Η ζωή ενός παιδιού του εμφυλίου πολέμου στη Λ.Δ. Βουλγαρίας

«…Αρχίσαμε μια νέα ζωή, που ούτε καν την ονειρευόμαστε…»

Το θέμα με τα χιλιάδες παιδιά που κατέφυγαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αποτελεί διαχρονικά όπλο της αντιδραστικής – αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Κυβερνητικοί, αντιπολιτευόμενοι, δημοσιολογούντες, «ιστορικοί», φασιστοειδή, «προοδευτικοί», πρόσωπα και ομάδες που φαινομενικά πολλά τους χωρίζουν, δεν έχουν πρόβλημα να συγκλίνουν προς την ίδια αντιδραστική κατεύθυνση όταν πρόκειται να διαστρεβλώσουν τα ιστορικά γεγονότα και να λασπολογήσουν, να συκοφαντήσουν, να προσπαθήσουν να μειώσουν την ανωτερότητα του σοσιαλιστικού συστήματος σε σχέση με τις καπιταλιστικές κοινωνίες,  για να εξισώνουν στη συνέχεια πιο εύκολα τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό με το φασισμό.

Aν από αυτό εδώ το βήμα αναφερόμαστε (και δεν θα σταματήσουμε να αναφερόμαστε) στα θέματα αυτά, είναι γιατί οφείλουμε να προβάλλουμε, να αναδείχνουμε αυτή την ανωτερότητα, που είναι ηθική, πολιτική και κοινωνική. Του σοσιαλιστικού συστήματος που παρά τις όποιες ελλείψεις, λάθη και αδυναμίες στις συνθήκες οικοδόμησής του, απέδειξε ότι η κοινωνική απελευθέρωση δεν είναι ουτοπικό όνειρο των καταπιεσμένων και τα δεσμά της  καπιταλιστικής σκλαβιάς δεν θα πνίγουν την ανθρωπότητα αιώνια.

Το αφιέρωμα που παρουσιάζουμε επιμελήθηκε η Τασούλα Ζησάκη – Healey, ακούραστη εργάτρια της Ελληνικής Κοινότητας Πράγας και υπεύθυνη σύνταξης του περιοδικού της Κοινότητας «Καλημέρα». Τα κείμενα που ακολουθούν επιμελήθηκε η ίδια και τα αναδημοσιεύουμε από το τεύχος 4/2017 του περιοδικού.

Η κατάσταση και οι λόγοι για το παιδοσώσιμο των παιδιών από την Ελλάδα το 1948-1949

Στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1946-1949) η κατάσταση των παιδιών ήταν τραγική. Πολλά από τα παιδιά είχαν προσβληθεί από τη φυματίωση. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία του απεσταλμένου του ΟΗΕ από τους 237.968 μαθητές που είχαν υποβληθεί στη δοκιμασία της φυματιοαντίδρασης, η θετική αφορούσε το 25-30% των παιδιών έως 8-11 χρόνων, το 40% των παιδιών 12-13 χρόνων και το 50-67% των παιδιών μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτά ήταν τα παιδιά που είχαν ξεριζωθεί από την ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ο αριθμός των ορφανών παιδιών σ’ ένα παιδικό πληθυσμό των 2.850.000 έφτανε τις 380.000 (σύμφωνα με την έρευνα το 1949 της Τερέζε Μπρος, διευθύντριας του επιστημονικού και εκπαιδευτικού προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών στην Ελλάδα).

Μην ξεχνάμε και τα φυλακισμένα παιδιά για πολιτικούς λόγους στη Μακρόνησο, στο Βίδο, στη Λέρο, στην Κηφισιά και αλλού που ανέρχονταν στα 15.000. Όλα αυτά τα παιδιά είχαν υποστεί βασανιστήρια και αρκετά ήταν καταδικασμένα στην ποινή θανάτου. Και να μην ξεχνάμε και τις παιδουπύλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης και των συνεργατών (του Οργανισμού Βασιλικής Προνοίας, 1947), που είχαν συγκεντρώσει εγκαταλειμμένα παιδιά στους δρόμους και ορφανά και αρκετά από τα φυλακισμένα παιδιά σ’ αυτές τις παιδουπόλεις (53), στην πραγματικότητα φυλακισμένα σε αντικομμουνιστικά αναμορφωτήρια.

Οι ενέργειες της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ)

Στις 7 Μάρτη 1948 η ΠΔΚ (Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση) απευθύνθηκε στις κυβερνήσεις των Λαϊκών Δημοκρατιών για να σωθούν τα παιδιά από τη λαίλαπα του πολέμου. Με την ελεύθερη συγκατάθεση των γονιών και συγγενών (όταν οι γονείς ήταν στο βουνό αντάρτες) περίπου 25.000 παιδιά συγκεντρώθηκαν για να μεταφερθούν στη Λαϊκές Δημοκρατίες που είχαν αναλάβει να φιλοξενήσουν τα ελληνόπουλα.

Στις 8 Οκτωβρίου 1950, η Ελληνική Επιτροπή «Βοήθεια στο Παιδί» (ΕΒΟΠ), έκανε έλεγχο στον κατάλογο των αιτήσεων των 9.836 των παιδιών (του ΔΕΣ -Διεθνής Ερυθρός Σταυρός), ο οποίος συγκεντρώθηκε με τη βοήθεια του ΕΕΣ (Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού) και αποδείχτηκε ότι αυτός ο κατάλογος δεν βασιζόταν σε πραγματικά στοιχεία. Έτσι, 552 παιδιά είχαν τους γονείς τους στις Λαϊκές Δημοκρατίες, 1.496 παιδιά είχαν έναν από τους γονείς τους στις Λαϊκές Δημοκρατίες, 2.484 παιδιά δεν υπήρχαν στα μητρώα των φιλοξενούμενων παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες, 188 παιδιά ήταν δύο φορές γραμμένα, 213 παιδιά ήταν με πλαστά ονόματα, 2.650 αιτήσεις ανεπαρκείς για την εξακρίβωση στοιχείων (ζητήθηκαν συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία ποτέ δεν στάλθηκαν από το ΔΕΣ!) και 2.223 αιτήσεις ήταν για παιδιά άνω των 18 χρονών. Η ΠΔΚ έστειλε υπόμνημα στον ΟΗΕ (Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών) στις 15 Αυγούστου 1948, στο οποίο υπόδειξε όλες αυτές τις ανακρίβειες και ψευτοστοιχεία, υπογραμμίζοντας την κατάσταση και την φιλοξενία των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Το 1954 με τη μεσολάβηση του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού προς τους Ερυθρούς Σταυρούς των Λαϊκών Δημοκρατιών και του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, 5.000 παιδιά επέστρεψαν στην Ελλάδα, στον Καναδά, στην Αυστραλία όπου βρίσκονταν οι γονείς τους, με προσωπικές τους αιτήσεις. Τελικά, τα παιδιά που έμειναν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες ανέρχονταν στις 23.000.

Στοιχεία για την εγκατάσταση των παιδιών στη Λ.Δ. Βουλγαρίας

Στη Βουλγαρία εγκαταστάθηκαν περίπου 3.000 παιδιά στους παιδικούς σταθμούς: Γκάμπροβο – 140, Μπούργκας – 134, Σλίβεν – 245, Κάρλοβο – 614, Στάρα Ζαγόρα – 133, Μπότεφγκραντ – 505, Πάβελ Μπάνια – 275, Ζέμεν — 104, Γιάγκοντα 329, σύνολο 2.580      (Γ. Πολυμερΐδης, Ριζοσπάστης 17.8.2008).

Τα παιδιά ήταν από τους νομούς Έβρου, Ροδόπης, Σερρών, Κιλκίς, Φλώρινας, Καστοριάς, Ιωαννίνων. Από τα 3.000 παιδιά, 1.700 ανήκαν στη δύναμη της 6ης και 7ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, οι οποίες πέρασαν στη Βουλγαρία το 1949. Επαγγελματίες εκπαιδευτικοί απόφοιτοι των Ελληνικών Παιδαγωγικών Ακαδημιών (56 τον αριθμό) και δάσκαλοι με γυμνασιακές γνώσεις φρόντισαν αυτά τα παιδιά με ταχύρρυθμα φροντιστήρια. Απόφοιτοι Μέσης Εκπαίδευσης — 2.500 παιδιά, Ανώτερες και Ανώτατες Σχολές — 1.500 παιδιά, Πτυχιούχοι Πανεπιστήμιων — 700 (Πολυτεχνείου – 84, Οικονομικών Σπουδών – 134, Γεωπόνοι 58, Γιατροί -103, κλπ.)

Η ζωή ενός παιδιού του εμφυλίου πολέμου στη Λ.Δ. Βουλγαρίας

Της Κωνσταντίνας Προϊκάκη του Σταύρου, από το χωριό Φυλακτό Σουφλίου
(Κ: Κυνηγημένος από τους παρακρατικούς, ο πατέρας της Κωνσταντίνας έφυγε για το βουνό και κατατάχτηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Το 1948 σκοτώθηκε στις μάχες στο Βίτσι. Έμειναν η μάνα της με τα τρία μικρά παιδιά και έγκυος στο τέταρτο. Η ζωή στο χωριό της ήταν δύσκολη – δεν τους άφηναν να παν σχολείο, τους έδερναν, τη μάνα της δεν την άφηναν να δουλέψει στα κτήματά τους και το 1947 κάψανε και το σπίτι τους. Έτσι μείνανε στους δρόμους νηστικοί και διψασμένοι.)

Προϊκάκης Σταύρος του Βαγγέλη και της Κωνσταντίνας, από το χωριό Φυλακτό Έβρου. 32 χρόνων. Μαχητής του ΔΣΕ. Σκοτώθηκε τον Αύγουστο 1948 στο ύψωμα Μάλι-Μάδι, στο Βίτσι, (από το «Έπεσαν για τη ζωή», τόμος 7γ, σελ. 546, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 2011)

«Το Μάρτη του 1949, μια νύχτα, ήρθαν στο σπίτι μας αντάρτες του ΔΣΕ να μας πάρουν. Είπαν πως πρέπει να φύγουμε την ίδια νύχτα ‘γιατί αύριο θα είναι αργά’. Η Φρειδερίκη είχε αρχίσει το παιδομάζωμα στέλνοντας τα παιδιά των ανταρτών σε στρατόπεδα.

Έτσι φύγαμε μαζί τους για να βρεθούμε στη ΛΔ Βουλγαρίας και να τακτοποιηθούμε στον παιδικό σταθμό Μπότεφγκραντ. Όλη η διαδρομή μας ήταν το κάτι άλλο που δεν μπορώ να περιγράφω. Παντού μας περίμεναν με μουσική και τραγούδια, μας προσφέρανε λουλούδια, μας φιλούσαν με συγκίνηση και χαρά. Νιώθαμε ευτυχισμένα, νιώθαμε την αγάπη τους. Στον παιδικό σταθμό συγκεντρώθηκαν γύρω στα χίλια παιδιά από 7 μέχρι 15 χρονών. Διευθυντής του σταθμού ήταν ο σ. Μπαρούντος, η σ. Ζουμπουλιά Ερασμία και δυο κοπέλες τραυματισμένες ανταρτοπούλες ήταν οι δασκάλες μας. Το προσωπικό που φρόντιζε την περιποίησή μας ήταν Βουλγάρες.

Τα περισσότερα παιδιά ήταν αγράμματα, λίγα είχαν τελειώσει την Β’ τάξη. Μας χωρίσανε σε τάξεις (Α’ — Στ’), σύμφωνα με την ηλικία μας και αμέσως άρχισαν τα μαθήματα. Στη μάθηση βοηθούσαν όσα παιδιά είχαν τελειώσει κάποιες τάξεις. Έτσι, μέχρι το τέλος του 1948 μπορώ να πω πως τα παιδιά είχαν μάθει να γράφουν και να διαβάζουν και λίγα από γεωγραφία και ιστορία της πατρίδας μας. Ωστόσο, υπήρχε έλλειψη από διδασκαλικό προσωπικό, γι’ αυτό ο Σύλλογος των Πολιτικών Προσφύγων και η ΕΒΟΠ έστειλαν σε δίμηνο παιδαγωγικό φροντιστήριο που έγινε στον παιδικό σταθμό Κάρλοβο, κατάλληλους συντρόφους. Μαζί τους στάλθηκα κι εγώ. Αφού τελειώσαμε με επιτυχία, διοριστήκαμε σε διάφορους παιδικούς σταθμούς.

Εγώ, η Κωνσταντίνα Προϊκάκη απ’ το Φυλακτό, η Πηνελόπη Μιχαηλίδου (σημ. Κ: μετά η Πηνελόπη ήρθε στην Τσεχοσλοβακία) από τη Νότια, η Μαίρη Δουρούλα απ’ τη Χρυσούπολη, η Χρυσούλα Τοπαλίδου απ’ τη Μάνη διοριστήκαμε στον παιδικό σταθμό Παντσερέβο-Γιάγκοντα. Παραδίδαμε όλα τα μαθήματα. Το χειμώνα διδάσκαμε και το καλοκαίρι πηγαίναμε σε φροντιστήρια για να προετοιμαστούμε για την επόμενη χρονιά. Δουλέψαμε έτσι πέντε χρόνια.

Από το 1951, όταν φάνηκε πια ότι ελπίδα για επαναπατρισμό δεν υπήρχε, περάσαμε στα βουλγαρικά σχολεία. Η μάθησή μας γινόταν στα βουλγαρικά, χωρίς βέβαια να σταματήσουμε τα ελληνικά που είχαν συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα των σχολείων. Στο μεταξύ πολλά παιδιά φύγανε για τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες όπου ήταν οι γονείς τους. Έτσι λιγοστέψαμε και οι δάσκαλοι περίσσευαν.

Το 1953 μπήκα σε Γυμνάσιο στη Φιλιππούπολη (Πλόβντιφ) και το 1957 στο Πανεπιστήμιο Ιατρικής για ειδικότητα φαρμακοποιού. Το 1962 με την αποφοίτησή μου, διορίστηκα σε φαρμακείο στη Σόφια και αργότερα ανέλαβα καθήκοντα διευθυντή όπου εργάσθηκα ως την 1.1.1991 που βγήκα σε σύνταξη. Μπορώ να πω πως την ίδια διαδρομή είχαν στη ζωή τους και τ’ άλλα παιδιά που βρέθηκαν στους παιδικούς σταθμούς της Βουλγαρίας.

Σε μία συνάντησή μας, μετά από 25 χρόνια δε γνωρίζαμε πια ο ένας τον άλλον. Δεν ήμασταν τώρα εκείνα τ’ αγράμματα και ζαρωμένα παιδάκια. Τώρα, ήμασταν μορφωμένοι. Όσοι δεν πήγαν σε πανεπιστήμια, τελείωσαν τεχνικές σχολές. Κανείς μας δεν έμεινε αγράμματος».

Η ζωή ενός παιδιού του εμφυλίου πολέμου στη Λ.Δ. Βουλγαρίας

Οι δασκάλες του Παιδικού Σταθμού Παντσερέβο-Γιάγκοντα (1950). Στο κέντρο η Κωνσταντίνα Προϊκάκη απ’ το χωριό Φυλακτό Σουφλίου, 1η αριστερά η Πηνελόπη Μιχαηλίδου (Γιώση) από τη Νότια, Πέλλας, η Μαίρη Δουρούκα απ’ τη Χρυσούπολη, η Χρυσούλα Τοπαλίδου απ’ τη Μάνη και η Τριανταφυλλιά Κεκέ.

(βιβλιογραφία: ‘Τα παιδιά του εμφυλίου και της πολιτικής προσφυγιάς’, ΠΕΛΕΛ-ΔΣΕ, Λθήνα 2011, ‘Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια’, Δημήτρης Σέρβος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004, 3η έκδοση)

Μια ονειρεμένη ζωή

Στις 15 Μάρτη 1948, 270 παιδιά απ’ το χωριό Λευκίμμη και 21 παιδιά απ’ το χωριό Τριφύλλι του Νομού Έβρου, ηλικίας κάτω από 13 χρόνων, ξεκίνησαν να περάσουν τα ελληνοβουλγάρικα σύνορα. Ανάμεσά τους κι ο Μιλτιάδης Μητηλέστης, ο μόνος μεγάλος. Ήταν 15 χρόνων… Απ’ τη διήγησή του παραθέτουμε, για λόγους χώρου, μερικά αποσπάσματα:

«…Ξεκινήσαμε την 1η του Μάρτη απ’ το χωριό Λευκίμμη με 15 βοϊδάμαξες και 23 γαϊδούρια, όλα καταφορτωμένα παιδιά. Ήταν μια ηρωική πορεία παιδιών, που πεινούσαν και τρέμανε από φόβο. Ήταν παιδιά που δεν είχαν πια πατεράδες. Παιδιά μαχητών του ΔΣΕ. Οι μανάδες τους τα φέρναν στην αγκαλιά τους ή τα παρέδιναν στους παππούδες που περίμεναν με τις βοϊδάμαξες έξω απ’ το χωριό. Κλαίγαν οι μανάδες, κλαίγαν τα παιδάκια, κλαίγαν και οι παππούδες που τα παραλάβαιναν. Οι μόνοι που βοηθούσαν στην τραγωδία αυτή, ήμασταν 4-5 παιδιά μεγαλύτερα, όπως ο Δαμιανός, ο Ψημένος, ο Σταύρος, ο Βαγγέλης, ο Στάθης, όλοι πλησίον της ηλικίας μου.

Όπως είπα, μαζί ας ήταν και 21 παιδιά απ’ το χωριό Τριφύλλι. Η Μυρσίνη Βρανίδου ήταν η πιο μεγάλη 14 χρόνων. Αυτή ήταν η μάνα τους, η δασκάλα τους, η συνοδός των 21 παιδιών.

…Κανένας δεν μας άρπαξε απ’ την αγκάλη της μάνας μας, αλλά η μάνα μας έφερε στην αγκάλη της ή μας κρατούσε απ’ το χέρι και μας παρέδωσε στους παππούδες. Στον γέρο-Καμίλα Κώστα, στον Μπάνγκο Παναγιώτη, στον Βεγκλεκτσή Απόστολο, στον Γιούζμπαση Γεώργιο και άλλους, που δεν τους θυμάμαι. Αυτοί μας ονόμασαν υπεύθυνους της αποστολής, αυτής της ηρωικής παιδικής πορείας.

…Η φάλαγγά μας ήταν μεγάλη και βαδίζαμε αρκετά γρήγορα. Την νύχτα ξεκουραζόμασταν. Την πρώτη στάση την κάναμε στο Τσκούργιαρη (Βερίνη). Εδώ συναντήσαμε το τάγμα του Μεσσηνέζη που μας τακτοποίησε όλους σε σπίτια…

…Βαδίζαμε ακόμη μια μέρα, τη νύχτα αργά φτάσαμε στους πρόποδες του βουνού Μουκαντέδες. Εδώ ανάψαμε φωτιές και ξημερώσαμε. Κοιμηθήκαμε όπως μπορέσαμε ο καθένας. Εμείς οι μεγαλύτεροι φυλάγαμε τα μικρά να μη ξεσκεπαστούν και κρυώσουνε. Εδώ βρήκαμε και δύο στρατιώτες σκοτωμένους, δύο σκελετούς, τους γνωρίσαμε απ’ την κορώνα τους και τα όπλα τους. Πήραμε τα όπλα και τις σφαίρες τους και την άλλη μέρα τα παραδώσαμε σ’ ένα μικρό αντάρτη που συναντήσαμε στο Μικρό Δέριο…

…Πέρασαν 14 μερόνυχτα.

…Την άλλη μέρα, 15 Μάρτη, συνοδεία του μαχητή του ΔΣΕ Νεραντζάκη, κοντά στο βραδάκι, φθάσαμε στα ελληνοβουλγάρικα σύνορα. Μας περίλαβαν βούλγαροι στρατιώτες και άνθρωποι του Βουλγαρικού Ερυθρού Σταυρού. Μας υποδέχτηκαν με ελληνική μουσική, τραγουδήσαμε και χορέψαμε μαζί τους, ώσπου ήρθαν και μας πήραν με μια αμαξοστοιχία και κατά τα μεσάνυχτα 15 προς 16 Μαρτίου, με αυτοκίνητα μας πήραν και τα ξημερώματα μας κατέβασαν στο χωριό Ουρτάκιο. Εδώ μας δώσαν και φάγαμε τσάι και μαρμελάδα το πρωί και πολύ καλή φασολάδα το μεσημέρι. Αφού βάλαν τα ρούχα μας σε κλίβανο, ένα μηχάνημα ή καζάνι με ατμό, κάναμε και ζεστό μπάνιο. Με λίγα λόγια ξεψειριάσαμε λίγο. Μας ανεβάσανε για πρώτη φορά σε μεγάλα επιβατικά αυτοκίνητα, λέγαν πως λέγονταν λεωφορεία. Έξι λεωφορεία μας πήραν και μας κατέβασαν στη Φιλιππούπολη. Εδώ φτάσαμε πρωί και μας πήγαν, μας φίλεψαν σ’ ένα μεγάλο εστιατόριο. Για πρώτη φορά χορτάσαμε γλυκό τσάι, μπόλικο ζεστό ψωμί και άφθονο πρόβειο τυρί…

…Από δω ανεβήκαμε σε ειδική αμαξοστοιχία, που μας κατέβασε στον Παιδικό Σταθμό Μπάνκες, μια πολύ όμορφη λουτρόπολη με πολύ ωραία βασιλικά κτίρια. Όταν φτάσαμε εδώ μαζί μας φέραμε και τις ψείρες και την ψώρα και τις αρρώστιες. Γι’ αυτό μας περίλαβαν γιατροί και νοσοκόμες αδερφές, μας κούρεψαν, μας κάναν μπάνιο και μας άλλαξαν. Μας δώσαν καινούργια ρούχα. Εσώρουχα, κάλτσες, παπούτσια, πουλόβερ, πανταλόνι, σακάκι και παλτό. Τα κορίτσια ανάλογη κοριτσίστικη ενδυμασία. Όλοι είχαμε φτάσει σχεδόν ξυπόλητοι και με παλιά ρούχα. Ένα μόνο να σας αναφέρω.

Όταν μπήκαμε στο πολύ ζεστό νερό της λουτροπισίνας, όσο ζεσταινόταν το νερό φούσκωναν οι ψείρες και βγαίναν στην επιφάνεια της πισίνας. Αλλά όταν βγήκαμε από το νερό αλλάξαμε τα ρούχα μας και είμασταν ολοκάθαροι. Έτσι μας τακτοποίησαν σε δωμάτια και κρεβάτια με ολόλευκα σεντόνια και μαξιλάρια, από δύο κουβέρτες και τα καλοριφέρ καταζέσταιναν τα δωμάτιά μας…

…Αρχίσαμε μια νέα ζωή, που ούτε καν την ονειρευόμαστε…»

Δεν πίστευα σ’ αυτά που έβλεπα

Η αυθεντική μαρτυρία ανήκει στην Έλλη Ερυθριάδου:

«…Βρέθηκα με ένα παιδί στην αγκαλιά και ένα στην κοιλιά στον Δημοκρατικό Στρατό και από κει στην συνέχεια στο Μπούλκες, όπου γέννησα το δεύτερο παιδί μου. Πριν γίνει 40 ημερών, έφυγα για την Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας στον Παιδικό Σταθμό Κάρλοβο. 689 παιδιά ηλικίας από 6, 7 μέχρι 17 χρόνων από το ‘παιδομάζωμα’, τα παιδιά μας, ψωριασμένα από τις δυσκολίες που πέρασαν στις ακριτικές περιοχές, ακούρευτα, όπως μου έλεγαν οι συναγωνιστές που βρίσκονταν ήδη εκεί, ντύθηκαν, πλύθηκαν, έγιναν σαν όλα τα παιδιά του κόσμου.

Είχαν εξασφαλιστεί οι δάσκαλοι, το προσωπικό που ανέλαβε την φροντίδα τους, Έλληνες και Βούλγαροι. Είναι ακόμη δύσκολη περίοδος των δελτίων τροφίμων. Οι εργάτες του Καρλόβου, σε συνέλευσή τους, αποφασίζουν να μην πάρουν για κάποιο διάστημα το κασέρι του δελτίου, για να χορηγηθεί στα παιδιά του Παιδικού Σταθμού.

Στο Σταθμό λειτουργεί το σχολείο από την 1η μέχρι την 6η τάξη με έλληνες δασκάλους, που, αν θυμάμαι καλά, ξεπερνούν τους 20. Επίσης νοσοκομείο με γιατρό και νοσηλευτικό προσωπικό για τις πρώτες βοήθειες.

Στο Κάρλοβο, με την βοήθεια της ΕΒΟΠ οργανώνεται τρίμηνη σχολή δασκάλων που διοχετεύονται σε όλες τις Λαϊκές Δημοκρατίες.

Είναι το πρώτο στάδιο των παιδιών του ‘παιδομαζώματος’. Αλήθεια, τι τραγική αντίθεση με τα παιδιά, που έζησαν το πραγματικό παιδομάζωμα της Βασίλισσας Φρειδερίκης στη σχολή της Λέρου, όπου τα παιδιά υποχρεώνονταν να πηδούν τους μαντρότοιχους της Σχολής, για να καταγγείλουν στον κόσμο τις τραγικές συνθήκες που ζούσαν με ξυλοδαρμούς, βιασμούς και όλα τα φοβερά εγκλήματα

Ύστερα από μακρόχρονη απουσία μου (κράτησή μου στις φυλακές Αβέρωφ, στη Γυάρο, στην Αλικαρνασσό), ξαναπήγα στην ΛΔ Βουλγαρίας,, για να δω τα παιδιά μου παλληκάρια και την κόρη μου φοιτήτρια.

Οι δυσκολίες που είχαν, ξεπεράστηκαν και ο βουλγάρικος λαός έχτιζε σπίτια σχολεία, πανεπιστήμια, τεχνικές σχολές. Σε μία συγκέντρωση που οργανώθηκε για να ξανασυναντηθούμε με τα παιδιά αυτά, είχα τόσο συγκινηθεί, που δεν πίστευα σ’ αυτά που έβλεπα και άκουγα. Ο Σταθμός του Καρλόβου είχε 17 επιστήμονες και επιστημόνισσες. Τα άλλα κορίτσια και αγόρια είχαν τελειώσει μέσες σχολές ή τεχνικές, δούλευαν στην παραγωγή, κάνανε οικογένειες…» (από το βιβλίο του Δημήτρη Σέρβου, «Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια», σελ. 283-287, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004, 3η έκδοση).

Δες κι αυτό:
Διήμερο πολιτικών – πολιτιστικών εκδηλώσεων για την πολιτική προσφυγιά

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: