Εμμανουήλ Ροΐδης – Iστορία ενός τουφεκισμού

Ο κατάδικος ουδέν απολέσας της αταραξίας του, υπήγε να τοποθετηθή αυθορμήτως αντικρύ των τουφεκιστών εις την κανονισμένην απόστασιν δέκα βημάτων, απωθήσας τον προσελθόντα να περιδέση κατά το σύνηθες τους οφθαλμούς του δια μαντυλίου δεκανέα. Οι στρατιώται ηύθυναν ήδη κατά του στήθους του τα όπλα αναμένοντες το τελευταίον πρόσταγμα, ότε αντήχησαν εκ διαφόρων συγχρόνως ομίλων φωναί: «Δεν μας αποχαιρετάς, Σάνδρε;»

Εμμανουήλ Ροΐδης - Iστορία ενός τουφεκισμού

Σαν σήμερα, στις 7 του Γενάρη 1904, έφυγε από τη ζωή ο Εμμανουήλ Ροΐδης, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.

Ο Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου, στις 28 του Ιούνη 1836. Οι γονείς του ανήκαν σε πλούσιες και αριστοκρατικές οικογένειες. Το 1841 η οικογένεια του Ροΐδη εγκαταστάθηκε στη Γένοβα. Το 1849 επέστρεψε στην Ερμούπολη για σπουδές.

Το 1862 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα, αποφασισμένος να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα γράμματα. Το 1866 γράφει την προκλητική και σατιρική «Πάπισσα Ιωάννα».

Στα επόμενα χρόνια δημοσιεύει πολιτικά και φιλολογικά κείμενα, συνεργάζεται με τις γαλλόφωνες εφημερίδες «La Grece» και «Independance Hellenique» και το 1870 γίνεται διευθυντής της «Grece». Το 1873 χάνει σχεδόν όλη την περιουσία του και ζει πια απ’ τη συγγραφική του εργασία.

Υπέρμαχος της δημοτικής σε όλες τις γλωσσικές του μελέτες. Ο ίδιος γράφει τα κείμενά του στην καθαρεύουσα (με εξαίρεση το παραμύθι «Η μηλιά»). Ο γραπτός του λόγος, όμως, αποδεικνύει ότι ήταν έξοχος στυλίστας της καθαρεύουσας και ότι εισηγήθηκε ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Από το 1876 γράφει και μεταφράζει διηγήματα, ενώ στη δεκαετία 1891-1901 δημοσιεύει το πλουσιότερο διηγηματογραφικό του έργο. Το 1876 ιδρύεται το περιοδικό «Εστία» και το 1877 ο «Παρνασσός», είναι μέλος της συντακτικής τους επιτροπής, ενώ ως το τέλος της ζωής του συνεργάζεται με πολλά ακόμη φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής.

Όπως διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη: «Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο Εμμανουήλ Ροΐδης είναι ο θεμελιωτής και ένας από τους δυο – τρεις σημαντικότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Εξάλλου, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός είναι ότι πολλοί ξένοι, αλλά και Έλληνες μελετητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας κατατάσσουν τον Ροΐδη στην ίδια κλίμακα με τις μεγαλύτερες μορφές όπως ο Ντοστογιέφσκι. Το βέβαιο είναι ότι ο Ροΐδης πουθενά δεν υποτιμήθηκε περισσότερο απ’ ό,τι στην ίδια του τη χώρα, την Ελλάδα. Αυτή η μεταχείρισή του οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στο ότι υπήρξε ενοχλητικός για την κυρίαρχη τάξη της εποχής του, που και σήμερα είναι κυρίαρχη. Η υποκρισία της αστικής κοινωνίας και ο κληρικαλισμός βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας εξοντωτικής σάτιρας και κριτικής του Ροΐδη. Η πλατιά ευρωπαϊκή παιδεία του τον ωθούσε να ασκεί κριτική με διεισδυτικότητα και δηκτικό πνεύμα στην καθυστερημένη πνευματική ζωή της Ελλάδας. Αν και υπέρμαχος της δημοτικής έγραψε σε μια απολαυστική καθαρεύουσα. Για το περίφημο έργο του «Πάπισσα Ιωάννα» «κέρδισε» τον αφορισμό του από την εκκλησία».

Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από τα Άπαντα Ροΐδη (E΄, Eρμής 1978), και το αντιγράψαμε από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού (εδώ):

Iστορία ενός τουφεκισμού

Αφίνοντες άθικτον το πολύπλοκον ζήτημα της ανάγκης της θανατικής ποινής, τούτο μόνον αρκούμεθα περί των τελευταίων αθρόων καρατομήσεων να παρατηρήσωμεν, ότι προς επιτυχίαν του κυριωτάτου αυτής σκοπού, ήτοι της εκφοβίσεως των υποψηφίων φονέων, εθεωρήθησαν πανταχού και πάντοτε δύο τινά ως απαραίτητα: H εφαρμογή της φοβεράς ποινής, εφ’ όσον είναι ακόμη νωπή η εκ του κακουργήματος εντύπωσις, και η εκτέλεσις αυτής εις τον τόπον όπου τούτο διεπράχθη. Την αγγελίαν της απορρίψεως της αναιρέσεως και της αιτήσεως χάριτος κομίζει εν Γαλλία εις τον κατάδικον αυτός ο ιερεύς ο επιφορτισμένος να τον εξομολογήση, ακολουθούμενος παρά πόδας υπό του δημίου. Μεταξύ του φόνου του αρχιεπισκόπου των Παρισίων και της καρατομήσεως του φονέως εμεσολάβησαν ένδεκα μόνον ημέραι, εντός των οποίων ανεκρίθη, εδικάσθη, κατεδικάσθη και απεκεφαλίσθη. Η τοιαύτη σπουδή ήτο αληθώς κάπως έκτακτος, αλλά και ο συνήθης μέσος όρος του μεταξύ της καταδίκης και της εκτελέσεως αυτής χρόνου σπανίως υπερβαίνει τας δυο εβδομάδας, ως δύναταί τις να πεισθή αναπολών εις την μνήμην του τα κατά την καρατόμησιν του Λαπομμερί, του Τρόμπαν, του Δεβιέζ, του Πράδον, του Πραντζίνη και των άλλων ονομαστών κακούργων. Και εφ’ όσον μεν η υπόθεσις ευρίσκεται εκκρεμής προ του ακυρωτικού, ο κατάδικος δύναται ευλόγως να ελπίζει· άμα δε ουδέν έχει πλέον να ελπίση, η απελπισία του δεν παρατείνεται πέραν της ημισείας ώρας, όση δηλ. απαιτείται δια να ενδυθή, εξομολογηθή και να μεταβή εκεί όπου επήχθη η λαιμητόμος. Ούτω γίνεται και εις την Αυστρίαν, την Ιταλίαν, την Αγγλίαν και την Γερμανίαν με μόνην την διαφοράν ότι εις τα δύο τελευταία κράτη είναι ακόμη βραχύτεραι αι προθεσμίαι. Η εντός ωρισμένου και ουχί μακρού χρόνου εκτέλεσις της θανατικής αποφάσεως εθεωρήθη πανταχού επιβαλλομένη, όχι μόνον προς επιτυχίαν του σκοπού της ποινής αλλά και υπό του οφειλομένου εις τον μέλλοντα να την υπομείνη ανθρωπίνου οίκτου. Εις τί τω όντι δύναται να χρησιμεύση η παράτασις της αγωνίας του ουδέν πλέον δικαιουμένου να ελπίζη;

Τα ανωτέρω, τα απανταχού ισχύοντα, φαίνονται τόσον αναμφισβητήτως δίκαια, φιλάνθρωπα και ορθά, ώστε άλυτον αίνιγμα απομένει πώς μόνον αι ελληνικαί κυβερνήσεις κατώρθωσαν να προτιμήσωσι τα ακριβώς ενάντια. Η μετά πάροδον ολοκλήρων ετών θανάτωσις του φονέως άγει αυτούς εκείνους τους εν αρχή μετ’ αδημονίας ερωτώντας “διατί δεν κόπτουν το θηρίον”, να ερωτώσι “διατί σφάζεται ο άνθρωπος”, αφού λησμονηθή το έγκλημά του. Ο πριν και παρ’ ημίν συνήθης εν αυτώ τω τόπω όπου διεπράχθη το κακούργημα αγνισμός αυτού δια του αίματος του επί μακρόν χρόνον μαστίσαντος την επαρχίαν γνωστού εις πάντας κακούργου, ήτο βεβαίως πολύ σωφρονιστικώτερος της σφαγής εις άλλον τόπον αγνώστου εις τους παρισταμένους καταδίκου. Και τούτο όμως εθεωρήθη εσχάτως ως επουσιώδες και πολύ απραγμονέστερον να ιδρυθή έν κεντρικόν σφαγείον. Εκείνο το οποίον δεν υπήρξε δυνατόν να κατορθωθή εις τας Αθήνας δια την σφαγήν των ζώων, κατωρθώθη εις το Ναύπλιον δια την σφαγήν ανθρώπων. Τας πριν περιοδείας της λαιμητόμου διεδέχθησαν αι περιοδικαί αθρόων καταδίκων σφαγαί. Απίστευτον φαίνεται αλλά και ακριβέστατον είναι ότι διατηρούνται παρ’ ημίν κεντρικαί αποθήκαι καταδίκων εκ των οποίων εξάγεται ανά διετίαν ή τριετίαν δεκαπεντάς ανθρώπων δια να σφαγή. Η διαλογή των θυμάτων, αγνοούμεν αν κατά κλήρον ή κατ’ άλλον τρόπον γίνεται μεταξύ τριπλασίου, τετραπλασίου ή και δεκαπλασίου αριθμού συγκαταδίκων εις την αυτήν ποινήν. Οι κατάδικοι τω όντι εις θάνατον αποτελούσι παρ’ ημίν ιδιαιτέραν και ικανώς πολυάριθμον τάξιν καταδίκων, τελείως άγνωστον εις πάσαν άλλην χώραν, δια τον λόγον ότι πανταχού ο καταδικασθείς εις θάνατον ή θανατώνεται ή αξιούμενος χάριτος μεταβάλλεται εντός τακτής προθεσμίας από καταδίκου εις θάνατον εις κατάδικον εις δεσμά ή εις άλλην οιανδήποτε ποινήν. Μόνον εν Ελλάδι ημπορεί να πολυχρονήση υπό την ιδιότητα καταδίκου εις θάνατον, δυνάμενος μεν ν’ αποθάνη και εκ γεροντικού μαρασμού, αλλά και δεκτικός καρατομήσεως από μιας εις άλλην ημέραν, χωρίς να ηξεύρη διατί. Όπως το ξίφος επί της κεφαλής του Δαμοκλέους, ούτω επικρέμαται ισοβίως και επί της ιδικής του η κοπίς της λαιμητόμου.

Πάντα ταύτα φαίνονται τόσον άτοπα, αλλόκοτα, απάνθρωπα και βδελυρά, ώστε εκλίνομεν επί πολύν χρόνον να πιστεύσωμεν, ότι υπήρχον ίσως ιδιαίτεροί τινες ιστορικοί, διοικητικοί, πολιτικοί ή άλλοι άγνωστοι εις ημάς λόγοι, επιβάλλοντες τας τοιαύτας εκτροπάς από της απανταχού κρατούσης συνηθείας. Τους λόγους τούτους εζητήσαμεν πλειστάκις να πληροφορηθώμεν ερωτώντες δικαστάς, εισαγγελείς, τμηματάρχας, υπουργούς και όσους άλλους ηδυνάμεθα να θεωρήσωμεν ως αρμοδίους να φωτίσωσιν ημάς περί τούτου. Αι απαντήσεις όμως αυτών ημιλλώντο κατά την ποικιλίαν προς τα χρώματα της Ίριδος ή της στολής του Αρλεκίνου. Εκ των αντιφάσεων αυτών ουδέν άλλο ηδυνήθημεν να συμπεράνωμεν παρά μόνον ότι ουδ’ αυτοί εκαλογνώριζαν, διατί πρέπει η Ελλάς ν’ αποτελή μοναδικήν εξαίρεσιν της απανταχού επικρατούσης τάξεως και σοβαρότητος περί την διαχείρισιν του απονεμομένου εις το Κράτος φοβερού δικαιώματος του φονεύειν. Το μόνον βέβαιον είναι ότι δια της μακράς συνηθείας κατήντησαν τα παρ’ ημίν διαπραττόμενα ασυνείθιστα να χάσωσι την φρικαλέαν αυτών πρωτοτυπίαν. Ο τύπος γράφει εκάστοτε περί τούτων, απλώς δια τον τύπον, ολίγας τινάς γραμμάς ουδεμιάς αξιουμένας απαντήσεως παρά των υπευθύνων, και τα πράγματα εξακολουθούσι να διανύωσι την τακτικήν ή μάλλον την άτακτον αυτών τροχιάν. Ως δεν κατώρθωσαν οι αστρονόμοι να εξηγήσωσι διατί, ενώ πάντες οι λοιποί πλανήται στρέφονται περί εαυτούς από δυσμών προς ανατολάς, μόνος ο πλανήτης Ουρανός στρέφεται απ’ ανατολών προς δυσμάς, ούτως αδύνατον φαίνεται ν’ ανευρεθή και ο λόγος δια τον οποίον ουδέν πρέπει να γίνεται εις την Ελλάδα, όπως εις πάντα τα λοιπά κράτη, τα έχοντα την αξίωσιν να λέγωνται πολιτισμένα. Και όχι μόνο αδύνατος είναι η ανεύρεσις του λόγου, αλλά και η αναζήτησις αυτού φαίνεται μετέχουσα του γελοίου.

Ο ερωτών λ.χ. διατί είναι παρ’ ημίν δεκαπλάσιος του αλλαχού των φόνων και των αναιρέσεων ο αριθμός· διατί την ποινήν της φυλακίσεως αντικαθιστά εις τα εγκλήματα του τύπου η της προφυλακίσεως· διατί εξ όλων των κρατών του Αίμου μόνη η Ελλάς δεν πρέπει να έχη στρατόν· διατί δεν καταδιώκονται οι κλέπτοντες τας δικογραφίας εκ του γραφείου της Βουλής· διατί μεταβάλλονται εις κοπρώνας τα αρχαία μνημεία, διατί αντί του κ. Τσούντα διδάσκει ο κ. Οικονόμου την αρχαιολογίαν, ή πώς συμβαίνει να θεωρή ο κ. Δηλιγιάννης επιλήψιμον την εξύβρισιν του Βασιλέως, κινδυνεύει να κατηγορηθή ως καθ’ υπερβολήν απλοϊκός, ως αναζητητής ψύλλων εις τ’ άχυρα, ως κοπανιστής αέρος, αν όχι και ως ιδιότροπος, δύστροπος, παράξενος, ασυμβίβαστος και ανάξιος να συγκαταλέγεται μεταξύ των εξύπνων Ρωμηών. Ο τίτλος διορθωτού του ρωμέικου κατήντησε ν’ αμιλλάται κατά την γελοιότητα προς τον του τετραγωνισμού του κύκλου.

Τούτον φοβούμενοι περιωρίσθημεν από ικανών ήδη ετών να λέγωμεν εις τους αναγνώστας μας παραμύθια περί γάτων, σκύλων, αλόγων, βοών και Συριανών συζύγων. Σήμερον όμως προτιμώμεν κατ’ εξαίρεσιν να διηγηθώμεν εις αυτούς μίαν αληθεστάτην ιστορίαν, ήτις έχει το πλεονέκτημα να ομοιάζη παραμύθι και πλην αυτού να συνδέεται στενώς με το μέγα ζήτημα της θανατικής ποινής. Ως πάντες γνωρίζουσι, το εκτάκτως φοβερόν της ποινής αυτής έγκειται εις τας προηγουμένας της εκτελέσεως αγωνιώδεις ώρας του καταδίκου. Ενώ τον εφορμώντα κατ’ εχθρικού προμαχώνος στρατιώτην ή τον πνέοντα τα λοίσθια ασθενή υποστηρίζει μέχρι τελευταίας πνοής η ελπίς ότι ενδέχεται να σωθώσιν, εις μόνον τον κατάδικον επιβάλλεται ν’ αντικρύση την απόλυτον βεβαιότητα της επικειμένης αυτού εκμηδενίσεως. Αν ήτο δυνατόν ν’ απαλλαχθή του φοβερού τούτου αντικρυσμού, θα εστερούντο του κυριωτάτου αυτών επιχειρήματος οι εξεγειρόμενοι κατά της θανατικής ποινής, ως ελπίζομεν να πεισθώσιν οι αναγνώσται της κατωτέρω αψευδούς διηγήσεως.

Η ουσία της ιστορίας ταύτης παρέμενεν ως συγκεχυμένον και αδέσποτον παιδικόν άκουσμα εις γωνίαν τινά της μνήμης μας, ότε έτυχε να την ακούσωμεν επιβεβαιουμένην και συμπληρουμένην εν αυτώ τω τόπω όπου συνέβη παρ’ αυτού του ανεψιού του ήρωος αυτής. Περιηγούμενοι κατά τον χειμώνα του 187… την Σικελίαν και διατρίβοντες από τινων ημερών εις την Μεσσίναν, έτυχεν εσπέραν τινά να ζητήσωμεν άσυλον κατ’ αιφνιδίας καταιγίδος εις το πλησιόχωρον ελληνικόν προξενείον. Πλην του κ. προξένου, παλαιού ημών φίλου, εύρομεν εις την αίθουσαν έν ανδρόγυνον, το οποίον μας επαρουσίασε μειδιών μετά τινος ειρωνείας, ως τον πανοσιώτατον καπουκίνον Δομένικον Λαμαδόρον, ήτοι Κυριακούλην Χρυσοσπάθην και την… κυρίαν του. Τούτο δεν ήτο αστειότης.

Μετά την κατάκτησιν τω όντι της Ρώμης υπό των Ιταλών και την επικράτησιν των προοδευτικών ιδεών πολλοί Σικελοί καλόγεροι εθεώρησαν πρέπον ν’ αποτινάξωσι την κουκούλαν και να νυμφευθώσιν. Έν μόνον βλέμμα επί του ξερασωθέντος ήρκεσε να με πείση ότι έκαμε κάλλιστα να λάβη γυναίκα. Επί ώμων Άτλαντος και λαιμού ταύρου έφερε κεφαλήν, της οποίας αδύνατον ήτο να μη θαυμάση τις την ανθηράν όψιν, την πυκνήν τρίχα, τας ικανάς να χρησιμεύσωσιν ως ρόπαλον εις τον Σαμψώνα σιαγόνας, τα κατακόκκινα χονδρά χείλη και το μακάριον μειδίαμα, το αποκαλύπτον οδόντας ιπποποτάμου. Το μάσημα και τα φιλήματα του πανοσιωτάτου πρέπει να ηκούοντο εις απόστασιν πεντήκοντα τουλάχιστον βημάτων. Ο κ. πρόξενος και εγώ ωμοιάζαμεν πίθηκον παραβαλλόμενοι προς αυτόν. Ουδ’ ήτο δυνατόν ν’ ανεύρη γυναίκα αξιωτέραν της ιδικής του να εντρυφήση εις τα τοιαύτα αυτού προσόντα. Οι μαύροι οφθαλμοί της εφλογοβόλουν και η κοκκινόξανθος κόμη της έλαμπεν ως χαλκίνη περικεφαλαία. Δεν ήτο όσον εκείνος χονδρή, αλλ’ υψηλή, εύσωμος και εύμορφη απ’ επάνω έως κάτω. Λέγω δε απ’ επάνω έως κάτω ουχί κατά τύχην, αλλά διότι είχεν ανυψώσει ολίγον το φόρεμά της δια να ξηράνη εις την εστίαν τα υποδήματά της, τα κάθυγρα εκ της αιφνιδίας πλημμύρας. Ουδέποτε έτυχε να ζηλεύσω τόσον πολύ εις άλλον άνθρωπον το πλάτος των ώμων του, τους οδόντας του, το πολύ αίμα του, την ευρωστίαν του και την γυναίκα του. Μετ’ ολίγον μ’ έκαμε να ζηλεύσω και άλλο αυτού προτέρημα, την ευθυμίαν και την κωμικήν δύναμιν, την οποίαν κατώρθωνε να μεταδίδη και εις τα πενθιμώτατα θέματα ομιλίας. Κατά τας ημέρας εκείνας περί ουδενός άλλου εγίνετο λόγος παρά περί της προσφάτου καρατομήσεως του ληστάρχου Ταρτάλια, όστις, αφού εδόξασε την Σικελικήν κλεφτουργιάν, τρέψας πολλάκις εις φυγήν τους καραβινιέρους, είχε δειλιάσει προ του δημίου.

― Αν ήμην εγώ πνευματικός του, είπεν ο προκαλόγηρος, θα κατώρθωνα να τον κάμω ν’ αποθάνη παληκαρίσια, με την εφεύρεσιν του μακαρίτου θείου μου Πάτερ Βαρνάβα. Είναι η μόνη ικανή να κάμη και τον δειλότερον κατάδικον ν’ αντικρύση χωρίς φόβον την φούρκαν ή την καρμανιόλαν.

― Και εις τί συνίσταται αυτή η εφεύρεσις; ηρώτησα μετά περιεργείας.

― Εις το να μη πιστεύση ο κατάδικος ότι πρόκειται να τον κόψουν ή να τον κρεμάσουν.

― Τούτο, παρετήρησα, φαίνεται κάπως δύσκολον, όταν έχη έμπροσθέν του την μηχανήν και αφού του υπεσχέθη τον παράδεισον ο παπάς.

― Και τίς η ανάγκη, απήντησε, να του υποσχεθή ο παπάς τον παράδεισον και όχι άλλο τι καλλίτερον;

― Αλλά τί καλύτερον από τον παράδεισον ημπορεί να υποσχεθή εις άνθρωπον αγόμενον εις την λαιμητόμον;

― Ημπορεί να του υποσχεθή ότι έχει ακόμη να ζήση πολλά χρόνια και να φάγη πολλά μακαρόνια πριν μεταβή εις τας αιωνίους μονάς.

― Δεν σας εννοώ.

― Πώς δεν με εννοείτε; Δεν προτιμάτε και σεις τα μακαρόνια της γης από τα ωσαννά και τα αλληλούια του ουρανού, ή μήπως δεν προτιμάτε από τους άλλους αγγέλους τας ζωντανάς γυναίκας, όταν μάλιστα ομοιάζουν με την ιδικήν μου και στεγνώνουν τας κνήμας των εις την φωτιάν; Αν μου ειπήτε όχι, δεν θα σας πιστεύσω, διότι την τρώγετε με τα μάτια απ’ επάνω έως κάτω, και κάμνετε πολύ καλά, επρόσθεσε μειδιών, διότι αξίζει τον κόπον, κ’ εγώ δεν ζηλεύω.

Δια να μη φανή παράδοξον το τοιούτον είδος ομιλίας, δεν είναι περιττόν να προσθέσω ότι υπερέβαινε τότε παν όριον των ξερασωμένων καλογήρων η αδιαντροπία και η επίδειξις ασεβείας, ως να ήθελον ν’ αποζημιωθώσι δια την πρώην επιβαλλομένην εις αυτούς υπό του επαγγέλματός των συστολήν και υποκρισίαν. Ταύτα όμως δεν εξήγουν και πώς ηδύνατο ο πνευματικός να υποσχεθή εις κατάδικον πολλά έτη και φαγοπότια αντικρύ της λαιμητόμου. Την εύλογον ταύτην απορίαν μου ηυδόκησεν επί τέλους να λύση ο Χρυσοσπάθης διηγούμενος τα εξής:

― Γνωρίζετε βέβαια ότι πριν γείνει μία η Ιταλία, η νήσος μας ήτο παράρτημα του βασιλείου της Νεαπόλεως και ότι εμίσουν οι Σικελοί τους Νεαπολίτας όσον οι Πολωνοί τους Μοσχοβίτας. Και όχι μόνον τους απεστρέφοντο ως αλλοφύλους και τυράννους, αλλά και τους επεριφρόνουν ως ανάνδρους. Κατά την εποχήν λοιπόν όπου το μίσος κατά της Νεαπόλεως ευρίσκετο εις την ακμήν του, ολίγους μήνας μετά την καταστολήν της επαναστάσεως του 1848 και τον βομβαρδισμόν της Μεσσίνας, Nαπολιτάνος στρατιώτης της φρουράς του Παλέρμου ονομαζόμενος Σάνδρος έτυχε να μαχαιρώση δι’ ερωτικούς λόγους τον λοχίαν του και να καταδικασθή εις θάνατον υπό του στρατοδικείου. Η εκτέλεσις όμως της αποφάσεως επρόσκοπτε κατά της εξής σπουδαίας δυσχερείας, την οποίαν είχαν λησμονήσει να λάβουν υπ’ όψιν των οι στρατοδίκαι· ότι την κακήν ιδέαν των Σικελών περί της ανδρείας των στρατιωτών του βασιλέως Φερδινάνδου θα επεκύρωνε και θα εκορύφωνεν η κατά την ημέραν της εκτελέσεως δειλία του καταδίκου. Η αλήθεια είναι ότι ο Ναπολιτάνος δύναται να φανή ανδρείος μόνον όταν είναι θυμωμένος ή μεθυσμένος, όχι όμως και ν’ αντικρύση τον θάνατον με ψυχραιμίαν. Την ανησυχίαν ταύτην ηύξανεν η συμπεριφορά του καταδικασθέντος, όστις δεν έπαυε να κλαίη και να οδύρεται εις την φυλακήν του. Βέβαιον λοιπόν εφαίνετο ότι θα κατήσχυνε τον στρατόν της κατοχής αποθνήσκων ανάνδρως.

Τούτο όμως ήτο τόσον ασύμφορον την επιούσαν καταστολής επαναστάσεως και την παραμονήν ίσως εκρήξεως άλλης, ώστε οι προϊστάμενοι αυτού εθεώρησαν πρέπον να γράψωσιν εις Νεάπολιν ζητούντες την μετατροπήν εις δεσμά της θανατικής ποινής. Ο βασιλεύς ήτο εύσπλαχνος και ηρέσκετο ν’ απονέμη χάριν, επ’ αυτού μάλιστα του ικριώματος της αγχόνης, εις πολιτικούς και άλλους καταδίκους, ουδέποτε όμως εχαρίτωσεν εγκληματήσαντα στρατιώτην, θεωρών τούτο ως επιζήμιον εις την πειθαρχίαν. Αντί λοιπόν της ζητηθείσης χάριτος έφθασε μετά τρεις ημέρας εκ Νεαπόλεως η διαταγή να εκτελεσθή η απόφασις ανυπερθέτως.

Κατά το διάστημα τούτο είχε κορυφωθή η ανυπομονησία των κατοίκων του Παλέρμου να ίδωσι Nαπολιτάνον στρατιώτην λιποψυχούντα προ του θανάτου, τον οποίον είχον υπομείνει πρό τινων εβδομάδων τόσον ηρωικώς οι Σικελοί πατριώται οι καταδικασθέντες υπό των εκτάκτων δικαστηρίων. Η πεποίθησις των Πανορμιτών επί την ανανδρίαν του καταδίκου ήτο τοιούτη, ώστε δεν εδίσταζαν να στοιχηματίζωσι δέκα τάληρα αντί ενός ότι θα ελιποθύμει επί του τόπου της εκτελέσεως. Ταύτα ήτο επόμενον ν’ αυξήσωσιν έτι μάλλον την αμηχανίαν των αρχών. Ο διοικητής συνεκάλει αλλεπάλληλα συμβούλια προς εύρεσιν ενός οιουδήποτε τρόπου προφυλάξεως του στρατού από της επικειμένης δυσφημίας, κατά τα οποία πολλαί και ποικίλαι επροτείνοντο γνώμαι. Οι μεν ήθελον να μεθυσθή ο κατάδικος δι’ οίνου της Μαρσάλας ανακατωμένου με ρακήν, πριν οδηγηθή εις τον τόπον της εκτελέσεως, οι δε να τουφεκισθή την νύκτα εις τα υπόγεια του φρουρίου, ενώ άλλοι επρότειναν ν’ αναμιχθή κοπανισμένον υαλίον εις το φαγητόν του ή να εγχυθή υδράργυρος εις το αυτίον του ενώ εκοιμάτο.1 Αλλ’ ο μεν λαθραίος τουφεκισμός θ’ απεδείκνυε την κυβέρνησιν συμμεριζομένην την περί της ανανδρίας των στρατιωτών της επικρατούσαν γνώμην, η δε ανάμιξις κοπανισμένου υαλίου εις το φαγητόν και η καθ’ ύπνους έγχυσις υδραργύρου ήσαν κάπως δυσεφάρμοστοι, δια τον λόγον ότι από τριών ήδη ημερών ο κατάδικος ούτε έτρωγεν ούτε εκοιμάτο.

Οι συσκεπτόμενοι έξυαν την κεφαλήν των ματαίως αναζητούντες άλλο τι καλύτερον, ότε επαρουσιάσθη προ αυτών ο θείος μου Πάτερ Βαρνάβας, αναλαμβάνων αντί εκατόν ταλήρων, πληρωτέων μετά την επιτυχίαν, να διαθέση τον κατάδικον ν’ αποθάνη αφόβως και γενναίως. Ερωτηθείς δια τίνος τρόπου ήλπιζε να κατορθώση τούτο, ηρκέσθη ν’ απαντήση ότι η απόλυτος μυστικότης ήτο απαραίτητος όρος επιτυχίας και ότι ήτο εξ ίσου βέβαιος ότι θα επιτύχει όσον και ότι θα δύση ο ήλιος εις την θάλασσαν μετά μίαν ώραν. Ο Πάτερ Βαρνάβας εφημίζετο ως έξυπνος άνθρωπος. Η φήμη του αύτη, η πεποίθησις μετά της οποίας ωμίλει και προ πάντων η ανικανότης προς εύρεσιν άλλης διεξόδου, έπεισαν το συμβούλιον να δεχθή την πρότασιν του πανοσιωτάτου, υποσχόμενον την ζητηθείσαν αμοιβήν. Ώρα της εκτελέσεως ωρίσθη η δεκάτη της επιούσης και τόπος αυτής η ευρύχωρος παρά την προκυμαίαν πλατεία.

Ρίγος και σπασμοί κατέλαβον τον κατάδικον, όταν είδεν εισαγόμενον τον συνήθη πρόδρομον των τουφεκιστών ρασοφόρον. Ούτος, ευθύς άμα έμειναν μόνοι, έσπευσε να προλάβη την επικειμένην λιποθυμίαν του δυστυχούς, λέγων εις αυτόν «μη φοβείσαι, έρχομαι να σε αναγγείλω ότι ο βασιλεύς ηυδόκησε να σου απονείμη χάριν».

― Χάριν! ανέκραξεν ο κατάδικος καταφιλών τας χείρας του καπουκίνου. Λοιπόν δεν θα με τουφεκίσουν; Είσαι βέβαιος περί τούτου;

― Βεβαιότατος. Είδα με τα μάτια μου το διάταγμα με την υπογραφήν του βασιλέως. Η χάρις όμως θα σε δοθή εις τον τόπον της εκτελέσεως. Ενθυμείσαι τους τρεις επαναστάτας, εις τους οποίους εδόθη πέρυσι χάρις επάνω εις την αγχόνην, ενώ ο βρόχος ήτο περασμένος εις τον λαιμόν των;

― Τους ενθυμούμαι.

― Ούτω και σε θα σε οδηγήσουν εις την πλατείαν της προκυμαίας, θα σε τοποθετήσουν αντικρύ εις απόσπασμα δέκα στρατιωτών, θα διαταχθεί πυρ, και τότε μόνον θα λάβης την χάριν. Δεν είχα το δικαίωμα να σου το φανερώσω· αλλά σε το λέγω, διότι ο βασιλεύς δεν θέλει τον θάνατόν σου και ήτο κίνδυνος ν’ αποθάνης εις τον δρόμον από την τρομάραν. Θάρρος λοιπόν. Έχεις ακόμα να φας πολλά μακαρόνια, πριν μεταβής εις τον άλλον κόσμον.

Η προσλαλιά αύτη ήρκεσε να διαλύση πάντα δισταγμόν και πάντα φόβον του καταδίκου. Ωμοίαζεν άνθρωπον από το στήθος του οποίου θα εσήκωναν βαρύ βράχον. Εδάκρυεν, εγέλα, εζητωκραύγαζε υπέρ του βασιλέως, υπέσχετο λαμπάδας εις όλους τους αγίους και επί τέλους εζήτησε να παρασύρη τον πνευματικόν του να χορεύσουν μαζί μίαν ταραντέλλαν.

― Τί κάμνεις, αθεόφοβε! είπεν ούτος. Λησμονείς ότι εχάθημεν και οι δύο, αν γνωσθή ότι σου εφανέρωσα το μυστικόν; Γονάτισε και εξομολογήσου.

Ο κατάδικος εγονάτισεν, είπεν όσα είχε να είπη, έλαβεν άφεσιν αμαρτιών και απεχαιρέτισε τον πανοσιώτατον αποκαλών αυτόν σωτήρα του και υποσχόμενος να θαμβώση την επιούσαν τους θεατάς δια της αφοβίας του προ των τουφεκιστών.

Ευθύς μετά την έξοδον του καπουκίνου εισήλθεν ο δεσμοφύλαξ, τον οποίον μεγάλως εξέπληξεν η εύθυμος διάθεσις του πρώην νυχθημερόν οδυρομένου.

― Δεν ηξεύρεις, είπεν εις αυτόν, ότι αύριον εις τας δέκα θα σε τουφεκίσουν;

― Το ηξεύρω πολύ καλά· γεννηθήτω το θέλημα του Θεού. Ηξεύρω όμως ότι έχω το δικαίωμα να ζητήσω να φάγω ό,τι θέλω εις το τελευταίον μου γεύμα. Παράγγειλε να μου φέρουν μίαν μακαρονάδα, ένα ψητόν καπόνι και κρασί των Συρακουσών.

Μετά τριήμερον νηστείαν και αγρυπνίαν έφαγεν ως λάμια και απλωθείς έπειτα εις την κλίνην του ερρουχάλισε μακαρίως, μέχρις ού ήλθεν την επιούσαν να τον εξυπνήση ο επί της εκτελέσεως αποσπασματάρχης. Αφού δις εχασμήθη, εζήτησεν ο κατάδικος ως τελευταίας χάριτας ένα καφέ δια ν’ αποτινάξη τον ύπνον από τα βλέφαρά του, μίαν ψήκτραν για να καθαρίση την στολήν του, έν γαρούφαλον και την άδειαν να βαδίση με λυτάς χείρας εις τον τόπον της εκτελέσεως. Αφού εβούτηξε δύο παξιμάδια εις τον καφέ του, επλύθη, εκτενίσθη, ανώρθωσεν ως άγκιστρα τους μύστακάς του, επέρασε το γαρούφαλον εις την κομβιοδόχην του κολοβίου του και στρεφόμενος έπειτα προς τον αποσπασματάρχην είπεν εις αυτόν μετά θαυμαστής αταραξίας: «Είμαι έτοιμος, κύριε λοχία». Πάντες οι παριστάμενοι ηπόρουν δια την αιφνιδίαν μεταμόρφωσιν του δειλού κάπωνος εις ανδρικόν πετεινόν και οι πάντες συνέχαιρον δια την έξοχον κατηχητικήν ικανότητα τον θείον μου Βαρνάβαν, όστις εδέχετο μετά της προσηκούσης εις το σχήμα του μετριοφροσύνης τα συγχαρητήρια.

Αν και ήτο χειμών κατά το ημερολόγιον, ο καιρός ήτο εαρινός, ο ουρανός ανέφελος, η αύρα χλιαρά και εμοσχοβόλουν αι πορτοκαλέαι. Κανείς άλλος τόπος δεν έχει ζεστάς ημέρας τον χειμώνα πλην της Σικελίας.

― Και της Ελλάδος, διέκοψα εγώ.

― Έχετε δίκαιον, απήντησεν ο προκαλόγηρος. Ελησμόνουν ότι η μικρή σας Ελλάς ήτο πριν επαρχία της Μεγάλης και είχε πρωτεύουσαν τας Συρακούσας και βασιλέα τον Χαρώνδαν.

― Ταύτα, απήντησα γελών, είναι δεκτικά συζητήσεως. Αλλά τελειώσατε, παρακαλώ, την ιστορίαν σας.

― Έλεγα λοιπόν ότι ο καιρός ήτο ωραίος. Τα εργαστήρια είχον κλεισθή και όλοι οι Πανορμίται, άνδρες και γυναικόπαιδα, είχον σωρευθή εις τον δρόμον, τα παράθυρα, τους εξώστας και τας στέγας των χαμηλών οικιών, περιμένοντες την διάβασιν του καταδίκου. Οι κυβερνητικοί διέδιδαν ότι ούτος είχεν ανδρειωθεί και θ’ απέθνησκεν ως γενναίος στρατιώτης, οι δε Σικελοί επέμειναν να στοιχηματίζωσι δέκα προς έν ότι θ’ απέθνησκεν ως Ναπολιτάνος. Δεν εβράδυναν όμως να πεισθώσιν ότι δεν ήξιζε τίποτε το στοίχημά των. Αντί να σύρεται ως μόσχος εις την σφαγήν, ο κατάδικος εβάδιζεν εν μέσω των μελλόντων να τον τουφεκίσωσι στρατιωτών γαλήνιος και μεγαλοπρεπής ως θεός του Ολύμπου. Οσάκις συνήντα γνωρίμους του καθ’ οδόν έτεινε εις αυτούς την χείρα και εις τα συλλυπητήρια και τας ενθαρρύνσεις αυτών απήντα δια καταλλήλου ρητού της προς χρήσιν του στρατού χρηστομαθείας του Σοαβίου: «Ο δίκαιος δεν φοβείται τον θάνατον»· «Ο άνθρωπος είναι παροδίτης της γης»· «Ο θάνατος είναι μετάβασις εις την αθανασίαν», ή άλλου τοιούτου και ευθύς έπειτα ετάχυνε το βήμα, ως θέλων ν’ ανακτήση τον απολεσθέντα χρόνον.

Οι Ναπολιτάνοι εθριάμβευον και επευφήμουν και οι Σικελοί έκλιναν δυσθύμως προς τα κάτω την κεφαλήν.

Προ της θύρας οινοπωλείου δύο συστρατιώται του, ορθοί επί σκαμνίων, τον επροσκάλεσαν να πίη έν τελευταίον ποτήριον οίνου μετ’ αυτών. Δεχθείς προθύμως την πρόσκλησιν ύψωσε το ποτήριον ανακράζων: «Εις την υγείαν της Α. Μεγαλειότητος του ενδόξου και αγαθού ημών βασιλέως Φερδινάνδου. Ο Θεός να τον ευλογή και να τον πολυχρονίζη». Την φοράν ταύτην επευφήμησαν τον κατάδικον πλην των Ναπολιτάνων και πολλοί εκ των Σικελών, εις δε τους λοιπούς μία μόνη απέμενεν ελπίς, ότι το ασύνηθες τούτο θάρρος ήτο προϊόν μιας οπωσδήποτε τεχνητής διεγέρσεως και θα εξέλειπεν επί του τόπου της εκτελέσεως. Η ελπίς αύτη θα επραγματοποιείτο ίσως αν δεν είχε προνοήσει ο θείος μου Βαρνάβας να παρευρεθή εκεί δια να τον ενθαρρύνη δια νεύματος και της επιδείξεως της άκρας χαρτίου, το οποίον δεν ηδύνατο να είναι άλλο παρά η υποσχεθείσα χάρις.

Ο κατάδικος ουδέν απολέσας της αταραξίας του, υπήγε να τοποθετηθή αυθορμήτως αντικρύ των τουφεκιστών εις την κανονισμένην απόστασιν δέκα βημάτων, απωθήσας τον προσελθόντα να περιδέση κατά το σύνηθες τους οφθαλμούς του δια μαντυλίου δεκανέα. Οι στρατιώται ηύθυναν ήδη κατά του στήθους του τα όπλα αναμένοντες το τελευταίον πρόσταγμα, ότε αντήχησαν εκ διαφόρων συγχρόνως ομίλων φωναί: «Δεν μας αποχαιρετάς, Σάνδρε;» Το αποχαιρέτημα τούτο είναι εις τον τόπον μας δικαίωμα του καταδίκου και σχεδόν καθήκον επιβαλλόμενον εις αυτόν υπό της παραδόσεως. Άλλος το προετοιμάζει και άλλος το αυτοσχεδιάζει, άλλος λέγει πολλά και άλλος ολίγα, έκαστος κατά τον βαθμόν της ρητορικής του ικανότητος, όλοι όμως προσπαθούν να είπουν κάτι δια να μη υποτεθή ότι εβούβανεν αυτούς ο φόβος. Ο Σάνδρος δεν ήτο ρήτωρ, ήτο όμως αρκετά καλός τενόρος. Μη ευρίσκων τί να είπη αξιομνημόνευτον ανέμελψεν αντί προσλαλιάς το άσμα των ‘Μασναδιέρων’ του Βέρδι:

Tra – la, Trala lala,

n’andremo d’un salto

nel mondo di là.

Ήτοι:    θα πάγω μ’ έvαπήδημα

ίσια στov άλλον κόσμοv!

Το κύκνειον τούτο άσμα ήτο βεβαίως επίκαιρον, η φωνή του καταδίκου ωραία και η αφοβία, μεθ’ ης ητοιμάζετο να πηδήση εις τον άλλον κόσμον, αληθώς πρωτοφανής. Ευλόγως λοιπόν εξερράγη το πλήθος εις επευφημίας και χειροκροτήματα, οίων ουδέποτε ηξιώθησαν εις το θέατρον ούτε ο Ρόπας, ούτε ο Μάριος, ούτε ο Φασκίνης, ουδ’ αυτή ίσως η Μαλιβράν. Ταύτα αντήχουν ακόμη, ότε ύψωσε το ξίφος ο έχων το πρόσταγμα αξιωματικός, ήστραψαν τα τουφέκια και δέκα σφαίραι ετρύπησαν το στήθος του καταδίκου. Ο θάνατος επήλθεν τόσον ακαριαίος, ώστε δεν επρόφθασε να εξαλείψη το διαστέλλον τα χείλη του μειδίαμα ευδαίμονος αυταρεσκείας.

Ειπέτε μου τώρα, παρακαλώ, αν πιστεύετε ότι ηδύνατο ο θείος μου Βαρνάβας να κάμη τον άνθρωπον εκείνον ν’ αποθάνη τόσον ευχαριστημένος και ν’ αφίση μνήμην ήρωος, αν του ωμίλει περί της ευσπλαγχνίας του Θεού και της μακαριότητος του Παραδείσου, αντί να του υποσχεθή ότι είχεν ακόμη να ζήση πολλά χρόνια και να φάγη πολλά μακαρόνια;

― Ομολογώ ότι το πράγμα επιδέχεται αμφισβήτησιν. Δεν εννοώ όμως πώς ο μακαρίτης θείος σας απεδέχετο να δοξάζη παρ’ αξίαν ως ήρωας τους εχθρούς της πατρίδος του Ναπολιτάνους;

― Δεν το εννοείτε διότι δεν γνωρίζετε, ως φαίνεται, ότι οι Φράγκοι ρασοφόροι δεν έχουν άλλην πατρίδα πλην της Εκκλησίας, ουδ’ άλλον αρχηγόν πλην του Πάπα. Έπειτα ο θείος μου ήτο, ως σας είπα, έξυπνος άνθρωπος και είχε στοιχηματίσει κ’ εκείνος πολλά ότι θ’ απέθνησκεν ο κατάδικος γενναίως.

Η βροχή είχε παύσει και το ανδρόγυνον ηγέρθη να μας αποχαιρετήση. Εξερχόμενος με επροσκάλεσεν ο προκαλόγηρος να υπάγω να ίδω την συλλογήν του Σικελικών αρχαιοτήτων, και την πρόσκλησιν ταύτην επεκύρωσεν η κυρία του δι’ ενός προσηνεστάτου arivederci. Εκατοίκουν το πρώτον πάτωμα μικράς οικίας εις την άκραν της οδού Γαριβάλδη. Επί της κοσμούσης την θύραν χαλκίνης πλακός ανεγινώσκετο υπό το όνομα του ενοίκου ο τίτλος ‘αρχαιολόγος’ (antiquario), σημαίνων εν Σικελία ‘πωλητής αρχαιοτήτων’.

Η δεξίωσις υπήρξε φιλοφρονεστάτη. Η οικοδέσποινα ευηρεστήθη να μου προσφέρη καφέ και να με θαμβώση και πάλιν με την λάμψιν των μαύρων της οφθαλμών και της χρυσής της κόμης, ο δε ξερασωμένος αρχαιολόγος, αφού μοι παρεχώρησεν αντί εκατό μόνον φράγκων δύο ‘σπάνια’ νομίσματα των Συρακουσών, ηυδόκησε να με πληροφορήση ότι, αν πλην των οφθαλμών και της κόμης επεθύμουν να μεταΐδω και τας κνήμας της κυρίας του, ηδυνάμην ν’ απολαύσω την ευχαρίστησιν ταύτην μεταβαίνων το εσπέρας εις το θέατρον Vittorio Emmanuele, όπου ήτο δευτέρα χορεύτρια. Όπως οι καλόγηροι, ούτω είχαν αρχίσει να υπανδρεύωνται εις την Σικελίαν και αι χορεύτριαι.

 

1.O ρευστός υδράργυρος και το κοπανισμένον υαλίον, τα καθ’ εαυτά αβλαβέστατα, θεωρούνται κατά δημώδη πρόληψιν εν Iταλία και πολλαχού, νομίζω, της Eλλάδος ως φοβερά δηλητήρια.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: