Αφροδίτη Ρέτζιου – Γιώργος Σιδέρης: «Έχουν κόστος αυτά που ζητάμε; Ναι, έχουν, στην κοινωνία που λογίζει την Υγεία για εμπόρευμα»

«Είναι κομμουνιστικό λοιπόν να προστατεύεις την υγεία του λαού εις βάρος των κερδών; Ε, λοιπόν είναι. Αυτές είναι οι αξίες και η πολιτική μας. Τιμή μας και καμάρι μας»

Τα συμπεράσματα που αναδεικνύονται ακόμα πιο καθαρά για το σύστημα Υγείας στη χώρα μας και στις άλλες καπιταλιστικές χώρες, με αφορμή την πανδημία του νέου κορονοϊού, η πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν μπροστά και στην «επόμενη μέρα» οι εργαζόμενοι στις δημόσιες μονάδες Υγείας και όλος ο λαός, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς και τις διακηρύξεις της κυβέρνησης, όπως και η παρακαταθήκη που αφήνουν για τη συνέχεια οι αγωνιστικές παρεμβάσεις του προηγούμενου διαστήματος, βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης που δημοσιεύει σήμερα ο «Ριζοσπάστης» με τους κομμουνιστές υγειονομικούς Αφροδίτη Ρέτζιου και Γιώργο Σιδέρη, πρόεδρο και μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) αντίστοιχα.

Η πολιτική που μας έφερε ως εδώ συνεχίζεται

— Καθώς έχουμε πλέον μπει στη συζήτηση για την «επόμενη μέρα» σε ό,τι αφορά τις φάσεις της πανδημίας, η κυβέρνηση επικαλούμενη τα περιοριστικά μέτρα που έλαβε, αναφέρει ότι «κερδήθηκε χρόνος», λέει ότι το δημόσιο σύστημα Υγείας «άντεξε» και ότι στον αναμενόμενο «δεύτερο γύρο» της πανδημίας το φθινόπωρο, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά για το ΕΣΥ. Ποια είναι η πραγματικότητα;

Αφροδίτη Ρέτζιου: Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά για το δημόσιο σύστημα Υγείας αν υπήρχε ένα σχέδιο ανάπτυξης, στελέχωσης και εξοπλισμού του, τέτοιο ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει τόσο στις αυξημένες ανάγκες λόγω της επιδημίας, όσο και στις τρέχουσες ανάγκες. Θα ήταν διαφορετικά αν η κυβέρνηση είχε στον προσανατολισμό της και τους στόχους της την ανάπτυξη ενός συστήματος Υγείας με τις κατάλληλες εφεδρείες σε προσωπικό και υποδομές, ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Αυτό όμως για την κυβέρνηση, όπως και για τις προηγούμενες, είναι ανεπίτρεπτο «κόστος» και «σπατάλη».

Αυτή είναι άλλωστε η πολιτική που ακολουθήθηκε με συνέπεια και τώρα. Το δημόσιο σύστημα Υγείας ήταν πριν από την επιδημία και παραμένει σε πλήρη δυσαρμονία με τις ανάγκες που υπάρχουν. Για να μπορέσει να «αντέξει» ανέστειλαν τη λειτουργία ολόκληρων τμημάτων και κλινικών, μπήκε φρένο στη διάγνωση, στη θεραπεία και την παρακολούθηση ασθενών που αντιμετωπίζουν άλλα προβλήματα υγείας. Είχαμε π.χ. μείωση κατά 75% των τακτικών χειρουργείων, μείωση κατά 1/3 των ραντεβού για ακτινοθεραπεία των ογκολογικών ασθενών. Ετσι αντιμετωπίζουμε έναν ορατό κίνδυνο, αυτόν της αύξησης της νοσηρότητας και της θνησιμότητας λόγω της υποθεραπείας άλλων προβλημάτων υγείας, που «κρύβεται» πίσω από τις στατιστικές για τον κορονοϊό.

Αφροδίτη Ρέτζιου - Γιώργος Σιδέρης: «Έχουν κόστος αυτά που ζητάμε; Ναι, έχουν, στην κοινωνία που λογίζει την Υγεία για εμπόρευμα»

Αφροδίτη Ρέτζιου

Ας πάρουμε το παράδειγμα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Αντί να αναπτυχθεί, να στελεχωθεί με το αναγκαίο ιατρικό νοσηλευτικό προσωπικό, για να αναλάβει την παρακολούθηση για παράδειγμα χρονίως πασχόντων, συρρικνώθηκε. Μετακινήθηκε προσωπικό από τα ήδη υποστελεχωμένα Κέντρα Υγείας. Ενώ μάλιστα τα Κέντρα Υγείας έχουν τραγικές ελλείψεις σε βασικές ειδικότητες, ο υφυπουργός Υγείας αναφερόμενος στις λιγοστές προσλήψεις, μόλις 381 επικουρικών γιατρών, είπε χαρακτηριστικά ότι τελικά και αυτές δεν τις χρειαστήκαμε! Αυτό εννοούν ενίσχυση του συστήματος Υγείας με βάση «τις πραγματικές ανάγκες», όπως είπε ο υπουργός Υγείας. Τη στιγμή που λείπουν τουλάχιστον 6.500 μόνιμοι γιατροί με βάση τους υπάρχοντες οργανισμούς, να ισχυρίζεσαι ότι… περίσσεψαν οι 380 επικουρικοί που προσλήφθηκαν.

Γιώργος Σιδέρης: Αποδεικνύεται ότι, παρά τις επιμέρους διαφορές, κανένα σύστημα Υγείας καπιταλιστικής χώρας δεν κατάφερε να προστατεύσει το λαό. Οποια κυβέρνηση και αν είχε, όποιο επιδημιολογικό μοντέλο και αν διαλέχτηκε, τα δεινά που πλήρωσαν οι εργαζόμενοι ως ασθενείς και που θα πληρώσουν στη συνέχεια είναι μεγάλα.

Στην περίπτωση της χώρας μας, μία πλευρά επιπλέον είναι η εξής: Ο λαός μας κλείστηκε σπίτι του, χωρίς να υπάρχει έστω μια υποτυπώδης στήριξη. Του είπαν «κλείσου μέσα και τέλος», με δραματικές επιπτώσεις στην υγεία του. Ταυτόχρονα, περιορίστηκαν οι συλλογικές και ατομικές ελευθερίες με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, κόσμος απολύθηκε, χάθηκαν εργασιακά δικαιώματα, ώρες διδασκαλίας και άλλα πολλά. Υποτίθεται για έναν λόγο: Οτι το Εθνικό Σύστημα Υγείας, που οι ίδιοι και οι προηγούμενοι έφτασαν σε αυτό το χάλι, δεν ήταν θωρακισμένο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση της πανδημίας. Ο χρόνος που κερδήθηκε όμως δεν αξιοποιήθηκε ούτε στο ελάχιστο. Η πολιτική που μας έφερε ως εδώ συνεχίζεται.

Αν δεν υλοποιηθούν αυτά που διεκδικούμε, θα ζήσουμε αυτό που αποφύγαμε προσωρινά

— Για να τεκμηριώσει τα λεγόμενά της περί «διαφορετικής κατάστασης» στο δημόσιο σύστημα Υγείας, η κυβέρνηση κάνει λόγο για χιλιάδες προσλήψεις που έγιναν, για πολλά κρεβάτια ΜΕΘ που άνοιξαν, για ακόμα περισσότερα που θα ανοίξουν έως το φθινόπωρο. Πώς το σχολιάζετε;

Α.Ρ.: Να δούμε τι έγινε στην πραγματικότητα. Προσλήφθηκαν 3.073 επικουρικό προσωπικό, εκ των οποίων 381 γιατροί και 2.692 νοσηλευτικό και λοιπό υγειονομικό προσωπικό, τη στιγμή που οι ελλείψεις σε μόνιμο προσωπικό όλων των ειδικοτήτων είναι 30.000 με βάση τους υπάρχοντες οργανισμούς, που και αυτοί είναι πολύ πίσω από τις ανάγκες. Και είναι πίσω από τις ανάγκες γιατί τα προηγούμενα χρόνια καταργήθηκαν χιλιάδες νοσοκομειακές κλίνες, έκλεισαν εργαστήρια, ακόμα και ολόκληρα νοσοκομεία, επικαλούμενοι το «χαμηλό ποσοστό πληρότητας» των νοσοκομειακών κρεβατιών, λες και τα νοσοκομεία είναι ξενοδοχειακές μονάδες!

Σε ό,τι αφορά τις κλίνες ΜΕΘ, σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνουν, τα κρεβάτια ΜΕΘ αυξήθηκαν από 557 πριν την επιδημία σε 775. Στόχος τους, λένε, είναι «να προσεγγίσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 1.200 κρεβατιών ΜΕΘ». Αυτός όμως ο μέσος όρος της ΕΕ είναι κάτω από το 50% των κρεβατιών ΜΕΘ που θα έπρεπε να έχει η χώρα μας. Είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος που στοίχισε και στοιχίζει χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Είναι ο μέσος όρος που ανάγκαζε τους γιατρούς στην Ευρώπη – και τώρα και πριν την επιδημία – να διαλέξουν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει.

Θυμίζουμε ότι πέρσι τέτοιο καιρό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε ανοίξει συζήτηση για την αναθεώρηση των κριτηρίων διασωλήνωσης και εισαγωγής στις ΜΕΘ, να λαμβάνεται δηλαδή υπόψη εκτός από τα επιστημονικά κριτήρια και το κριτήριο του κόστους – οφέλους, για να ντύσει με επιστημονικό περίβλημα την πολιτική που θεωρεί την εξειδικευμένη φροντίδα και θεραπεία που προσφέρουν οι ΜΕΘ ως «κόστος». «Κόστος» για το κεφάλαιο και το κράτος του, «δαπάνη» που πρέπει να εξορθολογιστεί.

Γ.Σ.: Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι «αναθεωρεί την άποψή του για το Εθνικό Σύστημα Υγείας» και ο υπουργός Υγείας ότι «βάζει το ΕΣΥ πάνω από το εγώ». Αυτές οι δηλώσεις είναι μία ομολογία της χρεοκοπίας της πολιτικής που εφαρμόζεται και θεωρεί τις υπηρεσίες Υγείας εμπόρευμα, τα νοσοκομεία επιχειρήσεις και τους ασθενείς πελάτες. Ταυτόχρονα, αυτή η δήλωση αποτελεί μία κοροϊδία. Βγάζει μάτι ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να κερδίσει χρόνο, για να μπορέσει να βρει τον πιο πρόσφορο τρόπο ώστε να φορτώσει τα βάρη της νέας κρίσης στο λαό.

Οσο και αν «αλλάζουν άποψη», που δεν αλλάζουν, θα συνεχίσει να υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στο βαθμό που δεν τους βάλουμε φρένο. Τα αιτήματά μας λοιπόν είναι ανοιχτά, δεν έχουν υλοποιηθεί. Μπροστά είναι το φθινόπωρο και αν δεν υλοποιηθούν, θα ζήσουμε αυτό που αποφύγαμε προσωρινά.

Και μια ακόμα πλευρά: Με αφορμή την επιδημία, αναδεικνύεται για μια ακόμα φορά πόσο αδιέξοδη είναι η κάλυψη των κενών με συμβασιούχους αντί για μόνιμο προσωπικό. Η στελέχωση των ΜΕΘ, για παράδειγμα, απαιτεί προσωπικό υψηλής ειδίκευσης και αυξημένης εμπειρίας, που χρειάζεται χρόνο για να αποκτηθεί. Δεν μπορεί τα κενά του δημόσιου συστήματος Υγείας να καλύπτονται με προσλήψεις συμβασιούχων, οι οποίοι απολύονται μετά από ένα χρονικό διάστημα, στερώντας έτσι το δημόσιο σύστημα Υγείας από έμπειρο, πολύτιμο επιστημονικό δυναμικό.

Ο ιδιωτικός τομέας λειτουργούσε και λειτουργεί με αποκλειστικό κριτήριο το κέρδος

— Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ότι «μέσα σε αυτήν τη δοκιμασία δείξαμε πως η κοινωνία μας δεν έχει τόσες διακρίσεις όσο ενδεχομένως άλλες κοινωνίες στο εξωτερικό», ανέφερε ακόμα ότι όλος ο ιδιωτικός τομέας τέθηκε υπό την εποπτεία του υπουργείου Υγείας, αλλά «δεν χρειάστηκε» να χρησιμοποιηθούν οι δυνατότητές του. Πόση βάση έχουν αυτοί οι ισχυρισμοί;

Α.Ρ.: Η κυβέρνηση δεν προχώρησε σε επίταξη του συνόλου των ιδιωτικών μονάδων Υγείας, με το προσωπικό και τον εξοπλισμό που διαθέτουν, και σε ένταξή του σε ένα ενιαίο κρατικό επιτελικό σχέδιο.

Ακόμα και στις συνθήκες της επιδημίας, σε συνθήκες «πολέμου», ο ιδιωτικός τομέας συνέχισε να πουλάει τις υπηρεσίες του, αξιοποιώντας τις ελλείψεις του δημόσιου συστήματος Υγείας. Και από την άλλη υπάρχουν μονάδες του ιδιωτικού τομέα που υπολειτουργούσαν για να μειώσουν το μισθολογικό κόστος, επειδή δεν είχαν τα αναμενόμενα κέρδη, ενώ θα έπρεπε όλες οι υγειονομικές μονάδες που διαθέτει η χώρα, όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις να είναι επί ποδός.

Επίσης, αντί οι χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι γιατροί να ενταχθούν υποχρεωτικά στο κρατικό σχέδιο, να στελεχώσουν τις δημόσιες δομές Υγείας, να παρέχουν δωρεάν περίθαλψη στους ασθενείς, να εξετάζουν κατ’ οίκον, έκλεισαν τα ιατρεία ή δέχονταν ασθενείς κατ’ επιλογή, με επίκληση της επιδημίας, με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης.

Είναι απόδειξη ότι όχι μόνο δεν μπορεί να συνυπάρχουν αρμονικά δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, αλλά και ότι ο ιδιωτικός τομέας υπονομεύει στην πράξη, μπαίνει εμπόδιο στην υλοποίηση ενός κεντρικού κρατικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των αναγκών. Ο ιδιωτικός τομέας ήταν ένα ξένο σώμα, που εξακολούθησε να λειτουργεί με αποκλειστικό κριτήριο το κέρδος.

Αφροδίτη Ρέτζιου - Γιώργος Σιδέρης: «Έχουν κόστος αυτά που ζητάμε; Ναι, έχουν, στην κοινωνία που λογίζει την Υγεία για εμπόρευμα»

Γιώργος Σιδέρης

Γ.Σ.: Μέχρι πριν τρεις μήνες ο πρωθυπουργός και διάφοροι άλλοι μας βομβάρδιζαν με σχέδια για επιχειρηματικές μπίζνες. Ιατρικός τουρισμός, κλινικές μελέτες και πρωτόκολλα και πάει λέγοντας. Δεν είναι μακριά η μέρα που στη φιέστα με θέμα τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα στην Υγεία, με ομιλητές κυβερνητικούς, τραπεζίτες, μάνατζερ και ιδιοκτήτες μονοπωλιακών ομίλων, η κυβέρνηση υποδέχτηκε τους υγειονομικούς με ΜΑΤ και δακρυγόνα. Για να πούμε όμως και του στραβού το δίκιο, ο ισχυρισμός ότι ο ιδιωτικός τομέας τέθηκε «υπό την εποπτεία του υπουργείου Υγείας» ισχύει, αφού το κράτος έκανε πολλά δωράκια στις ιδιωτικές κλινικές, με πιο χαρακτηριστικό αυτό της επινοικίασης των κλινών ΜΕΘ στη διπλάσια τιμή.

Ειναι τραγικό το πρόσφατο παράδειγμα στην κλινική «Ταξιάρχαι» στο Περιστέρι, που αναδεικνύει τις τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης, των επιχειρηματιών και του ΕΟΔΥ.

Οσο και να «αλλάζει άποψη» ο πρωθυπουργός, η αδιαμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που έχουν επενδύσει μονοπωλιακοί όμιλοι στην ιδιωτική υγεία, οι οποίοι διεκδικούν επιδοτήσεις, προνόμια και μέχρι τώρα τα έχουν. Με αυτούς δεν ξεμπερδέψαμε, ούτε θα ξεμπερδέψουμε αν δεν γίνουν αλλαγές, αν δεν ανατρέψουμε το σύστημα που κάνει την Υγεία εμπόρευμα. Για επίταξη ούτε λόγος, τους πιάνει αλλεργία και με τη λέξη. Το παρουσίασαν η κυβέρνηση και κάποιοι δημοσιογράφοι της ως κομμουνισμό. Είναι κομμουνιστικό λοιπόν να προστατεύεις την υγεία του λαού εις βάρος των κερδών; Ε, λοιπόν είναι. Αυτές είναι οι αξίες και η πολιτική μας. Τιμή μας και καμάρι μας.

Πολύτιμη αγωνιστική παρακαταθήκη, φωτίζεται η αναγκαιότητα της άλλης προοπτικής

— Παράλληλα με τη μάχη που δίνουν οι υγειονομικοί με την εργασία τους για την προστασία της υγείας του λαού, στις δημόσιες μονάδες Υγείας αναπτύχθηκαν και μια σειρά αγωνιστικές παρεμβάσεις. Σε τι κατάσταση βρίσκει αυτή η «επόμενη μέρα» τη συλλογική οργάνωση και δράση των υγειονομικών, την πείρα και τα συμπεράσματά τους;

Α.Ρ.: Οι κομμουνιστές υγειονομικοί μαζί με άλλους αγωνιστές από την πρώτη στιγμή μπήκαν μπροστά στη μάχη για την υπεράσπιση της υγείας και της ζωής του λαού, διεκδικώντας άμεσες λύσεις για προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, εξοπλισμό σε μέσα προφύλαξης και υγειονομικό υλικό, άνοιγμα των κλειστών κρεβατιών ΜΕΘ κ.λπ.

Στο έδαφος αυτών των παρεμβάσεων, προσπαθήσαμε να ανοίξει, να βαθύνει ο προβληματισμός και να βγουν συμπεράσματα, για να μην αθωωθεί η αντιλαϊκή πολιτική που θεωρεί την Υγεία από τη μία «κόστος», που μπαίνει εμπόδιο στην κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα, και από την άλλη χρυσωρυχείο για να κερδοσκοπούν οι επιχειρηματίες.

Οι παρεμβάσεις που έγιναν, οι αγωνιστικές πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν, είναι πολύτιμη παρακαταθήκη για τους αγώνες στο μέλλον. Για μια άλλη προοπτική, για ένα άλλο σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας, στην οποία τα ηνία της οικονομίας θα έχει η εργατική τάξη μαζί με τους συμμάχους της, στην οποία η Υγεία δεν θα είναι εμπόρευμα αλλά κατοχυρωμένο κοινωνικό αγαθό. Για μια άλλη οικονομία και κοινωνία, στην οποία η ανάπτυξη του συστήματος Υγείας θα γίνεται με αποκλειστικό γνώμονα την ικανοποίηση των σύγχρονων εργατικών – λαϊκών αναγκών, αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Γ.Σ.: Να προσθέσουμε μία πλευρά: Εχουν κόστος αυτά που ζητάμε; Ναι, έχουν, στην κοινωνία που λογίζει την Υγεία για εμπόρευμα. Αλλά 10 δισ. έδωσαν στις επιχειρήσεις. Δόθηκε αλόγιστα χρήμα σε διαφημίσεις και σε «σελέμπριτι» για να μας διαφημίζουν τι καλά που περνάνε στις βίλες τους. Δόθηκε χρήμα σε προγράμματα κατάρτισης τύπου «σκοιλ ελικικού». Ας κόψουν από αυτά.

Ταυτόχρονα όμως με τη διεκδίκηση, είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ, μπορεί να εμπνεύσει περισσότερο από ποτέ, η προοπτική ενός συστήματος Υγείας πανεθνικού, κεντρικά σχεδιασμένου, με τους εργαζόμενους κοινωνούς του σχεδιασμού, με κρατική βιομηχανία φαρμάκου και ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού και κοινωνικοποίηση των ιδιωτικών δομών Υγείας και ένταξη όλων των επιστημόνων και των εργαζόμενων υγειονομικών σε ενιαίο κρατικό σύστημα Υγείας. Σε αυτό το σύστημα μπορεί η έρευνα να συμβάλει καθοριστικά στην επιστημονική πρόβλεψη, στην επιμόρφωση και το σχεδιασμό για την ικανοποίηση των έκτακτων και των διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών. Αποτελεί αναγκαιότητα του σήμερα. Αυτή η πρόταση απαντάει στις αντιφάσεις που καθημερινά συναντάνε τόσο οι εργαζόμενοι ως ασθενείς, όσο και οι υγειονομικοί ως επιστήμονες.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: