Η δασκάλα (διήγημα του Κώστα Κρυστάλλη)

Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυό καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου.

Η δασκάλα (διήγημα του Κώστα Κρυστάλλη)

Ταξίδεψα κάποτε, – μας έλεγε ο Μήτρος, – με τη δασκάλα ενού χωριού. Ο δρόμος μας ήταν μακρινός, κ’ είχαμε συντροφιά τον αγωγιάτη μας, δυό μεσόκοπους πεζούς κι’ ένα νιοστεφανωμένο αντρόγυνο. Η δασκάλα τότε πρωτοπήγαινε στο χωριό, ύστερ’ από τέσσερα πέντε χρόνια που μαθήτευε στα σχολειά του Κεστοράτη. Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυό καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου. Και μοναχή της να ταξίδευε με τον αγωγιάτη, δεν εκιντύνευε ποτέ. Μα για κάθε κακό ένας δικός της την είχε παραδώκει στην προστασία και στην ευθύνη του νιου τ’ αντρόγυνου.

Το βράδυ κονέψαμε σ’ ένα μοναστήρι παλιό και μεγάλο, κατάστρατα στην ερημιά. Όσο να φτάκουμ’ εδώ, όλο τον κάμπο, που διαβήκαμε, τον εσήκωσα με τα σωστά στο πόδι εγώ με τα τραγούδια και τα εύθυμα λόγια μου. Αλλ’ ούτε λόγο, ούτε καν χαμόγελο ένα δε μπόρεσα να της κλέψω της σκληρής. Το μοναστήρι είνε χτισμένο μέσα στο λόγγο. Έχει ψηλούς τοίχους περίγυρα κι από μέσα τα κελλιά αραδιασμένα με τες κρεββάτες τους, την πλακοστρωμένη αυλή με τα δέντρα της και το εκκλησάκι, μικρούτσικο και παλιό, από τα χίλια εκατό, καθώς γράφει στο νάρθηκα του, σκοτεινό, ήσυχο, όλο ευλάβεια και θρησκευτική ανατριχίλα. Φάγαμε σ’ ένα τραπέζι κοινό, διπλοπόδι καταγής στρωμένοι, ό,τ’ έφερνε καθένας μαζή του κι ό,τι μας ψευτοετοίμασε ο φιλόξενος καλόγερος του μοναστηριού. Πολλά λόγια για απόδειπνα δεν αλλάξαμε, γιατί κι αποσταμέν’ είμασταν και την αυγή έπρεπε να ξυπνήσουμε γλήγορα για να φύγουμε δίχως ήλιο. Και πλαγιάσαμε.

Πλαγιάσαμε στην αυλή του μοναστηριού αραδαριά. Ήτο καλοκάιρι, θερτής μήνας, πού’ νε μια χαρά να κοιμάται κανένας όξω. Αλλά πού να βρω ύπνο’ γω. Όχι γιατ’ είχα κοντά μου προσάναμα. Ο Θεός μάρτυράς μου. Η δασκάλα κοιμώνταν πολύ μακριά, στην άκρη άκρη, πίσω από το νιο τ’ αντρόγυνο. Αλλά γιατ’ όταν έτσι  τυχαίνει να ξενυχτίζω στην εξοχή, η όψη, η θέα της ξυπνάει κάποιο αίσθημα κρυφό κ’ άγνωρο μέσα μου, που δε μπορώ να το λαρώσω. Κι αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κοιτάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, όπου αρμένιζε αγάλια – αγάλια εκεί απάνου και περίχυνεμε το λαμπρό του φως όλη τη πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σαν φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε  ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε. Ούτε λαλίτσα νυχτοπουλιού, ούτε ηχός φλογέρας. Ουδέ βάβισμα σκύλλου, ουδ’ αγωγιάτη σαλαγή, ουδέ κυπρί ζώου δεν αγροικάτο. Ο λογισμός μου πέταγε ελεύθερος, ανεμπόδος και γοργός στ’ άπειρο τ’ αψήλου κ’ εδροσολογιέταν μέσα στα μυστικά κάλλια της σεληνοφώτιστης νύχτας. Κάποτε κάποτε μούρχετο και να σηκωθώ, να πεταχτώ όξω από το μοναστήρι και να χωθώ μέσα στα ρουμάνια του, να μονιάσω σαν το θεριό. Μου φαινόταν πως έτσι μονάχα θα να’ βρεσκα λαρωμό, πως έτσι θα να γλυκοκοιμιώμουν. Κι όσο να σκάση της χαραυγής τ’ άστρι στο καταρράχι του βουνού, κ’ εγώ δε θυμάμαι πλιά πόσα γλυκομιλήματα κρυφά ν’ άλλαξα με τη δροσερή και μοσχοβολισμένη εκείνη νύχτα, σα βασίλεψε και το φεγγάρι στερνά και μας αφήκε στα σκοτεινά έτσι ολομόναχους.

Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ’ εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια. Τον ανασασμό του τον ήσυχο κι’ απαλό, σαν εργατάρη, σα ζευγά, μοσχοβολισμένον από τις ευωδιές των ανθών του, τον έφερνε τον ανήφορο η χασκωτή και δασιά λαγκαδιά π’ ανέβαινε ολόιση κατά το κορφοβούνι. Μ’ εχτύπησε του μοσχοβολισμού  του η πλημμύρα τρικυμιστά κι άξαφνα κι ανάσαιναν βιαστικά και πνιχτά τα πνεμμόνια μου, σα να βουτούσα μέσα σε μοσχοβολισμένο νερό άπατης λίμνης. Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο!

Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στην κοντινή βρύση που πήγε να ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα. Χλιμίντρησαν δυνατά και δυό μουλάρια, σα να χαιρέτιζαν κι αυτά τα καϋμένα το γλυκοξημέρωμα, εκεί που δρόσιζαν τα διψασμένα ρουθούνια τους στο νερό. Ο αγωγιάτης τ’ αράδιασε ύστερ’ από κουτσάκι σε κουτσάκι σαμαριού με τα καπίστριά τους και τάσυρε κατά το μοναστήρι σουρίζοντας. Κι’ εγώ βρέχοντας στη βρυσούλα το πρόσωπό μου, συλλογιζόμουν πόσες κρυόβρυσες τέτοιες, σε τέτοια παρόμοια μαγική ώρα , έχουνε δροσέψει το θερμασμένο μου μέτωπο κ’ ανοίξει τα βάρυπνα μάτια μου με τα κρυσταλλόνερά τους.

Όσο να γυρίσω’ γω στο μοναστήρι είχαν σηκωθή κι’ είχαν φορτώσει κιόλας οι άλλοι. Βγήκα στερνός από τη χαμηλή σιδερόπορτα του ξώτοιχου, σέρνοντας από το καπίστρι το μουλάρι μου κι’ ακολουθάμενος από ψηλόν ήμερο σκύλαρο με οκνά μάτια και μαλλιά μακρύτατα παρδαλά. Όξω από το περιαύλι, που κατηφορνούσε χορταριασμένο το σιάδι κατά τη λαγκαδιά, ξάνοιξα μες στο θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού, κρεμασμένην απάνου σ’ ένα χιλιόχρονο πουρνάρι. Σίμωσα το πουρνάρι, βαστώντας το καπίστρι του μουλαριού στα χέρια μου και πιάνομαι από το σχοινί της καμπάνας, που το κούναε δώθε και κείθε τ’ απαλό φύσημα τ’ αυγερινού δροσόπαγου. Με τους πρώτους της χτύπους όμως προγγάει το μουλάρι μου ξαφνιασμένο και ξεφεύγει από τα χέρια μου με κίντυνα να με παρασύρη κ’ εμένα τον κατήφορο, αν δεν τ’ απολούσα. Το μουλάρι το ξανάπιακε ο αγωγιάτης, κ’ εγώ ξακολούθησα να βαράω την καμπάνα δυνατά κι αδιάκοπα. Δε ξημέρωνε, όχι, γιορτή, για να καλέσω μ’ αυτή τους γύρωθε χριστιανούς στην εκκλησιά, κι όσοι θα την ακούσαν κείνη την ώρα, ποιος ξέρει τι θα να βάλαν με το νου τους, – αλλά μου ερχότουν έτσι καλά να την γροικάω να σημαίνη, κ’ οι ήχοι της κ’ οι αντίλαλοί τους να σμίγουν με τους κελαϊδισμούς των πουλιών, με το μουρμούρι του λόγγου και με τα ξεφωνητά των ορνιθιών, σ’ έναν αρμονικό ύμνο της Χρυσαυγής που πρόβαινε στο βουνό γλυκοθώρητη και ντροπαλή, σα νυφούλα.

Οι άντρες δεν εκαβαλίκεψαν. Ένας απ’ αυτούς ο νιόγαμπρος, είχε αγοράσει ένα πιστόλι, κι ανεβαίνοντας όλοι μαζή απάνου από το δρόμο, στους όχτους, έρριχναν στα πουρνάρια μ’ αυτό, δοκιμάζοντά το πόσο έκοφτε. Εγώ μοναχά ακολουθούσα τες γυναίκες , – τη νιόνυφη και τη δασκάλα, – κι ο αγωγιάτης που χάζευε κι αυτός με το πιστόλι από μακριά κ’ έμνησκε πίσω πίσω. Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ’ έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κορδελώνονταν ολόγυρ’ απ’ όχτους, πήδαε ρεμματιές ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ’ εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα εμένα μούρθε  πάλε η όρεξη η βραδυνή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι. Όταν τυχαίνω σε δρόμο, ή θα μου κρατάη μέσα κάθε αναπνοή και κάθε κρίση ο θαυμασμός της φύσης ολόγυρα ή θ’ απολύεται ακράτητ’ η χαρά κι ο ενθουσιασμός μου σε τραγούδια και σε γελούμενα λόγια. Είχα πάρει, – θυμάμαι σαν τώρα -, το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ’ από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς οι πέρδικες και τ’ αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνήση, ν’ αγκαλιάση το κυπαρισένιο της κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούταν άσπρος σαν χιόνι και δροσερές σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.

Η νιόνυφη, ζωηρή κι ανοιχτόκαρδη γυναίκα, δοκιμασμένη στα τέτοια γλυκοξυπνίσματα της αυγής στο νυφιάτικο στρώμα της, δείχνονταν περίχαρη και δεν άφινε κλωθογύρισμα δρόμου που να μη γυρνά και να μου πιδοκιμάζη με χαμόγελο την επιτυχία του καλού τραγουδιού. Μα η δασκάλα…μωρέ τσιμουδιά, η σκληρή. Αν δεν είχε δοκιμάση κι αυτή, σαν τη νιόνυφη, τη γλυκάδα της χαραγής του τραγουδιού, τάχα δεν την ωνειρεύονταν όμως;

Ξάφνου σε μια λόξα της ρεματιάς, απάνου στο γύρισμα του τραγουδιού μου, ακούω ένα σφιχτό ξεφωνητό και βλέπω τη δασκάλα να κατρακυλίζεται στο χαμηλό γκρεμό του βράχου. Μη παντέχετε πως ήταν αυτοκτονία. Κάθε άλλο. Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ’ έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ’ η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα. Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση την ανσηκώνω ορθή στα  πόδια της, την ακουμπάω σ’ ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κι όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ’ άλλοι είδησι, την συνέφερα εγώ. Η νιόνυφη δε μπορούσε να πηδήση κι αυτή από την καβάλα της να μου δώση βοηθητικό χέρι, κ’ έστεκε εκεί ορθή κ’ εφώναζε. Ως και τα μουλάρια τα καϋμένα σταμάτησαν μοναχά τους κ’ είχαν κι αυτά γυρμένα κι ολάνοιχτα τα μάτια τους κατά εμάς. Εκείνο που καβαλίκευε η κόρη, γυμνό και ξαφνιασμένο, τρεμούλιαγε ολόρθο, τρομαγμένο από το ξαφνικό και βαρύ πέσιμο της κυράς του. Ο πρώτος μου λόγος, άμα τη συνέφερα, ήτον να τη ρωτήσω πού βάρεσε. Η κόρη σήκωσε τα μεγάλα καστανά μάτια της, κυκλωμένα περίγυρα κατά τες κώχες με μια αλαφριά μελανή λουρίδ’ από την λαχτάρα και νοτισμένα από δυό χοντρά μαργαριτάρια δάκρυα που τότες άρχιζαν ν’ αναβρύζουν, με κύτταξε τόσο συμπαθητικά που ποτέ δε θα το λησμονήσω στη ζωή μου, και μούπε ανάλαφρα:

– Πουθενά,…σ’ ευχαριστώ.

Κι’ έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ’ άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της, καλλίτερα. Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξαν – έτσι θα το ειπώ, – από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ’ απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ’ εγώ πολύ. Είχα’ πη στην αρχή πως δε θα την εύρισκα, εκεί που έτρεξα, ζωντανή, τόσο βαριά και τόσο άσχημα είχε πέσει η καϋμένη, – κ’ είχε πανιάσει το πρόσωπό μου πλειότερο κι από το δικό της. Σα μ’ αναμέρισαν εμένα, τραβήχτηκα σε μια τούφα κ΄έκατσα ν’ ανασάνω. Αυτή αγάλια αγάλια ήρθε στα συγκαλά της και τη σήκωσαν να κινήσουμε γιατ’ είχε περάσ’ η ώρα, είχε δύσει ο ήλιος. Πέρασε κοντά μου, με είδε πανιασμένον και με ρώτησε σιγαλινά:

– Πού χτύπησες, πού σε πονεί;

Στην ταραχή και στη λαχτάρα της, ενόμισε πως είχα πέσει κ’ εγώ. Και μώκαμε την ίδια ρώτησι που της είχα κάμει εγώ, όταν την πρωτόφερα στο λογισμό της μοναχός μου.

Άσχημα έκαμα που είπα, ότι μου την άρπαξαν πλέον από τα χέρια μου οι άλλοι κι ότι μ’ αναμέρισαν ολότελα εμένα. Γιατ’ όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυό πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφκιάσουν την καβάλα της ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνιασμένην καλή του, κ’ η δόλια η κόρη, εκτός που θα΄μνησκε  μόνη της πίσω, μα στεναχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.

Τους κρυφούς συλλογισμούς της κόρης ο νιος τούς νοιώθει. Χωρίς να καβαλικέψω τραβώντας από το συρτάρι το μουλάρι μου, τη σίμωνα και τη ρώτησα αν μπορεί να ξανακαβαλικέψη το δικό της σα να τώξερα.

– Να μώδιναν άλλο καλλίτερο θε να ήτον, μου είπε χαμηλοκυττάζοντας.

– Πάρ’ το δικό μου, της λέω.

– Και συ;

– Το δικό σου.

– Καϋμένε, θα σε ρίξη, μώκαμε μ’ έκφραση ανατριχίλας.

– Έγνοια σου.

– Μα και το δικό σου είν’ άγριο.

– Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει;

– Ναι, μα’ κει που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα…στο μοναστήρι κάτου;

– Μα εκεί ξαφνίστηκε.

– Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ’ έσερνε μαζή του σ’ εκείνον τον κατήφορο.

– Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια.

Κ’ εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή. Ήταν το πρώτο χαμόγελο που είδα να γλυκοχαράζη στα χείλη της. Φαντασθήτε τη χαρά μου. Έτσι μείναμε σύμφωνοι για τα μουλάρια μας και την παρακάλεσα να περάση να καβαλικέψη. Τη βοήθησα ν’ ανεβή. Εκεί που η ζέρβια παλάμη μου χεράκωνε την αμασχάλη της την τρυφερή και το δεξί  χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ’ είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της.

– Κύτταξε, μου είπε, πώς έγεινα από τα νερά κει πώπεσα.

– Δε σ’ έβρεξε η ρεμματιά, σ’ εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.

Κοκκίνησε σαν την παπαρούνα τ’ Απρίλη στο πρόσωπο, μου χάρισε και δεύτερη συμπαθητικιά ματιά που μου ανατάραξε τα σωθικά όλα, όπως θολώνει κάθε διαβάτης στο πέρασμά του τα λαγαρά βάθη του ποταμού, και με το σιγαλό της «ευχαριστώ» την άκουσα να μουρμουρίση και τούτα:

– Αλλοίμονό μου, πώς κατάντησα.

Ήταν σεμνότατα τα λόγια της και δεν της αντιλογήθηκα.

Όσο να μας προφτάκουν οι πισινοί με το μουλάρι, ανέβηκα κάμποσον  δρόμο πεζός εγώ στο πλάι της. Είχε τραβήξει πολύ μπροστά και το νιο τ’ αντρόγυνο. Στο διάστημ’ αυτό βρεθήκαμε οι δυό μας ολομόναχοι και συμφιλιωμένοι μέσα στο λόγγο. Χίλια γλυκά λόγια μώρχονταν στο νου για να της’ πω. Αλλ’ όλα πνίγονταν ξαφνικά μες το λάρυγγά μου, που τον εστένευε δεν ξέρω κ’ εγώ ποια δύναμη αόρατη κι αυστηρή. Όμως σε τέτοιες περιστάσεις γένονται καλοφωνότερο στόμα τα καϋμένα τα μάτια. Τότες μιλούν αυτά! Στο διάστημα κείνο, πόσα δεν της είπαν της κόρης  τούτης τα μάτια μου. Κι ακούν τα μάτια τότες. Κι αυτινής μιλούσαν κι άκουγαν μονάχα τα μάτια. Έννοιωθα’ γω ότι τα μάτια της άκουγαν το τι της λέγαν τα δικά μου, όπως παρόμοια έννοιωθα το τι μου λέγαν τα δικά της. Όμως τι μούλεγε και τι της έλεγα, δε σας το ομολογώ. Μπορεί να το φαντάζεστε.

Καβαλίκεψα κ’ εγώ. Κάποιος λέει πως πλάγιασε σε κοριτσιού κρεββάτι και δεν τον άφηκαν να κλείση μάτι όλη τη νύχτα οι ψύλλοι. Εμένα, καθισμένον στην καβάλα της δασκάλας, δε μ’ έφαγαν ούτε ψύλλοι ούτε κορέοι. Δεν έμεινα όμως κι ανέβλαβος ολότελα. Από την ώρα που με το πέσιμό της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ’ εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ’ ανεβαίναμε σ’ ολίγο. Ούτε τραγούδι πλιά από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά. Τραγουδούσαν οι άλλοι άντρες, φώναζαν, γελούσαν, έρριχναν πιστολιές από καβάλα στα δέντρα που διαβαίναμε, χωράτευαν με τους διαβάτες που συναπαντούσαμε, έσκιαζαν με ρεκασμούς τα γίδια που βρίσκαμε να βόσκουν κατάστρατα σκαρφαλωμένα, στ’ αγριοπρίναρα, ξάφνιζαν με χουγιακτά τον πιστικό που στον όχτο παράμερα βαρούσε την τζαμάρα του. Εγώ αναίσθητος, ξένος και παντάξενος σ’ όλα αυτά!

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν την δασκάλα να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους.

– Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ’ μού φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ’ εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δω, τήρα μπροστά σου.

Στες κακοτοπιές πούταν στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ’ όλους, κ’ είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ’ αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ’ εμένα, μ’ εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά. Μια φορά μου είπε ήσυχα, σα για να μη την ακούσουν ούτε τα πουλιά που γλυκοτσιμιώνταν απάνω στα κλωνάρια του δάσου.

– Γιατί δε λες και συ τίποτα, πούνε η πρώτη χαρά σου;

Χαμογέλασα μοναχά και δεν έχω αντιλογιά ότι τα μάτια μου, που την αντίκρυσαν, της φανερώσαν τη γλυκειά ανατριχίλα που περίτρεξε από φλέβα σε φλέβα κι απ’ αρμό σ’ αρμό το αίμα μου.

– Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου;

Μου ξαναείπε.

Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν’ αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μην αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι:

-Τώρα σ’ έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναφουρνίσω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;

Ήτον πολύ τολμηρός ο λόγος μου τούτος κ’ έφερε στο απαλό μάγουλό της το βαθύτερο της φωτιάς χρώμα. Αλλά δεν επειράχτηκε, γιατ’ είδα να ξεβάψη γρήγορα πάλι και να με γλυκοτηρά.

Έτσι περάσαμε όλο το δρόμο, ως το χωριό. Εγώ παντού την επεριποιόμουν. Εγώ την ανεβοκατέβαζα από το ζώο μου στους ανήφορους και στους κατήφορους, εγώ την έπιανα από το χέρι στα ποτάμια και στους γκρεμούς, εγώ την επότιζα νερό με τ’ αχώριστο πιξαρένιο καυκόπουλό μου στες κρυόβρυσες του Πίνδου, εγώ της έδωκα το ψάθινο σκιάδι μου, πώφερνα πάντα στα ταξείδια, για να μην την κάψουν τα λιοπύρια του Θερτή. Κι αυτή όλο μ’ ευχαριστούσε και μου χαμογελούσε γλυκά, κ’ εγώ, αμίλητος πάντα, όλο ανατρίχιαζα γλυκότερα μέσα μου.

Κάποτε τη ρώτησα στο δρόμο να μου ειπή πού χτύπησε.

– Πουθενά, μώλεγε αυτή συμπαθητικά. Αλλ’ από τ’ αλαφρό σούφρωμα τ’ ώμορφου προσώπου της κι από το συχνό βάλσιμο του χεριού της στη μέση, κατά τα νεφρά, ένοιωθα’ γω ότι χτύπησε κι ότι πονούσε και τόκρυφτε. Όσο που της είπα μια φορά.

– Μα, μη το κρύβης από μένα.

Τώρα που με κύτταξε, τα μάτια της ήταν υγρότατα και στην υγρότη τους μέσα ξάνοιξα σα μέσα σε καθαρή ανάβρα, πως είχαν βουρκώσει και τα δικά μου.

Κι άλλη μια φορά τη ρώτησα πώς έκαμε κ’ έπεσε στη λαγκαδιά εκεί κάτου. Κι αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο:

– Μ’ είχε συνεπάρει…κάποια συλλογή…η πρωινή νύστα…το ξημέρωμα…ξέρω κ’ εγώ…το τραγούδι σου…

Δεν είπεν άλλο. Χαμήλωσε και τα μάτια. Ούτ’ εγώ μπόρεσα να την τηράω περισσότερο κατά πρόσωπο γιατ’ ο λόγος της τούτος άναψε θέρμη μες τα μελίγγια μου.

Ύστερ’ από καμμιά δεκαριά μέρες απαντηθήκαμε σ’ ένα στενό κατηφορικό δρόμο του χωριού. Εγώ ανέβαινα κι αυτή κατέβαινε. Βαστούσε στ’ αριστερό χέρι της κατιφένιο σακκουλάκι, πλουμισμένο με μετάξι απ’ όξω και γιομάτο από βιβλιαράκια. Ήτον πρωΐ ακόμα δεν είχε πάει δυό βουκέντρες ο ήλιος. Χαιρετισθήκαμε. Κύτταξα ότι κ΄εγώ κι αυτή σφίξαμε τα χέρια μας και δεν έρχονταν να τ’ αφήκουμε ο ένας τ’ αλλουνού. Στα πρόσωπα είχαμε γίνει, κ’ οι δυό, σαν τον καρπό της κερασιάς όταν ουρμάζει, κατακόκκινοι. Κι όσο τηράγαμε ο ένας τον άλλον κατάματα, τόσο πλειότερο ανάφταν η όψες μας κ’ υγραίνονταν τα μάτια. Τη ρώτησα:

– Πώς πάει το χτύπημα;

– Τώρα,…με πονεί εδώ.

Μου είπε γλυκά και μώδειξε με το χεράκι της δίπλα στο πλευρό της κατά το ψυχικό.

Καταλάβατε τ’ ήθελε να πη η κόρη;

Ε, σας φτάνουν ως εδώ, τάλλα δε σας τα φανερώνω.

                                                                             Κώστας Κρυστάλλης

Ο ποιητής και πεζογράφος Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο Ιωαννίνων το 1868 και πέθανε στις 22 του Απρίλη 1894 στην Άρτα.

Σημείωση: Η φωτογραφία είναι του Κώστα Μπαλάφα

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: