Ηλίας Βενέζης: Ένα πουλί

Το Αιγαίο, σειρά διηγημάτων που ο Ηλίας Βενέζης έγραψε το 1941, φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα: θερμή κι αθόρυβη αγάπη για τον άνθρωπο, φιλοσοφημένη διάθεση, χαμηλότονη γοητεία γραφής και, βέβαια, αυτή την έντονη νοσταλγία επιστροφής προς την πατρίδα που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου του.

Ηλίας Βενέζης: Ένα πουλί

Στις 3 Αυγούστου του 1973 έφυγε από τη ζωή, στην Αθήνα, ο μεγάλος μας λογοτέχνης Ηλίας Βενέζης. Η κηδεία, σύμφωνα με την επιθυμία του έγινε στον Μόλυβο της Μυτιλήνης και η ταφή του στο παλιό, μικρό νεκροταφείο του Μολύβου. Επάνω στην πλάκα του τάφου, όπως το είχε ζητήσει ο ίδιος, δεν υπάρχει παρά μια μόνο λέξη: ΓΑΛΗΝΗ.

Ο Ηλίας Βενέζης (πραγματικό όνομα: Ηλίας Μέλλος) γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνιές) της Μικράς Ασίας στις 4 του Μάρτη 1904. Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 1921 με διηγήματα στο περιοδικό «Ο Λόγος της Πόλης». Το 1924 δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό «Καμπάνα» του Στρατή Μυριβήλη το έργο του «Το νούμερο 31328», που αν και χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα πρόκειται για ντοκουμέντο σχετικά με τη διαβίωσή του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης που δημιούργησε ο τουρκικός στρατός για τους Έλληνες αιχμαλώτους.

Το 1928 πήρε το τρίτο βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος της «Νέας Εστίας» για το διήγημά του «Ο Θάνατος» και την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του «Ο Μανόλης Λέκας κι άλλα διηγήματα». Έργα του που ξεχώρισαν είναι «Το Νούμερο 31328», «Αιολική Γη» και

Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα της Ελλάδος μέχρι το 1957. Διετέλεσε γενικός γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1950-52). Το 1957 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Μαζί με τους Στρατή Μυριβήλη, Μ. Καραγάτση και Άγγελο Τερζάκη, έγραψε ως τέταρτος της συγγραφικής τετράδας και μέρος από το «Το μυθιστόρημα των τεσσάρων» (1958).

Άλλα έργα του το μυθιστόρημα «Αιολική Γη», «Έξοδος», «Γαλήνη», «Ο Ωκεανός», διηγήματα, ταξιδιωτικά καθώς και το θεατρικό έργο, το «Μπλοκ C» κ.ά. Μεγάλο μέρος του έργου του μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες. Επιφυλλίδες του δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες «Πρωία», «Το Βήμα» και «Ακρόπολις».

Μεταφέρουμε διήγημά του από την έκδοση “Αιγαίο” (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2010, 21η έκδοση). Όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «Το Αιγαίο, σειρά διηγημάτων που ο Ηλίας Βενέζης έγραψε το 1941, διασχίζεται από τα στοιχεία των παραμυθιών: γλάροι, περιστέρια, ψάρια, νεαρά αγόρια και κορίτσια που προέρχονται αλλά και επιστρέφουν στη θάλασσα, είναι οι ήρωες των δεκατεσσάρων αυτών διηγημάτων. Το Αιγαίο φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα της Αιολικής Γης και της Γαλήνης. Θερμή κι αθόρυβη αγάπη για τον άνθρωπο, φιλοσοφημένη διάθεση, χαμηλότονη γοητεία γραφής και, βέβαια, αυτή την έντονη νοσταλγία επιστροφής προς την πατρίδα που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου του».

ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ

Ήταν οι τελευταίες μέρες του φθινοπώρου. Τόσο καλά τις θυμάμαι! Τη θυμάμαι ακόμα, κείνο το ήσυχο πρωινό, να ψάχνει με τα μάτια, απ’ το κατάστρωμα του αραγμένου βαποριού, τους ανθρώπους της προκυμαίας για να μας βρει. Ερχόταν απ’ το νησί, το βαπόρι είχε αράξει πολύ πρωί, κι’ εμείς είχαμε λίγη καθυστέρηση με τον ηλεκτρικό ώσπου να φτάξουμε στον Πειραιά.

Πάνω στο γυμνό κατάστρωμα ξεχώρισα καθαρά τη μαύρη φιγούρα, το γλυκό πρόσωπο, τα μάτια που ψάχναν. Ήταν τόσος καιρός που δεν την είχαμε δει, η αδερφή μου κι’ εγώ.

Μας χάιδευε χωμένους στην αγκαλιά της, τα τυραννισμένα χέρια της τρέμαν.

– Παιδάκια μου…, παιδάκια μου, μουρμούριζε μες στους λυγμούς.

– Βιαστείτε λίγο! φώναζαν οι άνθρωποι του βαποριού. Το καράβι έχει τόση ώρα που ήρθε!

Έσκυψε σ’ ένα μικρό πακέτο που τόχε αποθέσει χάμου, το σήκωσε προσεχτικά. Ήταν ένα τετράγωνο πακέτο τυλιγμένο σ’ εφημερίδα.

– Τι είναι, μητέρα; τη ρώτησα.

Χαμογέλασε. Ύστερα είπε με δειλία, σα να φοβόταν μην τη μαλώσουν.

– Ένα πουλί απ’ το νησί, είπε.

– Ένα πουλί!

– Ναι, για σένα τόφερα. Είναι καρδερίνι.

Περίμενε ένα χαρούμενο ξεφωνητό. Το περίμενε μάταια.

Στύλωσε τα μάτια της απάνω μου, με την ίδια δειλή έκφραση.

– Έλεγα πως θα σ’ ευχαριστούσε, είπε με παράπονο. Αγαπούσες τόσο πολύ, σαν ήσουν μικρός, να πιάνεις πουλιά στα δίχτυα…

Α, ναι! Αγαπούσα τόσο πολύ, σαν ήμουν μικρός, να πιάνω τα πουλιά στα δίχτυα…Σ’ ευχαριστώ πολύ, μητέρα, που το σκέφτηκες.

 

Το ίδιο βράδυ, άμα γύρισα στο σπίτι, είδα πάνω απ’ τη μικρή βιβλιοθήκη, ταχτοποιημένο, το νέο μας φίλο. Φρόντισε η ίδια η μητέρα μου, έπλυνε το κλουβί του, του έβαλε καναβούρι, εκείνη βρήκε και τη θέση που θα έπιανε από δω κι’ εμπρός. Σίγουρα ήταν η πιο ακατάλληλη. Μα δεν είπα τίποτα. Το εναντίο, όταν με ρώτησε χαρούμενα: «Είδες το πουλί; Δεν είναι καλά εκεί;», της αποκρίθηκα χωρίς δισταγμό: «Είναι πολύ καλά, μητέρα.»

Στο τραπέζι, κείνο το πρώτο βράδυ, μιλήσαμε για ένα σωρό πράματα που είχαμε να πούμε. Για τ’ άλλα τα παιδιά μας, για όσους λείπανε. Έπειτα, για όσους μάς είχαν φύγει οριστικά, χωρίς πια να είναι να γυρίσουν.

Η φωτογραφία του πατέρα ήταν ακουμπισμένη στη μικρή βιβλιοθήκη, λίγο πιο κάτω από κει που μπήκε το κλουβί του πουλιού.

– Σε λίγο θα κλείσουν τρία χρόνια, είπε η μητέρα. Θα πρέπει ίσως να φροντίσουμε από τώρα για την εκταφή.

Ναι, θάχαμε να φροντίσουμε και γι’ αυτό το φοβερό καθήκον.

– Κει κάτω μαθαίναμε πως εδώ πια γέμισαν τα νεκροταφεία, είπε πάλι εκείνη. Λένε πως τους ξεθάβουν άλιωτους, ακόμα τους νεκρούς, για να οικονομήσουν τόπο. Νάναι αλήθεια;

Βλέπω το ταραγμένο ύφος της, προσπαθώ να την ησυχάσω:

– Εγώ δεν έχω ακούσει τίποτα τέτοιο! Θάναι υπερβολές του κόσμου.

Μια στιγμή πέρασε.

– Έχεις καιρό να πας στον πατέρα σου; με ρώτησε σιγά.

Καταλαβαίνω το φόβο της, γιατί ρωτά.

– Ήμουν την περασμένη βδομάδα, μητέρα. Μη φοβάσαι. Δεν ανοίγουν έτσι εύκολα τους ξένους τάφους.

«Ήμουν την περασμένη βδομάδα», τη βεβαιώνω άλλη μια φορά. Θα ήθελα να της πω πόσο συχνά πήγα κει πάνω αυτό τον καιρό, απ’ την ανάγκη να ησυχάσω από πολλές πίκρες. Ξέρω πως θα με καταλάβει, γιατί ήρθε κι’ έμεινε ένας άνθρωπος απλός. Έφερνε από τους απλοϊκούς προγόνους μου την εξοικείωση με το θάνατο, το βαθύ δεσμό με τη γη όπου επιστρέφουμε, την ισορροπία που τάραξε σ’ εμάς η συνείδηση του μέλλοντος. Ξέρω πως θα καταλάβει την ανάγκη της ηρεμίας που πηγαίνεις ν’ αναζητήσεις πάνω στο χώμα των νεκρών. Όμως φοβάμαι πως θ’ ανησυχήσει για κάτι άλλο: Μπας κι’ έχω τίποτα, για να υποφέρνω πολύ.

Γι’ αυτό τη ρώτησα αδιάφορα:

– Λοιπόν, τώρα τι θα το κάνουμε το πουλί;

– Μα θα το κρατήσουμε να μεγαλώσει! είπε ξαφνιασμένη. Σε λίγο θ’ αρχίσει να κελαϊδεί.

Ύστερα, κοιτάζοντάς με ξαφνικά μ’ επιμονή:

– Φοβάμαι πως δε σου δίνει πια ευχαρίστηση νάχουμε ένα πουλί, είπε.

Και πάλι σε λίγο, σιγανά, σα να συνομιλούσε με τον εαυτό της:

– Φοβάμαι πως δεν μπορώ πια να καταλαβαίνω τι γίνεται σ’ εσένα.

Μαντεύω την οδυνηρή προσπάθεια που κάνει για να βρει το δρόμο, να συναντηθούμε πάλι, την προσπάθεια που μέλλει να επαναλάβουμε όλοι τόσες φορές με τα πρόσωπα που αγαπήσαμε κι’ άξαφνα τα βλέπουμε να ξεμακραίνουν, χωρίς να είναι στο χέρι κανενός να σταματήσει τα βήματα που φεύγουν. Τι να της πω τώρα; Τι να της πω, τώρα, για ένα πουλί;

– Και όμως, μικρό σα σε χάναμε, όλο μες στο ρέμα σε βρίσκαμε με την Άρτεμη να πιάνετε πουλιά με δίχτυ, είπε κείνη σε τόνο συγκινημένο που μόλις διακρινόταν. Δεν το θυμάσαι;

Α, με την Άρτεμη! Με την Άρτεμη! Αν δεν τη θυμούμαι! Τι αγρίμι που ήταν! Οι δυό μας συνεννοούμαστε πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα αδέρφια μου. Της άρεζαν κι’ εκεινής τα βιβλία που γράφαν για ταξίδια και για μακρινές χώρες, τα διαβάζαμε μαζί. Σαν ήμαστε μικροί αναβαίναμε στην πιο αψηλή ταράτσα του σπιτιού. Από κει μπορούσαμε να βλέπουμε τη θάλασσα, ως το Ταλιάνι, και πιο μακριά, στο βάθος, να υψώνεται στα δυτικά της Λέσβου το βουνό ο Κόρακας. Εκείνο το σταχτί βουνό μάς ήταν πολύ οικείο μες στο σπίτι. Απ’ τα σύννεφα που διαβαίναν από πάνω του, ο πατέρας μου καταλάβαινε αν ο καιρός ήταν να γυρίσει στη βροχή ή αν ήταν να πιάσει βοριάς. «Ο Κόρακας λέει βροχή.» «Ο Κόρακας λέει ξερό καιρό.» Εμείς ακούγαμε αυτά για τον Κόρακα, δεν καταλαβαίναμε και, μες στη φαντασία μας, ο Κόρακας σχηματιζόταν σαν αυστηρή θεότητα που ορίζει τα νερά και τα σύννεφα και τους ανέμους.

Ύστερα, σα μεγαλώσαμε λίγο, η θεότητα άλλαξε μορφή: Έγινε βουνό κι’ έγινε το όριο του Κόσμου. Από κει και πέρα ήταν το άγνωστο πέλαγο, οι άγριες χώρες. Το βλέπαμε με την Άρτεμη απ’ την αψηλή ταράτσα, κι’ εγώ της έλεγα πως, άμα μεγαλώσω ακόμα λίγο, θα τραβήξω πέρα από κει, πέρα απ’ τα όρια του Κόσμου. Και θα σε πάρω κι’ εσένα, Άρτεμη, μαζί μου.

Η Άρτεμη τώρα αναπαύεται, απ’ τα 1918, σ’ ένα ελάχιστο τόπο γη, σε μια γωνιά της Λέσβου. Εκεί, εκεί ήταν ακριβώς που τοποθετούσαμε μαζί την άκρη του Κόσμου. Την έφτασε εκείνη, τόσο σύντομα και οριστικά, ενώ για μένα ολοένα αλλάζει χώρο και απομακρύνεται.

– Τι συλλογίζεσαι; με ρώτησε η αδερφή μου πλάι.

– Τίποτα, της είπα. Θαρρώ πως πρέπει να πάρουμε ένα πιο μεγάλο κλουβί για το καρδερίνι.

 

Απέναντί μας τα αραιά σπίτια αφήνουν ανοιχτή τη θέα προς τη βορινή πλευρά του Λυκαβηττού. Είναι η πιο γυμνή και η πιο τυραννισμένη. Από δω παίρνανε πέτρα οι κάτοικοι αυτού του τόπου χιλιάδες χρόνια πριν. Τώρα τα νταμάρια είναι έρημα, μεγάλες πληγές που δεν κλείνουν. Μαζεύουν στις ζεστές μέρες πολύ φως και το τινάζουν πάλι πίσω πυκνό, ουσία ρευστή χτυπημένη σκληρά στους πληγωμένους βράχους. Τα δένδρα είναι πολύ αχαμνά και δεν ταράζουν την ισορροπία του γυμνού χώρου. Αφήνουν την κυριαρχία στους δυό τεράστιους βράχους και, σα βραδιάζει, αυτοί μένουν μόνοι – όσο πρέπει μόνοι.

Σπάνια γίνεται και αυτό το θάμα: Ένα μεγάλο πουλί, παραστρατημένο από τ’ αντικρινά βουνά, από τον Υμηττό, απ’ την Πεντέλη, έρχεται να παραπλανηθεί σε τούτον το μισοκατοικημένο λόφο. Ζυγιάζεται πάνω απ’ τους δυό βράχους, μες στο γαλάζιο βάθος. Αν είναι βράδυ, φαίνεται πιο καθαρό μες στην καθαρή ατμόσφαιρα.

– Το βλέπετε; λέει η αδερφή μου.

Όλοι μας έχουμε τα μάτια προς τα κει.

– Γεράκι θα είναι, λέει η μητέρα.

– Ναι, γεράκι θα είναι.

– Πώς να ξέπεσε άραγες εδώ; λέει πάλι εκείνη.

Το πουλί γράφει τώρα ένα μεγάλο κύκλο. Η μητέρα κοιτάζει, κοιτάζει αφηρημένη το όνειρο του κύκλου.

«Τι παράξενη που είναι η ζωή», συλλογίζεται.

Πόσα πράματα, άραγες, να δένει μονομιάς με το παρελθόν ο γαλάζιος κύκλος ενός άγριου πουλιού; Θυμάται τα παιδικά της χρόνια, μιαν άκρη της Ανατολής, τα αιωνόβια δέντρα, τα μεγάλα βουνά του τόπου της, τα Κιμιντένια. Ησυχία θανάτου βασίλευε μες στο έρημο δάσος, τα ξερά φύλλα που πέφταν, στοιβαγμένα από χρόνια, έκαναν παχύ στρώμα, υγρό, όπου τα βήματα σβήναν, κορμοί χτυπημένοι απ’ το αστροπελέκι έφραζαν το δρόμο, ο ήλιος δεν έφτανε στη γη. Ένα όρνιο που χλαπαταγούσε ψηλά, χωρίς να φαίνεται ήταν η μόνη ζωντανή φωνή του δάσους.

«Πατέρα φοβάμαι», λέει το κοριτσάκι των έξι χρονώ στον αψηλό άντρα που το οδηγούσε, και τα χείλια του τρέμουν. «Κάμε το σταυρό σου και άκουγε», της λέει εκείνος. Κάνει το σταυρό της και ακούει. Το όρνιο πια έφυγε, μονάχα μένει το μούρμουρο του ρουμανιού, σα θάλασσα μακρινή που πορεύεται. «Φοβάσαι ακόμα;», λέει ο ψηλός άντρας. Το κορίτσι, κατατρεγμένο, δε μιλά. «Πρέπει να συνηθίσεις», λέει πάλι εκείνος.

……………………………………………………………………………………………………………………………….

Προσπαθώ να μαντέψω αυτό το πρέπει, που του υποτάχτηκε, στο τυραννισμένο της πρόσωπο που ολοένα πια τώρα παίρνει το χρώμα της γης, όπου μέρα με τη μέρα πλησιάζει. Προσπαθώ, έτσι, να μαντέψω την πικρή της μοίρα, να καθαρίσει και η θολή εικόνα των δικών μου παιδικών χρόνων. Γιατί για ό,τι υποφέρουμε ή ευτυχούμε πολύ λίγο μιλούμε στο σπίτι μας. Ίσως αυτό να είναι το μοναδικό προνόμιο των ταπεινών ανθρώπων απ’ όπου έρχουμαι. Πιστεύουν στη σκοτεινή μοίρα, και η βεβαιότητα πως τίποτα δε γίνεται ν’ αλλάξει, απ’ ό,τι μέλλει να γίνει, δίνει στις πράξεις και στα γεγονότα που έρχονται ένα χαρακτήρα οικείο, έτσι που να μην ξαφνιάζουν. Γι’ αυτό μας βοηθά να τους καταλάβουμε μονάχα ό,τι μένει στο σώμα, τα ίχνη που σχηματίζονται χωρίς την εποπτεία μας: η κίνηση του κορμιού, η δόνηση της φωνής, η διατηρημένη μνήμη στο δέρμα και στις κόχες των ματιών.

– Χάθηκε…, μουρμουρίζει η αδελφή μου σα να μιλά με τον εαυτό της.

– Για τι λες; ρωτά η μητέρα.

– Για το γεράκι λέω. Το παρακολουθούσα ώσπου χάθηκε.

Η ματιά του κοριτσιού σταματά τώρα πάνω απ’ το κεφάλι της μητέρας, στο κλουβί με το καρδερίνι.

– Άκουσε, μητέρα. Τι θάλεγες αν…

Σταματά. Διστάζει. Μια στιγμή. Τα μάγουλά της είναι κατακόκκινα.

-…Αν το αφήναμε, λέει τέλος.

– Ποιο; τη ρωτά με έκπληξη.

– Να…Το καρδερίνι…

Α, το καρδερίνι! Το ταπεινό της δώρο! Ήξερα πόσο μπορούσε να την πειράξει, γι’ αυτό δεν είχα τολμήσει να της το προτείνω αυτό εγώ. Τώρα βλέπω τη λύπη να χύνεται στα μάτια της.

– Το υποπτευόμουνα πως δε θα το θέλατε, λέει μόνο.

– Όχι, μητέρα, δεν είναι αυτό! τη βεβαιώνει το κορίτσι. Αλλά ένα πουλί τώρα, ένα πουλί…Δεν είναι κρίμα;

– Καλά, καλά, λέει εκείνη. Όπως θέλετε. να το αφήσουμε.

– Μα δεν είναι ανάγκη τώρα αμέσως! τους φωνάζω εγώ για να μετριάσω τη λύπη της. Ας περιμένουμε λίγο.

– Ας περιμένουμε, λέει κι’ η αδερφή μου.

Μα τώρα πια η μητέρα δε βρίσκει γιατί πρέπει να το αναβάλουμε.

– Για ποιο λόγο, λέει, αφού δεν είναι να το κρατήσουμε; Θα το αφήσουμε αύριο το πρωί.

Την άλλη μέρα σηκώθηκα πιο πρωί απ’ ό,τι κάθε μέρα. Λίγο πριν φύγω πήρα το κλουβί με το καρδερίνι και το κρέμασα έξω στη μικρή ταράτσα. ύστερα φεύγοντας, άνοιξα την πόρτα του. Έτσι καλύτερα, σκέφτηκα. Όταν ξυπνήσουν, το πουλί θα βρίσκεται κιόλας στο Λυκαβηττό.

Μα το μεσημέρι, μόλις γύρισα στο σπίτι, το πρώτο σημείο που πέσαν τα μάτια μου ήταν το κλουβί . Κρεμόταν στον τόπο του και το καρδερίνι φτεροκοπούσε μέσα, όπως πάντα.

– Μα δεν έφυγε; ρωτώ ξαφνιασμένος.

Η μητέρα γελούσε μ’ εκείνη την απίθανη παιδικότητα που έχουν οι γέροι άνθρωποι.

– Βλέπεις; Δε θέλησε! λέει

– Κι’ όμως άφησα την πόρτα ανοιχτή το πρωί!

– Εμείς κάναμε κάτι περισσότερο! λέει εκείνη. Το βγάλαμε με τα χέρια μας έξω απ’ το κλουβί του να φύγει. Δεν έφυγε!

Ναι, έτσι είχε γίνει. Οι δυό γυναίκες είδαν το πρωί ανοιχτή την πόρτα του κλουβιού. Μα πρόσεξαν πως το πουλί δεν πήγαινε στην πόρτα. Στεκόταν στο βάθος της φυλακής του και κοίταζε το «νέο» – το μεγάλο άνοιγμα, – ανοιχτό στόμα προς το ατέλειωτο γαλάζιο φως του κενού. Στεκόταν και το κοίταζε.

– Δες, είπε η μητέρα στην κόρη, ο αδερφός σου, φαίνεται, άνοιξε το πρωί την πόρτα του κλουβιού. Όμως το πουλί διστάζει.

– Να μην το κατάλαβε, άραγες, ακόμα; αναρωτήθηκε το κορίτσι. Μα γίνεται;

Τότε η μητέρα έβαλε το χέρι μες στο κλουβί, έπιασε το πουλί. Το άφησε στην ανοιχτή χούφτα της και περίμενε. Το πουλί στάθηκε μια στιγμή. Ο ήλιος έλαμπε φοβερά, άστραφτε. Το πουλί έκαμε ένα αβέβαιο φτερούγισμα, πήδησε απ’ τη χούφτα πλάι στο πεζούλι της ταράτσας, μια σπιθαμή τόπο. Άλλο ένα φτερούγισμα, μια σπιθαμή ακόμα πάνω στο πεζούλι. Σα να τρέμαν τα φτερά. Σα να έτρεμε ολάκερο. Τριγύριζε με αβέβαια πηδήματα, αξιοθρήνητο, στο πεζουλάκι . Αλλά πέρα από κεί, να πηδήσει και να φύγει – αυτό όχι: Ο ήλιος πέρα από κει έλαμπε φοβερά.

Οι δυό γυναίκες στέκονταν μπρος σ’ αυτό το απρόοπτο, δίχως να ξέρουν τι να πουν.

– Θα ξέμαθε φαίνεται να πετά, είπε η μια.

– Δε μπορούμε να το αφήσουμε, είπε η άλλη. Θα πέσει και θα το φαν οι γάτες.

– Βέβαια, δε μπορούμε να το αφήσουμε.

Λοιπόν, το πήραν και το ξανάβαλαν μες στο κλουβί του.

– Αυτό, αυτό δεν το φανταζόμουν ποτέ…, μουρμούρισε το κορίτσι, αληθινά ταραγμένο. Τόσο λοιπόν πολύ μπορεί να συνηθίσεις;

– Τόσο πολύ, παιδί μου, είπε η γυναίκα με τα άσπρα μαλλιά.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: