Ο ηρωικός Δεκέμβρης του 1944 μέσα από τα μάτια των λογοτεχνών

Η μάχη που έδωσε ο λαός της Αθήνας για 33 μέρες, με μπροστάρη το ΚΚΕ, με το όπλο στο χέρι, την προκήρυξη, το χωνί, τα οδοφράγματα, ενάντια στην αστική τάξη και τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για κορυφαίους λογοτέχνες και ποιητές.

Ο ηρωικός Δεκέμβρης του 1944 μέσα από τα μάτια των λογοτεχνών

Εβδομήντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από την ηρωική ταξική μάχη που έδωσε ο λαός της Αθήνας, με μπροστάρη το ΚΚΕ, τον ηρωικό Δεκέμβρη του 1944.

Η μάχη του Δεκέμβρη ήρθε ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι, σε αντίθεση με τις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς που είχε κάνει το ένοπλο ΕΑΜικό κίνημα με την καθοδήγηση του ΚΚΕ, τις αυταπάτες για «εθνική ενότητα» – αποτέλεσμα και των στρατηγικών θέσεων του Κόμματος που δεν προσανατόλιζαν στον αγώνα για την εξουσία – η αστική τάξη και ο βρετανικός ιμπεριαλισμός δεν εγκατέλειψαν ποτέ το στόχο να τσακίσουν το εργατικό – λαϊκό κίνημα, να το αφοπλίσουν, να αποκαταστήσουν πλήρως την εξουσία τους στη χώρα. Παρ’ όλες τις ταλαντεύσεις και τα λάθη από πλευράς του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, η ένοπλη αντιπαράθεση, ως δήλωση ότι «ο λαός δεν διαλέγει τις αλυσίδες αλλά τα όπλα», άφησε σημαντική παρακαταθήκη. Η κατάληξη του Δεκέμβρη ήταν η Συμφωνία της Βάρκιζας, μια συμφωνία παράδοσης των όπλων που δεν ανταποκρινόταν στο συσχετισμό δυνάμεων, παρά τη στρατιωτική ήττα του Δεκέμβρη. Η μεταδεκεμβριανή περίοδος, η λευκή τρομοκρατία επιβεβαίωσαν ότι η αστική τάξη δεν είχε ενδοιασμούς πως οι ίδιες οι εξελίξεις της ταξικής πάλης έφερναν στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα «ποιος ποιον». Πάλι παρ’ όλες τις ταλαντεύσεις και τις στρατηγικές αδυναμίες που συνέχιζαν να υπάρχουν, το ΚΚΕ, το εργατικό – λαϊκό κίνημα απάντησαν με τον ηρωικό 3χρονο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Για 33 μέρες, λοιπόν, η μάχη που έδωσε ο λαός με το όπλο στο χέρι, την προκήρυξη, το χωνί, τα οδοφράγματα, ενάντια στην αστική τάξη και τους Αγγλους ιμπεριαλιστές αποτέλεσε πηγή έμπνευσης.

Κορυφαίοι λογοτέχνες και ποιητές κατέγραψαν τις συγκλονιστικές αυτές στιγμές και κάποια τέτοια αποσπάσματα παρουσιάζει ο Ριζοσπάστης του Σαββατοκύριακου.

«Οι ελευθερωτές γυρίσαν απ’ τη μάχη
Και βρήκανε καινούρια αφεντικά
Να κυβερνάν τις πολιτείες τους.
Κι απ’ τα κανόνια ανάμεσα, προβάλανε οι έμποροι».

(Μπ. Μπρεχτ – «Μαθαίνοντας τα νέα για το λουτρό αίματος των Τόρυδων στην Ελλάδα»)

Δείγματα ελάχιστα σας αντιγράφουμε

Θα αναρωτιόσαστε πώς μπόρεσε ν’ αντέξει ένας ξαρμάτωτος λαός ενάντια στα σιδερικά «ξηράς, θαλάσσης και αέρος», και στην «αγγλική λίρα» που μέχρι σήμερα αγόραζε σώματα και ψυχές. Πώς μπόρεσε ν’ αντέξει όταν οι Αγγλοι του ‘κοψαν κάθε διανομή τροφίμων, κάθε σταγόνα φάρμακο, όταν τ’ αεροπλάνα τους ανατίναξαν τους σωλήνες και κόπηκε και το νερό.

Κρίμας που δεν μπορείτε να διαβάσετε όλο το έντυπο υλικό που τυπωνότανε σ’ εκείνες τις 33 μέρες. Ν’ ακούσετε τις αναφορές των υπευθύνων. Τα λόγια των μανάδων. Να βλέπατε πώς βγάζαν όλοι την μπουκιά απ’ το στόμα τους να τη δώσουν στον άλλον. Θ’ ανατριχιάζατε όταν ξεψυχούσανε οι αμούστακοι ΕΛΑΣίτες μας μ’ εκείνο το τραγούδι της Λαοκρατίας. Οταν νεκροφιλούσε ο γέρος το τελευταίο του παιδί κι έπιανε αυτός το πολυβόλο. Μόνο τότε θα νιώθατε. Δείγματα ελάχιστα σας αντιγράφομε…

(Μ. Αξιώτη – «Αθήνα 1941 – 1945»)

Σίμωνε ο Δεκέμβρης…

Σίμωνε ο Δεκέμβρης.
Τα βράδια που κατεβαίνουν τα ρουλά πάνου από τις βιτρίνες με τα κουρασμένα φώτα
Ετσι που κατεβαίνουν σιδερένια δίχτυα σ’ ένα μυθικό βυθό – τα βράδια
Παρατηρείται πολλή κίνηση από εγγλέζικα τζιπ
Πολλή κίνηση από κάτι μεγάλα, κλειστά βουβά αυτοκίνητα.
Κάτι μας παραμόνευε ξανά πίσω από τους τοίχους
Κάτι μουγγό και σκοτεινό έξω απ’ την καρδιά μας.
Εκεί που άλλοτες κρυφοκουβέντιαζαν πολλές καρδιές στα σκοτεινά
Τώρα ξεφύτρωσαν πολλοί ρήτορες στο φως.
Ηταν να φοβάσαι τα λόγια τους. Δεν ήταν δικά μας.
Και στους τοίχους ξεφύτρωσαν κάτι παράξενα σημάδια.
Σ’ όλη την κατοχή δεν τάιδαμε γραμμένα σε κανέναν τοίχο.
Μα τώρα δα τι θέλουνε στους αθηναϊκούς δρόμους;
Κι η εγγλέζικη φρουρά ποιους κρύβει με τις πλάτες της;

(Γ. Ρίτσος – «Οι γειτονιές του κόσμου»)

Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη

Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. 3 του Δεκέμβρη…!

Οποιος έζησε τις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει.

Ο προορισμός του ανθρώπου που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο, εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, εκείνη τη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο.

(Μ. Λουντέμης – «Ο μεγάλος Δεκέμβρης»)

Στην πλατεία Συντάγματος, 3 του Δεκέμβρη σήμερα, χιλιάδες λαός διαδηλώνει σε απόλυτη τάξη. Για να εξασφαλίσει την κερδισμένη ελευθερία του. Μήπως και του ‘ρθει κανενούς η όρεξη, και μας ξαναπουλήσει στο παζάρι σκλάβους!

Μες στην ανθρωποθάλασσα συναντιόμαστε με το Γιώργη, τον δικηγόρο, 3 χρόνια τον ήξερα, έτσι λέγεται. Τρελός από χαρά με αγκαλιάζει: «Τώρα μπορώ να το φωνάζω! δε φοβάμαι πια! είμαστε ελεύθεροι! δε με λεν Γιώργη, λέγομαι…». Δίπλα από τ’ ανάχτορα αστυνομικοί και φασίστες εκείνη τη στιγμή μας πυροβολούν στο ψαχνό… Του Γιώργη τ’ όνομα ακόμα δεν το ‘μαθα! Οι νεκροί πέφτουν τώρα τριγύρω μας ένας – ένας χάμω…

Οι Αγγλοι γύρω – γύρω, πάνω στα τανκς, στη «Μεγάλη Βρετανία» στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στο πλήθος, φλεγματικοί παντού κι αξιοπρεπείς στέκουν και βλέπουν τη δολοφονία μας, πως θα ‘στεκαν να βλέπουν ταινία κινηματογράφου. Στο τέλος – τέλος παίρνουνε μέρος. Μαζεύουνε με φορτηγά τους, τραυματισμένους και γερούς. Ηταν αυτοί οι πρώτοι όμηροι. Σε λίγες μέρες γίνηκαν χιλιάδες.

Την άλλη μέρα, 4 Δεκέμβρη, θάψαμε τους νεκρούς μας.

(Μ. Αξιώτη, «Απάντηση σε 5 ερωτήματα»)

Η μάνα Αθήνα έσφιξε τα δόντια της, έδεσε σφιχτά τα μπόλια της και κατέβηκε να θάψει τα παιδιά της. Μια ολόκληρη μέρα παρήλαυνε η Αθήνα απ’ τους δρόμους της. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλη! Ηταν ωχρή, αδέκαστη, αποφασισμένη.

Στις τρεις η ώρα ολόκληρη η Αθήνα γονάτισε. Ενα φαρδύ ματωμένο πανί συγκέντρωσε σε δυο γραμμές όλο το νόημα του όρκου και της απόφασης:

“ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ: ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ `Η ΤΑ ΟΠΛΑ”».

(Μ. Λουντέμης – «Ο μεγάλος Δεκέμβρης»)

Οι 33 μέρες

Τότε από μυριάδες στόματα ακούστηκαν τούτα τα λόγια και ταυτόχρονα γίνηκαν τούτες οι πράξεις, που συνεχίστηκαν 33 μέρες στην Αθήνα…

Ο πόλεμος! Ο πόλεμος! Ηρθε πάλι ο πόλεμος! Μας σκότωσαν τον άοπλο λαό μας! Στο αίμα του μουλιάσαμε τα λάβαρά μας! Στο αίμα του βουτήξαμε τα δάχτυλά μας και γράψαμε εκδίκηση! Η αντίσταση συνεχίζεται! Τα όπλα μας! Τα όπλα μας! Χτυπήστε τις καμπάνες! Βαρέστε τις σάλπιγγες! Να φωνάξουνε τα χουνιά! Να βγουν τα συνεργεία! Για το λαό μας! Το δίκιο και τη λευτεριά!

Ο Σκόμπι εξέδωκε την περιώνυμη στρατιωτική διαταγή του! «Αν δεν καθίσετε φρόνιμα, δεν θα υπάρξουν τρόφιμα για τον ελληνικό λαό».

Δε θέλομε κονσέρβα!… Εδώ είναι η φωνή του ΕΛΑΣ! Οποιος μπορεί να βρει ένα όπλο να το πιάσει! Ο κόσμος τρέχει να βρει ένα ντουφεκάκι. Εδώ είναι η φωνή του ΕΑΜ συνεργείο για τρόφιμα: όποιος μπορεί να δώσει για το λαό μας, να δώσει! Ο κόσμος βγάζει την ψυχή του και τη δίνει. Εδώ η ΕΠΟΝ συνεργείο του Τύπου: όποιος μπορεί να γράφει, να μοιράζει, να ‘ρθει! Ο κόσμος τρέχει από παντού να βοηθήσει…

(Μ. Αξιώτη – «Απάντηση σε 5 ερωτήματα»)

Έτσι πολέμησε ο λαός της Αθήνας

— Πρώτη προσπάθειά μας στην Εθνική Αλληλεγγύη ήταν να συγκροτήσουμε σταθμούς επιδέσεως τραυμάτων. Κάθε 300 μέτρα φτιάξαμε από ένα. Κορίτσια έτρεχαν με ένα σεντόνι, με μια γάζα. Μια γριούλα φτωχή και κουρελιασμένη παρουσιάστηκε στα γραφεία μας και πρόσφερε 25 γραμμάρια ιώδιο. Δυο κορίτσια το μπαμπάκι απ’ το στρώμα της προίκας τους. Μέσα στις πρώτες 10 μέρες μπήκαν σε λειτουργία 29 νοσοκομεία σε σύνολο 2.494 σπίτια. Δίπλα σ’ αυτά, ειδικά «συνεργεία χαράς» δίνουν ψυχαγωγία στους τραυματίες. Αρχισαν να λειτουργούν σε πολλά νοσοκομεία βιβλιοθήκες…

— Ωρες κοιτούσε τους μεγάλους που ‘παιρναν οπλισμό. Στο τέλος κοκκινίζοντας, τόλμησε και είπε το αετόπουλο: «Δώστε κι εμένα συναγωνιστές, ένα όπλο. Πριν έρθω πήρα την ευχή της μάνας μου».

— Σήμερα ένας τραυματίας μας πήδησε από το παράθυρο, επειδή του απαγορεύαμε να μετακινηθεί. Το ‘σκασε για να συνεχίσει τον αγώνα. Το κρεβάτι του το πήρε ο Θόδωρος από το Ν. Κόσμο 14 χρονών. Χτυπήθηκε στην επίθεση στο τάγμα Μακρυγιάννη. Ηταν γεμιστής οπλοπολυβόλου κι έριχνε τέλεια τη χειροβομβίδα.

— Η 2η ταξιαρχία του ΕΛΑΣ αναλαμβάνει την επίθεση ενάντια στο τάγμα χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Αρχισε με 60 άντρες. Σε 3 μέρες ανέβηκε στους 1.000 πολεμιστές. Με αυτό τον τρόπο σχηματίστηκαν όλες οι ταξιαρχίες μας. Από 50 άρχιζαν και ξεπερνούσαν τους 2.000, δεν είχαμε όπλα. Το πολύ – πολύ ένα ντουφέκι κάθε 2 άντρες. Οι μαχητές πολεμούσαν με βάρδιες…

(Μ. Αξιώτη – «Αθήνα 1941 – 1945»)

Οι τελευταίες διαταγές, τα τελευταία τραγούδια

Στις 29 Δεκέμβρη, οι Αγγλοι αρχίζουν τη μεγάλη επίθεση, με 24 τανκς ενάντια στις Ανατολικές συνοικίες. Ο ΕΛΑΣ υποχώρησε, αλλά με τέτοιο τρόπο που δεν είχε ούτε έναν αιχμάλωτο… Παραμονή Πρωτοχρονιάς 3 ομάδες μας ξαναμπαίνουν μέσα στην Αθήνα. Δεν το βαστά η καρδιά μας να τους αφήσουμε ήσυχους. Ξαναγυρίσαμε και τους χτυπήσαμε και τους αλλάξαμε την πίστη.

Στις 5 Γενάρη συντάσσεται ο ΕΛΑΣ. Η Αθήνα αφουγκράζεται ένα βαθύ βουητό που γιομίζει τη νύχτα. Χιλιάδες πόδια περπατούν. Οι τελευταίες διαταγές. Τα τελευταία τραγούδια. Οταν ξημέρωσε η αυγή, τα παιδάκια που ξύπνησαν από τα κρεβατάκια τους και τρέξανε στο δρόμο να βρούνε τους πολεμιστές, όπως τους βρίσκαν κάθε μέρα, δεν τους βρήκαν στις θέσεις τους. Ο ΕΛΑΣ βγήκε από την πρωτεύουσα…

(Μ. Αξιώτη, «Αθήνα 1941 – 1945»)

Έτσι τελείωσε ο Δεκέμβρης…

Οι γειτονιές είναι έρημες…
Τον ξύλινο σταυρό
με τα πολλά ονόματα των λαϊκών ηρώων
τον κάψαν στην πλατεία. Μονάχα το κράνος το ΕΛΑΣίτικο
δεν έλιωσε στη φλόγα – απόμεινε
πεταμένο στο δρόμο της έρημης γειτονιάς.
Μα εμείς τα θυμόμαστε τα ονόματα
και τ’ άλλα ονόματα που δεν είχαμε ακόμα προφτάσει
να τα γράψουμε στους ξύλινους σταυρούς – τα θυμόμαστε…
Κάτου από τους ίσκιους των αεροπλάνων
κάτου από τους πυροβολισμούς. Η Αθήνα που μακραίνει
σβήνει στο βάθος η Αθήνα. Ρίχνουμε μια ματιά από την Πάρνηθα.
Η Αθήνα. Η Αθήνα. Οι καπνοί απ’ τις πυρκαϊές,
κι οι σκιές των αεροπλάνων…
σβήνοντας με τα μαύρα χέρια τους το χαμόγελο
απ’ τις φτωχές συνοικίες, τις φτωχές, τις δοξασμένες συνοικίες…
Ετσι τελείωσε ο Δεκέμβρης.
Εριξε ο Λαός τον μπόγο του στον ώμο του
Κι έφυγε ο Λαός. Δεν τον σηκώνει ο τόπος.
Οπου δεν είναι λευτεριά δεν τον σηκώνει ο τόπος.
Τραβάει πιο πάνου να μασήσει τον καημό του,
Τραβάει πιο πάνου να στήσει το ταμπούρι του.

(Γ. Ρίτσος – «Οι γειτονιές του κόσμου»)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: