Η μέρα κι η νύχτα

Κι ήθελα τόσο πολύ να σας μιλήσω για όλα εκείνα τα ανεκτίμητα και τα ιδεώδη  αντισυμβατικά πρότυπα που σύναξα υπομονετικά  -αποδεχόμενος τον πόνο ως αρχή για κάθε λύτρωση- στο νου και στην ψυχή μου. 

Στο δεξί σου χέρι κρατούσες ένα κλωνάρι ανθισμένου γιασεμιού, σαν μια ολόλευκη αλήθεια που απόμεινε ακέραιη και συμπαγής, όταν έλιωνε βαθμιαία το χιόνι της σιωπής στα γαλανά ψηλά βουνά, κάτω από την επέλαση της ατέρμονης και της επίμονης βροχής.

Πέρασε η μέρα…

Τα λιγνά κι ηλιοκαμένα πρόσωπα  των ξωμάχων κοίταζαν με αγαλλίαση κατά τη μεριά της δύσης την ώρα που τα πουλιά  άφηναν πίσω τα λημέρια τους για να γυρίσουν εσπευσμένα στις φωλιές τους.

Στο χρυσαφένια αλώνια με τα θερισμένα στάχια,  δυο ερωτευμένα, ολόλευκα περιστέρια, ζούσαν τη δική τους αιωνιότητα.

Κι ύστερα, τα δέντρα σάλεψαν στο νύχτιο βοριά, οι δρόμοι ερήμωσαν, τα φώτα χαμήλωσαν αναπάντεχα πίσω από τα κλειστά παράθυρα των σπιτιών.

Μια αμήχανη σιωπή τύλιξε την κατάκοπη πολιτεία. Καταστολή των αισθήσεων, απώλεια των συναισθημάτων, λήθη…

Πέρασε η μέρα…

 

Ένα καινούριο άστρο πρόβαλε  στην ανατολή, για να χαθεί απαλά μέσα στο αχανές και στο διαλλακτικό διάστημα με τις πρώτες αχτίδες του ζωοδότη ήλιου.

Το δρεπάνι, το τσαπί και το δικέλλι…

Ο ιδρώτας και η αρμύρα περιέλουζαν τα μάτια των μεροδουλευτών της γης κι η άγια κόπωση κούρσευε ανάλγητα τα κορμιά και την ψυχή τους.

Πέρασε η μέρα…

 

Κράτα τούτη τη σταγόνα του ιδρώτα κι αυτό το ανάλλαχτο δάκρυ της αρμύρας σαν άγιο φυλαχτό μέσα στις ροζιασμένες παλάμες σου, όπως κρατάς  την εικόνα της Παναγιάς στο όσιο εικονοστάσι της καρδιάς σου.

Το ψωμί, το πανίερο σώμα του θεού, πάντα λιγοστό για τους φτωχούς εργάτες της γης.  Πάνω στο ξύλινο τραπέζι, μέσα στο τσίγκινο πιάτο, δυο ελιές, ένα κρεμμύδι κομμένο στα τέσσερα κι ένα ποτήρι κρασί.

Η νύχτα κατεβαίνει περίλυπη και μελαγχολική από τα βουνά,

πέρασε η μέρα…

 

Τούτη η διαδρομή δεν έχει μήτε τέλος μήτε αρχή. Τούτος ο μονόδρομος είναι μια σταλαγματιά φως στ’ αποσταμένα μάτια των ανθρώπων.

Κι ήθελα τόσο πολύ να σας μιλήσω για όλα εκείνα τα ανεκτίμητα και τα ιδεώδη  αντισυμβατικά πρότυπα που σύναξα υπομονετικά  -αποδεχόμενος τον πόνο ως αρχή για κάθε λύτρωση- στο νου και στην ψυχή μου.

Όμως, με προσπέρασε βιαστικά και τούτη η μέρα.

Την πένθιμη  ώρα που έδυε ο ανίσχυρος ήλιος,  εξουθενωμένος από το ημερήσιο ταξίδι του, στην απέναντι άκρη του ορίζοντα, πρόβαλε ορμητικά η δική μου  ανεξιχνίαστη και ανεξάντλητη νύχτα,…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: