Ο λαός που δε διάλεξε τις αλυσίδες, δεν είχε εκείνη την ημέρα όπλα…

Στην Ομόνοια και στο Σύνταγμα, στους μεγάλους δρόμους, στις παρόδους, που πέφτουν μέσα και βροντάν σαν κρεμαστά ποτάμια, βράζει θυμός γίγαντα που πάλαιψε με θηρία και πάνε τώρα να του τη σκάσουν τζουτζέδες. Καταλαβαίνει ότι συνωμοτούν να τον διπλώσουν σε σκοτεινά παιχνίδια κ’ η αγαθή ψυχή μαζεύει σύννεφα, γίνεται πηχτός ουρανός έτοιμος να ρίξει φωτιές…

Ο λαός που δε διάλεξε τις αλυσίδες, δεν είχε εκείνη την ημέρα όπλα…

«Όταν ο λαός βρίσκεται εμπρός στον κίνδυνο της τυραννίας, δεν του μένει να διαλέξει παρά ή τις αλυσίδες ή τα όπλα!»- είναι το πελώριο σύνθημα που κρατάν στην κεφαλή της φάλαγγας και πιάνει το πλάτος όλου του δρόμου. Είναι και πελώρια κραυγή, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δεν αφήνουν να σιγήσει: Ή τις αλυσίδες ή τα όπλα! Ο λαός όμως που δε διάλεξε τις αλυσίδες, δεν είχε εκείνη την ημέρα όπλα…

Οι δρόμοι έχουν γιομίσει αόπλους. Πάλι η πλατεία του Συντάγματος φουσκώνει, κι άλλη μια φορά πάει ο Κοσμάς πάνω σε κύματα βραχνιασμένος και φλογισμένος. Η εικόνα τού είναι πολύ γνώριμη – αυτά τα συνωστισμένα πλήθη των έξαλλων, όπως κι ο ίδιος, ανθρώπων, το σκοτεινιασμένο δάσος με τα κοντάρια και τις σημαίες, με τις σφιγμένες γροθιές, με τα ορμητικά σαν άνεμοι τραγούδια. Κι άλλες φορές έχει περάσει μέσα από αυτή τη φωτιά της οργής, αποφασισμένος για όλα, κι όμως να τώρα που τα ζει από την αρχή, όπως ζει κανείς από την αρχή κάθε φορά τον πόλεμο, τις στιγμές που γίνονται οι μεγάλες καταστροφές κ’ οι μεγάλες δημιουργίες. Όλοι αυτοί σήμερα που κατακλύζουν τους δρόμους έχουν αποχτήσει την ίδια ηλικία ζωής και την ίδια ηλικία αγώνων. Ζουν τα γεγονότα με τη συγκίνηση της πρώτης φοράς και αισθάνονται ότι εδώ τώρα ή θα τους φτιάξουν τη μεγάλη καταστροφή ή θ’ ανοίξουν οι ίδιοι το δρόμο για τη μεγάλη δημιουργία. Στην Ομόνοια και στο Σύνταγμα, στους μεγάλους δρόμους, στις παρόδους, που πέφτουν μέσα και βροντάν σαν κρεμαστά ποτάμια, βράζει θυμός γίγαντα που πάλαιψε με θηρία και πάνε τώρα να του τη σκάσουν τζουτζέδες. Καταλαβαίνει ότι συνωμοτούν να τον διπλώσουν σε σκοτεινά παιχνίδια κ’ η αγαθή ψυχή μαζεύει σύννεφα, γίνεται πηχτός ουρανός έτοιμος να ρίξει φωτιές…

– Καταραμένη Αγγλία! φώναξε ένας παπούς με άσπρο γένι στην Ομόνοια, οι άλλοι όμως, πολύ νεώτεροί του, τρέξαν και του έκαναν την παρατήρηση πως δεν έπρεπε να τα λέει αυτά και γίνεται πρόκληση των συμμάχων.

Το κάτασπρο γένι σάλεψε μια πάνω, άλλη κάτω:

– Εχ, μωρέ παιδιά…εμένα από το ενενηνταεφτά καίγεται η γούνα μου!

– Όχι, όχι! φώναξε ένας νέος. Είπαμε ότι δεν θα προκαλέσουμε κανέναν!

Ο νέος είχε κακιώσει. Φέρθηκε βίαια, ζητούσε να εξοστρακιστεί ο γέρος από τη φάλαγγα. Ο Σπύρος γνώριζε αυτό το παιδί, το φώναξε να πλησιάσει:

– Δεν κάνει, Πυγμαλίων, να μιλάμε έτσι στους παπούδες.

Ο Πυγμαλίων κοκκίνησε και δεν ξαναφώναξε το γέρο, αλλά κι ο γέρος έβαλε γνώση και δεν ξαναφώναξε για την Αγγλία. Φώναξαν όμως άλλοι. Σχεδόν αμέσως μετά το μικροεπεισόδιο αυτό, κάτω προς τα πεζοδρόμια της οδού Πειραιώς ακούστηκαν φωνές:

– Κάτω ο δολοφόνος Σκόμπυ!

Ο Κοσμάς έτρεξε μαζί με άλλους να δουν τι γίνεται και να καταπραΰνουν τους οξύθυμους – αυτοί ήταν Πειραιώτες που πηδούσαν από αυτοκίνητα με δεμένα κεφάλια. Λίγες ώρες πριν, ενώ ξημέρωνε στον Υμηττό μέσα από κόκκινα σύννεφα η Κυριακή, οι Πειραιώτες που ανέβαιναν με τις σημαίες είδαν ξαφνικά στο Ρουφ να ξεβράζει το σκοτάδι νάνους της Ουγκάντας, Αράπηδες και Ινδούς που έπεσαν απάνω τους τσακίζοντας κεφάλια με τα ρόπαλα…Οι Πειραιώτες έφτασαν δεμένοι με ματωμένα μαντήλια, με εκχυμώσεις στα σώματά τους. Ήταν αγριεμένοι κ’ επιμέναν να κραυγάζουν κατά του Σκόμπυ και των Άγγλων.

«Ήσυχα! Ήσυχα!…» – προσπαθούσαν αυτοί εδώ να τους ησυχάσουν. «Ήσυχα!» – δοκίμασε να πείσει μερικούς κι ο Κοσμάς και πολλές φορές εκείνο το πρωί θυμήθηκε τη στιχομυθία που είχε με το Μιλ στον Αστρά τις πρώτες φιλικές μέρες, όταν του είπε ότι η Ελλάδα, που πολέμησε στην Αλβανία κ’ έκαμε αυτή τη λαμπρή Αντίσταση, δε θα δεχόταν να της περάσουν κατόπιν οι Άγγλοι χαλκά. «Μα και η αυτοκρατορία; είχε απορήσει ο Μιλ. Μήπως λοιπόν νομίζεις ότι έκαμε αυτό το σκληρό πόλεμο για να χάσει τη Μεσόγειο; Δε θα γίνει αυτό, το καλύτερο είναι να βρεθεί συμβιβαστική λύση». Συμβιβαστική λύση – ήταν η επίμονη επιδίωξη που ζητήθηκε με πολλούς τρόπους και με πολυαιώνια πείρα και στο τέλος έγινε. Οι συμφωνίες είχαν υπογραφεί κι ο λαός δε ζητούσε σήμερα τίποτα άλλο από την τήρηση αυτών των συμφωνιών. «Τη συμβιβαστική λύση, που κάποτε σκεφτόμαστε αν θα την δίναμε», σκεφτόταν ο Κοσμάς.

Πνίγοντας κραυγές της λογικής, τη μαρτυρική πείρα ενός αιώνα που φώναζε, ζεστές πληγές, σπασμένα εκείνο κιόλας το πρωί κεφάλια – ο λαός πήγαινε δίχως  όπλα. Απαιτούσαν να τηρηθούν οι συμφωνίες.

Ο Κοσμάς κοιτούσε εκεί που του έδειχνε ο Σπύρος – στην οδό Πανεπιστημίου καινούργια φάλαγγα έμπαινε από τα Εξάρχεια έχοντας εμπρός πελώριο σύμβολο: γυναικεία μορφή που έβγαινε μέσα από μαύρα κρέπια. Σκληρή και αποφασισμένη κατέβαινε αργά πάνω από τη διαδήλωση, επιβλητική, σαν ένα τέμπλο εκκλησίας.(…)

Είχαν πάρει τη στροφή και προχωρώντας σιγά – σιγά και σπρώχνοντας βγαίναν επιτέλους στην πλατεία. Ο χώρος φάνηκε για μια στιγμή ελέυθερος, ένιωσαν λίγη ευρυχωρία. Τρέξαν λίγο και πάλι στριμώχτηκαν, το μέρος πιο μπροστά ήταν μπουκωμένο και κολλούσαν τώρα κι αυτοί πάνω σε άλλους για να κάνουν χώρο ώστε να χωρέσουν κ’ εκείνοι που έρχονταν αδιάκοπα. Μια βοή στριμωγμένη κι αυτή – τραγούδια, κραυγές, οι τηλεβόες, νερά που μαζεύονταν να καβαλήσουν φράγμα – ανέβαινε και κρεμόταν ψηλά σα να μπουμπούνιζε πίσω από τα χαμηλά σύννεφα. Αισθάνονταν ίλιγγο να κοιτάν κάτω την πλημμυρισμένη πλατεία που φούσκωνε κι άφριζε και ν’ ακούν τη βοή της.

– Τα παιδιά! άκουσε ξαφνικά ο Κοσμάς την ανήσυχη φωνή της κυρίας Αθηνάς, που άφησε τη Γιάννα και φώναζε τον άντρα της.

Αυτός, προχωρημένος μαζί με τους, δεν την άκουσε. Η κυρία Αθηνά ξαναφώναξε και προχώρησε σπρώχνοντας για να τον φτάσει. Κάτι θέλησε να της πει, για να την ησυχάσει. Ένιωσε όμως το χέρι της Γιάννας που πιάστηκε σφιχτά από πάνω του. Την είδε πολύ χλωμή. Την έπιασε προσεχτικά από τη μέση, όλο το σώμα της αφηνόταν βαρύ απάνω του.

– Έλα να την βγάλουμε εκειδά στην άκρη, θα της περάσει, είπε ο Σπύρος που είχε κι αυτός αντιληφθεί κ’ έπιασε τη Γιάννα από τα χέρια.

Έτσι αυτοί την τραβούσαν στην άκρη, κάποια γυναίκα τη χτυπούσε στο πρόσωπο για να συνέλθει, ο κόσμος άνοιγε λίγο δρόμο και βοηθούσε και ξαφνικά δίχως ν’ ακουστεί ακόμη τίποτα, ένιωσαν ότι απάνω τους έσπαζε δυνατό κύμα. Η πίεση τούς έκλεινε από παντού κι ο Κοσμάς, προσπαθώντας να προβάλει αντίσταση και γυρίζοντας να δει τι γινόταν, αντιλήφθηκε εκεί πιο πέρα την κυρία Αθηνά που τίναζε τα χέρια ψηλά.  Ακούστηκαν κάποιες κραυγές ανθρώπων που πνίγονταν και ψηλά, πάνω από τα κεφάλια τους, αντήχησε ο ρυθμικός κρότος που το γυμνασμένο αυτί τον έπιασε αμέσως.

– Μας βάζουν! φώναξε στο Σπύρο, ενώ κάποιο πρόσωπο χτυπούσε στο μέτωπό του κι άγνωστα άσπρα μάτια έβλεπε να έρχονται απάνω του, κολλητά στα δικά του.

Άλλο κύμα τούς πήρε κ’ έτσι που κρατούσαν και οι δυό τη Γιάννα βρέθηκαν πεταγμένοι στο πεζοδρόμιο, απάνω στον τοίχο. Πίσω άκουγε κραυγές, πάνω στην άσφαλτο, που στριφογύριζε, αντιλήφθηκε πεσμένους ανθρώπους. Η εικόνα έτρεμε, τα σχήματα ήταν θαμπά και τρέχαν βουΐζοντας…

Ξανάπιασε τον κρότο των πολυβόλων. Η πρώτη εικόνα που πρόβαλε καθαρή ήταν ο γνωστός γέρος που ερχόταν τρέχοντας να πιάσει κι αυτός τον τοίχο. Λίγα βήματα πιο πέρα σταμάτησε. Τον είδαν να πέφτει στα γόνατά του, ύστερα άπλωσε τα χέρια και ξάπλωσε μαλακά, δίχως να ακουστεί, σα νάπεφτε σε στρώμα. Η Γιάννα έβλεπε με εξογκωμένα μάτια και κάτι ρωτούσε φωνάζοντας τον Κοσμά, αυτός της έκλεισε με το χέρι του τα μάτια. Στο μάγουλο του Σπύρου είδε αίματα.

– Ναι, κάτι ένιωσα να με καίει εδώ, είπε ο Σπύρος ψάχνοντας το μάγουλό του.

Οι σφαίρες θρυμμάτιζαν την άσφαλτο και τα θραύσματα τινάζονταν στον τοίχο.

– Ξαπλώστε κάτω! – ο Κοσμάς έρριξε χάμω σπρώχνοντας προσεχτικά τη Γιάννα.

Έπεσαν όλοι στις πλάκες κι άκουγαν τα πολυβόλα που χτυπούσαν. Δίπλα τους κάποιος πετάχτηκε. Τον είδαν να σηκώνεται και να πηγαίνει στον ανοιχτό δρόμο. Ο Σπύρος άπλωσε το χέρι, τον έπιασε από το παλτό και τον κρατούσε. Ήταν ο άντρας της κυρίας Αθηνάς.

– Μη! του φώναξαν από το πεζοδρόμιο. Πίσω, έλα πίσω!…

– Αυτός τινάχτηκε κ’ ελευθερώθηκε. Σηκώθηκε πολύ ψηλός πάνω από τους ξαπλωμένους ανθρώπους και τον έβλεπαν να προχωρεί σαν όρθιο δέντρο στη μέση θερισμένου κάμπου. Όσο που τον ξάπλωσαν κάτω κι αυτόν με μια ριπή πολυβόλου από τα παράθυρα…

Μέσα από τους πολυβολισμούς, που σταματούσαν και ξανάρχιζαν, έφτανε κ’ η βοή του συγκεντρωμένου πλήθους κάτω στην πλατεία, των άλλων που σταμάτησαν πιο πίσω. Οι κραυγές, που δεν τις είχαν αφήσει ν’ ακουστούν το πρωί, ξεσπούσαν τώρα κι από την πλατεία κι από το δρόμο, όλοι ζητούσαν όπλα και θάνατο στους δολοφόνους.

– Σήκω, Κοσμά, είπε ο Σπύρος, και να τραβάμε πίσω τον κόσμο γιατί αυτοί θα μας μακελέψουν όλους. Πιο πίσω, δίχως να σκορπίζουμε.

Πιο κάτω κάποιος νέος ήταν ανεβασμένος σε παράθυρο και φώναζε με τον τηλεβόα: «θάνατος στους δολοφόνους!». Ο Κοσμάς τον τράβηξε από το πόδι.

– Με τους τηλεβόες δε σκοτώνουν, παιδί μου, είπε στο νέο ο Σπύρος. Φώναξε να τραβιέται πίσω ο κόσμος, χωρίς να σκορπάμε, χωρίς πανικό…

Ο νέος σήκωσε τον τηλεβόα του. Η φωνή του βούλιαξε μέσα σε ξαφνικό βουητό – πολύ χαμηλά, πάνω από τις στέγες των σπιτιών πέρασαν αεροπλάνα. Μια τριάδα…δεύτερη…Τ’ αεροπλάνα πήγαιναν και γύριζαν, ανέβαιναν ψηλά και ξανακατέβαιναν πέφτοντας απάνω στον κόσμο – γύπες με τα φτερά ανοιγμένα. Κατέβαιναν μουγκρίζοντας κι ανέβαιναν με πολυβόλα που κροτάλιζαν. Οι άνθρωποι πέφταν χάμω, κλείναν τα μάτια να μη βλέπουν, γυναίκες έσκουζαν, μικρά παιδιά κλαίγαν – άοπλος κι ανυπεράσπιστος λαός, ανοιχτός κι ακάλυπτος κάτω από τα πυρά, πλήθος μαλακές ζωές, γυμνές, δίχως όστρακο.

Ύστερα, από τ’ ανάκτορα φάνηκαν να έρχονται τα θωρακισμένα άρματα, τα μεγάλα τανκς « Ουΐνστων Τσώρτσιλ». Αράπηδες και νάνοι κοιτούσαν κατάμαυροι με σκοτεινό βλέμμα ψηλά από τους πύργους, ανίδεοι άνθρωποι από τυραννισμένα μέρη πηδούσαν κάτω από τ’ άρματα, σήκωναν τα όπλα τους, σκύφταν και παραμέριζαν  τους χτυπημένους κι άνοιγαν  με ματωμένα χέρια δρόμο για να περάσει η τυραννία κ’ εδώ…

Τα θωρακισμένα άρματα κατέβαιναν κι ο δρόμος έτριζε και υποχωρούσε κάτω από τις βαριές αλυσίδες. Τα πολυβόλα από τους πυργίσκους βροντούσαν…

Τα σπιτφάιρ ψάχνουν και τρομοκρατούν την πόλη, τα θωρακισμένα κάνουν περιπολίες στους δρόμους και διαλύουν τα πλήθη. Ο στρατηγός Σκόμπυ, αναγνωρισμένος αρχηγός πάνω σε Άγγλους και Έλληνες, βγάζει διαταγές – στην Αθήνα και στον Πειραιά κηρύσσεται ο στρατιωτικός νόμος, ορίζονται τα στρατοδικεία που θα δικάσουν σκληρά τους παραβάτες. Ο ΕΛΑΣ καλείται να καταθέσει τα όπλα. Να παραδώσει τα όπλα του κι ο πληθυσμός.

Στο Μέγαρο, που είναι τα γραφεία του ΕΑΜ, πάνω από έναν πελώριο αντάρτη με γένεια και φυσεκλίκια που στέκεται κι αγναντεύει την πλατεία Κλαυθμώνος , παρουσιάζεται το μεγάλο σύνθημα:

«Όταν ο λαός βρίσκεται εμπρός στον κίνδυνο της τυραννίας, δεν του μένει να διαλέξει παρά ή τις αλυσίδες ή τα όπλα!».

Οι αλυσίδες έχουν απορριφτεί, τα όπλα ακόμη δε φάνηκαν.

Αργά το βράδυ ο Κοσμάς πήγε στην εφημερίδα. Το τυπογραφείο φρουρείται με ισχυρή φρουρά. Ο Σπύρος διαβάζει μια ανακοίνωση που πάει για το αυριανό φύλλο: «…Ελπίζουμε ότι οι συμμαχικές κυβερνήσεις μαζί κ’ η ίδια η υπεύθυνη βρεταννική κυβέρνηση θα αποδοκιμάσουν τις θλιβερές ενέργειες των κ.κ Λήπερ και Σκόμπυ. Να φύγει η κυβέρνηση των δοσιλόγων. Να σχηματιστεί αμέσως μια γνήσια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας, χωρίς δοσίλογους, χωρίς προδότες, χωρίς δολοφόνους!…»

– Το ορθότερο για μένα θα ήταν αυτό! είπε ένας από τους συντάχτες τραβώντας με την επιδεμένη απαλάμη του σταυρό πάνω στην ανακοίνωση. Και να ’βγει αμέσως τώρα η εφημερίδα με μια μόνο φράση: Πολίτες της Αθήνας κι όλοι οι Έλληνες – στη μάχη!…Αυτό μόνο, τίποτ’ άλλο!

Μιλούσε νευρικά, ήταν γέρος κ’ έτρεμε.

– Να δούμε…να δούμε, έλεγαν οι άλλοι. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ύστερα απ’ ό,τι έγινε, αυτή η τρισάθλια κυβέρνηση θα παραιτηθεί…Τόσο αίμα τη βαραίνει…

Ο συντάχτης δεν ήταν ικανοποιημένος από την απάντηση, δεν πίστευε ότι θα δινόταν αυτή η λύση. Δεν μίλησε όμως. Ίσως γιατί επιθυμούσε κι αυτός μια λύση δίχως άλλα αίματα και ευχόταν να έχει λάθος…

(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου “Νύχτες και Αυγές. Τα βουνά”, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1964)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: