Αφήστε με να γκρινιάσω!

Δεν είμαι γκρινιάρης από φυσικού μου, καλοί μου σύντροφοι, ίσα ίσα, είμαι καλοπροαίρετος και καλόπιστος, εύπιστος και καταδεκτικός. Είμαι και γω ένα από κείνα τα μεγάλα παιδιά που απλώνουν το χέρι και ψάχνουν να βρούνε τον Άλλο

Σήμερα συμπληρώνονται 85 χρόνια από τη γέννηση του καθηγητή Πανεπιστημίου, πρωτοπόρου επιστήμονα ερευνητή και υπερασπιστή των συμφερόντων της εργατικής τάξης, του σπουδαίου ανθρώπου Γιώργου Χουρμουζιάδη.

Ένα από τα θαυμάσια κείμενα που έγραψε ο καθηγητής για τον Ριζοσπάστη (23/6/96) είναι το παρακάτω. Το μόνο που έχουμε να προσθέσουμε είναι πόσο μας λείπει η «γκρίνια» του…

***

Σκέφτηκα, λοιπόν, πως θα ήταν καλύτερο τη μια Κυριακή να γκρινιάζω και την άλλη να χειροκροτώ. Τη μια να θλίβομαι και την άλλη να δείχνω γεμάτος χαρά γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Σκέφτηκα ακόμα πως δεν είναι σωστό να βλέπω τους ανθρώπους βλοσυρά και τους άρχοντές μας με καχυποψία. Ιδιαίτερα αυτούς τους τελευταίους, τους άρχοντες, δηλαδή, σκέφτηκα πως δε θα ήταν υπερβολή να τους συμπονώ κιόλας, γιατί ό,τι μπορούν κάνουν για να διευκολύνουν την άθλια ζωή μας, ανεξάρτητα από τα μέτρα που παίρνουν για να το πετύχουν αυτό.
Γιατί στο κάτω κάτω, ούτε το κακό μας απεργάζονται ούτε την ευδαιμονία μας σκοπεύουν να υπονομεύσουν. Ετσι, ανοίγουν απλώς τις τρυφερές τους φτερούγες και προσπαθούν να μας στεγάσουν όλους κάτω από αυτές. Το έχω προσέξει αυτό και το έχω απέραντα εκτιμήσει. Είναι δυνατό, όχι, σας παρακαλώ, απαντήστε μου ειλικρινά, και χωρίς πάθος, είναι δυνατό να ξεχάσουμε με πόση προσοχή μας πήρανε από την Ανατολή, όπου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, όπου επινοήσαμε τα σχήματα του πολιτισμού μας, όπου θάψαμε τους παππούδες μας κάτω από ξύλινους σταυρούς, δίπλα σε ιωνικά κυμάτια και μέσα σε δωρικούς ναούς, μέσα σε ναυαγισμένες τριήρεις, πάνω σε ασπίδες, για να μας ταξιδέψουν στη Δύση; Είναι δυνατό να ξεχάσουμε τα μεγάλα μαχαίρια που με τόση τρυφερότητα μπήξανε πάνω στο πονεμένο κορμί της Ελλάδας, όχι γιατί τους άρεσε να βλέπουν το αίμα να τρέχει μέσα από διαμπερείς και θανατηφόρες πληγές, αλλά γιατί δεν μπορούσαν να υπομένουν τις ιδέες και τις κραυγές; Γιατί δεν μπορούσαν να υπομένουν τις γροθιές και τα οράματα. Γιατί δεν μπορούσαν να υπομένουν όλους αυτούς που οραματίζονταν την Αλλαγή και τους άλλους που τη μιλούσαν, την τραγουδούσαν. Και χέρια λευκά, γεννημένα για τον έρωτα, την κεντούσαν σε όρθιους αργαλειούς, μπροστά σε φοβισμένα παράθυρα, πίσω από φράχτες, όπου κρέμονταν τα σάβανα του Πλουμπίδη και του Μπελογιάννη!
Αφού λοιπόν δεν είναι δυνατό να τα ξεχάσουμε όλ’ αυτά, σκέφτηκα κι εγώ να πάψω να γκρινιάζω και να δω τα πράγματα από την καλή τους πλευρά. Σκέφτηκα να δω το πρόσωπο της ζωής μας από το φωτεινό της το μάγουλο και την καθημερινή μας την περιπέτεια σαν ένα ταξίδι χαράς και δεινού ξεφαντώματος. Να πάω στα σχολειά και να χαρώ μελίσσια αειφόρας χαράς. Να δω εκεί δασκάλους αμέριμνους, χωρίς προβλήματα, να δω μαθητές με τις προοπτικές της ζωής τους εγγυημένες. Να δω και τον υπουργό Παιδείας να χαίρεται κι αυτός, γλυκός και αμέριμνος, μέσα σε αυλές πανεπιστημίων λουλουδιασμένες, ευδαίμων και πασιχαρής, μέσα σε συνελεύσεις θριαμβικές, όπου τα χειροκροτήματα διαδέχονται τους ασπασμούς και οι εναγκαλισμοί τους ερωτικούς ψιθύρους. Και ύστερα να πάω στους δρόμους της αγοράς, για να χαρώ στεφανηφόρα καλάθια, κρεοπώλες ευδαίμονες, οπωροπώλες περιχαρείς, λάδια ανόθευτα, ευτραφών ορνίθων χορούς, κρεάτων γέλωτες, παραδείσιων κήπων προϊόντα αμόλυντα, αγλαϊσματα οικολόγων και αγαθών εμπόρων νταραβερίσματα.

Να κατηφορίσω ύστερα στις ακρογιαλιές, όπου οι Ελληνες με λυμένα προβλήματα, είτε λούονται μέσα σε ύδατα γλαυκά, ιριδίζοντα και αφροστεφή, είτε κυλίονται πάνω σε αμμουδιές καθαρές, όπου ρινίσματα χρυσού εναλλάσσονται με κουτιά “Κόκα Κόλα”, και κομψά πακέτα βρεφικών εσωρούχων, όπως “Πάμπερς” και “Νάνις”, εναλλάσσονται με απορρίμματα ερωτικών περιπτύξεων. Να καμαρώσω και να χαρώ τους απόμαχους της ελληνικής εργασίας να καταμετρούν μέσα σε παλάμες τρεμάμενες της πλούσιας αμοιβής τους τα περισσεύματα. Να καμαρώσω και να χαρώ γενικώς την ευδαιμονία των Νεοελλήνων απλωμένη κάτω από ήλιους λαμπρούς και φαιδρούς, δίπλα σε θάλασσες ανοιχτές και απειρόκαλες.
Αυτή την πλευρά της ζωής θέλω να δω και να καμαρώσω, αυτή που μας απεργάζεται η μοχθηρή πολιτική των συνεδρίων και της διαρχίας, η βυζαντινολογία, της σταθεροποίησης τα επικήδεια άσματα και των ευρωπαϊκών συγκλίσεων ο θανατηφόρος κατήφορος, της κεντροαριστεράς μπουρδολογίας η παγίδευση και των εκσυγχρονισμών το αβυσσαλέο μη – αύριο. Ετσι, μόνο θα πάψω να γκρινιάζω, καλόπιστοι σύντροφοί μου, όταν ανακαλύψω τον κόσμο της άλλης πλευράς. Οταν μάθω και γω να χαίρομαι με τον πόλεμο, να πλένω τα κουρασμένα μου χέρια στο θολό νερό της μεγάλης ιδέας και να σκύβω τον τράχηλο κάτω από τους ήχους όρθρων επαργυρωμένων. Είμαι σίγουρος πως θα τα βλέπω όλα ευτυχισμένα και ρόδινα, όταν κλειστώ ερμητικά στο προσωπικό μου ταμείο και αρνηθώ ν’ ακούσω τις κραυγές των πεινασμένων παιδιών, τους στεναγμούς των άνεργων πτυχιούχων, τους τριγμούς της εθνικής μας σοβαρότητας. Ναι, είμαι σίγουρος πως μπορούμε όλοι μας να δούμε τα πράγματα από την καλή τους πλευρά, αρκεί να πούμε ναι στους καινούριους εξοπλισμούς, ναι στην πολιτική των “βημάτων”, ναι στην υποτέλεια και τις υλακές των απόλεμων βαθμοφόρων. Αρκεί να πούμε ναι στις αναλύσεις των τηλεοπτικών αβύσσων, που, αντί να αναλύουν τα καθημερινά μας προβλήματα, συνθέτουν στεφάνια από αγκάθια, πυροβολούν κατάστηθα τη νοημοσύνη μας και λοιδορούν με τη γλώσσα βγαλμένη, κατακόκκινη από τις καθημερινές καραμέλες του αποπροσανατολισμού και της μη – αλήθειας.
Γι’ αυτό, λοιπόν, αφήστε με να γκρινιάζω, γιατί όπου και να γυρίσω βλέπω λύματα και παράνομες χωματερές. Οπου και να περπατήσω, βουλιάζω μέσα στα τέλματα του καπιταλισμού και χάνομαι μέσα στον κονιορτό της δυτικοφερμένης ψευτιάς. Οσο και να θέλω να δω τα πράγματα από τη φωτεινή τους πλευρά, δεν το καταφέρνω, κάτι με αδράχνει και με τραβά, με βουλιάζει και με υπονομεύει. Δεν είμαι γκρινιάρης από φυσικού μου, καλοί μου σύντροφοι, ίσα ίσα, είμαι καλοπροαίρετος και καλόπιστος, εύπιστος και καταδεκτικός. Είμαι και γω ένα από κείνα τα μεγάλα παιδιά που απλώνουν το χέρι και ψάχνουν να βρούνε τον Άλλο. Είμαι και γω ένας από κείνους που περπατούνε πάνω σε κορυφές, που χάνονται μέσα σε ατέλειωτους δρόμους. Είμαι ένας από κείνους που ψάχνουν εναγώνια πάνω στη γη, για να βρουν τις σημαίες της Επανάστασης. Μ’ αυτή τη ζωή, όμως, δεν μπορώ να βολευτώ. Εδώ και καιρό σιγουρεύτηκα πια ότι με κοροϊδεύουν, ότι μ’ εξαπατούν, μου κλείνουν το στόμα, μου φοράνε παπούτσια στενά και μου δίνουν να κρατάω φτερούγες σκοτωμένων πουλιών. Αφήστε με, λοιπόν, να γκρινιάσω κι αυτή την Κυριακή. Αφού, έτσι κι αλλιώς, και την άλλη το ίδιο θα κάνω.
Γ. Χ. Χουρμουζιάδης
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: