μου, που δεν προχωράει καθόλου, με το «Φώτο Τορπίλ»;

—Άκουσε αδερφάκι, μην υποτιμάς το φωτογράφο. Δεν ξέρεις πόσες δουλειές διεκπεραίωσε αυτός ο άνθρωπος! Υποθέσεις που εκκρεμούσαν στα κυβερνητικά γραφεία δέκα και δεκαπέντε χρόνια, τις τακτοποίησε αυτός στο άψε-σβήσε!

—Ένας φωτογράφος;

—Μάλιστα, ένας φωτογράφος.

—Αν αγαπάς το θεό σου, μη με δουλεύεις!

—Ορκίζομαι στον Αλλάχ, θα πας και θα του εξιστορήσεις τα καθέκαστα, θα του πεις ότι. έμαθες για τη φήμη του και ζητάς τη βοήθειά του. Όχι πολυλογίες.

Το λέει και μια παροιμία: «Αυτός που πέφτει στη θάλασσα, αγκαλιάζει το φίδι»… Χωρίς καμιά ελπίδα για το αποτέλεσμα της επίσκεψής μου, πήγα σ’ αυτόν το φωτογράφο. Είναι ένα δωμάτιο που δε μοιάζει καθόλου σε φωτογραφείο. Ένα μακρουλό τραπέζι, δίπλα του μια σπασμένη πολυθρόνα και απέναντι της, σε μια γερή καρέκλα, καθισμένος ένας ασπρομάλλης ως πενήντα χρονών… Το απλανές βλέμμα του ήταν στραμμένο σ’ ένα σημείο και ρουφούσε συνέχεια το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι του.

Μόλις μπήκα μέσα του είπα παρακλητικά:

—Βάλαχι σεβαστέ μου κύριε, ζητώ μια βοήθεια για το πρόβλημά μου…

Χωρίς καν να με κοιτάξει:

—Καθήστε, μου είπε. Και αμέσως πρόσθεσε: παίρνω διακόσιες λίρες!

—Αφεντικό, ας τελειώσει η δουλειά μου και σου δίνω τριακόσιες λίρες!

—Φτάνουν οι 200 λίρες!

—Όπως νομίζεις αφεντικό.

Μπήκε μέσα και βγήκε κρατώντας μηχανή με φλας.

—Άιντε μπακαλούμ2 πάμε! πρόσταξε.

—Για πού; δεν τόλμησα να ρωτήσω.

Πρώτα σταθήκαμε έξω από ένα εστιατόριο.

—Έμπα μέσα! είπε.

Μπήκα.

—Κάθισε σε κείνο το γωνιακό τραπέζι!

Μόλις κάθισα στο τραπέζι, ήρθε με μια συνηθισμένη κίνηση το γκαρσόνι, κουβαλώντας πέντε-έξι πιάτα με μεζέδες και ένα μπουκάλι ρακί…

—Μα δεν πεινάω, ούτε πίνω ποτά!

Νευριασμένος ο φωτογράφος:

—Βρε, ποιος σου είπε να φας και να πιείς; Μην ανακατώνεσαι στις δουλειές μου. Σώπασα… Το γκαρσόνι έφερε μισό ποτήρι αϊράνι3 και το έδωσε στο χέρι μου.

—Τι θα το κάνω αυτό;

—Περίμενε λίγο, θα το πιείς!

Αμάν μπε, τι λογής τορπίλη είναι αυτή!

Ο φωτογράφος κανόνισε την απόσταση και ετοίμασε τη μηχανή για ένα ενσταντανέ.

—Τράβηξε λίγο πίσω την καρέκλα! Πήγαινέ την λίγο αριστερά! Ακούμπα στο τραπέζι τον αριστερό σου αγκώνα! Σήκωσε το ποτήρι με το αϊράνι, ακόμα λίγο! Πρότεινε τώρα το ποτήρι προς τα εμπρός! Γκαρσόν, πήγαινε εσύ λίγο αριστερά! Μάλιστα, ταμάμ4… Χαμογέλασε λίγο! Ακόμα πιο πολύ χαμογέλασε! Προσοχή!

Τσιτ… έκανε το φλας, έλαμψε και έσβησε. Λέει ο φωτογράφος:

—Άιντε μπακαλούμ ταμάμ. Μόνο δώσε δέκα λίρες στο εστιατόριο, και πέντε λίρες στο γκαρσόνι!

Φύγαμε απ’ εκεί. Με ρωτάει ο φωτογράφος μας πάλι με το ίδιο σκληρό ύφος:

—Μήπως έχεις μαγιό;

—Όχι, του απάντησα.

—Ν’ αγοράσουμε απ’ εδώ ένα.

—Μ ’ αυτό το κακό χειμωνιάτικα θα πάμε στη θάλασσα;

—Εσύ να μην ανακατεύεσαι!

—Βάλαχι – Μπίλαχι, θα παγώσουμε.

—Σώπα!… Έμπα σ’ αυτό το μαγαζί!

Φύγαμε απ’ εκεί, αφού έσκασα πενήντα λίρες, και τραβήξαμε στην πλαζ Ατάκιοϊ! Μ’ αυτό το κρύο ψυχή δεν υπήρχε στην πλαζ. Λέει ο φωτογράφος:

—Άιντε γδύσου πίσω απ’ αυτή την καμπίνα!

—Μ’ αυτό το κρύο;

—Γδύσου τζάνουμ5. Φόρεσε το μαγιό και βγες έξω!

Αμάν, τι λογής τορπίλη είναι αυτή! Τι σχέση έχει η δουλειά μας με αυτή την τορπίλη στην ακρογιαλιά;

—Αδερφάκι μου, να σε χαρώ αδερφέ μου, δεν καταλαβαίνω τίποτε. Δηλαδή…

—Άιντε αδερφέ μου, κάνε γρήγορα!

Γδύθηκα ενώ τα δόντια μου χτυπούσαν από το κρύο και φόρεσα το μαγιό.

—Και τώρα στην ακρογιαλιά!

—Στ’ αλήθεια θα με χώσεις στη θάλασσα;

—Όχι ολόκληρος τζάνουμ, βάλε τα πόδια σου μόνο, ως τα γόνατα. Φτάνει τόσο!

—Ωχ μανούλα μου!…

—Και τώρα να πιτσιλίσεις το νερό με τα δυο σου χέρια απ’ αυτή τη μεριά!

—Πάγωσα βρε απ’ το κρύο!

—Δοκιμή κάνουμε αδερφέ μου, δοκιμή…

—Να λείψει τέτοια δοκιμή…

—Ταρακούνησε τη θάλασσα λίγο ακόμα, δε φαίνονται τα νερά.

Φτάνει πια, όταν βγω απ’ εδώ, αν δεν πάθω πνευμονία, σίγουρα θα γίνω φθισικός…

—Άιντε μωρέ και ξεπάγιασα!

—Τελειώσαμε τελειώσαμε… Τσικ! Τώρα σήκωσε στον αέρα το δεξί σου χέρι, λύγισέ το κάπως και περπάτα στην αμμουδιά! Δεν πέτυχε! Το χέρι σου λύγισέ το περισσότερο, ακόμα πιο πολύ, χαμογέλασε!

—Προσοχή! Ταμάααμ!…

—Με πέθανες, με πέθανες!

—Και μεις παγώσαμε αδερφέ μου, λες να μην κρυώσαμε κι εμείς;

—Ναι, αλλά σεις είστε ντυμένος…

—Τι να σου κάνει το ντύσιμο, δε βλέπεις το αγιάζι!

Ντύθηκα τρέμοντας από το κρύο.

—Και τώρα που πάμε;

—Στη στάση των ταξί!

Έψαξε και βρήκε ένα ταξί πολυτελείας.

—Έμπα μέσα, μου λέει. Έμπα και κάτσε δίπλα σ’ αυτό το παράθυρο! Ύστερα βάλε στο στόμα σου ένα τσιγάρο!

—Μα αφού δεν καπνίζω!

—Πάρε βρε!

Απόρεσε ο σωφέρ:

—Αφεντικό, μήπως γυρίζετε κανένα φιλμ; Αφεντικό, μα τον Αλλάχ, μπορούμε να κάνουμε και τον κομπάρσο.

Ο φωτογράφος μάλωσε το σωφέρ:

—Εσύ πάρε τα λεφτά σου και άφησε μας ήσυχους.

Κάθισα στη γωνιά και έβαλα ένα τσιγάρο στο στόμα μου.

—Τώρα ρούφηξε λίγο τον καπνό! Δεν τα κατάφερες αφέντη, θα τον ρουφήξεις μέσα σου, βαθιά! Ταμάμ, προσοχή, τραβάω!…

Ο φωτογράφος μας πλησίασε απ’ έξω στο παράθυρο και άναψε το φλας της μηχανής. Δίνοντας δέκα λίρες στο σωφέρ ρώτησα το φωτογράφο:

—Και τώρα πού πάμε;

—Στη ρεματιά του Κεατχανέ!6

Βρήκε και ένα κοντάρι στο δρόμο.

—Καλέ, τι το θες αυτό το κοντάρι;

—Τράβα αδερφέ μου σωφέρ!

Ήρθαμε στην άκρια της ρεματιάς.

—Και τώρα βγάλε παντελόνι και σακάκι!

—Κάνει κρύο!

—Βγάλ’ τα σου λέω!

Πειθάρχησα στη διαταγή και ξεντύθηκα.

—Τώρα χώσε αυτό το κοντάρι στο νερό. Ύστερα εφέντημ, πάρε αυτό το πακέτο με τα τσιγάρα στο αριστερό σου χέρι. Πρότεινέ το έτσι, πρότεινέ το λίγο ακόμα!

Ο άνθρωπος έβγαλε τα παπούτσια του, τράβηξε προς τα επάνω το παντελόνι του και μπήκε στο ακάθαρτο νερό της ρεματιάς, λέγοντας:

—Προσοχή τραβάω! Το χέρι που κρατάς το τσιγάρο κατέβασέ το λίγο ακόμα! Λίγο ακόμα! Τραβάω…

Έλαμψε το φλας και έσβησε… Βρε, τι λογής τορπίλη είναι αυτή, δε βάσταξα και τον ρώτησα:

—Κύριε φωτογράφε, μήπως κατά λάθος ετοιμάζουμε κανένα μυθιστόρημα;

Χωρίς καν να με κοιτάξει στο πρόσωπο, μου είπε ο άνθρωπος:

—Και τώρα κατέβαινε τις διακόσιες λίρες μας!

Του έδωσα τα λεφτά.

—Την Τετάρτη έλα στο φωτογραφείο μου!

Αχ, φύγανε οι 265 λιρίτσες μας. Τι να πούμε, χαλάλι του. Σάμπως είναι εύκολο ο καθένας να κάνει με τέτοιες συνθήκες χειμωνιάτικο μπάνιο;

Την Τετάρτη πήγα χωρίς καμιά ελπίδα στο φωτογραφείο. Ο φωτογράφος μας είχε πάλι την ίδια πόζα…

—Κάτσε, μου είπε.

Ύστερα, έβγαλε απ’ το συρτάρι πέντε φωτογραφίες και μου τις έδωσε. Με το να κοιτάζω τις φωτογραφίες, έλαχε σε μένα να σπάσει και το άλλο πόδι της καρέκλας, καθώς πετάχτηκα ξαφνιασμένος στον αέρα.

—Βρε τι είναι αυτά;

—Τορπίλες αδερφέ μου.

Στην πρώτη φωτογραφία, τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με τον Ντέμιρελ7· στη δεύτερη φωτογραφία τού ρίχνω νερό στο πρόσωπό του· στην τρίτη φωτογραφία πιασμένοι αγκαζέ, κόβουμε βόλτες στην αμμουδιά· στην τέταρτη φωτογραφία είμαστε μέσα σ’ ένα αμάξι και μου ανάβει το τσιγάρο· στην πέμπτη φωτογραφία ψαρεύουμε στην ακροποταμιά και του προσφέρω τσιγάρο.

—Θα με κρεμάσουν καλέ! φώναξα.

Χαμογελώντας αρχικά ο φωτογράφος έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου μερικές φωτογραφίες. Αφού σκέπασε ένα τμήμα της φωτογραφίας, με ρώτησε:

—Για κοίταξε μπακαλούμ, ποιος είναι αυτός;

—Εσύ είσαι, του απάντησα. Με αμφίεση μάλιστα πεχλιβάνη8

—Κι αυτός εδώ δίπλα μου;

—Άαα, βάλαχι ο Ινονού9. Πω πω πωωω, κι αυτός είναι ντυμένος παλαιστής, έτοιμοι να παλέψετε!

—Αμέ, τι νόμισες; Για κοίτα κι αυτήν!

—Κύριε ελέησον, πάλι μαζί με τον Ινονού, παίζετε αυτή τη φορά καρπαζιές!

—Αυτή εδώ, τι σου λέει;

—Πάλι με τον Ινονού, καθόσαστε στο χαμάμ.

—Κοίταξε κι αυτήν:

—Βάλαχι, μωρέ, πάλι παρέα με του Ινονού, χορεύετε καρσιλαμά τσιφτετέλι!…

—Έτσι που λες αρκαντάς10, εγώ στην εποχή του Ινονού μ’ αυτές τις φωτογραφίες άνοιξα πολλές κλειστές πόρτες και έσπασα πολλές κλειδαριές. Βάλε και συ γνώση και άνοιξε τις πόρτες που σου είναι κλειστές!…

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Βάλαχι: Για όνομα του θεού.

2.Μπακαλούμ: Να δούμε.

  1. Αϊράνι: Ξυνόγαλο.
  2. Ταμάμ: Εντάξει.

5.Τζάνουμ: Καλέ μου, ψυχή μου.

6.Κεατχανέ: Εξοχική τοποθεσία στο μυχό του Κερατίου Κόλπου της Πόλης.

7.Ντεμιρέλ: Τέως πρωθυπουργός.

8.Πεχλιβάνης: Παλαιστής.

9.Iνονού: Συνεργάτης του Κεμάλ Ατατούρκ, τέως πρόεδρος δημοκρατίας.

10.Αρκαντάς: Φίλε.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: