Έντουαρντ Σνόουντεν – Τα όρια της προσωπικής ηθικής απέναντι στην “ηθική” του συστήματος

Ο πρακτικά περιορισμένος αντίκτυπος του σκανδάλου που αποκάλυψε ο Σνόουντεν στις εφαρμοζόμενες τακτικές των μυστικών υπηρεσιών καταδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι λογικές μοναχικού ήρωα ενάντια σε ένα “απρόσωπο” σύστημα, χωρίς να θίγεται η φύση του, δεν μπορούν να τελεσφορήσουν χωρίς συλλογική δράση

Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα της δεκαετίας του 2010 είναι αναμφίβολα ο Έντουαντ Σνόουντεν, πρώην πράκτορας της CIA, της NSA και του DIA, που προχώρησε σε εκτενείς αποκαλύψεις του προγράμματος παρακολούθησης της αμερικανικής, αλλά και της βρετανικής κυβέρνησης κυβέρνησης σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Χιλιάδες άρθρα έχουν γραφτεί για την υπόθεσή του, αναρίθμητες εκπομπές αφιέρωσαν τηλεοπτικό χρόνο σε κείνον, βιβλία για τη ζωή και τη δράση του έχουν γραφτεί και θα συνεχίσουν να γράφονται, ενώ εκτός από ντοκιμαντέρ έχει ήδη γυριστεί βιογραφική ταινία από τον γνωστό σκηνοθέτη Όλιβερ Στόουν. Πολλοί μπορεί να υποψιάζονταν όσα αποκάλυψε ο Σνόουντεν, με τη διαφορά πως η έκταση και ο ακριβής μηχανισμός δεν ήταν γνωστά ή αντιμετωπίζονταν με το βολικό χαρακτηρισμό της “συνωμοσιολογίας”.

Γεννήθηκε σαν σήμερα στο Γούλμινγκτον της Βόρειας Καρολίνας, και μετακόμισε με την οικογένεια του στην πολιτεία του Μέρυλαντ. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος της ακτοφυλακής και η μητέρα του ανώτερη δικαστική υπάλληλος. Λόγω ασθένειας έχασε έναν χρόνο μαθημάτων στο λύκειο, αλλά αντί να επαναλάβει την τάξη, έκανε μαθήματα πληροφορικής στο διάστημα 1999-2001 και 2004-2005 σε κοινοτικό κολέγιο. Το 2003 δήλωσε εθελοντής για το Ιράκ, αλλά δεν ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του, καθώς λόγω ατυχήματος στη διάρκειά της έσπασε και τα δύο του πόδια. Άρχισε να εργάζεται στην NSA και το 2005 μπήκε στη CIA ως τεχνικός της CIA, όπου ανήλθε γρήγορα λόγω των ικανοτήτων του. Το 2007 απεστάλη στη διπλωματική αντιπροσωπεία των ΗΠΑ στη Γενεύη. Όπως υποστηρίζει, ήδη από εκείνη την εποχή είχε σημαντική πρόσβαση σε μυστικά αρχεία, τα οποία ωστόσο αφορούσαν κυρίως ανθρώπους κι όχι συστήματα, για το λόγο αυτό δεν προέβη στη δημοσιοποίησή τους, φοβούμενος πως θα έβαζε σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές. Το 2009 έγινε αντιληπτή η προσπάθειά του να αποκτήσει πρόσβαση σε μυστικά ψηφιακά αρχία, γι’αυτό αποφασίστηκε η επιστροφή του στις ΗΠΑ, χωρίς όμως να υπάρξουν άλλες κυρώσεις. Την ίδια χρονιά προσελήφθη από την εταιρεία συμβούλων Booz Allen Hamilton, μέσω της οποίας συνεργαζόταν ως εξωτερικός συνεργάτης με την NSA σε γραφείο της στη Χαβάη. Ο Σνόουντεν είχε αποδεχτεί επί τούτου τη θέση, με τον στόχο να αποκαλύψει τις μεθόδους παρακολούθησης, καθώς, όπως έχει δηλώσει, ήδη από το 2007 είχε ηθικά προβλήματα με τη δουλειά του.

Έχοντας πρόσβαση στα άκρως απόρρητα αρχεία της NSA, μεταξύ άλλων και στο άγνωστο ως τότε πρόγραμμα παρακολούθησης των παγκόσμιων επικοινωνιών στο ίντερνετ, ήρθε ανώνυμα σε επαφή με τη σκηνοθέτη Laura Poitras και το δημοσιογράφο Γκλέν Γκρίνουαλντ το 2013, ενώ αντέγραψε σε στικάκι 1,7 εκ. αρχεία τα οποία πήρε σπίτι του. Πήρε άδεια λόγω “επιληψίας” και πήγε στο Χονγκ Κονγκ, απ’όπου έστειλε τα ντοκουμέντα στην Ουάσινγκτον Ποστ και τον Γκάρντιαν, που δημοσίευσαν την υπόθεση στις 6 Ιούνη 2013, χωρίς να αποκαλύψουν την πηγή τους. Τα μέηλ είχαν το ψευδώνυμο citizenfour, τίτλο του ντοκιμαντέρ της Poitras που κυκλοφόρησε το 2014. Γνωρίζοντας πως σύντομα θα αποκαλύπτονταν τα ίχνη του, παραχώρησε επώνυμη βιντεοσυνέντευξη στο Γκάρντιαν.

Μεγάλο ρόλο στην απόφασή του έπαιξε η διαπίστωση ότι η κυβέρνηση Ομπάμα συνέχιζε τις ίδιες πρακτικές παρακολούθησης με τον προκάτοχό του Τζωρτζ Μπους, πείθοντάς τον πως δεν μπορούσε να περιμένει άλλο με τις αποκαλύψεις καθώς: “Δεν θέλω να ζω σε έναν κόσμο, όπου οτιδήποτε κάνω και πω, καταγράφεται. Τέτοιους όρους ούτε διατίθεμαι να υποστηρίξω, ούτε θέλω να ζήσω μ’αυτούς”. Ο Σνόουντεν στήριζε τις πράξεις του στις αποφάσεις της δίκη της Νυρεμβέργης, συγκεκριμένα εκείνη που όριζε πως “Τα άτομα έχουν διεθνείς υποχρεώσεις, που υπερβαίνουν τις εθνικές υποχρεώσεις υπακοής”. Με αυτό το σκεπτικό, κάθε πολίτης έχει το καθήκον να παραβεί εσωτερικούς νόμους για να αποτρέψει εγκλήματα κατά της ειρήνης και της ανθρωπότητας.

Στις 14 Ιούνη το FBI μήνυσε τον Σνόουντεν για κλοπή κυβερνητικής ιδιοκτησίας, παράνομη μετάδοση μυστικών πληροφοριών και κατασκοπία, απαιτώντας από τις αρχές του Χονγκ Κονγκ να τον κρατήσουν ώσπου να γίνει αίτημα έκδοσής του από τις ΗΠΑ. Υπό ακόμα αδιευκρίνιστες συνθήκες επετράπη στο Σνόουντεν να δραπετεύσει από το ημιαυτόνομο Χονγκ Κονγκ, παρότι το διαβατήριο του είχε ακυρωθεί από τις ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση ο Σνόουντεν βρέθηκε στη Μόσχα, εκφράζοντας αργότερα ευχαριστίες στην κυβέρνηση του Ισημερινού για την υποστήριξή της στη διαφυγή του. Μετά από κάποιες βδομάδες παραμονής στο αεροδρόμιο της Μόσχας, ενώ ήδη ο Σνόουντεν είχε καταθέσει αίτημα ασύλου σε περίπου 20 χώρες, κάποιες από τις οποίες αρνήθηκαν ανοιχτά, άλλες επικαλούμενες τυπικούς όρους, ενώ ορισμένες, όπως η Βενεζουέλα έδειξαν διατεθειμένες να του χορηγήσουν το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα. Σύμφωνα με δυτικά ΜΜΕ, ο Πούτιν πρότεινε άσυλο στο Σνόουντεν με τον όρο να σταματήσει δραστηριότητες που θα μπορούσαν να βλάψουν τις ρωσοαμερικανικές σχέσεις. Σε κάθε περίπτωση, του χορηγήθηκε καθεστώς προσωρινού ασύλου, το οποίο έκτοτε ανανεώνεται διαρκώς, την τελευταία φορά πέρυσι τον Αύγουστο, ως και το 2020.

Στην Αμερική η κοινή γνώμη είναι διχασμένη γύρω από το πρόσωπό του, ανάμεσα σε όσους τον θεωρούν ήρωα και όσους τον αντιμετωπίζουν ως προδότη, ενώ διεθνώς χαιρετίζεται ως παράδειγμα γενναιότητας και υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Οι πρωτοβουλίες για απονομή χάριτος στο Σνόουντεν μέχρι στιγμής δεν έχουν ευοδωθεί, ενώ το 2016 ο Μπάρακ Ομπάμα δήλωσε πως δε θα μπορούσε να απονείμει χάρη σε κάποιον που δε δικάστηκε σε αμερικανικό δικαστήριο. Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων οδήγησε και σε κάποια αυστηροποίηση της νομοθεσίας περί παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών στις ΗΠΑ, τα διαρκή σκάνδαλα που αποκαλύπτονται έκτοτε ωστόσο καθιστούν σαφές ότι είναι επικοινωνιακού χαρακτήρα μέτρα που δεν αγγίζουν τη ρίζα του προβλήματος.

Η περίπτωση Σνόουντεν είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των ορίων της ατομικής ηθικής στα πλαίσια του συστήματος. Σαφώς δε θα είχε κανείς την απαίτηση ο Σνόουντεν, που άφησε μια ιδιαίτερη άνετη κι εξασφαλισμένη ζωή για λόγους συνείδησης, να προχωρήσει σε κάποια κριτική ανάλυση του ίδιου του συστήματος που βασίζεται στις παρακολουθήσεις. Η προσωπική του γενναιότητα δεν έχει ανάγκη ριζοσπαστικών διαπιστευτηρίων για να αναγνωριστεί. Από την άλλη, ο πρακτικά περιορισμένος αντίκτυπος του σκανδάλου που αποκάλυψε ο Σνόουντεν στις εφαρμοζόμενες τακτικές των μυστικών υπηρεσιών καταδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι λογικές μοναχικού ήρωα ενάντια σε ένα “απρόσωπο” σύστημα, χωρίς να θίγεται η φύση του, δεν μπορούν να τελεσφορήσουν χωρίς συλλογική δράση. Εξάλλου πρέπει κανείς να σημειώσει ότι παρά την έντονη κατακραυγή για τις πολιτικές των αμερικανοβρετανικών υπηρεσιών, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ένα πραγματικό κίνημα με αίτημα την κατάργησή τους. Ίσως επειδή η παρακολούθηση κάθε κίνησης στην πραγματική και ψηφιακή ζωή εξ απαλών ονύχων τείνει να γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία ως ένα δυσάρεστο μεν, αναπόφευκτο δε φαινόμενο. Κάτι που καθιστά ακόμα πιο υποκριτικές τις οιμωγές κατά των “ανελεύθερων”, “ολοκληρωτικών” σοσιαλιστικών καθεστώτων, που είχαν βάσει του κυρίαρχου αφηγήματος ως κύρια απασχόληση “τις ζωές των άλλων”.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: