«Αναπολώντας την πόλη των πολλών» (εμπνευσμένο από το φωτογραφικό έργο του Θεοδόσιου Μπούνου)

Το παρόν κείμενο γράφτηκε κατά την περίοδο του αναγκαστικού εγκλεισμού -λόγω covid19-  με αφορμή κάποιες εικόνες από το φωτογραφικό έργο του Θεοδόσιου Μπούνου. Αυτός είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη, να σου ανοίγει δρόμους στη σκέψη, χωρίς περιορισμούς, να σου δίνει το δικαίωμα να ονειρεύεσαι και να φτιάχνεις τις δικές σου ιστορίες.

«Αναπολώντας την πόλη των πολλών» (εμπνευσμένο από το φωτογραφικό έργο του Θεοδόσιου Μπούνου)

Να πάρω τον ηλεκτρικό…

να ξεχάσω το βλέμμα μου στις ράγες του… σε μια στροφή ξαφνικά 

να κοιταχτούμε κατάματα και

ν’ αφήσουμε τον αέρα…

να εισβάλει απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα,

ν’ ανακατέψει μαλλιά, ευγενικά χαμόγελα, σκοτούρες, χνώτα, κλάματα μωρών, κούραση, αρώματα, μονότονες επαιτείες, γάργαρα γέλια, ιδρώτες, ερωτικά παράπονα, παστίλιες, επιδεικτικές τηλεσυνομιλίες, αγενή αγγίγματα, αγωνίες, όνειρα και προσδοκίες…

να σταθώ στη μέση του βαγονιού 

ν’ αφουγκραστώ τις κοινές στιγμές του κόσμου … Αχ! 

-Αχ! Με συγχωρείτε… 

να κατέβω… ευχαριστώ!-

Να μην ξεχάσω να περάσω από τη στοά – να πάρω εκείνα τα ωραία ντοσιέ – αλλά πρώτα…

να χαιρετίσω τις καταπονημένες γυναίκες…

να βγω ξανά στην πλατεία 

να προλάβω να βουτήξω στη διάβαση…

να περάσω τα πολύχρωμα και πολύγλωσσα κύματα των πεζών και

να βρεθώ απέναντι

να μην αφήσω απέραστο κανένα “απέναντι” καμιάς διάβασης…

κανένα ρυτιδιασμένο πρόσωπο, κανένα σκεβρωμένο σώμα απαρατήρητο…

στις γωνίες των πεζοδρομίων …

ν’ ανασάνω το μοσχοβόλημα του φρεσκοκομμένου καφέ, των σουσαμένιων κουλουριών και της φρεσκοψημένης τυρόπιτας…

να περπατήσω με τους “παρείσακτους” και τους “λαθραίους”

και στα κατατρεγμένα παιδιά που πεισματικά σηκώνουν το βλέμμα τους να μας δείξουν λίγο ακόμα ουρανό ή τον κρυφό ορίζοντα πέρα μακριά, 

να χαρίσω το πιο φωτεινό μου χαμόγελο…

και στο παιδί που με “καρφώνει” με το παράπονό του… πόσο θα ήθελα 

να του αφήσω έναν άλλο κόσμο…

έχω χρόνο ακόμα;

μέχρι να μαζευτούν οι υπόλοιποι, λοιπόν… τι να κάνω; – ναι!-

να χαθώ για λίγο στον αρχέγονο τόπο της αγοράς

να πάρω μυρωδιά από άσωτους υιούς κι άσωτες κόρες και μόσχους σιτευτούς… 

ν’ αναδυθώ ξανά μέσα από τη  βρόχινη λίμνη της πλατείας

να συνωμοτήσω με το πιτσιρίκι που ανακαλύπτει στην επιφάνειά της, “πνιγμένες” τράπεζες και κολόνες, “πνιγμένα” αυτοκίνητα και πολυκαταστήματα – ναι, αγάπη μου πάτα τα κι άλλο, σπρώχνε τα μέχρι να πάνε στον πάτο… 

να πνιγούν στα ίδια τους τα σκατά…

εσύ και οι φίλοι σου μπορείτε 

να φτιάξετε καλύτερα και ομορφότερα πράγματα  στο μέλλον

αλλά … 

να! μαζεύονται οι “δικοί” μου –  γεια και χαρά συνάδελφοι!-

να πάρω κι εγώ ένα σάντουιτς πριν ξεκινήσουμε, μη σωριαστώ από την πείνα… 

περπάτησα μόνη μου ώρα πολλή γιατί το λαχταρούσα καιρό…

ν’ απολαύσω τις μουσικές της ασχημόμορφης  πόλης

σαν ο εγκλεισμός να κράτησε αιώνες και το μόνο που μπορούσα ήταν 

ν’ αναπολώ την πόλη των πολλών 

να

να… να…

να να να νααααα…..

να,να,να,να,να ,να, νααααααααα

τώρα δε θέλω άλλα “να” ούτε άλλα “αναπολώ”

είμαι εδώ 

σας γραπώνω από τους αγκώνες και προχωράμε…

είμαστε εδώ

ζωντανεύοντας ξανά στην πόλη των πολλών…

Αγγελική Ξένου
21-4-2020 (εν μέσω καραντίνας)

Το παρόν κείμενο γράφτηκε κατά την περίοδο του αναγκαστικού εγκλεισμού -λόγω covid19-  με αφορμή κάποιες εικόνες από το φωτογραφικό έργο του Θεοδόσιου Μπούνου. Ο αγαπητός κος Μπούνος έχει το “χάρισμα” με κάθε εικόνα του να πυροδοτεί τη φαντασία μου και να με καλεί στο να θέλω να “δω” την ιστορία πέρα και έξω από αυτήν που έχει συλλάβει ο φακός του. Είμαι πεπεισμένη πως αυτός είναι και ο ρόλος του καλλιτέχνη γενικά, να σου ανοίγει δρόμους στη σκέψη, χωρίς περιορισμούς, να σου δίνει το δικαίωμα να ονειρεύεσαι και να φτιάχνεις τις δικές σου ιστορίες. Έτσι ανοίγεις διάλογο με το έργο, τον εαυτό σου και τους συνανθρώπους σου. Το κείμενο μου λοιπόν, δεν αποτελεί κριτική πάνω στο έργο του καλλιτέχνη – εξάλλου δεν είμαι θεωρητικός ούτε κριτικός τέχνης –  αποτελεί απλώς μια καλλιτεχνική διαλεκτική σχέση εν εξελίξει…

 

Λίγα λόγια για τον καλλιτέχνη

Ο Θεοδόσιος Μπούνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982 και μεγάλωσε στο Άργος. Περιβαλλόμενος από την φύση και την μυρωδιά του ξύλου μέσα στο ξυλουργείο του πατέρα του, από παιδί μαγευόταν από την δύναμη των αισθήσεων και της εικόνας, συλλαμβάνοντας συχνά τον εαυτό του, με κλειδωμένο βλέμμα, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την μεταμόρφωση. Σε νεαρή ηλικία, εμφανίζει τα πρώτα σημάδια της αγάπης του για τις τέχνες. Διαβάζει ποίηση: Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσο, Καρυωτάκη, Arthur Rimbaud, Arseny Tarkovsky, Federico Garcia Lorca ,Emily Dickinson. Τον μαγνητίζει η ζωγραφική των Claude Monet, Wassily Kandinsky, Pablo Picasso,Michelangelo, Rembrandt, Van Gogh. Καταλήγει να μελετάει μεγάλους φωτογράφους με αδυναμία στους: Eugene Atget, Garry Winogrand και με αγαπημένο του τον Robert Frank. Όλο αυτό παίρνει μορφή, όταν στα 26 του έτη, τυχαίνει να δει την δουλειά κάποιου φωτογράφου, όπου τότε συνειδητοποιεί το μεγαλείο της φωτογραφίας ως τρόπο έκφρασης. Πιάνει στα χέρια του την πρώτη του φωτογραφική μηχανή και ξεκινάει το ταξίδι του μέσα από τα φιλμ και τον φακό. Το 2014 αφήνει το Άργος και εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου και συνεχίζει να διευρύνει τους φωτογραφικούς του ορίζοντες, χαρίζοντας μας την δική του ματιά σε έναν άλλο κόσμο, κρυμμένο στην καθημερινότητα.

Μπορείτε να ανακαλύψετε περισσότερα από το έργο του μέσω των παρακάτω συνδέσμων: 

https://www.facebook.com/Bounos-Theodosios-100968771600669/?modal=admin_todo_tour

https://www.flickr.com/photos/bounos_theodosios/

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: