Η μορφολογία της κοινωνικής διαμαρτυρίας κατά της εξόρυξης υδρογονανθράκων στη Δυτική Ελλάδα

Έμμεσα αλλά σαφώς τίθεται επίσης το ζήτημα της ανάπτυξης (ποια και για ποιους;). Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, πόσο μάλλον η ανάληψη κοινωνικής δράσης, προϋποθέτει κοινωνικά υποκείμενα που θα υπερέβαιναν κατά πολύ κινήματα με μονοθεματική ατζέντα, όπως τα οικολογικά κινήματα, ώστε να τεθεί το ζήτημα εκεί που ορίζεται ο χαρακτήρας της ανάπτυξης, στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και απόσπασης του κοινωνικού πλούτου.

Παρακολουθώντας κανείς τις ζυμώσεις, τις συζητήσεις, τις δράσεις αλλά και τις αντιπαραθέσεις που τροφοδοτούν την κοινωνική διαμαρτυρία κατά της εξόρυξης υδρογονανθράκων στην Ήπειρο και στη Δυτική Ελλάδα διαπιστώνει πόσο δύσκολο είναι να προσδιοριστεί ο σύμμαχος αλλά και ο αντίπαλος. Μεγάλο μέρος των συμμετεχόντων δίνει έμφαση στη ταυτότητα του Ηπειρώτη, του Πελοποννήσιου κ.ο.κ. υπονοώντας πως αυτό, ως βιωματική κατάσταση, αρκεί, παραγνωρίζοντας το γεγονός πως ο πληθυσμός ανήκει ανάλογα με τις ταξικές του θέσεις (αστοί, εργάτες, αγρότες κ.ο.κ.) σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Επομένως δεν υπάρχει ταύτιση αλλά σύγκρουση συμφερόντων και έτσι δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να υπάρξει ενιαίο υποκείμενο διαμαρτυρίας. Εξάλλου συχνά η ανάγκη για επιβίωση και εργασία που διέπει την προλεταριακή συνθήκη (βλ. εργατική τάξη), εργαλειοποιείται έτσι από την κυρίαρχη ιδεολογία (πολιτική εξουσία, ΜΜΕ κ.λπ.) που εμφανίζεται αντίθετη, όπως έδειξε η διαμαρτυρία για εξόρυξη χρυσού στις Σκουριές, με την «ποιότητα ζωής» και την προστασία του περιβάλλοντος που φαίνεται να εκφράζει περισσότερο (με την έννοια της απόστασης από την ανάγκη) τα μικροαστικά και αστικά στρώματα.

Συνεπώς τίθεται ένα ζήτημα ποια θα είναι η κοινωνική βάση του κινήματος διαμαρτυρίας κατά των εξορύξεων αλλά και κατά των ανεμογεννητριών που μπορεί να ακολουθήσει ως λύση «υποχώρησης» και ελιγμού από την Κυβέρνηση; Ωστόσο πιο σημαντικό και από την ανεύρεση κοιτασμάτων πετρελαίου κ.ά. είναι η εγχάραξη στο πληθυσμό μιας κουλτούρας αποδοχής με κύρια χαρακτηριστικά τη συναλλαγή, τους εκβιασμούς, την εξαγορά κ.λπ., όπως έχει γίνει στις Σκουριές αλλά κ.ά. με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα και το «ήθος» των κοινωνικών σχέσεων στη τοπική κοινωνία. Αν αυτό συμβεί, όλα θα είναι πολύ πιο εύκολα για του ευαγγελιστές της αγοράς και του καπιταλιστικού πνεύματος.

Έμμεσα αλλά σαφώς τίθεται επίσης το ζήτημα της ανάπτυξης (ποια και για ποιους;). Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, πόσο μάλλον η ανάληψη κοινωνικής δράσης, προϋποθέτει κοινωνικά υποκείμενα που θα υπερέβαιναν κατά πολύ κινήματα με μονοθεματική ατζέντα, όπως τα οικολογικά κινήματα, ώστε να τεθεί το ζήτημα εκεί που ορίζεται ο χαρακτήρας της ανάπτυξης, στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και απόσπασης του κοινωνικού πλούτου. Εκ των πραγμάτων η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα ορίσει τον αντίπαλο φέροντας το κίνημα διαμαρτυρίας κατά των εξορύξεων αντιμέτωπο με το κεφάλαιο ή, με μερίδες του κεφαλαίου (εξορυκτική βιομηχανία κ.ά.). Αυτοί οι φορείς έχοντας τη διακριτική ή, ακόμη και την απροκάλυπτη στήριξη του κράτους ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και τους στρατηγικούς πόρους (εγκαταστάσεις, επενδύσεις, τεχνολογία, εργασιακή δύναμη κ.λπ.). Η ιστορική εμπειρία δείχνει πως μόνο συλλογικοί φορείς δράσης (ταξικά υποκείμενα) δύνανται να εκλογικεύσουν τις κοινωνικές σχέσεις και να κάνουν τις αναγκαίες αναγωγές, ανάμεσα στο μερικό (εξορύξεις κ.ά.) και το γενικό (καπιταλιστική ανάπτυξη) αναλαμβάνοντας το συντονισμό και τη καθοδήγηση του αγώνα («συλλογικός διανοούμενος»).

Αν νομίζει κάποιος πως ο αγώνας κατά των εξορύξεων δεν είναι πολιτικός αλλά «υπερκομματικός», ή, αγώνας για τον «τόπο μας» έχει ηττηθεί πριν δώσει τη μάχη. Και φυσικά δεν είναι αυτονόητο πως όλοι/ες θα έχουν αυτή τη πολιτική συνείδηση, καθώς οι άνθρωποι στη Δυτική Ελλάδα, όπως και αλλού, προσδιορίζονται από τις συνθήκες εργασίας και ζωής, δηλαδή από τις ταξικές τους θέσεις (θέση και σχέση στο σύστημα παραγωγής). Σε ανάδραση με τη ταξική τους θέση τα άτομα διαμορφώνουν κοινωνική συνείδηση. Η ταξική θέση είναι που προσδιορίζει πάλι την πρόσβαση σε πόρους (οργανωσιακούς, πολιτισμικούς, γνωστικούς κ.λπ.) αλλά και τις δυνατότητες ανάληψης δράσης. Επομένως μέρος αυτής της καμπάνιας-ενημέρωσης-δράσης που αφορά τη διαμαρτυρία κατά των εξορύξεων είναι και η διαμόρφωση αυτής της πολιτικής συνείδησης, αυτής της πολιτικής κουλτούρας, ώστε τα άτομα να αντιληφθούν τι μπορούν να κάνουν και μέχρι πού μπορούν να φτάσουν με τους συγκεκριμένους τρόπους οργάνωσης. Αλλιώς η απογοήτευση που θα ακολουθήσει θα είναι μεγάλη, γεγονός που θα υποσκάψει, εν τη γενέσει της οποιαδήποτε αντίσταση, δημιουργώντας την εντύπωση πως η συλλογική δράση δε βγάζει πουθενά (μοιρολατρία). Η εμπειρία με την κοινωνική διαμαρτυρία των ετών της κρίσης στη χώρα μας, δείχνει με ποιο τρόπο μπορούν να γίνουν αντικείμενο οικειοποίησης οι αγωνιστικές διαθέσεις ενός ανομοιογενούς κινήματος, όπως ήταν το αντιμνημονιακό («αγανακτισμένοι», «πλατείες», «πλήθος» κ.λπ.), και να οδηγήσει στη παθητικότητα της κοινωνίας.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ο αγώνας κατά των εξορύξεων θα έχει πισωγυρίσματα, «ξεπουλήματα», αλισβερίσια της «τοπικής κοινωνίας» με τις πολυεθνικές εταιρείες και το πολιτικό σύστημα (Περιφέρειες, πολιτικά κόμματα κ.ά.). Συνεπώς είναι σημαντικό για την κοινωνία συνολικά (την τοπική, αλλά και την Ελληνική κοινωνία) ο πληθυσμός να αποκτήσει συνείδηση της κατάστασης, να αντιληφθεί μέχρι που μπορεί να φτάσει με αυτές τις μορφές διαμαρτυρίες και με αυτές τις μορφές κινήματος. Ακόμη περισσότερο σημαντικό είναι να εμπεδωθεί μέσα από τις κινητοποιήσεις και τις δράσεις κατά των εξορύξεων μια κουλτούρα αντίστασης, καθώς το επόμενο βήμα θα είναι η εγκατάσταση ανεμογεννητριών (όπως γίνεται τώρα στα Άγραφα) που θα επιβαρύνουν το οικοσύστημα (ανθρώπινο και οικολογικό). Μόνο με μια τέτοια «κουλτούρα αντίστασης» που θα αποτυπωθεί θεσμικά στο χώρο και θα συνιστά σημείο αναφοράς στο χρόνο (σημαδούρα για τις επόμενες γενιές) θα είναι σε θέση η κοινωνία να ελέγχει σε ένα βαθμό τις «πειραγμένες» επιστημονικές προτάσεις των αποδεκτών ορίων, την αξιοπιστία των μοντέλων ανάπτυξης για να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις για την κοινωνία και το περιβάλλον. Οι συζητήσεις, οι συνελεύσεις, τα φεστιβάλ, οι εκθέσεις, οι διαδηλώσεις κατά των εξορύξεων, η οργανωσιακή κουλτούρα κ.ά., καθώς επέχουν θέση «κοινωνικού κεφαλαίου» θα μπορούσαν να αποτελέσουν το πρόπλασμα αυτής της θέσμισης. Είναι όμως πολύ δύσκολο αυτή η θέσμιση να μεταφερθεί ιστορικο-βιωματικά στο χρόνο χωρίς συλλογικό φορέα δράσης, χωρίς πολιτικό υποκείμενο.

Βεβαίως στην ιστορία των κοινωνιών, αξιακοί-πολιτισμικοί παράγοντες, όπως η ηθική αντίληψη περί δικαίου, η «ηθική οικονομία» (moral economy) για το επίπεδο των μισθών και τις τιμές των βασικών αγαθών (ψωμί, στέγη, νερό κ.λπ.), συνέβαλαν καταλυτικά, όπως έδειξε ο E. P. Thompson, ώστε η κοινωνική διαμαρτυρία (Λουδίτες, εξεγέρσεις για τη τιμή του ψωμιού κ.λπ.) να αποκτήσει ταξικό περιεχόμενο και η τάξη αντικείμενο να γίνει (χάριν της αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης) υποκείμενο της ιστορίας (The Making of the English Working Class). Σε μεγάλο βαθμό αυτή η αντίληψη περί δικαίου είναι που χαρακτήριζε τις κινητοποιήσεις των κατοίκων της Θεσπρωτίας το φθινόπωρο του 1988 που διαμαρτύρονταν για τη ρίψη των λυμάτων του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων στον ποταμό Καλαμά. Τα υποκείμενα, εν προκειμένω οι κάτοικοι, και αυτό μπορεί να ισχύει και για άλλους τοπικούς πληθυσμούς, βίωσαν τη μετανάστευση, την εγκατάλειψη και την ερήμωση της υπαίθρου ως κοινωνική αδικία. Κατά κάποιον τρόπο αυτή η αίσθηση αδικίας, -με αφορμή ένα οικολογικό ζήτημα που είχε βεβαίως και οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις-, τροφοδοτούσε ένα κύμα αγανάκτησης και οργής που οδήγησε μέσα από συνελεύσεις βάσης σε μαζικές και ευρηματικές κινητοποιήσεις υπό την καθοδήγηση της Επιτροπής Αγώνα. Παρόλο που η διαμαρτυρία προσέλαβε καθολικά χαρακτηριστικά δεν μπόρεσε, παρά τη μερική ικανοποίηση των αιτημάτων (βιολογικός καθαρισμός των λυμάτων κ.λπ.) να μετασχηματιστεί σε μια «κουλτούρα αντίστασης» αποκτώντας πολιτικά χαρακτηριστικά. Το γεγονός μάλιστα πως οι γεωτρήσεις ξεκινούν σήμερα, μεταξύ άλλων, και από τη Θεσπρωτία δείχνει κάτι. Η παραπάνω ανάλυση θέλει να υποδείξει περισσότερο και άλλους παράγοντες, εκτός από τον οικονομικο-ταξικό, που τροφοδοτούν τη κοινωνική διαμαρτυρία. Δε σημαίνει αποδοχή ενός πολιτισμικού ντετερμινισμού, ως όλα, εδώ η κοινωνική διαμαρτυρία, να εξηγούνται ηθικά ή, πολιτισμικά.

Ωστόσο ένα οικολογικό ζήτημα, όπως μπορεί να εννοηθεί εν πρώτοις η διαμαρτυρία ενάντια στην εξόρυξη υδρογονανθράκων, δεν μπορεί παρά να έχει διαταξική βάση, καθώς φαίνεται να αφορά στη σφαίρα αναπαραγωγής. Το γεγονός αυτό περιορίζει μεν τη δυναμική της κοινωνικής διαμαρτυρίας, αφήνει όμως άλλους παράγοντες, κάποιους από τους οποίους αναφέραμε, να λειτουργήσουν σωρευτικά, δημιουργώντας συνείδηση της κατάστασης και ενδεχομένως υπό προϋποθέσεις (βλ. πολιτικής οργάνωσης) ένα βάθεμα της κοινωνικής συνείδησης αλλά και μια «κουλτούρα αντίστασης».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: