Μέσα στ’ όνειρο

Διήγημα της Έλλης Αλεξίου, γραμμένο το 1938, μέσα στη μεταξική δικτατορία. Από τα λιγότερο γνωστά. Ευαίσθητη γραφή, τρυφερή και τολμηρή ματιά για ένα θέμα που ακόμα και στις μέρες μας εξακολουθεί να είναι ταμπού, την ψυχική αρρώστια.

Μέσα στ' όνειρο

Διήγημα της Έλλης Αλεξίου, γραμμένο το 1938, μέσα στη μεταξική δικτατορία. Από τα λιγότερο γνωστά. Ευαίσθητη γραφή, τρυφερή και τολμηρή ματιά για ένα θέμα που ακόμα και στις μέρες μας εξακολουθεί να είναι ταμπού, την ψυχική αρρώστια.

Διαβάζοντας το σήμερα μετά από τόσα χρόνια ο κάθε αναγνώστης μπορεί να διακρίνει συμβολισμούς και υπαινιγμούς σχετικούς με τον περιορισμό της ανθρώπινης ελευθερίας, την εξόντωση των πουλιών από τους κυνηγούς, την καταστροφή της φύσης και να προβληματιστεί για το μέγεθος της ψυχικής επαφής και της κατανόησης στις σχέσεις των ανθρώπων.

Μέσα στ’ όνειρο

Τι  σημασία έχει πως δεν το κατάλαβε κανείς. Η ίδια μια φορά το κατάλαβε, πως περνούσε μια βαρειάν αρρώστια. Μπορεί μάλιστα για απόδειξη να σας φέρει και μάρτυρα ένα γνωστό της, να σας το πιστοποιήσει και κείνος πως από την πρώτη, την κατάπρωτη στιγμή την ήξερε την αρρώστια της. Ήτανε μεσημέρι και γύριζε από τη δουλειά της, φορτωμένη τετράδια, που τονέ συνάντησε ακριβώς απόξω από το ξενοδοχείο απέναντι στο Δημαρχείο.

– Σε χάσαμε! της είπε. Τι γίνηκες;

– Ναι…αλήθεια…Χάθηκα…

Κ’ ύστερα δείχνοντας τα τετράδια:

– Αλλά ξέχασα πως άρχισε πάλι η δουλειά σας. Φρίκη! κι όλα αυτά για διόρθωση! και πήρε και ξεφύλλισε δυό – τρία. Μα το καθένα θα σου τρώει είκοσι λεπτά…

– Τα τρώει …Τι σημασία έχει…δε μου φταίνε τα παιδιά, ούτε τα τετράδια τους, που χάθηκα. Είναι που είμαι άρρωστη.

– Άρρωστη; Τι έχετε; Δε σας φαίνεται.

– Περνάω κάποιαν αρρώστια της ψυχής…

Ήτανε της ψυχής γι’ αυτό δεν τη μάντεψε κανένας. Οι γύρω και οι γιατροί, γυρεύουνε συμπτώματα, θένε να δούνε· ν’ ακούσουν· να μετρήσουν· ως εκεί φτάνει η ικανότητά τους. Ό,τι απόκριση τούς δώσουνε τα θερμόμετρα, τα στηθοσκόπια και οι ραδιοακτίνες τη βάζουνε κάτω, ανοίγουνε ύστερα τα βιβλία τους και βρίσκουνε την αρρώστια. Έχει όμως εκατομμύρια άλλες αρρώστιες, που αυτοί μήτε τις φαντάζονται. Οι πολλές, οι περίεργες, οι άξιες λόγου, δε βρίσκονται καταγραμμένες πουθενά.

Την ήξερε λοιπόν και την παρακολουθούσε σ’ όλη της την πορεία βήμα προς βήμα. Συχνά μάλιστα μονολογούσε: «να’ χω το νου μου, να μη χάσω τίποτα· που αν γιάνω, να καθήσω καμιάν ώρα να τη γράψω. Είναι τόσο αλλόκοτη, σίγουρα κανένας άλλος πάνω στη γη δεν την έχει περάσει· και δε θα πρέπει με κανέναν τρόπο να πάει χαμένη, πρέπει να μείνει χάριν της επιστήμης».

Μα σήμερα βλέπει πως η επιθυμία της θα μείνει ανεκπλήρωτη, γιατί κάτι που δοκίμασε να εξιστορήσει έχει ειρμό και λογική, μόνο όσο βαστάνε τα συμπτώματα. Ύστερα…τίποτα. Αιτία είναι, που τον καιρό της κρίσης έπαθε η ίδια μιαν αφαίρεση, ένα σκοτείνιασμα του λογικού, ένα ανακάτωμα. Όλα μπερδεύονταν μπροστά στα μάτια της. Γεγονότα, εποχές, ανθρώποι…κ’ έτσι ανακατεμένα κι αξεδιάλυτα απομείνανε στην ανάμνησή της.

Πρώτο και κύριο ενώ, δίχως καμιάν αντίρρηση, είναι ένας άνθρωπος που ζει μέρα νύχτα μέσα στην πολιτεία και διαγκωνίζεται μέρα νύχτα με συνανθρώπους του κ’ ενώ είναι ώριμη στα χρόνια, όλο τον καιρό της αρρώστιας είχε την εντύπωση πως ζει μέσα σ’ ένα δάσος. Πως γύρισε χρόνια και χρόνια πίσω και πως δεν την έλεγαν πια Ανθή, παρά Βάντα. Και το δάσος δεν έχει άγρια θηρία ούτε ήμερα. Είναι όμως γεμάτο από απειρία πουλιών σε απερίγραπτη ποικιλία: μικρά, μεγάλα, αποδημητικά, που έρχονταν και φεύγανε, πολύχρωμα και μονόχρωμα, ωδικά και υδρόβια, με κείνα τα ξέχωρα ποδάρια τους, τα ενωμένα με τη μεμβράνη, τις μακρυές γάμπες και τη μακρυά μύτη. Και το δάσος, τόπους – τόπους, είχε λίμνες και βαλτόνερα με βούρλα και καλαμιώνες, άσυλα για τις πάπιες και τις μπεκάτσες. Η Ανθή θυμάται τη διαμονή της μέσα στο δάσος και την πιάνει δέος φοβερό! Σε κάθε λεπτό αντίκρυζε κυνηγούς, που βημάτιζαν  ύπουλα με σηκωμένα τα όπλα, που σκόπευαν, έτοιμοι να χτυπήσουν, κι ολημερίς δεν άκουγε παρά πυροβολισμούς, που διασταυρώνονταν δεξιά κι αριστερά της. Η ατμόσφαιρα ήτανε γεμάτη από επιθανάτια σκουξίματα πουλιών, κι άμα σήκωνε το κεφάλι της ψηλά, δεν έβλεπε παρά πουλιών διαδρομές, που σα διάττοντες γεμίζανε το στερέωμα πετώντας από κορφή σε κορφή δεντρού κι από πύκνωμα σε πύκνωμα. Η Ανθή πίστευε πως ήρθε η συντέλεια του καιρού για κείνη και για το φτερωτό κόσμο. Κ’ ενώ όλα αυτά τα τρυφερά πλάσματα επικαλούνταν τη βοήθειά της φωνάζοντάς της: Βάντα! Βάντα! αυτή ένιωθε να’ ναι ένα αδύναμο, ξυπόλυτο, κατάξανθο πραματάκι, ξεχασμένο σ’ αυτή την απλωσιά, τρομοκρατημένος, που κινδύνευε και το ίδιο και κρυβόταν από δω και ζάρωνε από κει, μην την πάρει καμιά σφαίρα! Χάμω σε πολλά σημεία η γης ήτανε κόκκινη από αίμα πουλιών που χτυπήθηκαν, μα είχαν τη δύναμη να κάμουν ακόμη μερικά βήματα, ως να κρυφτούν κάτω απ’ τους θάμνους και να ξεψυχήσουν εν ειρήνη…

Πώς γινότανε να ζει τούτη τη διπλή ζωή ανάμεσα δάσους και πόλης; Πώς μπόρεσε να γυρίσει τόσα χρόνια πίσω; Είναι αλήθεια πως το γύρισμα ήτανε τραγικό· γιατί κάθε δευτερόλεπτο είχε την επίγνωση, πως χάνονται πολύτιμα χρόνια έτσι, δίχως επανόρθωση. Αν και σ’ ονειροφαντασία, είχε ζωηρή τη συναίσθηση για τα αξιολάτρευτα χαμένα νιάτα! Έτρεχε πάνω – κάτω σαστισμένη, σαν παιδί που αποζητάει μάνα, που δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει! Και σαν συχνά στην έξαλλή της τρεχάλα, άκουγε πυροβολισμό, κι αντιλαμβανότανε ψηλά πως ένας διάττοντας πάει να σβήσει χτυπημένος, συνερχότανε για μια στιγμή, τον παρακολουθούσε στα τραγικά στερνά κι αδέξιά του φτερουγίσματα, ψηλά στον αιθέρα, ώσπου στα κατατελευταία γινότανε ένα τοσοδά πραματάκι άψυχο, που τραβούσε πια ίσια κατά κάτω, δίχως προσπάθεια κι αντίσταση, και μάλιστα βιαστικό, στο ξαναγύρισμά του στη γη. Άπλωνε τότες η Ανθή με χτυποκάρδι τις παλάμες της, κ’ έτρεχε, ζυγιάζοντας με το μάτι το σημείο της πτώσης, όπως έκανε παιδί παίζοντας με το τόπι, και κατάφερνε πάντα ν’ αδράξει το σκοτωμένο πουλί στον αέρα! Γέμιζε η φούχτα της από ένα ζεστό, ναι ολόζεστο, πουπουλένιο πτωματάκι, ποικιλόχρωμο: χρυσάφι, πράσινο ή γαλάζιο κ’ ήτανε μαρτυρικό τον καιρό της κρίσης να νιώθει τα δάχτυλά της αιματοβαμμένα και να της φαίνεται, πως έχουνε μεταβληθεί σε μικροσκοπικά φέρετρα…Η ιδέα τούτη τόσο της είχε καρφωθεί, που τα δάχτυλά της είχανε χάσει τη σταθερότητά τους κι άμα έκανε να τ’ απλώσει, τρεμούλιαζαν!…

Κ’ ένα πρωινό, δεν ξέρει πώς, ξεθαρρεύτηκε κομμάτι κι ανοίχτηκε σ’ ένα ξέφωτο· και ξαφνικά ούτε κατάλαβε το πότε, ούτε το από πού, ήρθε ίσια κατά πάνω της μια σφαίρα, που της διαπέρασε το στέρνο πέρα για πέρα…ακούμπησε τα χέρια της στο σημείο της πληγής, κλονίστηκε κ’ έπεσε. Απόμεινε πολλή ώρα χάμω σωριασμένη, ενώ τα πουλιά διασταυρώνονταν πάντα από πάνω της και επικαλούνταν τη βοήθειά της: Βάντα! Βάντα! Άμα σηκώθηκε, παρατήρησε τα χέρια της: περίεργη πληγή! Πέρα ως πέρα! είπε σιγανά, κι όμως ούτε σταγόνα αίμα δε φαίνεται πουθενά…Τραβήχτηκε γυρεύοντας ένα μέρος πιο σκιασμένο να φυλαχτεί. Πονούσε κ’ έτρεμε· μα έπρεπε κάπως να φυλαχτεί, μη δεχτεί κει στο ξέφωτο και δεύτερη σφαίρα, γιατί είχε δει πλήθος φορές πουλί να το χτυπάει ο κυνηγός απανωτά δυό και τρεις φορές, ενώ από την πρώτη κιόλας σφαίρα ήτανε πληγωμένο!…Τα πόδια της είχανε ματώσει από τα κλαδιά και τις πέτρες, μα δεν τους έδινε σημασία. Την πονούσανε, προτού πάρει κείνη τη σοβαρή πληγή του στήθους, μα τώρα αυτά τα μικροπράγματα θα κοίταζε; Κι όλο φυλαγόταν· όλο κι οπισθοχωρούσε. Κόντευε πια να κρυφτεί πίσω απ’ τα σκίνα, όταν ξάφνου, ακριβώς όπως στα πουλιά, δέχτηκε συγχρόνως, από δυό, αντίθετες όμως, μεριές, δυό ακόμη σφαίρες ίσια πάνω στο στέρνο, που κι αυτές τη διαπεράσανε πέρα για πέρα! Ξεκινούσαν από διαφορετικά σημεία, μα κι αυτό δεν είναι φαινόμενο πρωτοφανέρωτο. Η Ανθή το είχε δει κι αυτό πολλές φορές να γίνεται στα πουλιά! Δυό και τρεις κυνηγοί να σμίγουνε και να χτυπούνε το ίδιο θήραμα. Και ύστερα μάλιστα να συνερίζονται για το τίνος η σφαίρα είχε δόσει το καίριο χτύπημα, το θανάσιμο πλήγμα, σε ποιον ανήκε η τιμή του θανάτου!…

Κανένας δεν μπορεί να πει πόσον καιρό να’ μεινε αναίσθητη κάτω από τα σκίνα! Κανένας δεν ήτανε παρών, που να είδε και να ξέρει να πει.

Να ήτανε η ζωή στο δάσος ονειροφαντασία, που τη ζούσε μονάχα τις νύχτες; Μα σήμερα, μετά την αρρώστια, βρίσκεται να ξέρει πλήθος πράματα για τα πουλιά. Διδάσκεται άραγε κανείς μέσα στα όνειρά του; Ίσως. Αν δεν ήτανε μια αρρώστια, κ’ είχε τότε διατηρήσει το λογικό της, θα μπορούσε να ξέρει στα σίγουρα με ποιον τρόπο μπήκαν στο μυαλό της αυτά τα πράματα, για τα ταξιδέματα και τα έθιμα των πουλιών. Ξέρει να διηγηθεί ιστορίες για την ερωτική τους πίστη και τα τσαχπίνικα πετάγματα του καθενός. Ξέρει ακόμη να σου μιλήσει για τους εχθρούς τους. Έμαθε τα μυστικά των ντουφεκιών και του μπαρουτιού, και τα κυνηγετικά σύνεργα τής είναι οικεία…Πώς γίνεται ένα τέτοιο θαύμα; Στη ζωή της, στην πολιτεία που έζησε, τα είδη αυτά τής είναι άγνωστα κι ανύπαρχτα. Πού τα σπούδασε λοιπόν; σε ποιον κόσμο;

Η μυρουδιά του πεύκου και του θυμαριού, όλο κείνο τον καιρό της αγωνίας, στέκει στην όσφρησή της ανακατωμένη με τη μυρουδιά του μπαρουτιού. Το έδαφος χάμω ήταν γεμάτο από αδειανά, σκόρπια φυσέκια και πούπουλα. Οι απάγγιες λακούβες ήσανε γεμάτες φτερά, και τα χαμόκλαδα δίνανε την εντύπωση σαν φυτείες μπαμπακιού τον καιρό της συγκομιδής, σάμπως τα πούπουλα να ήσαν ο καρπός τους. Κι αλλού πάλι οι πλούσιες απλωμένες στρωμνές των φτερών προσφέρονταν  κλίνη στ’ αδειανά, αχρηστεμένα φυσέκια, θύματα και θύτες αγκαλιασμένοι στον αιώνιον ύπνο! Τα πούπουλα μέσα στο αθώο, παιδιάτικο, μυαλό τους είχανε ξεχάσει την ιστορία της γενιάς τους.

Η Ανθή προσπερνώντας και βλέποντάς τα μονολογούσε: «Ώστε έτσι συμβαίνει! Για τα θύματα της ζωής, δεν υπάρχει σωτηρία καμιά; Και μετά θάνατο παίζουνε τον ίδιο άχαρο ρόλο;…μα όχι!» Και πλησίαζε, κ’ έστελνε στο κενό ένα μάταιο μάθημα: «Μα επιτέλους λίγη αξιοπρέπεια! έλεγε στα πούπουλα. Λίγη ντροπή! Τούτα κατέστρεψαν όλη σας τη γενιά κι’ ακόμη τα χαϊδολογάτε, ντροπή! αηδία!»

Ύστερα αλάφρωνε τα πούπουλα από το βάρος των φυσεκιών και σηκώνοντάς τα ψηλά τα σκόρπαγε στον αέρα: «εσάς, τους έλεγε, άλλος είναι ο προορισμός σας».

Η ατμόσφαιρα όλον ‘κείνο τον καιρό ήτανε, θυμάται βαρειά και σκοτεινή. Έμοιαζε να’ ναι φθινόπωρο. Ένα ατέλειωτο φθινόπωρο. Τα σύννεφα ήσανε μαύρα, βαριά από βροχή, μα δεν έβρεχε. Η βροχή είναι ανασασμός κι’ απελευθέρωση και τέτοιο δε συνέβηκε. Σ’ όλα τα γύρω ζούσε και παραμόνευε αγωνία θανάτου. Όλα γύρευαν να γλιτώσουν, να σωθούν. Τα κραξίματα και τα σκουξίματα των πουλιών ήσανε φοβισμένα και πένθιμα. Ο φτερωτός κόσμος ζούσε μόνο ψάχνοντας για καταφύγιο. Η Ανθή έλεγε: «τι πανωραία φύση! μόνο να μπορούσε να ημερέψει, να γαληνέψει, να βασιλέψει επιτέλους αιθρία! Να φύγει η διάχυτη αγωνία και τα πουλιά να πετούν πάλι  ξένοιαστα όπως τα θυμότανε παιδί, που κανένας δε σκεφτότανε να χτυπήσει! Να σβήσει από τ’ αφτιά της ο αέναος ήχος του τουφεκιού! Ν’ αφήσει η οσμή του καπνού και του μπαρουτιού αγνή κι αμόλευτη τη μοσχοβολιά του πεύκου και του θυμαριού!…

Και κάποτες, άγνωστο πότε, άρχισαν ν’ αραιώνουν οι κυνηγετικές στολές. Άδειαζε το δάσος. Οι κυνηγοί σήμερα ένας, αύριο άλλος, τραβούσαν για τις πατρίδες τους. Ήτανε τόσοι πολλοί, που η αναχώρηση τους στην αρχή δε γίνηκε αντιληπτή, μα σε δυό – τρεις μήνες κ’ η Ανθή το κατάλαβε πως το δάσος άλλαζε όψη, γλύκαινε· και δεν άργησε η στιγμή που ούτε ίχνος κυνηγού δεν ασκήμιζε την όψη του δάσους. Τα πουλιά τραγουδούσαν αλλοιώτικα τραγούδια. Σα να τόνιζαν ύμνους και νικητήρια εμβατήρια…και μια νύχτα ανοίξανε πια και οι εφτά ουρανοί. Γέμισαν τα ποτάμια νερό, ξεχείλισαν οι λακκούβες, καθάρισε και ξεπλύθηκε το ματωμένο έδαφος. Οι φονικοί κύλινδροι των φυσεκιών εξαφανίστηκαν παρασυρμένοι απ’ το νερό ή αλλάξανε σχήμα και δε θύμιζαν πια την προέλευσή τους…Τύχαινε να συναντήσεις κάποιον εδώ, κάποιον εκεί, μουσκεμένους, παραμορφωμένους, ακίνδυνους.

Η Ανθή είχε χάσει την τραγική κατάξανθη νεότητα του δάσους, μα δεν την ένοιαζε. Είχε ξανά γίνει ώριμη, μα απαλλαγμένη από την αγωνία του θανάτου. Κ’ είχε τόση χαρά, που δεν μπορούσε να το πιστέψει πως ο κίνδυνος πέρασε, πως είχε κερδίσει τη ζωή της. Παρά μόνο έτρεχε από δω κ’ έτρεχε από κει, μέσα στο ημερωμένο δάσος και φώναζε και ρωτούσε! Ζεις Ανθή; κι ο αντίλαλος του δάσους τής αποκρινότανε: Ζεις Ανθή! Και πάλι σε λίγο ξαναρωτούσε, κλαίγοντας από χαρά: Ζεις Ανθή; και πάλι ο αντίλαλος σταθερά, καθαρά τής αποκρινόταν: Ζεις Ανθή!

Μια μέρα ξανασυνάντησε κείνο το γνωστό της στο δρόμο:

– Μου είχατε πει κάποτε πως ήσαστε άρρωστη. Τώρα πώς πηγαίνετε;

– Καλύτερα. Ναι! Καλά. Ξαστέρωσε ο ουρανός. Κι’ αν φοβάμαι για κάτι, είναι μήπως η βαρειά κείνη αρρώστια αφήσει πάνω μου τα σημάδια της. Μη μου μείνει κανένα ελάττωμα…

– Μα δεν είπατε πως επρόκειτο για αρρώστια της ψυχής;

– Ναι, μα τι σημαίνει…ίσως κι αυτές φεύγοντας ν’ αφήνουνε κατά κάποιο τρόπο τα ίχνη της διαβάσεώς τους πάνω στον άνθρωπο.

– Α μπα! μη φοβάστε! Έχω ακούσει για πολλές αρρώστιες του κορμιού, μα για της ψυχής δε μου μίλησε κανένας ποτέ. Τα ιατρικά βιβλία δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό.

Και χτες – καλά το είχε φοβηθεί – είχε πάρει το δρόμο της ακρογιαλιάς συντροφιά με το πιο αγαπημένο της πρόσωπο πάνω στη γη. Πηγαίναν οι δυό τους χέρι – χέρι. Από τις δυό καρδιές τους ξεχείλιζε όση μπορεί να γίνει τρυφερότητα και λατρεία ενός ανθρώπου για έναν άλλον. Κάθισαν σε μια προεξοχή, ένα υψωματάκι πάνω απ’ τη θάλασσα, κι αγνάντευαν πέρα το πέλαγος γαληνεμένοι. Το βράδυ ερχότανε σιγά κ’ οι δυο καρδιές τους πλημμύριζαν από όση γίνεται μεγαλύτερη ευτυχία πάνω στη γη. Δεν είχαν ανάγκη να πούνε λέξη· ούτε για το πόσο ευτυχείς είναι…και κει, η αγαπημένη αυτή ύπαρξη της Ανθής κάρφωσε τα ωραία του μάτια σ’ ένα ωρισμένο σημείο του ουρανού:

– Πρόσεξε! της λέει. Εκεί! Να! Εκεί! δε βλέπεις; δε διακρίνεις; Γρήγορα! εκεί! Μα γρήγορα!

– Πού; Πού; αποκρινόταν σαστισμένη η Ανθή. Δε διακρίνω τίποτα. Πού δείχνεις;

– Ούτε ακούς κατά κει χουρχουρίσματα πουλιών;

– Ούτε βλέπω, ούτε ακούω!

– Είναι περάσματα από πάπιες, ξαναείπε το αγαπημένο πρόσωπο. Τώρα είναι ο καιρός τους…

 

Η νύχτα πέρασε πολύ ταραγμένη. Ζωντάνεψε όλος κείνος ο παλιός κόσμος του δάσους. Βούιζαν και φυσομανούσαν τα δέντρα, και τα πουλιά είχαν αναστατωθεί. Για μια στιγμή η Ανθή φοβήθηκε πως η αρρώστια θα ξανακυλούσε. Μα όχι. Τα οράματα διαλύθηκαν μόλις άρχισε να χαράζει.

Αν οι εφιάλτες της ψυχής είχανε μελετηθεί, όπως και οι αρρώστιες του κορμιού, θα ξέρανε βέβαια όσοι μάς αγαπούνε τι ευαισθησίες το πέρασμά τους άφησε πάνω μας και θα μας προφυλάγανε, τουλάχιστον όσο να δυναμώσουμε, έτσι που κάνουν οι μανάδες για τα μικρά τους:

«του απόμεινε, λένε, ευαισθησία στα αφτιά του· και πρέπει ακόμη να το φυλάγουμε…» Στην Ανθή, που προαισθανότανε τον κίνδυνο και ζητούσε να ξεφύγει, ήθελε να τόνε παρακάμψει κ’ έλεγε: «Όχι! όχι! Δε βλέπω τίποτα! Όχι! δεν ακούω τίποτα!…» Το πιο αγαπημένο της πρόσωπο πάνω στη γη, επέμενε, έλεγε, έδειχνε, αγωνιζόταν: «Να! Να! Εκεί! Γρήγορα. Κοίτα!…» Κ’ ήτανε το ίδιο σα να την πονούσε το ένα της πόδι και κείνο την υποχρέωνε να περπατάει ακριβώς με το πονεμένο.

Αθήνα 1938

Έλλης Αλεξίου, Άπαντα (8) Μυστήρια, διηγήματα, Καστανιώτης, Αθήνα 1978, 2η έκδοση

«… Διηγήματα που προσκαλούν τον αναγνώστη σε περιηγήσεις πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων, σε εκείνους τους αθέατους τόπους όπου άλλοτε κρύβονται και άλλοτε διαφυλάσσονται τα απόρρητα της ανθρώπινης ψυχής.»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: