Ο αλύγιστος

Η ανακοίνωση του κόμματός ου περί αποκηρύξεώς μου είχε σκοπό να προφυλάξει το κόμμα από έναν υποτιθέμενο εχθρό και οφείλεται σε σφαλερές ενδείξεις και υποβολιμαίες πληροφορίες. Είμαι βέβαιος ότι το κόμμα μου θα επανεξετάσει εν καιρώ το ζήτημά μου.

Ο “Αλύγιστος” είναι μια δεύτερη, ξαναδουλεμένη εκδοχή του βιβλίου “επί εσχάτη προδοσία” και ουσιαστικά ένα άλλο, καινούριο βιβλίο, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας του, ο Κώστας Κοτζιάς. Πρόκειται για μια λογοτεχνική, μυθιστορηματική εκδοχή της ηρωικής πορείας του Νίκου Πλουμπίδη στο τέλος της ζωής του, της ηρωικής στάσης που κράτησε μπροστά στο Δικαστήριο και το εκτελεστικό απόσπασμα, δίνοντας την τελευταία μάχη της ζωής του, για να τιμήσει το Κόμμα του, που δικαζόταν στο πρόσωπό του. Και μολονότι είναι μυθιστόρημα λίγα άλλα γραπτά -ίσως και κανένα- μπορούν να αποδώσουν τόσο καλά την πολιτική και ανθρώπινη πτυχή της στάσης του και να μας πουν τόσο πολλά για τον Πλουμπίδη, πετώντας στην άκρη τη σκουριά που θέλησαν να του προσθέσουν διάφοροι καλοθελητές μιλώντας εξ ονόματός του.

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν από τον “Αλύγιστο” είναι ενδεικτικά και αντιπροσωπευτικά. Αναφέρονται στο διάστημα που ο Πλουμπίδης βρισκόταν στη φυλακή, τη στιγμή που οδηγήθηκε στο δικαστήριο και πληροφορήθηκε την αποκήρυξη από το κόμμα του, καθώς η ηγεσία του είχε λόγους να τον υποψιάζεται εκείνη τη δεδομένη στιγμή, ως πράκτορα της Ασφάλειας. Παρόλα αυτά η δική του στάση ήταν υποδειγματική, προβλέποντας σωστά πως το Κόμμα του θα τον δικαιώσει…

Στον περίβολο γύρω γύρω έχει φυλάκια με σκοπιές. Εκεί βολτάρουνε πολιτικοί κρατούμενοι απ’ τους θαλάμους του κάτω ορόφου. Τυχαίνει καμμιά φορά κάποιος να κοιτάξει άθελά του προς το μπαλκόνι. Περιμένω αυτά τα βλέμματα και το πρόσωπό μου φωτίζεται από ένα χαμόγελο, θέλω να πω, περιμένω το σύντροφο που θα με κοιτάξει για να τον χαιρετήσω γελαστός κι ούτε σβήνει το χαμόγελο στο πρόσωπό μου όταν εκείνος βιάζεται να γυρίσει αλλού το κεφάλι του.

Αυτό όμως τελικά δεν το άντεξε ο μπάρμπα Ζέπος. Τον έβλεπα συχνά να εξετάζει απορημένος, το γελαστό πρόσωπό μου. Προσπαθούσε σίγουρα να διακρίνει κάποια πίκρα, κάποιο παράπονο. Μια μέρα -είχα χαιρετίσει κάποιο σύντροφο στο προαύλιο κουνώντας το χέρι μου- ο γερο-φύλακας ήρθε και στάθηκε αντίκρυ μου κοιτάζοντάς με στα μάτια. Δεν άντεξε.

-Τι τους χαιρετάς συνέχεια αφού σου γυρνάνε την πλάτη, με ρώτησε χωρίς να κρύψει την αγανάχτησή του.
-Καλά κάνουν, μπάρμπα Ζέπο, του λέω.
Τάχασε.

-Πώς καλά κάνουνε;
-Αυτή είναι τώρα η απόφαση του κόμματος. Όμως καλά κάνω κι εγώ.
Τον κατάλαβα πως μπερδεύτηκε περισσότερο. Τα μάτια του είχανε γουρλώσει.

-Πώς καλά κάνεις κι εσύ;
-Γιατί εγώ ξέρω ότι η απόφαση θ’ αλλάξει αύριο. Τότε αυτοί -κι εγώ να μην υπάρχω- θα θυμούνται πως δεν έπαψα ούτε στιγμή να αισθάνομαι σα σύντροφός τους. Κι αυτό έχει σημασία, μπάρμπα Ζέπο.

Δεν είμαι βέβαιος αν κατάλαβε ή όχι το νόημα που είχαν τα λόγια μου. Πήγε να ρωτήσει κάτι, μα συγκρατήθηκε. Ύστερα άναψε με αργές κινήσεις του τσιμπούκι του.

-Μα το σταυρό, άλλον σαν του λόγου στη ζωή μου δεν έχω ξανασυναντήσει, μουρμούρισε και ξανακάθησε στο σκαμνί του.

***

Τις ώρες που ήμουν κλεισμένος στο κελλί μου -εδώ το ονομάζουν “μονόκλινο δωμάτιο” του νοσοκομείου- άρχισα να γράφω τούτες τις σημειώσεις. Ήταν φανερό πως μετά τη μεταφορά μου σε τούτη τη φυλακή, έφυγα κι από τη “δικαιοδοσία” του διοικητή της Ασφάλειας. Την τύχη μου ή μάλλον την προσπάθεια “αξιοποίησής” μου τη χειρίζονταν άνθρωποι του ίδιου του “εγκέφαλου”, όπως μ’ άρεσε να ονομάζω τους υψηλά ιστάμενους των μυστικών υπηρεσιών. Και εγώ το καταλάβαινα κι εκείνοι ήταν σίγουροι πως το καταλαβαίνω, ότι το παιχνίδι πια παιζότανε “ανοιχτά”. Στην αρχή με επισκεφτήκανε στο “σανατόριο” όπως τ’ ονομάζανε, αρκετά άγνωστά μου πρόσωπα. Όλοι καλοντυμένοι, κύριοι με ευγενικούς τρόπους, όλοι τους επιθυμούσανε, απλώς μια “γενική κουβέντα” μαζί μου. Με δυο λόγια, το συμπέρασμα αυτών των επισκέψεων ήταν να πεισθούνε αν υπήρχε κάποιος τρόπος αξιοποίησής μου στη “νόμιμη” πολιτική ζωή. Εγώ άκουγα. Μόνο τους άκουγα. Ύστερα φεύγανε. Το τελευταίο μάλιστα “πρόσωπο” -μου συστήθηκε, αν δεν τους μπερδεύω μεταξύ τους, για στρατηγός- μου είπε ευγενέστατα ότι “εφ’ όσον αποκατεστάθη πλέον η δημοκρατία θα εισηγηθεί να επιστρέψω ελεύθερος εις την οικίαν μου” και “φυσικά θα είμαι ελεύθερος να ασχοληθώ με την πολιτικήν”, δηλαδή, διατύπωνε με τέτοιο τρόπο τις φράσεις του, που χωρίς να ειπωθεί καθαρά άφηνε να υπονοηθεί πως ακριβώς η ανάμιξή μου “εις την νόμιμον πολιτικήν ζωήν” θα ήτανε κατά κάποιο τρόπο το “τίμημα” για να βγω από τη φυλακή. Αναγκάστηκα τότε για πρώτη φορά να αναφερθώ στην “περίπτωσή” μου και του λέω ξερά. “Όσο εκκρεμεί η καταγγελία του κόμματός μου θα είμαι απλός ιδιώτης”.

Ύστερα απ’ αυτό, στείλανε ξαφνικά ένα δημοσιογράφο κάποιας εφημερίδας να μου πάρει συνέντευξη. Από τα γραπτά ερωτήματα του δημοσιογράφου κατάλαβα πως “άλλαξε η γραμμή” τους. Είχαν αποφασίσει να δοκιμάσουν να με αξιοποιήσουνε σα “θύμα”. Επέστρεψα στο δημοσιογράφο το χαρτί του και του λέω ευγενικά πως δεν πρόκειται να δώσω καμιά συνέντευξη σε κανένα έντυπο.

***

Τα απλωμένα δάχτυλα του δικηγόρου σφίγγουν ένα χαρτί. Ο ίδιος έχει ακουμπήσει το κρανίο του πίσω στον τοίχο. Για λίγα δευτερόλεπτα απομένει ακίνητος, με το βλέμμα στο κενό -ανασαίνει αργά και βαθιά, ακούγοντας τους χτύπους της άρρωστης καρδιάς του. Τις στιγμές αυτές το στρογγυλό, καλωσυνάτο πρόσωπο του δικηγόρου γίνεται αδιάφορο κι απόκοσμο θαρρείς κι αντικρύζει απέναντί του, στο κενό, τον ενδεχόμενο θάνατό του.

(…)

Για λίγα δευτερόλεπτα απόμεινα βουβός. Το περίμενα τάχα; Μα ξαφνικά τούτη τη στιγμή, λίγα λεπτά πριν μπω στην αίθουσα του Στρατοδικείου, κρατώντας στο χέρι μου την ανακοίνωση του κόμματος, ένοιωσα ότι σ’ αυτή τη δίκη πρέπει με τη στάση μου, να βοηθήσω τους συντρόφους μου να αποκαταστήσουνε τη δημοκρατική λειτουργία και τις καταστατικές αρχές στο κόμμα. Να, τι δεν υποπτεύτηκαν ακόμα οι μυστικές υπηρεσίες. Ναι, αυτό τους είχε διαφύγει! Τώρα πια δε μου έμενε καμμιά αμφιβολία. Αν για τον Ήρωα (σ.σ. Μπελογιάννης) που εκτελέσανε ν ί κ η μας θα ήταν η αθώωσή του, για μένα ν ί κ η μας θα είναι η καταδίκη μου σε θάνατο και η εκτέλεσή μου.

***

Η “επίθεση” των δημοσιογράφων ήταν αιφνιδιαστική. Ήταν φανερό πως την πρώτη συνάντησή μου με τους δημοσιογράφους τη θέλανε μέσα στην αίθουσα και πριν από τη δίκη ή μάλλον αυτή αποτελούσε την αρχή της “διαδικασίας”. Αμέσως, κάποιος ψηλός κοκαλιάρης κύριος είπε ευγενικά στους δημοσιογράφους να σωπάσουν και στράφηκε προς το μέρος μου.

-Οι ξένοι δημοσιογράφοι ρωτάνε αν η καταγγελία της ηγεσίας σας ότι είσαστε χαφιές της ασφάλειας είναι συκοφαντική ή όχι; μου κάνει το ίδιο ευγενικά.

Πριν λειτουργήσουν τα φλας των φωτορεπόρτερ είχα προλάβει να βγάλω και να παίζω στα χέρια μου δύο κόκκινα γαρύφαλλα. Είχα σκεφτεί, σε όλες τις λεπτομέρειες, τον Τύπο και τις μυστικές υπηρεσίες. Ένα μόνο γαρύφαλλο το απέφυγα. Ένα κρατούσε ο Ήρωας στη δίκη του και δεν ήθελα κανένα σχόλιο για τάχα “έπαρσή” μου τάχα προσπάθειά μου, να “συνταυτισθώ” μαζί του -προτίμησα τον αριθμό δύο που έδειχνε περσότερο “απεγνωσμένη” απ’ την πλευρά μου απόπειρα να τον μιμηθώ. Μα τι σημασία έχουν τα σχόλια! Τα κόκκινα γαρύφαλλα, αυτό είχε σημασία είναι ένα παγκόσμιο σύμβολο των αγωνιστών και την “έκπληξή” μου την ετοίμασα αποκλειστικά για τους στρατοδίκες. Ακόμα, πριν απαντήσω στην ευγενική ερώτηση του κοκκαλιάρη, πρόλαβα να διακρίνω με την άκρη του ματιού μου τα βλέμματα απ’ την έδρα, την αίθουσα, από την ανθρώπινη μάζα που στεκότανε γύρω μου. Όλα είχαν στραφεί ξαφνιασμένα στα κόκκινα γαρύφαλλα που έπαιζα στα δάχτυλά μου. Ο ευγενικός κοκκαλιάρης ψηλός κύριος τα πρόσεξε ακριβώς τη στιγμή που πρόφερε τις λέξεις “είναι συκοφαντική”. Απότομα, κόμπιασε, κατέβαλε μια προσπάθεια να αποσπάσει πρώτα το βλέμμα του από τα γαρύφαλλα για να προστέσει το “ή όχι”.

Απάντησα αμέσως με ήρεμη φωνή. (Δε χρειάστηκε να μιλήσω δυνατά γιατί σ’ ολόκληρη την αίθουσα είχε απλωθεί μια παγερή σιωπή).

-Η ανακοίνωση του κόμματός ου περί αποκηρύξεώς μου είχε σκοπό να προφυλάξει το κόμμα από έναν υποτιθέμενο εχθρό και οφείλεται σε σφαλερές ενδείξεις και υποβολιμαίες πληροφορίες. Είμαι βέβαιος ότι το κόμμα μου θα επανεξετάσει εν καιρώ το ζήτημά μου.

Περίμενα λίγο να μεταφράσουνε τα λόγια μου στους ξένους δημοσιογράφους -πρόσεξα πως ο βασιλιάς επίτροπος είχε σκύψει ολόκληρος απ’ την έδρα του ν’ ακούσει τη συνέχεια. Και πρόστεσα.

-Δεν είμαι προδότης. Αυτό το ξέρουν πολύ καλά και οι μηχανισμοί των υπηρεσιών και το Στρατοδικείο. Εδώ με δικάζουν με τη συκοφαντική κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Και με δικάζουν ακριβώς επειδή ήμουνα, έμεινα και θα μείνω πάντα πιστός στο κόμμα μου.

***

-Θέλω να υποβάλω μια ερώτηση στον κατηγορούμενο, απευθύνθηκε στον πρόεδρο του Στρατοδικείου.

Ο βασιλικός επίτροπος πήρε απ’ τα χαρτιά του μια επιστολή και μου την άπλωσε από τη θέση του να την κοιτάξω:

-Το κομμουνιστικό κόμμα κατάγγειλε επισήμως σαν πλαστή αυτήν την επιστολή που φέρει την υπογραφή σας. Θέλω να μου απαντήσετε είναι γνήσια ή πλαστή;
-Εγώ έστειλα την επιστολή, βιάστηκα να δηλώσω.
-Ώστε το κόμμα σας, σας συκοφάντησε; αντήχησε η διαπεραστική φωνή του βασιλικού επίτροπου.

Νόμισε πως μ’ αιφνιδίασε. Εγώ σηκώθηκα ήρεμα, δεν απευθύνομαι στον επίτροπο αλλά στην αίθουσα. Σηκώθηκα μ’ έναν τρόπο σα να μην άκουσα ή δεν έδωσα σημασία στη δεύτερη ερώτησή του, περισσότερο έμοιαζε ο τόνος της φωνής μου σα να συνέχιζα τη δήλωσή μου, σα να με είχε διακόψει, αλλά εγώ χωρίς να τον ακούσω συνέχιζα.

-Για μένα η σωτηρία του… (πρόφερα το όνομα του Ήρωα) ήτανε πανανθρώπινο καθήκον. Κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από φύλο, ανεξάρτητα από χρώμα, θρήσκευμα και πολιτικές πεποιθήσεις όφειλε να υπερασπιστεί αυτόν τον Ήρωα…

-Σας ρώτησα αν το κόμμα σας σας συκοφάντησε, στρίγγλισε τούτη τη φορά η φωνή του επίτροπου.

Δεν έδωσα καμιά προσοχή στη στριγγλιά -την περίμενα και δεν αλλοιώθηκε ούτε η έκφρασή μου ούτε η ένταση της φωνής μου. Συνεχίζω. (πάντα στο ακροατήριο, όχι στους στρατοδίκες).

-…γιατί ήταν ο σημαιοφόρος της ειρήνης για την Ελλάδα και για όλο τον κόσμο. Ο… (πάλι ξαναπρόφερα το όνομα του Ήρωα) ήταν χρήσιμος για την οικογένειά του, για το ηρωιικό κόμμα μας, για τον…

-Απαντήστε αν σας συκοφάντησε η ηγεσία σας! Η φωνή του βασιλικού επίτροπου ήταν έξαλλη.

-…για τον ελληνικό λαό, συνέχισα. Γι’ αυτό θα προτιμούσα εγώ να δικαστώ και να εκτελεστώ, για να ζήσει αυτός ο Ήρωας, πρόστεσα και ξανακάθησα ήρεμα στη θέση μου.

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις στο Αφιέρωμα για τα 100 χρόνια ΚΚΕ και τα 50 χρόνια ΚΝΕ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: