Το παραμύθι της σκάλας

Αφιερώνεται σ’ όλους εκείνους που θα πουν: «Αυτό δεν αφορά εμένα».

Το παραμύθι της σκάλας

Αφιερώνεται σ’ όλους εκείνους που θα πουν: «Αυτό δεν αφορά εμένα».

Χρίστος Σμυρνένσκυ

Το παραμύθι της σκάλας

– Ποιος είσαι συ;

– Είμαι πληβείος απ’ τη γέννα μου κι όλοι οι δυστυχισμένοι αδέρφια μου είναι. Τι άσχημη που είναι η γη, πόσο βασανισμένοι οι άνθρωποι!

Έτσι μιλούσε ένας νέος με φλογισμένο μέτωπο και με τις γροθιές σφιγμένες. Στεκότανε με το κορμί στητό μπροστά σε μια σκάλα.. Μια σκάλα μεγάλη από κάτασπρο μάρμαρο με ρόδινες φλέβες. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μακριά, εκεί όπου σαν τα θολά κύματα ενός φουσκωμένου ποταμιού βογκούσαν τα γκρίζα πλήθη της δυστυχίας. Ταράζονταν, κόχλαζαν ξαφνικά, ένα δάσος από μαύρα ξεραμένα χέρια υψωνόταν στον ουρανό, ένας  κεραυνός από αγανάχτηση κι οργισμένες κραυγές ξέσκιζε τον αγέρα κι έπειτα ο αντίλαλος όλων αυτών έσβηνε αργά-αργά  και πένθιμα σα μακρινό κανονίδι.

Τα πλήθη μεγάλωναν, ζύγωναν μέσα σε σύννεφα κίτρινης σκόνης. Και πάνω σ’ αυτό το φόντο με τη σταχτιά ομοιομορφία άρχισαν να ξεχωρίζουν όλο και πιο καθαρά τα κορμιά. Να, προχωρούσε μπροστά ένας γέρος σκυφτός ως τη γη σα να γύρευε τη χαμένη νιότη του… Απ’ το κουρελιασμένο ρούχο του κρατιόταν ένα ξυπόλητο κοριτσάκι, που κοίταζε τη μεγάλη σκάλα με τα αθώα γαλάζια μάτια του. Την κοίταζε και χαμογελούσε. Πίσω τους έρχονταν κουρελοντυμένα πλήθη, σκυθρωπά κι αχαμνά, πετσί και κόκαλο. Τραγουδούσαν όλοι μαζί ένα αργό μοιριολόι. Κάποιος σφύριζε και το σφύριγμά του έμοιαζε σαν στρίγγλισμα. Ένας άλλος είχε τα χέρια χωμένα στις τσέπες, γέλασε δυνατά με τη βραχνή φωνή του κι η λάμψη της τρέλας άστραφτε μες στα μάτια του.

– Είμαι πληβείος απ’ τη γέννα μου κι όλοι οι δυστυχισμένοι αδέρφια μου είναι. Η γης είναι άσχημη κι οι άνθρωποι βασανισμένοι. Ε, σεις εκεί πάνω!…

Έτσι μιλούσε ένας νέος με φλογισμένο μέτωπο και με τις γροθιές σφιγμένες απειλητικά.

– Τους μισείς εκείνους εκεί πάνω; Ρώτησε ο διάβολος κι έσκυψε ύπουλα κατά το μέρος του νέου.

– Εκείνοι οι βασιλιάδες και ηγεμόνες θα μάθουν τι θα πει δικιά μου εκδίκηση! Θα πάρω ανελέητο γδικιωμό για τ’ αδέρφια μου. Για τ’ αδέρφια μου που το πρόσωπό τους έχει το χρώμα της άμμου και που το παράπονό τους είναι πιο κακοσήμαδο απ’ τις χιονοθύελλες του Δεκέμβρη. Κοίτα τη γυμνή σάρκα τους που ματώνει. Άκου τα βογγητά τους. Θα πάρω γδικιωμό γι’ αυτούς! Άσε με να περάσω.

Ο διάβολος χαμογέλασε.

– Εγώ είμαι εδώ για να φυλάω αυτούς κει πάνω και δεν θα τους προδώσω δίχως ανταλλάγματα.

– Δεν έχω χρυσάφι. Δεν έχω τίποτα που να μπορεί να σε πλανέψει… Είμαι ένα θεόφτωχο παιδί… Πρόθυμα όμως θα θυσίαζα το κεφάλι μου!

Ο διάβολος χαμογέλασε πάλι.

– Δε σου γυρεύω πολλά. Δεν έχεις παρά να μου δώσεις την ακοή σου.

– Την ακοή μου; Με μεγάλη μου χαρά… Ας μην ακούω πια. Ας…

– Δε θα πάψεις ν’ ακούς, τον καθησύχασε ο διάβολος και παραμέρισε απ’ το δρόμο του. «Ορίστε, πήγαινε!»

Ο νέος ρίχτηκε κατά μπρος κι ανέβηκε μονομιάς τρία σκαλοπάτια. Αλλά τον έπιασε πάλι το μαλλιαρό χέρι του διαβόλου.

– Στάσου! Ακούς τώρα το βόγγο των αδερφιών σου κάτω;

Ο νέος σταμάτησε και στύλωσε τ’ αυτί.

– Περίεργο πράμα! Πώς γίνεται κι άρχισαν ξαφνικά να τραγουδάνε εύθυμα τραγούδια; Και τί σημαίνει αυτό το ξέγνοιαστο γέλιο;…

Ρίχτηκε πάλι κατά μπρος αλλά ο διάβολος τον συγκράτησε.

– Για ν’ ανέβεις άλλα τρία σκαλιά πρέπει να μου δώσεις την όρασή σου.

Ο νέος έκανε μιαν απελπισμένη χειρονομία.

– Μα τότε δεν θα μπορώ να βλέπω ούτε τ’ αδέρφια μου, ούτε εκείνους που πηγαίνω να εκδικηθώ!

– Δεν θα πάψεις να βλέπεις. Θα σου δώσω μια καλύτερη όραση. Έτσι ο νέος ανέβηκε άλλα τρία σκαλιά και κοίταξε χαμηλά. Ο διάβολος του λέει:

– Κοίτα πώς ματώνουν οι γυμνές σάρκες τους.

– Κύριε ελέησον! Τι παράξενο πράμα! Πώς μπόρεσαν τόσο γρήγορα να ντυθούν έτσι καλά; Οι σάρκες τους δε ματώνουν. Είναι σκεπασμένες με κατακόκκινα τριαντάφυλλα!…

Για κάθε τρία σκαλιά που ανέβαινε ο νέος, ο διάβολος έπαιρνε τη μικρή ξαγορά του. Κι ο νέος προχωρούσε διαρκώς. Ήταν έτοιμος να τα δώσει όλα αρκεί να έφτανε εκεί πάνω για να μπορέσει να εκδικηθεί τους απαίσιους βασιλιάδες και ηγεμόνες.

– Είμαι πληβείος από τη γέννα μου κι όλοι οι δυστυχισμένοι…

– Νεαρέ μου, σου μένει τώρα ένα μονάχα σκαλοπάτι. Μόνο ένα σκαλοπάτι ακόμα και θα μπορέσεις να εκδικηθείς. Αλλά γι’ αυτό το σκαλοπάτι παίρνω πάντα τα διπλά. Δώσε μου την καρδιά σου και τη μνήμη σου!

Ο νέος άνοιξε τα χέρια του απελπισμένος.

– Την καρδιά μου! Όχι, είναι πολύ άσπλαχνο.

– Δεν είμαι τόσο άσπλαχνος. Θα σου δώσω σ’ αντάλλαγμα μια καρδιά χρυσή και μια καινούργια μνήμη. Αν αρνηθείς, δεν θα μπορέσεις ποτέ να διαβείς αυτό το σκαλοπάτι και δεν θα μπορέσεις ποτέ να πάρεις γδικιωμό για τα αδέρφια σου. Τ’ αδέρφια σου που το πρόσωπό τους έχει το χρώμα της άμμου και που το παράπονό τους είναι πιο κακοσήμαδο απ’ τις χιονοθύελλες του Δεκέμβρη.

Ο νέος κοίταξε τα πράσινα μάτια του διαβόλου που ήταν γεμάτα ειρωνεία.

– Μα θα είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος. Εσύ μου παίρνεις ό,τι ανθρώπινο έχω!

– Το αντίθετο. Θα είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος απ’ όλους τους ανθρώπους. Λοιπόν, είσαι σύμφωνος; Μονάχα την καρδιά σου και τη μνήμη σου…

Το πρόσωπο του νέου σκοτείνιασε. Έγινε σκεφτικό και σταγόνες ιδρώτα έλαμψαν πάνω στο συνοφρυωμένο μέτωπό του. Έσφιξε οργισμένα τις γροθιές του κι άφησε να βγει η φωνή μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια του:

– Ας είναι! Παρ’ τες!

Και με τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν στον αγέρα, μανιασμένος σαν καλοκαιριάτικη καταιγίδα, διάβηκε το τελευταίο σκαλί. Είχε φτάσει πια στην κορφή. Ξάφνου, το πρόσωπό του ξαστέρωσε. Μια μαλακή και γλυκιά λάμψη φώτισε τα μάτια του. Οι γροθιές του ξεσφίχτηκαν. Έριξε μια ματιά στους ηγεμόνες που γλεντοκοπούσαν κι έπειτα κοίταξε κάτω, όπου το σκυθρωπό και κουρελοντυμένο πλήθος ούρλιαζε και καταριόταν. Όμως μήτε ένας μυς δεν σάλεψε κάτω απ’ το δέρμα του. Το πρόσωπό του έμεινε γαλήνιο, χαρούμενο, ικανοποιημένο. Έβλεπε κάτω τα πλήθη να είναι ντυμένα με πλούσια φορέματα και τα βογκητά τους είχαν μεταβληθεί σ’ εύθυμα τραγούδια.

– Ποιος είσαι συ; Τον ρώτησε η βραχνή και δολερή φωνή του διαβόλου.

– Είμαι ηγεμόνας απ’ τη γέννα μου κι αδέρφια μου είναι οι Θεοί. Τι όμορφη που είναι η γη και πόσο ευτυχισμένοι οι άνθρωποι!

Του Χρίστου Σμυρνένσκυ
Μετάφραση: Κώστας Κουλουφάκος
Από την Επιθεώρηση Τέχνης (τ. 11-12/1957)

(Εικόνα: Έργο του Ουκρανού ζωγράφου Μίκολα Πιμονένκο)

 

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: