Βαρλαάμ Σαλάμοφ – Τα παραμύθια της Κολίμα, (Η τελευταία μάχη του ταγματάρχη Πούγκατσεφ)

Για να καταλήξει κάποιος στην Κολίμα, έπρεπε τα εγκλήματα που είχε διαπράξει υπηρετώντας τους ναζί να ήταν πολύ σοβαρά. Οι ήρωες του Σαλάμοφ αλλά και των κάθε λογής αντικομουνιστών θαυμαστών του ήταν ακριβώς τέτοιοι.

Άναυδος – Φεβρουάριος 2021

Εισαγωγή

Για τους κάθε λογής αντικομουνιστές, η ΕΣΣΔ ήταν περίπου μια επίγεια κόλαση. Κύρια σημεία αναφοράς στην προπαγάνδα τους αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν δύο βιβλία: το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του ακροδεξιού Σολζενίτσιν και οι Ιστορίες από την Κολίμα του τροτσκιστή Βαρλαάμ Σαλάμοφ. Ο τελευταίος πλασάρεται από τους αντικομουνιστές κάθε είδους σαν ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους του 20ού αιώνα στη Ρωσία. Διθυραμβικές κριτικές του κύριου έργου του, Ιστορίες από την Κολίμα[1] μπορούν να βρεθούν σε ιστότοπους τύπου anarchypress, tvxs, lifo, liberal κλπ και σε κάθε αστική εφημερίδα.

 

Η Αυγή συνοψίζει το πάνθεον της αντικομουνιστικής λογοτεχνίας ως εξής: “Από το εμβληματικό Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και τις Νύχτες της Κολίμα του Βαρλαάμ Σαλάμοφ, έως τα κείμενα του Βίκτορ Σερζ και του Πλατόνοφ, αλλά και μέχρι τις ακρώρειες των στίχων του Μάντελσταμ, της Αχμάτοβα, της Τσβετάγιεβα, του Μαγιακόφσκι, και τόσων άλλων, συγκροτείται μια κειμενική μαρτυρία για έναν βασανισμένο λαό που δεινοπάθησε μέσα στον εκτροχιασμό μιας ιδέας[2]. Βέβαια ο Μαγιακόφσκι καμία σχέση δεν είχε με τον παραπάνω αντικομουνιστικό εσμό αλλά  η καλή συκοφαντία δεν μπορεί να είναι πλήρης αν δεν τσουβαλιάσει  στους εχθρούς του σοσιαλισμού και έναν διάσημο κομμουνιστή.

Το έργο του Σαλάμοφ, πέρα από αντικείμενο μελετών αποτέλεσε και πηγή έμπνευσης κινηματογραφικών ταινιών, όπως η ρώσικη ταινία Η τελευταία μάχη του ταγματάρχη Πούγκατσεφ που βασίζεται στο ομώνυμο διήγημα με το οποίο θα ασχοληθούμε παρακάτω. Οι ιστορίες από την Κολίμα κυκλοφόρησαν ολοκληρωμένα στην ΕΣΣΔ μόλις το 1987. Το 1991, το σπίτι που γεννήθηκε στην Βολογκντά μετατράπηκε σε μουσείο.

Συνοπτικό βιογραφικό [3]

Γεννήθηκε στις 18/6/1907 και πέθανε στις 17/1/1982. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και η μητέρα του δασκάλα. Το 1924 ξεκινά να δουλεύει σαν βυρσοδέψης και το  1926  εισάγεται στο Ινστιτούτου Κλωστοϋφαντουργίας της Μόσχας με σύσταση από το συνδικάτο σαν εργάτης και  ταυτόχρονα, γίνεται δεκτός στη Σχολή Σοβιετικού Δικαίου του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας. Επιλέγει το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Το 1927 (7 Νοεμβρίου) – συμμετέχει σε διαδήλωση της αντιπολίτευσης για τη 10η επέτειο του Οκτωβρίου, με συνθήματα «Κάτω ο  Στάλιν!» και “Ας εκπληρώσουμε τη διαθήκη του Λένιν!”. Το 1928 αποβάλλεται από το πανεπιστήμιο επειδή απέκρυψε την ταξική του καταγωγή. Στις 19/2/2019 συνελήφθη κατά τη διάρκεια επιδρομής σε παράνομο τροτσκιστικό τυπογραφείο ενώ εκτύπωνε φυλλάδια με τη «Διαθήκη του Λένιν». Καταδικάζεται σαν κοινωνικά επικίνδυνο στοιχείο σε 3 χρόνια φυλάκισης σε στρατόπεδο εργασίας. Με την αποφυλάκισή του το 1932 επιστρέφει στη Μόσχα πιάνοντας δουλειά σε 2 περιοδικά των συνδικάτων, κρύβοντας τόσο το γεγονός της αποβολής του από το Πανεπιστήμιο όσο και τη σύλληψη και φυλάκισή του αλλά και σφετερίζεται τον τίτλο του μέλους του ΠΚΚ(μπ) του οποίου ποτέ δεν ήταν μέλος. Το 1936 δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα στο περιοδικό Οκτώβρης.

Τον Ιανουάριο του 1937 συλλαμβάνεται ξανά για αντεπαναστατική τροτσκιστική δραστηριότητα και τον Απρίλιο καταδικάζεται σε φυλάκιση 5 ετών σε στρατόπεδο εργασίας. Τον Μάιο του 1943 συλλαμβάνεται ξανά μετά από καταγγελίες συγκρατουμένων του για αντισοβιετική προπαγάνδα και φιλοναζιστικές θέσεις. Στη δίκη που ακολούθησε καταδικάστηκε σε 10 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας. Το φθινόπωρο του 1945 αποπειράθηκε να δραπετεύσει και σαν αποτέλεσμα στάλθηκε για δουλειά στο ορυχείο της Τζελγκάλα. Την άνοιξη του 1946 αρρωσταίνει από δυσεντερία και μετά την ανάρρωσή του στάλθηκε να σπουδάσει νοσηλευτική στο στρατόπεδο του νοσοκομείου. Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής του στάλθηκε να εργαστεί ως βοηθός στο χειρουργικό τμήμα στο Κεντρικό Νοσοκομείο Κρατουμένων Αριστερή Όχθη. Το 1951, με την πρόωρη λήξη της ποινής του, παραμένει στην περιοχή σαν νοσηλευτής με στόχο να βγάλει λεφτά για να φύγει από την Κολίμα. Συνεχίζει να γράφει ποίηση και στέλνει όσα έχει γράψει στον Πάστερνακ με τον οποίο ξεκινά αλληλογραφία. Μέχρι το 1956 παραμένει στην περιοχή κάνοντας διάφορες δουλειές ενώ με την αποκατάστασή του τον Ιούλιο του 1956 επιστρέφει στη Μόσχα.

Το 1957 εργάζεται σαν ανταποκριτής για το περιοδικό Μόσχα ενώ εκδίδονται τα πρώτα του ποιήματα σε περιοδικά. Το 1961 δημοσιεύεται  το πρώτο βιβλίο του ποιημάτων. Το 1972 εκδίδεται στη Δύση, το βιβλίο του  ‘’Ιστορίες από την Κολύμα”.  Το 1972 γίνεται δεκτός στην Ένωση Συγγραφέων της ΕΣΣΔ. Το 1982 πεθαίνει στη Μόσχα από πνευμονία.

Η τελευταία μάχη του ταγματάρχη Πούγκατσεφ.

Η ιστορία αφηγείται την απόπειρα δραπέτευσης από το στρατόπεδο Κολίμα και τον ηρωικό θάνατο δώδεκα πρώην αξιωματικών και στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού που, αν και αθώοι, καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές από τα όργανα ασφαλείας της ΕΣΣΔ μετά την επιστροφή τους από τα ναζιστικά στρατόπεδα. Στο διήγημα μαθαίνουμε ότι ο θάνατος χιλιάδων σοβιετικών από την πείνα και τις κακουχίες στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν έργο της σοβιετικής κυβέρνησης επειδή δήθεν δεν έστελνε δέματα με τρόφιμα στους ναζί για τους αιχμαλώτους. Μαθαίνουμε επίσης ότι οι Βλασοφικοί είχαν δίκιο όταν έλεγαν ότι το σοβιετικό κράτος δεν είχε καμία εμπιστοσύνη τους στρατιώτες που επέστρεφαν από την αιχμαλωσία. Μάλιστα ο ίδιος ο ταγματάρχης Πούγκατσεφ με την επιστροφή του από την αιχμαλωσία καταδικάστηκε, εννοείται άδικα, σε 25 χρόνια κάθειρξη με την κατηγορία της κατασκοπείας. Οι δραπέτες καταδιώχτηκαν από τις δυνάμεις του στρατοπέδου και εξοντώθηκαν όλοι, με εξαίρεση τον Σολντάτοφ που συνελήφθη τραυματίας, δικάστηκε και εντέλει εκτελέστηκε, και τον ταγματάρχη που αυτοκτόνησε.

Το παραπάνω διήγημα αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο ιστορικός και εθνογράφος του Μαγκανταν Α. Μπιριούκοφ[4]:

’’Τη νύχτα της 26ης Ιουλίου 1948, μια ομάδα καταδίκων: Ι.Ν Τοβγκονοφ, Β.Μ Κουντένκο, Φ.Σ Πουτζ, Ι.Φ Γκοι Ντ.Β Ντεμιανιουκ, Ντ.Α Κλιουκ, Αλεξαντερ Σολντατοφ κλπ, πραγματοποίησε ομαδική επίθεση εναντίον των ένοπλων φρουρών του στρατοπέδου. Αρ.3 σκοτώνοντας τον φύλακα Βασίλιεφ, τον διμοιρίτη Ρόγκοφ, τον αξιωματικό Περουγκούντοφ, έδεσαν τη σύζυγο του Περουγκούντοφ, Σιρότκινα, και τον οδηγό σκύλων Γκρίζουνκιν, κλέβοντας 7 πολυβόλα, 1 οπλοπολυβόλο, τουφέκια, περίστροφα, πάνω από 1.000 φυσίγγια και εξαφανίστηκαν’’.

Αντίθετα όμως με αυτά που γράφει ο Σαλάμοφ, οι δραπέτες δεν ήταν αθώοι καταδικασμένοι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, ήρωες της πρώτης γραμμής, αλλά συμμορίτες στο στρατό του Μπαντέρα και αστυνομικοί στην υπηρεσία των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής:

‘‘Οκτώ στους δώδεκα δεν είχαν υπηρετήσει ποτέ στον Κόκκινο Στρατό. Τρεις πολέμησαν για μικρό χρονικό διάστημα. Δύο μόνο ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Και μόνο ο Σολντάτοφ ήταν στρατιωτικός καριέρας. Σύμφωνα με την δικαστική ετυμηγορία: ένας ήταν δολοφόνος, δύο υπάλληλοι της γερμανικής αστυνομίας, εννέα – μέλη ουκρανικών εθνικιστικών σχηματισμών’’

Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης σκοτώθηκαν 9 δραπέτες ενώ τρεις, οι Σολντάτοφ Γκοι και Ντεμιανιουκ, πιάστηκαν ζωντανοί. Ο Σαλάμοφ γράφει ότι ο Σολντάτοφ νοσηλεύτηκε για μεγάλο διάστημα, μόνο και μόνο για να εκτελεστεί στο τέλος. Στην  πραγματικότητα – και ο Σαλάμοφ το γνώριζε καλά – με το διάταγμα του Προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ της 26ης Μαΐου 1947, η θανατική ποινή είχε καταργηθεί. Παρά τη δολοφονία τριών φρουρών κατά τη διάρκεια της απόδρασης και τριών ακόμη μαχητών στη διάρκεια της καταδίωξης, οι συλληφθέντες φυγάδες καταδικάστηκαν την 1η Νοεμβρίου 1948 σε 25 χρόνια φυλάκισης. Πέρασαν πολύ λιγότερο χρόνο από την αρχική ποινή τους στη φυλακή. Ο Νικολάι Σολντάτοφ ήταν ο πρώτος που απελευθερώθηκε στις 29 Μαΐου 1957, ο Ιβάν Γκόι  απελευθερώθηκε τον Ιούνιο του 1963, και ο Ντμίτρι Ντεμιανιουκ τον Οκτώβριο του 1964.

Αν κάτι θα έπρεπε προκαλεί εντύπωση σε αυτή την ιστορία είναι η υπερβολική επιείκεια της σοβιετικής δικαιοσύνης.

Η τύχη των Σοβιετικών αιχμαλώτων  πολέμου.

Πέρα από την παραποίηση των πραγματικών γεγονότων, το διήγημα του Σαλάμοφ αναπαράγει δυο πολύ δημοφιλείς αντισοβιετικούς μύθους. Ο πρώτος ότι η ΕΣΣΔ ήταν εξίσου υπεύθυνη με τους ναζί για τον θάνατο εκατομμυρίων σοβιετικών στην αιχμαλωσία και ο δεύτερος ότι η πλειοψηφία αυτών που γύρισαν από την αιχμαλωσία κατέληξαν στα γκουλαγκ[5]. Η σκοπιμότητα των δύο συκοφαντιών είναι οφθαλμοφανής και στοχεύει να λερώσει τον ηρωικό αγώνα της ΕΣΣΔ ενάντια στον φασισμό αλλά και να εξισώσει τον φασισμό με τον κομμουνισμό, προσθέτοντας φανταστικά θύματα στον υποτιθέμενο αριθμό θυμάτων του κομμουνισμού.

Το βασικό επιχείρημα είναι ότι η ΕΣΣΔ δεν είχε υπογράψει τη Συνθήκη της Γενεύης. Βέβαια η ίδια η συνθήκη προβλέπει ότι σε περίπτωση πολέμου, ακόμη κι αν ένα μέρος δεν έχει υπογράψει τη συνθήκη, τα υπόλοιπα μέρη είναι υποχρεωμένα να σεβαστούν τους όρους της. Η ίδια η ΕΣΣΔ δεν είχε υπογράψει τη συνθήκη γιατί διαφωνούσε με ορισμένους από τους όρους της κι έτσι το 1931 έθεσε σε ισχύ το δικό της κανονισμό για τους αιχμαλώτους πολέμου, ο οποίος σε αντίθεση με τη συνθήκη της Γενεύης δεν προέβλεπε ειδικό καθεστώς για τους βαθμοφόρους, ενώ για τους εργάτες αιχμάλωτους προέβλεπε ίδιο καθεστώς με τους ξένους υπηκόους της ΕΣΣΔ.

Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, ο Ερυθρός Σταυρός προσεφέρθη να μεσολαβήσει μεταξύ των δύο εμπόλεμων μερών. Η ΕΣΣΔ αρχικά δέχτηκε τη μεσολάβηση αυτή παραδίδοντας τον Αύγουστο του 1941 μια λίστα με τους Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου χωρίς ανταπόκριση από την πλευρά της Γερμανίας. Στη συνέχεια ο Ερυθρός Σταυρός δείχνει τη μεροληψία του επιλέγοντας να μην αντιδράσει στη διαμαρτυρία της ΕΣΣΔ για τους βομβαρδισμούς νοσοκομείων από τη γερμανική πλευρά, ενώ αντίθετα κατηγορεί την ΕΣΣΔ γιατί δεν δέχεται την εγκατάσταση πλωτών νοσοκομείων από τους Γερμανούς στη Βαλτική και στον Αρκτικό Ωκεανό. Μετά από αυτά, η ΕΣΣΔ απορρίπτει τον Ερυθρό Σταυρό σαν διαμεσολαβητή και προκρίνει την απευθείας συνεννόηση με τους εχθρούς της. Η Γερμανία δεν ανταποκρίνεται σε αντίθεση με άλλες εμπόλεμες χώρες όπως η Ουγγαρία και η Ρουμανία.

In this photo from 1941, Soviet prisoners dig their own graves as German soldiers look on impassively

 

Naked Soviet prisoners of war in Mauthausen concentration camp

Η ιστορική πραγματικότητα είναι ότι οι ναζί θεωρούσαν τους σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου μια κατώτερη ράτσα ανθρώπων στην οποία δεν άξιζε καμία φροντίδα, ενώ θεωρούσαν όλο τον πληθυσμό των κατεχόμενων περιοχών εμπόδιο στην αποικιοποίησή τους. Επίσης αντιμετώπιζαν τον μπολσεβικισμό σαν τον χειρότερο εχθρό τους. Η εξόντωση των σοβιετικών στρατιωτών και πολιτών που έπεφταν στα χέρια τους ήταν συνειδητή επιλογή και όχι ατύχημα. Χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για να εξοντώσουν τους αιχμάλωτους που έπεσαν στα χέρια τους, είτε αυτό ήταν η πείνα, το κρύο, και οι ασθένειες, είτε οι εκτελέσεις. Η αστική ιστοριογραφία συνήθως παραλείπει να αναφέρει ότι πάνω από 3.5 εκ. αιχμάλωτοι σοβιετικοί έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους. Περίπου 1 εκ. εκτελέστηκε και ο υπόλοιποι βρήκαν τραγικό θάνατο εξαιτίας των απάνθρωπων συνθηκών κράτησης τους[6]. Έτσι στα 3 περίπου χρόνια που διήρκεσε η αιχμαλωσία των περισσότερων σοβιετικών πάνω από 6 στους 10 αιχμαλώτους βρήκαν το θάνατο ενώ αντίθετα την ίδια τύχη είχε μόλις 1,5 στους 10 Γερμανούς που βρέθηκαν στα χέρια των Σοβιετικών και μάλιστα για τριπλάσιο χρονικό διάστημα.

Ο επαναπατρισμός των αιχμαλώτων πολέμου.

Η δεύτερη συκοφαντία ξεκινά με το ότι όλοι όσοι έπεσαν στα χέρια των εισβολέων θεωρήθηκαν προδότες και γι’ αυτό με την επιστροφή τους οδηγήθηκαν όλοι στα γκουλάγκ. Δυστυχώς το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων υποχρέωσε σε μια αναθεώρηση του όλοι στα γκουλάγκ αλλά ο μύθος επιμένει.

Ο ποινικός κώδικας της ΕΣΣΔ (1927 – άρθρο 193 Στρατιωτικά Εγκλήματα) αναφέρει: ‘’Παράδοση. Κάθε στρατιώτης υποχρεούται να εκπληρώσει το στρατιωτικό του καθήκον σύμφωνα με την επίσημη υπόσχεση που έχει δώσει (να μη λυπηθεί τη δύναμη ή τη ζωή του). Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η κατάσταση στο πεδίο της μάχης μπορεί να εξελιχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε η αντίσταση να είναι ουσιαστικά αδύνατη και η καταστροφή των στρατιωτών να μην εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η παράδοση είναι μια πράξη που επιτρέπεται και δεν μπορεί να διωχθεί.’’ Συνεπώς η παράδοση κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν θεωρούταν προδοσία στην ΕΣΣΔ.

Στο τέλος του 1941 με την διαταγή 0521 του Λαϊκού Επιτρόπου Άμυνας  δημιουργήθηκαν στρατόπεδα υποδοχής για τον έλεγχο αυτών που απελευθερώθηκαν από την αιχμαλωσία. Εκεί, αποστέλλονταν για επαλήθευση:
– αιχμάλωτοι πολέμου.
– αστυνομικοί, πρεσβύτεροι των χωριών και άλλοι πολίτες που είναι ύποπτοι για προδοτικές δραστηριότητες
– άμαχοι σε ηλικία στρατολόγησης που ζούσαν στην επικράτεια του εχθρού.

Με βάση τη στατιστική ανάλυση από τα σχετικά αρχεία της ΕΣΣΔ, πριν από τη λήξη του πολέμου 345.592 στρατιώτες και αξιωματικοί πέρασαν από τον παραπάνω έλεγχο. Από αυτούς μόλις το 3.81% κατέληξε στην φυλακή ενώ η συντριπτική πλειοψηφία (84%) επανακατατάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό[7].

Τα τελικά στοιχεία από τον έλεγχο που έγινε στους Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου και πολίτες που ελευθερώθηκαν μετά το τέλος του πολέμου συνοψίζονται ως εξής:

Ως την 1η Μαρτίου 1946, 4.199.488 Σοβιετικοί πολίτες (2.660.013 ιδιώτες και 1.537.475 αιχμάλωτοι πολέμου) επαναπατρίστηκαν στην ΕΣΣΔ. Από αυτούς 1.846.802 προήλθαν από τη ζώνη επιχειρήσεων του Κόκκινου στρατού στο εξωτερικό ενώ 2.352.686 έγινα δεκτοί από τους Άγγλο-Αμερικάνους και ήρθαν από άλλες χώρες. Η τύχη τους συνοψίζεται στον παρακάτω πίνακα[8].

Έτσι, από τους αιχμαλώτους πολέμου που απελευθερώθηκαν μετά το τέλος του πολέμου, μόνο το 14,69% που υπηρέτησαν στον Κόκκινο στρατό και το 1.76% των πολιτών βρέθηκε υπόλογο και δέχτηκε κάποιου είδους ποινή. Κατά κανόνα, ήταν όσοι υπηρέτησαν στο δοσιλογικό στρατό του Βλασόφ και σε άλλους σχηματισμούς των ναζί εισβολέων. Σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν οι επικεφαλής των οργάνων ελέγχου αυτοί που τέθηκαν υπό κράτηση και παραπέμφθηκαν σε δίκη ήταν:

– οι επικεφαλής της αστυνομίας στις κατεχόμενες περιοχές, οι υπηρετούντες στους διάφορους στρατιωτικούς σχηματισμούς των συνεργατών των ναζί όπως οι: “λαϊκή φρουρά”, “πολιτοφυλακή”, “ρωσικός απελευθερωτικός στρατός”, εθνικές λεγεώνες κλπ.

– αξιωματικοί της αστυνομίας αλλά και απλοί αστυνομικοί που συμμετείχαν σε αποστολές αντιποίνων ή ασκούσαν με ζήλο τα καθήκοντά τους.

– στρατιώτες και αξιωματικοί του Κόκκινου Στρατού που αυτομόλησαν.

– δήμαρχοι, σημαντικοί αξιωματούχοι των κατακτητών, υπάλληλοι της Γκεστάπο και άλλων  γερμανικών υπηρεσιών καταστολής και πληροφοριών.

– πρεσβύτεροι των χωριών που συνεργάστηκαν με τους εισβολείς.

Ποια ήταν η  μοίρα αυτών των «μαχητών της ελευθερίας» που έπεσαν στα χέρια του Επιτροπάτου  Εσωτερικών υποθέσεων (NKVD); Αν και για τους περισσότερους από αυτούς ανακοινώθηκε ότι άξιζαν την πιο αυστηρή τιμωρία, η σοβιετική κυβέρνηση έδειξε επιείκεια, εξαιρώντας τους από την ποινική ευθύνη για προδοσία, και περιορίστηκε να τους στείλει σε ειδικούς καταυλισμούς, συνήθως για μία περίοδο 6 ετών.

Ας επιστρέψουμε όμως στο διήγημα του Σαλάμοφ. Όπως είδαμε η μεγάλη πλειοψηφία των σοβιετικών στρατιωτών που επέτρεψαν από την αιχμαλωσία, πέρασε με επιτυχία τον έλεγχο. Αλλά ακόμη και από αυτούς που συνελήφθησαν από το Επιτροπάτο Εσωτερικών Υποθέσεων οι περισσότεροι τιμωρήθηκαν με εξορία. Για να καταλήξει κάποιος στην Κολίμα, έπρεπε τα εγκλήματα που είχε διαπράξει υπηρετώντας τους ναζί να ήταν πολύ σοβαρά. Οι ήρωες του Σαλάμοφ αλλά και των κάθε λογής αντικομουνιστών θαυμαστών του ήταν ακριβώς τέτοιοι.

Άναυδος

Παραπομπές-Σημειώσεις

[1] Βαρλάμ Σαλάμοφ, Ιστορίες από την Κολιμά (μτφ. Αλεξάνδρα Μπακοπούλου, Ινδικτος, 2011)

[2] https://www.avgi.gr/arheio/17343_gia-ta-moystakia-toy-stalin

[3] Όλες οι βιογραφικές πληροφορίες από το παρακάτω  site: https://shalamov.ru/en/biography/

[4] Бирюков А. М.  Колымские истории: очерки. Новосибирск, 2004.

[5] https://www.liberal.gr/apopsi/i-tuchi-ton-sobietikon-aichmaloton-polemou/320975, Η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού Βιβλιοπωλείο της Εστίας  σελ 247

[6] Peter Calvocoressi , Guy Wint Total War: The Story of World War II Pantheon Books 1989,

German Army and Genocide: Crimes Against War Prisoners, Jews, and Other Civilians in the East, 1939-1944 (Englisch) Taschenbuch – Illustriert, 1. Dezember 1999 von Hamburg Institute for Social Research

[7] Игорь Пыхалов Великая оболганная войнаΙγκο,  Эксмо Пресс, 2005 chap.11

[8] Игорь Пыхалов Великая оболганная войнаΙγκο, Эксмо‑Пресс, 2005 chap.11

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: