“Ο Λίμπκνεχτ ανήκει στο τρελάδικο κι η Λούξεμπουργκ στο ζωολογικό κήπο”-Οι πολιτικές απόψεις του Μαξ Βέμπερ

Από τις οξύτερες διάνοιες της εποχής του, ο Μαξ Βέμπερ παρέμενε, με επιμέρους διαφοροποιήσεις από τους συγχρόνους του, βαθιά δέσμιος των πολιτικών προκαταλήψεων της τάξης του, εκφράζοντας εθνικιστικές, ενίοτε ρατσιστικές και ολοένα πιο αντικομμουνιστικές θέσεις.

Στο βαρύ πυροβολικό της αστικής σκέψης του 20ου αιώνα ανήκει αναμφίβολα το έργο του πατέρα της γερμανικής κοινωνιολογίας, Μαξ Βέμπερ, που γεννήθηκε στις 21 Απρίλη 1864.  Διασημότερο πόνημά του το βιβλίο “Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού”, ένα έργο-απάντηση επί της ουσίας στον ιστορικό υλισμό, το οποίο δεν αποτελεί παρά κλάσμα της πολυεπίπεδης πνευματικής του παραγωγής, που διαδόθηκε ευρέως κυρίως μετά το θάνατό του, κυρίως χάρη στις προσπάθειες της συζύγου του, Μαριάνε Βέμπερ. Συχνά ο Βέμπερ προβαλλόταν, κυρίως στο παρελθόν, αλλά εν μέρει ως τις μέρες μας, από τους μελετητές ως ένας φιλελεύθερος πολιτικά στοχαστής,  υπεράνω της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας και μικροκομματικών αντιπαραθέσεων, παρά την ιδιότητα του ως συνιδρυτή του Γερμανικού Δημοκρατικού Κόμματος. Μια τέτοια θεώρηση συσκοτίζει τόσο τη συχνή του συμπαράταξη με το γερμανικό εθνικισμό, παρά τα κατά καιρούς αμφίθυμα συναισθήματά του προς τους συμπατριώτες του, όσο και τη βαθιά του απέχθεια στην επανάσταση, που τον οδήγησε προς το τέλος της ζωής του στο να εξαπολύσει ανοίκειες για πνευματικό άνθρωπο, αναμενόμενες όμως υπό το πρίσμα της προάσπισης της ταξικής του θέση, επιθέσεις στους πρωτεργάτες της στη Γερμανία.

Αν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί τομή της πολιτικής διαδρομής του Βέμπερ, το στίγμα του είχε δοθεί από νωρίς, κατά την τελετή ανάληψης των καθηκόντων του, το 1894 στην έδρα της Πολιτικής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Στην ομιλία του ο Βέμπερ επισήμανε τον κίνδυνο “εκπολωνισμού” του γερμανικού έθνους, λόγω της αθρόας χρήσης Πολωνών εργατών γης από τους Γερμανούς μεγαλογαιοκτήμονες (γιούνκερ). Αν ήταν απαραίτητο, η τάξη των γιούνκερ έπρεπε να καταργηθεί, όχι όμως για να γίνει αναδιανομή της γης σε όσους τη δούλευαν, αλλά για υπάρξει εποικισμός των κτημάτων με Γερμανούς που θα έσωζαν τη χώρα από την εθνική αλλοίωση. Το σχέδιο του Βέμπερ φέρει κάποιες ανατριχιαστικές ομοιότητες με την μετέπειτα ναζιστική πολιτική εποικισμού πολωνικών εδαφών από εθνοτικά Γερμανούς στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο εθνικισμός του Βέμπερ, όπως και πολλών άλλων Γερμανών διανοουμένων, αφυπνίστηκε εκ νέου με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου το 1914. Σε επιστολή του σε συνάδελφό του καθηγητή αναφέρει: “Αυτός ο πόλεμος με όλη την ασχήμια του είναι σπουδαίος και θαυμάσιο, αξίζει να τον ζήσεις”. Λυπάται παράλληλα που όντας ήδη 50 ετών δε μπορεί να υπηρετήσει στην πρώτη γραμμή, όπως τα αδέρφια του και ο αδερφός της γυναίκας του, με τον τελευταίο καθώς και τον αδερφό του Καρλ να σκοτώνονται αργότερα στη μάχη . Ως εθελοντής υπηρέτησε πάντως στην οργάνωση των στρατιωτικών νοσοκομείων της Χαϊδελβέργης ως το 1915.

Έμπλεη αισθημάτων γερμανικής ανωτερότητας και καθαρού ρατσισμού προς άλλες “πολεμόχαρες” φυλές είναι και επιστολή που απευθύνει στη μητέρα του τον Απρίλη του 1915, όπου κομπάζει πως: “Αποδείξαμε ότι είμαστε ένας λαός μεγάλης κουλτούρας (grosses Kulturvolk), άνθρωποι που ζούμε μέσα σε μια εκλεπτυσμένη κουλτούρα, που όμως αντέχουν στη φρίκη του πολέμου (κάτι που δεν είναι κατόρθωμα για ένα Σενεγαλέζο!) και μετά, παρόλαυτά, επιστρέφουμε κατά βάση αξιοπρεπείς όπως η πλειονότητα των στρατιωτών μας-αυτό είναι γνήσια ανθρώπινο…”Από τους υποστηρικτές του Βέμπερ προβάλλεται συχνά η θεωρία ότι τουλάχιστον από τα μέσα του πολέμου και μετά είχε μετριοπαθείς πολεμικούς στόχους και ήταν ενάντια σε μια πολιτική προσαρτήσεων. Μια πιο προσεχτική ματιά στα γραπτά του ωστόσο δείχνει ότι ο μεγαλοϊδεατισμός του ήταν απλώς λίγο πιο συγκρατημένος και διακριτικός σε σχέση με εκείνη του Γενικού Επιτελείου, αλλά καθόλου λιγότερο επεκτατικός στην ουσία του. Ενδεικτικά πρότεινε τη δημιουργία αυτόνομων κρατών-δορυφόρων στην Πολωνία και τη Βαλτική, πρακτικά πλήρως εξαρτημένων στρατιωτικά και οικονομικά από τη Γερμανία, μόνιμη στρατιωτική κατάληψη του Λουξεμβούργου καθώς και για 20 χρόνια κατάληψη των βελγικών πόλεων Ναμούρ και Λιέγης. Από την άλλη διέβλεπε ξεκάθαρα ότι η επικείμενη είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο θα έγερνε οριστικά την πλάστιγγα υπέρ της Αντάντ, έτσι από το 1917 έριξε το βάρος του στην αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού στη Γερμανία, προωθώντας κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις και την κατάργηση της μοναρχίας -ενάντια στις προσωπικές του πεποιθήσεις-ως ανάχωμα στην επίφοβη για εκείνον ριζοσπαστικοποίηση των μαζών. Μετά το ξέσπασμα της επανάσταστης της 9ης Νοεμβρίου 1918 που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Κάιζερ και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Βέμπερ έγινε κατόπιν σχετικής πρόσκλησης μέλος του τοπικού συμβουλίου εργατών και στρατιωτών της Χαϊδελβέργης, με δεδηλωμένο στόχο να τους κρατήσει “πειθαρχημένους”, μακριά από ανατρεπτικές διαθέσεις και ενέργειες.

Οι επιστολές του στη μητέρα του εκείνες τις μέρες μας δίνουν και πάλι τον τόνο : “Η κατάρρευση του Λούντεντορφ (υπαρχηγού του γερμανικού Γενικού Επιτελείου, σ.σ), η απώλεια ηθικού του στρατού: μια συνέπεια αυτού του συνεχούς φουσκώματος της κοινής γνώμης με υποσχέσεις που είναι αδύνατον να εκπληρωθούν, αυτή η κοντόφθαλμη στάση και η πλήρης έλλειψη αξιοπρέπειας του Κάιζερ και η αφηρημάδα της ερασιτεχνικής μας κυβέρνησης-όλα αυτά υπήρξαν οδυνηρά. Θα πάρει καιρό να καταπιούμε αυτή την προσβολή στην τιμή μας, και η μέθη της “επανάστασης” είναι τώρα απλώς ένα είδος ναρκωτικού για το λαό, πριν αρχίσει τούτη η μεγάλη δυστυχία. Απαίσιες είναι αυτές οι άδεις λέξεις και καταθλιπτικές οι ασαφείς αυτές ελπίδες κι αυτό το εντελώς ερασιτεχνικό παιχνίδι με “ένα ευτυχέστερο μέλλον” που ποτέ δεν ήταν πιο μακριά από την πραγματοποίησή του. Χαίρομαι μόνο για τον ταπεινό πραγματισμό (Sachlichkeit) των απλών συνδικαλιστών και πολλών στρατιωτών, του εργατοστρατιωτικού “σοβιέτ” στο οποίο ανήκω. Έχουν κάνει εξαιρετικά τη δουλειά τους, αυτό πρέπει να το πω αναντίρρητα. Το έθνος συνολικά είναι πειθαρχημένο, αλλά, έτσι κι αυτή η πειθαρχία απειληθεί, τότε τα πάντα, απειλούνται, είναι ξεκάθαρο αυτό, ακόμα και η ψυχή αυτών των ανθρώπων.” Πίσω από τις γραμμές διαβάζει κανείς αυτό που πιο ανοιχτά θα πει την 1η Δεκέμβρη του ’18 στην ιδρυτική συνάντηση του Δημοκρατικού Κόμματος: “Η επανάσταση μας κατέστησε ανυπεράσπιστους και μας παρέδωσε στην κυριαρχία του εχθρού”. Πρόκειται για μια παραλλαγή της θεωρίας “περί πισώπλατου μαχαιρώματος” του γερμανικού στρατού από τους επαναστάτες του Νοεμβρίου, η οποία κυριαρχούσε στους ακροδεξιούς κύκλους της Γερμανίας και αποτέλεσε προπαγανδιστικό όπλο των ναζί μετέπειτα.

Ο φόβος του Βέρμπερ ότι κομμουνιστικές ιδέες θα μπορούσαν να επικρατήσουν τελικά στη Γερμανία, τον έκανε να διακηρύσσει πως σε μια τέτοια περίπτωση”είτε μας αρέσει είτε όχι, οι Αμερικανοί πρέπει να κληθούν για να αποκαταστήσουν την τάξη”. Με μίσος υποδέχτηκε την εξέγερση των Σπαρτακιστών στις 4 Γενάρη 1919, καθώς την ίδια μέρα σε προεκλογική ομιλία του Δημοκρατικού Κόμματος (ο ίδιος τελικά δεν εξελέγη βουλευτής) κατακεραύνωνε τους ηγέτες της ως εξής: “Οφείλουμε σε αυτή την επανάσταση που δε μπορούμε να στείλουμε ούτε μια μεραρχία εναντίον των Πολωνών. Το μόνο που βλέπουμε είναι βρωμιά, λάσπη κοπριά και παιχνίδια με το ιππικό, τίποτε άλλο. Ο Λίμπκνεχτ ανήκει στο τρελάδικο και η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο ζωολογικό κήπο”. Μόλις 11 μέρες αργότερα, τα πτώματα των δυο δολοφονημένων από τα Φράικορπς επαναστατών έπλεαν σε κανάλι του Βερολίνου. Ο ίδιος ο Βέμπερ καταδίκασε δημόσια τη δολοφονία, δεν είναι όμως καθόλου αμελητέα η νομιμοποίηση που παρείχε μέσω των δηλώσεών του-που γνώρισαν ευρύτατατη διάδοση στον αστικό τύπο-στην εξαγρίωση των πολιτικών ηθών και πρακτικών εκείνες της μέρες της καταστολής. Εξάλλου δυο βδομάδες αργότερα στη διάρκεια της πρώτης του διάλεξης πάνω στο έργο “Η πολιτική ως επάγγελμα”, ενός κειμένου που εδραίωσε το μύθο του Βέμπερ ως μετριοπαθή φιλελεύθερου διανοουμένου, καταδίκασε εκ νέου την επανάσταση ως “ικανοποίηση του μίσους και του πόθου για εκδίκηση”.  

Ο εθνικιστικός παροξυσμός του Βέμπερ συνεχίστηκε αμείωτος τους επόμενους μήνες, καθώς σε ομιλία του προς τους φοιτητές του την 1 Μάρτη 1919 προφήτευε την ανάδυση ενός “γερμανικού αλυτρωτικού κινήματος, του οποίου οι επαναστατικές μέθοδοι θα διέφεραν από εκείνες της Ιταλίας, της Σερβίας και της Ιρλανδίας μόνο στο ότι θα είχαν πίσω τους τη θέληση 70 εκατομμυρίων και-το εικάζω, το λέω ανοιχτά και το προσδοκώ-των νέων ανθρώπων στα πανεπιστήμια”. Λίγες μέρες μετά, καλούσε τους φοιτητές του να φυτέψουν μια σφαίρα στον πρώτο Πολωνό αξιωματικό που θα τολμούσε να πατήσει το πόδι του στο Ντάντσιχ.  Το “αλυτρωτικό κίνημα”, όπως γνωρίζουμε σήμερα αναδύθηκε λίγα χρόνια αργότερα ως ναζισμός, εξέλιξη που ο Βέμπερ δεν πρόλαβε καθώς πέθανε από λοίμωξη του αναπνευστικού το 1920. Είναι ιστορικά άτοπο να κάνουμε υποθέσεις για τη στάση του στοχαστή αν ζούσε, πάντως ο άλλοτε μαθητής του Γκεόργκι Λούκατς, παρότι στο έργο του “Η καταστροφή της λογικής” τον ενέτασσε φιλοσοφικά στους πρόδρομους της ναζιστικής σκέψης, δήλωνε σε συνέντευξή του λίγο πριν πεθάνει το 1971, ότι ο Βέμπερ δε θα γινόταν ποτέ εθνικοσοσιαλιστής, με το -έωλο κατά τα λοιπά-σκεπτικό ότι ήταν “πολύ τίμιος άνθρωπος”.

Ως ανεπίσημο μέλος της 13μελούς Συντακτικής Επιτροπής, συμμετείχε στην κατάρτιση του συντάγματος της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπου προώθησε μεταξύ άλλων την εκλογή προέδρου από τα κάτω, υποστηρίζοντας όμως ταυτόχρονα τη λογική του διαβόητου άρθρου 48, που έδινε στον ίδιο σε έκτακτες περιπτώσεις υπερεξουσίες δίχως την έγκριση του κοινοβουλίου, άρθρο που αργότερα θα εκμεταλλευόταν στο έπακρο ο Χίτλερ για να παραμερίσει τα όποια θεσμικά εμπόδια στην εδραίωση της δικτατορίας του. Ο Βέμπερ είχε επίσης συμβουλευτικό ρόλο στη γερμανική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι, αντιτασσόμενος μέχρι την τελευταία στιγμή στην υπογραφή της “ειρήνης της ντροπής” που σηματοδοτούσε η συνθήκη των Βερσαλιών, και κάνοντας τα πάντα για να αποκρούσει την άποψη περί γερμανικής ενοχής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Απογοητευμένος από την “ανικανότητα” και την “ιδιοτέλεια” του αστικού πολιτικού προσωπικού, αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή, ωστόσο φαίνεται πως ως το τέλος έμεινες πιστός στο εθνικιστικό του όραμα για τη Γερμανία. Στις αρχές του 1920 φέρεται να είπε σε φοιτητή του ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν “ν’αποκτήσει η Γερμανία ξανά ένα σπουδαίο Γενικό Επιτελείο”.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

J.P Mayer, Max Weber and German Politics. A study in political sociology, Λονδίνο 1944

Joachim Radkau, Max Weber. Die Leidenschaft des Denkens, Μόναχο 2005

Peter Thomas, “Being Max Weber”, στο New Left Review 41, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2006

 

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: