Κάρολος Ντίκενς-Η λογοτεχνική συνείδηση της Βικτωριανής Αγγλίας

Ένα από τα στοιχεία που διασφαλίζουν τη διαχρονικότητα του Ντίκενς είναι η οξεία αλλά ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινη κριτική που ασκεί στην σκληρά εκμεταλλευτική κοινωνία της εποχής του, της οποίας τα χαρακτηριστικά δεν περιορίζονται φυσικά στη βικτωριανή περίοδο.

O Κάρολος Ντίκενς, που γεννήθηκε στις 7 Φλεβάρη 1812 στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας, ανήκει στους θεμελιωτές του σύγχρονου μυθιστορήματος, ενώ τα έργα του, τα οποία έχουν μεταξύ άλλων διασκευαστεί επιτυχώς στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση συνεχίζουν να διαβάζονται από μικρούς και μεγάλους σε όλο τον κόσμο. Ένα από τα στοιχεία που διασφαλίζουν τη διαχρονικότητα του Ντίκενς είναι η οξεία αλλά ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινη κριτική που ασκεί στην σκληρά εκμεταλλευτική κοινωνία της εποχής του, της οποίας τα χαρακτηριστικά δεν περιορίζονται φυσικά στη βικτωριανή περίοδο. Η συμπόνοια του Ντίκενς προς τα καταπιεσμένα κι ευάλωτα κοινωνικά στρώματα της χώρας του βασίζονταν στις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα, ο οποίος μικρός είδε τον πατέρα του να φυλακίζεται για χρέη, ενώ κι ο ίδιος στα δώδεκά του χρόνια εργάστηκε σε αποθήκη βερνικιών παπουτσιών, κολλώντας ετικέτες σε βαζάκια. Η συναίσθηση της κοινωνικής αδικίας και η αφοσίωση στον αγώνα για την άρση των διακρίσεων ήταν κάτι που τον χαρακτήριζε και στην ενήλικη ζωή του. Η αναπόσπαστη σχέση που ένιωθε ότι όφειλε να έχει ως συγγραφέας με το κοινωνικό σύνολο αποτυπώνεται σε επιστολή του στο φίλο του Γουίλκυ Κόλλινς στις 6 Σεπτέμβρη 1858. “Οτιδήποτε συμβαίνει […] δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν μπορείς να κλείσεις απέξω τον κόσμο, ότι είσαι μέσα του, ότι είσαι μέρος του, ότι μπαίνεις σε λάθος θέση τη στιγμή που προσπαθείς να αποκοπείς από αυτόν, ότι πρέπει να αναμιχθείς μαζί του, και να πετύχεις το καλύτερο δυνατό, να βγάλεις τον καλύτερο εαυτό σου σε αυτό“

Ο Ντίκενς δεν ήταν επαναστάτης, ούτε ακολουθούσε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα στα έργα του. Πίστευε ωστόσο στη δυνατότητα της λογοτεχνίας να μετασχηματίζει ηθικά και πολιτικά την κοινωνία, μέσω της επιρροής που ασκούσε στην κοινή γνώμη, σε μια εποχή που ο ρόλος των μαζών στις πολιτικές εξελίξεις δε μπορούσε πλέον να αγνοείται με την ευκολία του παρελθόντος. Ασφαλώς, ο Ντίκενς δεν είχε τα πρωτεία στην έκθεση των κοινωνικών δεινών της βιομηχανικής εποχής, ωστόσο ήταν πολύ πιο εύστοχος κι αποτελεσματικός στην καταγγελία των ταξικών διαιρέσεων, της ένδειας, την αναξιοκρατίας και των άθλιων συνθηκών υγιεινής και διαβίωσης της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών στρωμάτων της πόλης.  Όπως παρατηρούσε ο Καρλ Μαρξ, οι Άγγλοι μυθιστοριογράφοι Ντίκενς, Θάκερεϋ και οι αδελφές Μπροντέ “έκαναν γνωστές στον κόσμο περισσότερες πολιτικές και κοινωνικές αλήθειες από όσες εξέφρασαν όλοι οι επαγγελματίες πολιτικοί, δημοσιολόγοι και ηθικολόγοι μαζί” Τα όρια της πολιτικής του σκέψης είναι εξίσου ορατά βέβαια: Για παράδειγμα στο βιβλίο του “Τα έγγραφα του Πίκγουικ”, αντιπαραβάλλει μια ειδυλλιακή και νοσταλγική προβιομηχανική Αγγλία στην εκβιομηχανισμένη και αστικοποιημένη χώρα της εποχής του. Από την άλλη, είναι γεγονός πως η κοινωνική κριτική του Ντίκενς ωριμάζει σταδιακά, αφού ενώ στα πρώτα έργα του επικεντρώνεται κυρίως σε μεμονωμένα περιστατικά κακοποίησης κι εκμετάλλευσης, περιοριζόμενος στο ατομικό επίπεδο, αργότερα ανατέμνει πιο βαθιά τα κοινωνικά αίτια αυτών των παθογενειών.

Σημείο καμπής στην πορεία αυτή υπήρξε το διασημότερο ίσως από τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, που δεν είναι άλλο από τον Όλιβερ Τουιστ, στον οποίο καταγγέλλονται οι θυματοποίηση των παιδιών, ο υπόκοσμος του Λονδίνου αλλά κυρίως οι συνέπειες του νέου Νόμου Περί Φτωχών το 1834, που εξωθούσε τους άπορους στα λεγόμενα “workhouses” , υπό άθλιες συνθήκες υποσιτισμού, σωματικών τιμωριών,  ταπεινώσεων και υποκριτικής ηθικολογίας με στόχο τη μεταβίβαση της ευθύνης της φτώχειας στα ίδια τα θύματα. Ο Ντίκενς καυτηριάζει αυτή την αντίληψη, όσο και τις θεωρίες περί κατώτερης ηθικής υποστάθμης των φτωχών, ιδιαίτερα στο πρόσωπο της Νάνσυ, της οποίας η ζωή στην πορνεία περιγράφεται ως αποτέλεσμα της πείνας και του περιβάλλοντος στο οποίο ανατράφηκε. Στον “Όλιβερ Τουίστ” αποτυπώνεται καθαρά η Αγγλία που ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντισραέλι αποκάλεσε χώρα αποτελούμενη από “δύο έθνη”, εκείνο των πλουσιών κι εκείνο των φτωχών.

Σε άλλα έργα του, ο Ντίκενς στηλιτεύει και το βικτωριανό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως έκανε επίσης στη δημοσιογραφική του δουλειά και τις δημόσιες ομιλίες του. Δεν ενδιαφέρεται μόνο για τις ίδιες τις αντιπαιδαγωγικές και συχνά απάνθρωπες μεθόδους εκπαίδευσης των άπορων, και ιδιαίτερα των ορφανών παιδιών, αλλά και για την τύχη τους μετά το σχολείο. Επίσης, στα πολυδιαβασμένα “Χριστουγεννιάτικα κάλαντα”, ο συγγραφέας αντιμάχεται τις θεωρίες του Μάλθους, που θεωρούσε αίτιο κοινωνικών παθογενειών τον υπερπληθυσμό των φτωχών. Ο βασικός χαρακτήρας του έργου, ο Σκρουτζ, αναφερόμενος στο νόμο περί Φτωχών, προτείνει την κατάργηση του καθώς “Αν είναι να πεθάνουν, καλύτερα να το κάνουν, και να μειώσουν τον υπερπληθυσμό”. Η νουβέλα αποτελεί μια πιστή αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο η εργατική τάξη γιόρταζε τα Χριστούγεννα στην πρώιμη βικτωριανή περίοδο.

Στο λιγότερο γνωστό, αλλά σημαντικό έργο του “O ζοφερός οίκος”, δε σατιρίζει μόνο το νομικό σύστημα της εποχής, που συνθλίβει στις μυλόπετρές του ακόμα κι αθώους ανθρώπους, αλλά δημιουργεί μια συγγραφική τοιχογραφία της βικτωριανής κοινωνίας, που περιλαμβάνει από δολοφόνους, γυναίκες ελαφρών ηθών, μέχρι άσπιλες δεσποινίδες και μέλη της αριστοκρατίας. Η σκληρότερη κριτική στο φιλελεύθερο καπιταλισμό της εποχής του αποτυπώνεται ωστόσο στο έργο “Δύσκολα χρόνια”, όπου καταγγέλει τον εγωκεντρισμό και την απληστία που καλλιεργούνται στα πλαίσια του οικονομικού ανταγωνισμού. Το έργο αποτελεί επίσης μια λογοτεχνική κριτική στο ρεύμα του ωφελιμισμού, όπως το πρέσβευε ο φιλόσοφος Τζέρεμυ Μπένθαμ, βάση του οποίου η αρχή του προσωπικού συμφέροντος ανάγονταν σε ύψιστο αγαθό, υπό το πρόσχημα ότι έτσι επιτυγχάνονταν η μέγιστη δυνατή ωφέλεια για το μέγιστο δυνατό αριθμό ανθρώπων. Στην κριτική του είχε επηρεαστεί από τις απόψεις του προσωπικού του φίλου, ιστορικού, φιλοσόφου και σατιρικού συγγραφέα Τόμας Κάρλαϋλ, σε αντίθεση με εκείνον όμως είχε πιο μεγάλη εμπιστοσύνη στις θετικές ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης, ακόμα και στις πιο αντίξοες κοινωνικές συνθήκες.

Έφυγε από τη ζωή το 1870 και η σωρός του βρίσκεται στο αββαείο του Γουέστμινστερ.

Δύσκολες Νύχτες

 

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: