Η αλάνα της Τούμπας – Από τις ψαλιδιές του μαστρο – Μανώλη στην αγκαλιά του “Μεσσία” προέδρου

Ο αυτονομιστής τουμπιώτης κουρέας στη Λαμπράκη, ο τρόμος του “ψαλιδιού”, η αλάνα της Τούμπας και ο “σωτήρας” Σαββίδης.

Ένας απ’τους βασικούς φόβους της δικής μου εφηβείας ήταν το “κούρεμα”. Όχι τα ψαλίδια, η κατάντια του Σαββόπουλου ή ο ψαλιδοχέρης, αλλά η ώρα του κουρέα αυτή καθαυτή σαν κοινωνική διαδικασία. Η αμηχανία, ο πάγος κι ακόμα χειρότερα όταν έσπαγε κι άρχιζαν τα κλισέ αστειάκια, που έπρεπε να τα λουστείς ακινητοποιημένος στην καρέκλα, μαζί με τις τρίχες που έπεφταν στο πρόσωπο, τη σφιχτοδεμένη – σα γραβάτα – μπέρτα και τα άλλα αρωματικά του μάστορα.

Ο οποίος είχε ένα μαγαζί πάνω στη Λαμπράκη, ψηλά-λεπτά πόδια που τον έκαναν να μοιάζει ο ίδιος με ψαλίδι, με καπέλο και παρουσιαστικό ασφαλίτη, αλλά είναι ζήτημα αν ήταν έτσι εξαρχής ή με τα χρόνια προσαρμόστηκε το σουλούπι στο επάγγελμα. Υποθέτω πως ήταν ΠΑΟΚ αν και δεν τον έκοβα να ασχολείται φανατικά και τον είχα συνδέσει με ακούσματα και μουσικές που μου θύμζαν τις πρώτες νότες απ’τον ύμνο του Άρη (όχι τον παλιό) κι ένα άγνωστο σε μένα όργανο, για το οποίο ξέρω μόνο πως δε μου είναι ευχάριστο, όπως δεν είναι απαραίτητα ευχάριστο κάθετι λαϊκό κι αυτός ο κουρέας ήταν η ζωντανή απόδειξη.

Αλλά οι πιο ενοχλητικές ψαλιδιές ήταν όταν έπαιρνε φύρα κι άρχιζε να κεντάει μόνος του κι εσύ έμενες κομπάρσος στο μονόλογό του: αναγκαστικά αμέτοχος και συμπληρωματικός λες και καθόσουν στην καρέκλα του οδοντίατρου. Κρύα αστεία, με ψεύτικα συγκαταβατικά γέλια ως απάντηση για τα μούσια σου που μου θύμιζαν αρχαίους Ρωμαίους στο σινεμά – το Quo vadis φαντάζομαι. Σταυρωμένα ψηφοδέλτια στην τσέπη σε προεκλογικές περιόδους γιατί έπαιρνε μόνος το θάρρος – που τα ξεφορτωνόσουν στον κάδο της γωνίας. Φουσκωμένες αφηγήσεις που δανείζονταν κανά δυο στοιχεία από την πραγματικότητα, κι έδειχναν πόσο φοβερός καταφερτζής ήταν πχ όταν έκαναν γαμήλιο οικογενειακό γλέντι που το ζήλεψε όλη η γειτονιά και είχαν να το λένε χρόνια – προφανώς όλο το κουρείο του. Εννοείται υπήρχε κι αρκετή “πολιτική” γκρίνια σαν πρώιμος αγανακτίστας.

Με τον καιρό μάθαινες τα αγαπημένα του θέματα συζήτησης ερχόσουν προετοιμασμένος, πρόθυμος να πας με τα νερά του να δώσεις ασίστ, για να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα το μαρτύριο, αλλά όχι, έπιανε πάντα αυτά που ήθελε αυτός, που ήταν σειρά τους να παίξουν στο δελτίο κι όχι ό,τι θες εσύ!

Ένα κλασικό θέμα συζήτηση ήταν η αλάνα της Τούμπας ακριβώς απέναντι, για την οποία το κουρείο είχε εκπονήσει συγκεκριμένο σχέδιο αξιοποίησης, το οποίο σκόνταφτε στην αδιαφορία των υπευθύνων και χρειαζόταν πολιτική λύση για να ξεπεραστεί, καταλήγοντας πάντα – ως μόνιμη επωδό, στη δημιουργία ενός ξεχωριστού δήμου Τούμπας, που θα νοιαζόταν άμεσα για τον τόπο και θα αναβάθμιζε την περιοχή. Δεν είναι δυνατόν να το πετυχαίνει η Τριανδρία δίπλα μας, που είναι μια γειτονιά, κι όχι η Τούμπα που έχει 100 χιλάδες κατοίκους. Μετά επεξεργαζόσουν το σχέδιο στις λεπτομέρειές του και αναρωτιόσουν για τα ακριβή σύνορα με το Χαριλάου που δεν είναι πολύ ευκρινή – γύρω απ’την Κανάρη. Και γιατί να είναι τα Κωνσταντινουπολίτικα στην Πυλαία, αφού είναι φυσική συνέχεια της Άνω Τούμπας στην πραγματικότητα. Τι ήταν τότε η αλάνα της Τούμπας – σε εκείνο το κομμάτι τουλάχιστον που θυμάμαι καλύτερα, ένα ξερό γήπεδο της Προοδευτικής, βγαλμένο από ταινίες με το Μπιλ Σερέτη αν και τότε κανείς δε φανταζόταν  πως σήμερα θα την “αυτοδιαχειρίζονταν” αναρχικοί και τη γραφική σαν ηλιοβασίλεμα στην τουμπίτσα μπαλαδόφατσα του μαστρο-Μανώλη.

Και πιο δίπλα το λυόμενο γυμνάσιο που γκρεμίστηκε μαζί με διάφορα παιδικά όνειρα και αναμνήσεις. Σ’αυτό το χώρο ερχόταν, στάθμευε κι έδινε παραστάσεις το τσίρκο Μεντράνο. Κι όταν παίζαμε δίπλα, στην αυλή του σχολείου, κι έφευγε καμιά στραβοκλωτσιά – η αγνή, παραδοσιακή μπεκάτσα – πάνω απ’τα κάγκελα ήθελε λίγο θάρρος παραπάνω να πας να κυνηγήσεις τη μπάλα, χωρίς να ξέρεις αν θα βρεθείς δίπλα σε κανά κλουβί με λιοντάρια ή με ελέφαντες. Και παραδίπλα, το άλλο σχολείο, που είχε ακόμα διπλοβάρδια. Και τύχαινε καμιά φορά, απογεύματα Τετάρτης, να παίζει αγώνας κυπέλλου στην Τούμπα, να σκαρφαλώνουν τα χουλιγκάνια τα κάγκελα, και να φωνάζουν απ’τα παράθυρα στις τάξεις: “Άσε μωρή τα παιδιά να φύγουν να δουν τον ΠΑΟΚ…”. Κι αν ήταν κανά ντέρμπι ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός, μπορεί να έπαιρνε κι αναβολή – το μάθημα, όχι ο αγώνας – (κάπου εκεί ήταν κι ο ιερός ναός της Αγίας Βαρβάρας, δίπλα στον άλλο ναό με τους βάρβαρους, που μάζευε πάντα πιο πολύ κόσμο, ακόμα και την εποχή της αποχής επί Βουλινού. Κι όλ’αυτά, μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο, που έμενε αναξιοποίητος.

Σήμερα το κουρείο δεν υπάρχει, πρέπει να έχει γίνει μπουγατσατζίδικο, όπως κάθετι άλλο σε αυτή την πόλη. Απέναντι, υπάρχει επιτέλους διαμορφωμένο ένα πάρκο, αναψυκτήρια και δύο γηπεδάκια μπάσκετ. Και κάθε φορά τα Χριστούγεννα, γίνεται λούνα παρκ με ρόδες, αλογάκια και συγκρουόμενα, όπου βασικά το πιο τρομακτικό είναι να σκίζεις τον αέρα μες στο κρύο του χειμώνα της Θεσσαλονίκης, ειδικά αν φυσάει βαρδάρης. Υπάρχει επίσης το πολιτιστικό κέντρο για εκδηλώσεις και η αεροπεζογέφυρα πάνω απ’την Κλεάνθους, που αν την είχα προλάβει μικρός, θα μου δημιουργούσε δέος, λες και περνάμε τα σύνορα, για κάποια άλλη πολιτεία. Ενώ βασικά οδηγεί στο κολυμβητήριο, με την ανοιχτή πισίνα, που είναι ανοιχτή και για το κοινό κάποιες ώρες. Το μόνο που έχει μείνει ίδιο βασικά είναι η λαϊκή της Τετάρτης – που κι αυτή τελειώνει πιο νωρίς όταν έχει Κύπελλο – αν και μετατοπίζεται ελαφρώς κι αυτή κατά καιρούς.

Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η αλάνα της Τούμπας έγινε κάτι ωραίο και συνάμα χρήσιμα, που μαζεύει κόσμο κάθε ηλικίας, ιδίως μόλις ανοίξει ο καιρός, σχεδόν σε 24ωρη βάση κι ας μην έγινε ποτέ δήμος Τούμπας – τελικά συγχωνεύτηκε με τις αναδιαρθρώσεις και ο γειτονικός δήμος Τριανδρίας, για να βγάζουμε και εμείς τους δικούς μας προύχοντες και κοτζαμπάσηδες βλαχοδημάρχους.

Τις προάλλες ο Τσίπρας είπε στη ΔΕΘ πως θα παραχωρήσει το στρατόπεδο της Τούμπας στο Σαββίδα για το γήπεδο του ΠΑΟΚ – το οποίο παρεμπιπτόντως ήρθε στην περιοχή το 1960, με τη δημιουργία της Α’ Εθνικής. Ομολογώ πως ακούω πρώτη φορά ότι υπάρχει στρατόπεδο στη γειτονιά, αν κι έχω φύγει από εκεί εδώ και μερικά χρόνια. Με τα πολλά κι αφού έψαξα σε διάφορες σελίδες αντιλαμβάνομαι πως εννοεί το χώρο γύρω απ’το γήπεδο, δεν ξέρω όμως αν αυτό περιλαμβάνει ουσιαστικά και το χώρο της παλιάς αλάνας. Ελπίζω όχι, αν και δε θα μου κάνει μεγάλη εντύπωση. Μες σε μια πενταετία, μόνο τα κλειδιά της πόλης δεν έχουν δώσει στον Ιβάν.

Ας κάνουμε μια μικρή παύση για να πούμε εδώ τα αυτονόητα, σε κάποιους που δε θα τα καταλάβουν ακόμα κι αν τα διαβάσουν. Ο Σαββίδης δεν είναι ο ΠΑΟΚ, είναι απλά επιχειρηματίας που χρησιμοποίησε το πιο βολικό όχημα για να πετύχει το στόχο του. Ο ΠΑΟΚ δεν είναι Σαββίδης, κι όποιος οπαδός τους ταυτίζει, μικραίνει απλά την ομάδα του. Κι αυτά δε γράφονται για μια ομάδα, αλλά για όλες τις ανώνυμες εταιρίες, δηλαδή επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό γενικά. Και ναι γράφονται από έναν αρειανό που μεγάλωσε την Τούμπα, αν αυτό έχει κάποια σημασία.

Υπήρξαν διάφορες αντιδράσεις για τις κυβερνητικές εξαγγελίες, στην πλειοψηφία τους απολύτως δικαιολογημένες, άλλο αν τα ΜΜΕ πρόβαλαν συνειδητά μια διαδήλωση στην κυριολεξία του κώλου, εθνικιστική, γιατί ήταν πιο βολικό για τη γραμμή τους.

Ειπώθηκαν πολλά κι έτσι κάποιο μπορεί να παράπεσε. Πιστεύω όμως πως αν κινδύνευε όπως η αλάνα της Τούμπας, θα ‘χε ξεσηκωθεί ο κόσμος και δε θα υποδεχόταν με βάγια τη “μεγάλη επένδυση”. Ακόμα κι έτσι όμως ήταν μια αφορμή για αναδρομή στην ιστορία της γειτονιάς – Κλαψ, Λυγμ, Μαζωνάκης στους GOIN – THROUGH – που έδειχναν πως θα γινόταν άλλοι – 18ο -27ο-13 Σεπτέμβρη.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: