«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» – Προσφυγικές μαρτυρίες

Πρόσφυγες από τον Πόντο και την Καππαδοκία έφτασαν στην ευρύτερη περιοχή της πόλης των Ιωαννίνων και συγκρότησαν προσφυγικούς οικισμούς. Αγροτικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν σε περιοχές του λεκανοπεδίου και ίδρυσαν τις νέες κοινότητες: Ανατολής, Μπάφρας, Νεοκαισάρειας

Μικρά Ασία

«…Όμως ο τόπος όλος, το τοπίο, τα παραφθαρμένα τοπωνύμια, τα μνημεία και τα βράχια, τα σπίτια, τα σχολεία, τα λιθάρια και τα ορεινά βοσκοτόπια, οι κάβοι, οι φάροι, τα καθαγιασμένα ερείπια των εκκλησιών, τα κελύφη των μοναστηριών και τα χαρακωμένα πρόσωπα των αγίων μιλούν αυτούς που δεν βρίσκονται πια εκεί. Γι’ αυτούς που, κάποτε, μεταμόρφωσαν την άγρια φύση, χρησιμοποιώντας την ευφυία τους, για να προσαρμοστούν στη μοναδικότητά της. Γι’ αυτούς που κράτησαν τον τόπο και ανέδειξαν την πολυσχιδή σημασία του. Γι’ αυτούς που μεγάλωσαν τα παιδιά τους στα προσφυγικά παραπήγματα μέσα στους βαλτότοπους της μητριάς πατρίδας…»

(Μαριάννα Κορομηλά: Πόντος-Ανατολία)

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

«Σεφκιέτ! Δε με γνωρίζεις, τζάνεμ; Χρόνια τρυγήσαμε μαζί γέλιο και δάκρυ… Νε με απίορ, Σεφκιέτ; Σεφκιέτ!

Θερία γενήκαμε. Μαχαιρώσαμε, κάψαμε τις καρδιές μας, άδικα.

Τόσα φαρμάκια, τόση συμφορά, κι εμάνα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ‘ταν, λέει, ψέματα όλα όσα περάσαμε, και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια με τις όμορφες…

Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ… έχε γεια Ανατολία! Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε μ’ αίμα.

Καχρ ολσούν σεμπέτ ολανπάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»

(Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα)

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να’ ναι τα χρόνια δίσεχτα: πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί. Κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά, κάποτε δεν τα βρίσκει. Το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια. Οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνονται στα καταφύγια».

(Γ. Σεφέρης: Το σπίτι κοντά στη θάλασσα)

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα να ριζώσεις τώρα πια
Κι απ’ το θάνατο ακόμα πιο πικρή ’σαι προσφυγιά…

(λαϊκό τραγούδι)

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

Πρόσφυγες από τον Πόντο και την Καππαδοκία έφτασαν στην ευρύτερη περιοχή της πόλης των Ιωαννίνων και συγκρότησαν προσφυγικούς οικισμούς. Αγροτικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν σε περιοχές του λεκανοπεδίου και ίδρυσαν τις νέες κοινότητες: Ανατολής, Μπάφρας, Νεοκαισάρειας

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

«Ήρθανε το ’22 εδώ. Τραβήξανε πολλά, σκορπίσανε στα Γιάννενα, δεξιά αριστερά, σε χάνια, εκεί που είχαν τα ζώα εδώ οι ντόπιοι, που πηγαίναν στα Γιάννενα να ψωνίσουνε, και τσ’ είχαν εκεί μέσα. Αλλά είχανε δραστηριότητα. Ο ποντιακός λαός ήτανε εργαζόμενος, πολύ εργάζονταν, ήτανε εργατικοί. Και ξεκίνησαν από το μηδέν που τους έφεραν, τους είχαν φέρει από την Τουρκία τους έφερναν γύρα. Γι’ αυτό και έχουνε χαθεί πολλοί τους… Καταλήξαν εδώ οι δικοί μας στα Γιάννενα, στα χάνια που σας λέω, και ύστερα άρχισαν από το … ’23 με ’24 να ιδρυθεί το χωριό εδώ, ο συνοικισμός, λέγαμε ο συνοικισμός της Ανατολής. Και καταλήξαμε εκατόν σαράντα οικογένειες εδώ πέρα. Ξεκίνησαν με τη βοήθεια βεβαίως του κράτους αλλά περισσότερη προσωπική εργασία βάζαν οι ίδιοι».

(Ανδρέας Πτηνόπουλος, Ανατολή)

«Εδώ άλλοτε ήταν λιβάδια, χειμαδιά τούρκικα. Πουνίλα, λεγόταν η τοποθεσία. Έρημος ήταν ο τόπος, ένα κλαρί δεν υπήρχε».

(Γεώργιος Εμμανουηλίδης, Ανατολή)

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

«…Αλλά τι να σου πω για τη Μικρασία, παιδί μου. Τι να σου πω, έχει μεγάλη ιστορία η Μικρασία. Εκεί ήταν πολύ, να πούμε, οι δικοί μας ήταν στο κλαρί. Σκότωσαν πολλούς. Έβλεπες γυναικόπαιδα οι δικοί μας οι αντάρτες φώναζαν στις γυναίκες «αφήστε τα παιδιά να κλαίνε να μην μας καταλάβουν οι Τούρκοι πού είμαστε, πού βρισκόμαστε». Τώρα η μάνα μπορεί να πετάξει το παιδί;…»

(Γιάννης Κώστογλου, Μπάφρα)

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

«Επειδής μιλάγαμε τουρκικά… Έλληνοι είμασταν. Άμα δεν είμασταν Έλληνοι δεν ερχόμασταν!»

(Κατερίνα Μπατσάκογλου, Μπάφρα)

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

«…Κι από κει ήρθαμαν… Μας φόρτωσαν από κει, απ’ την Κέρκυρα, μας βγάλαν στην Πρέβεζα. Απ’ την Πρέβεζα, με κάτι αυτοκίνητα σαράβαλα ήταν τότε, ήρθαμαν εδώ. Μας πέταξαν εδώ πέρα.. Ετούτο το χωριό, όταν έρθαμαν αγκάθια… και τίποτας…»

(Λευτέρης Λαζάρου, Νεοκαισάρεια)

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

«Τραβήξαμε πολλά… Αμαρτία δηλαδή, νηστεία, φτώχεια, ώσπου να συνέρθουμε, ώσπου να δουλέψουμε, μέρα νύχτα δεν είχαμαν. Δεν ήξεραμαν τι θα πει νύχτα τι θα πει μέρα. Δουλεύαμαν! Πολύ δουλειά! Καπνά βάζαμαν είκοσι στρέμματα εμείς. Καλαμπόκι, βρίζα, σιτάρι, βρώμη πάντα… Όλα αυτά εμείς με τα χέρια μας… Τραβήξαμαν πάρα πολύ φτώχεια!!!»

(Θεοφανία Προδρόμου, Νεοκαισάρεια)

«Απ’ την Πέμπτη αρχίναγαν το γάμο… Πέμπτη οι κοπέλες έρχονταν και χόρευαν εκεί. Στο σπίτι του παιδιού. Νύφη δεν γίνονταν τόσο πολύ. Γαμπρός στο σπίτι γένονταν γλέντι μέχρι Δευτέρα το βράδυ. Σάββατο βράδυ έντυναν το γαμπρό. Μαζεύονταν όλοι. Κυριακή είναι’ ο γάμος… Μαζεύονταν όλοι έντυναν το γαμπρό…»

(Κατερίνα Μπατσάκογλου, Μπάφρα)

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

«Όσο για το γάμο δεν κάλαγαν κανένα «Θα παντρεύει ο Βαγγέλης» ας πούμε, «θα πάμε στο γάμο, παντρεύεται ο Βαγγέλης» Τι έσφαζαν, τι κάναν; Ένα κοτόπουλο, λίγες πατάτες και φωνάζανε ορισμένους… δεν είχαμε ορισμένους. Εκεί έλα πάρε κι εσύ λίγο κάτι… το κρασί και το αυτό ήτανε κάπως πολύ. Όχι και πολύ κάπως καλά ήτανε… Όλοι δικοί μας ήμασταν, πηγαίναμε».

(Βαγγέλης Περπερίδης, Ανατολή)

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

«Εδώ όταν ήρθαμε, μας είπαν κόψτε πλιθάρια, τούβλα, μαντάμια, με καλούπι, σαράντα πόντους μάκρος και είκοσ’ πόντους, να κόψετε τούβλα , είπανε, να σας φτιάκουμε τα σπίτια. Κόψανε μερικοί, όσοι πρόλαβαν και κόψανε ο καιρός ήταν καλός, κόψανε, φτιάσανε μερικά σπίτια με τα τούβλα, τα ’φτιασαν.

Μετά κι εγώ έχω κόψει κάπου έξι χιλιάδες τούβλα, έξι–εφτά. Τα μισά τα ’χω στεγνώσει και τα ’στησα νταν, τ’ άλλα τα έχω ακόμα κατής. Πιάνει μια φουρτούνα, βροχή, κατακλυσμός. Παν’ αυτά τα ’λιωσεν όλα. Όλο το μαράζι ήταν που τα ’λιωσαν όλα. Κοίταξαν δε γένεται, μετά αποφάσισαν και τα ’χτισαν με πέτρα, πέρινα… Χωρίς ταβάνι, χωρίς τίποτα, χωρίς σοβατίσματα, τι να κάναμαν, μπήκαμαν μέσα˙ πού να καθίσεις! άλλοι ήταν στ’ αντίσκηνα˙ έβρεχε, χιόνιζε, έβλεπες από τα κεραμίδια έμπαινε μέσα η βροχή κι από κάτω εμείς το χειμώνα το μαγγάλι βάζαμαν φωτιά, βάζαμαν τnv κουβέρτα από πάνω και βάζαμαν τα χέρια και τα ποδάρια μέσα και καθόμασταν και ζεσταινόμασταν…»

(Βασίλης Ευσταθιάδης, Ανατολή)

«Βάστα, καρδία μ’ βάσταξον κι αν θέλεις κι αν δε θέλεις, όπως βαστούνε τα βουνά την βαρυχειμωνίαν» - Προσφυγικές μαρτυρίες

«Το σχολείο έγινε με προσωπική εργασία. Κουβαλάγαμαν πέτρα από το Παρκιό με τα κάρα, και φτιάξαμαν το σχολείο εδώ. Εσύ είσαι μάστορας θα φτιάξεις τον τοίχο. Εσύ είσαι με το κάρο εσύ θα φέρεις την πέτρα. Εσύ είσαι εργάτης θα βοηθήσεις εκεί στους μαστόρους. Και το σχολείο έγινε με το δάσκαλο το Ζάγκλη, με το μακαρίτη το Γιώργο, αυτός ήτανε δάσκαλος και αυτός έβαλε μπρος… και φτιάξαμε το σχολείο, εκεί απάνω. Εγώ κουβάλαγα πέτρα απ’ το βουνό με το κάρο. Με προσωπική εργασία έγινε το σχολείο»

(Χρήστος Ιωάννου, Ανατολή)

***

Αξίζουν πολλά μπράβο οι μαθητές του Λυκείου Ανατολής Ιωαννίνων για τη δημιουργία του ημερολογίου με τίτλο “ΛΥΚΕΙΟ ΑΝΑΤΟΛΗΣ Προσφυγικές Μαρτυρίες”. Το ημερολόγιο  εκδόθηκε για το 2009, στα πλαίσια του προγράμματος «Η εγκατάσταση των προσφύγων στο Ν. Ιωαννίνων (Ανατολή, Μπάφρα, Νεοκαισάρεια) που εκπονήθηκε κατά το Σχολικό Έτος 2007-2008 από ομάδα μαθητών του Λυκείου Ανατολής και των καθηγητών που επέβλεπαν το πρόγραμμα. Τις φωτογραφίες παραχώρησε ο Σύλλογος Ποντίων και Μικρασιατών, ενώ βοήθησαν  ο Γυναικείος Σύλλογος Νεοκαισάρειας και η κ. Τασία Παπάζογλου. Το ημερολόγιο εκδόθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Δήμου Ανατολής. Τα αποσπάσματα των αφηγήσεων προέρχονται από την διδακτορική διατριβή της Ελισάβετ Σ. Παναγιωτοπούλου με θέμα: «Κοινωνική ενσωμάτωση, μνήμη και ταυτότητα στις προσφυγικές κοινότητες Ανατολή, Μπάφρα και Νεοκαισάρεια Ιωαννίνων».

 

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: