Διδώ Σωτηρίου – Τα «Ματωμένα Χώματα» της Μικρασιατικής προσφυγικής τραγωδίας

Εξήντα χρόνια από την πρώτη έκδοση του αντιπολεμικού μυθιστορήματος (1962) | «Ο μεγάλος ένοχος για την ανθρώπινη δυστυχία, ο εχθρός κάθε προόδου είναι ο πόλεμος και τα οικονομικά συμφέροντα που τον προκαλούν»

Σε συνθήκες ζόφου και τρομοκρατίας, καθώς κράτος και «παρακράτος» συνεχίζουν τη γενικευμένη καταστολή με θύματα κομμουνιστές αγωνιστές, η τότε 53χρονη Διδώ Σωτηρίου (18 Φλεβάρη 1909 – 23 Σεπτέμβρη 2004) αποφασίζει, στα 1962, να εκδώσει το αντιπολεμικό μυθιστόρημά της «Ματωμένα Χώματα».

Μέχρι σήμερα η κυκλοφορία του έχει ξεπεράσει τα 400.000 αντίτυπα κι έχει μεταφραστεί στις ακόλουθες γλώσσες: Αγγλικά, Βουλγαρικά, Εσθονικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ολλανδικά, Ουγγρικά, Ρωσικά, Ρουμανικά, Σερβικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Τουρκικά και Κέλτικα βρετονικά.

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του αντιπολεμικού μυθιστορήματος «Ματωμένα Χώματα», με την υπογραφή του Α. Τάσσου («Κέδρος», 1962)

Το σημαντικό αυτό μεταπολεμικό έργο, το οποίο τυπώνεται ακριβώς σαράντα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, είναι η απάντηση της εργατικής τάξης, με τη μέθοδο της ρεαλιστικής λογοτεχνίας. Αυτής που αποκαλύπτει και δεν σκεπάζει τα γεγονότα της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας στην υπό διάλυση Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχε ως αποτέλεσμα την προσφυγική τραγωδία, με εγκλωβισμένους και νεκρούς, κυρίως τους «ανώνυμους» της Ιστορίας, στρατευμένους κι αμάχους.

Εχει προηγηθεί το πρώτο της μυθιστόρημα «Οι νεκροί περιμένουν» (1959), που κρατιέται στα όρια του συναισθηματικού καμβά, όπως οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία ανέρχονται στη συνείδηση για να φωτιστεί ο γενέθλιος τόπος, το Αϊδίνι.

Ετσι από το μερικό με τα «Ματωμένα Χώματα» η συγγραφέας ανάγεται στο ύψος του όλου, στο πώς δηλαδή οι λαϊκές μάζες ανεβαίνουν ως πρωταγωνιστές στη σκηνή των κρίσιμων γεγονότων, με θεατή την αστική τάξη, που υποχωρεί μπρος στο μεγαλείο των αγώνων τους για την εμπέδωση της ειρήνης. Το ατομικό εγώ εμβαπτίζεται στο συλλογικό εμείς, με ιδεολογικό εργαλείο τη θεωρία του ιστορικού υλισμού κι αισθητικό την προοδευτική αντιμετώπιση του λογοτεχνικού αποτελέσματος.

* * *

Γι’ αυτό, η Διδώ Σωτηρίου – η οποία μέχρι τότε είναι ενεργό μέλος του μαχόμενου ελληνικού λαού, ως δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη» – ζει ακόμη έντονα τις φωτεινότερες στιγμές του κομμουνιστικού κινήματος προς τη λαοκρατία, όπως εκφράστηκαν μέσα από τις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Η Διδώ Σωτηρίου το 1937, σε ηλικία 32 ετών, κρατώντας ένα βιβλίο, όταν έχει αρχίσει τη δημοσιογραφική συνεργασία της με τον «Ριζοσπάστη»

Με αυτή την προϊστορία στο βιογραφικό της, η έκδοση ενός τέτοιου «δύσκολου» βιβλίου για τα δεδομένα εκείνης της εποχής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εχει την υποστήριξη του ζεύγους των εκδόσεων «Κέδρος» – που γνώρισε την εξορία – του αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού Νίκου Καλλιανέση (1894-1975) και της συντρόφου του Νανάς Σταματίου – Καλλιανέση (1915-1988). Το εξώφυλλο φιλοτεχνεί ο κομμουνιστής καλλιτέχνης Α. Τάσσος (ψευδώνυμο του Αναστάσιου Αλεβίζου, 1914-1985).

Ο Μανώλης Αξιώτης (1894-1980), ο οποίος αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την πολύπαθη ζωή του, από τις ειρηνικές μέρες στο χωριό Κιρκιντζές της Εφέσου (1912) μέχρι την Καταστροφή και την τυραννική έξοδό του προς τη μητριά πατρίδα (1922), είναι πραγματικό πρόσωπο.

Το πέρασμά του, μέσα από τα δύο αποτρόπαια μυθιστορηματικά μέρη – σταθμούς «Αμελέ Ταμπούρια» και «Ηρθαν οι Ελληνες», αντί να σημάνει ταξική οπισθοχώρηση μπροστά στο σφαγείο του πολέμου, αντίθετα τον χαλυβδώνει, καθώς βγαίνει από τον καπνό και την αντάρα του μετώπου ηθικά αλώβητος και συνειδητοποιημένος κομμουνιστής.

* * *

Διαβάζουμε στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης (1962):«ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις πατρογονικές εστίες του. Και είναι ετούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεώτερης ιστορίας μας.

(…) Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ’ αγάπη και πόνο τ’ αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως στο κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα.

Ο συνδικαλιστής λιμενεργάτης Μανώλης Αξιώτης (1894-1980), ο κεντρικός ήρωας – αφηγητής και το βιβλίο του «Εγώ, ο Μανώλης Αξιώτης»

Κάτω απ’ τον Μανώλη Αξιώτη […], υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ’ Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Ελληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης.

(…) Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα” να μην ξεχνούν οι παλιοί” να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι».

* * *

Κι ενώ ακόμη δεν έχει στεγνώσει το μελάνι του βιβλίου από το τυπογραφείο, ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος (γεν. 1930) παίρνει συνέντευξη από την Διδώ Σωτηρίου και υπογράφει κριτική για τα «Ματωμένα Χώματα» στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (αριθ. 92, Αύγουστος 1962).

Προσωπογραφία που συνοδεύει τη συνέντευξη της Δ. Σωτηρίου για την πρώτη έκδοση του βιβλίου της, στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (αρ. 92, Αύγουστος 1962).

Στα «Ματωμένα Χώματα» υπάρχει δίδαγμα με την καλή έννοια, τη ρωτάει ο τότε 32χρονος συνομιλητής της. «Το δίδαγμα (…)», απαντάει, «βγαίνει από τα ίδια τα γεγονότα. Ο μεγάλος ένοχος για την ανθρώπινη δυστυχία, ο εχθρός κάθε προόδου είναι ο πόλεμος και τα οικονομικά συμφέροντα που τον προκαλούν. Αυτός σαν Κίρκη κάνει τους ανθρώπους κτήνη. Οι ήρωες που κινούνται μέσα στα “Ματωμένα Χώματα”, έχουν γαλουχηθεί με ιδέες, πίστεις, παραδόσεις ενός κόσμου που γκρεμίζεται με τραγικό πάταγο. Ομως αρχίζουν να διακρίνουν κάποιο καλύτερο μέλλον που ροδίζει (Αξιώτης – Δροσάκης)».

Βασίλης Καλαμαράς
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου
Ριζοσπάστης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: