«Θα περπατήσετε σήμερα, ώστε αύριο τα εγγόνια σας να πάρουν το λεωφορείο χωρίς να ταπεινώνονται»

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή η Ρόζα Παρκς, η ακτιβίστρια που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών και την οριστική κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων.

Σαν σήμερα, στις 24 του Οκτώβρη 2005, έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, στα 92 της χρόνια, η Ρόζα Παρκς, η ακτιβίστρια που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών και την οριστική κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων.

Το Δεκέμβρη του 1955, στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, η 42χρονη τότε μοδίστρα επέστρεφε από τη δουλειά της με το λεωφορείο. Ο νόμος της Πολιτείας του Νότου όριζε μια σειρά περιορισμούς για τους Αφροαμερικανούς επιβάτες, που όφειλαν να μπαίνουν από διαφορετική πόρτα και να στέκονται στο πίσω μέρος του λεωφορείου. Στο παρελθόν, η Ρόζα Παρκς είχε αναγκαστεί να κατέβει από ένα λεωφορείο και περπατήσει μες στη βροχή, γιατί παράκουσε τους κανόνες. Δώδεκα χρόνια μετά, πετυχαίνει τον ίδιο οδηγό, τον Τζέιμς Μπλέικ, αλλά δεν είναι διατεθειμένη να κάνει πίσω. “Δεν ήμουν σωματικά κουρασμένη, είχα κουραστεί να υποχωρώ”, θα γράψει αργότερα στην αυτοβιογραφία της.

Όταν ο οδηγός διέταξε τους Αφροαμερικανούς που κάθονταν στη μέση του λεωφορείου να παραχωρήσουν τη θέση τους σε άλλους λευκούς επιβάτες και να πάνε στο πίσω μέρος του λεωφορείου, η Ρόζα Παρκς αρνήθηκε να σηκωθεί από τη θέση της κι απλώς παραμέρισε προς το παράθυρο, αφήνοντας κενή τη διπλανή θέση. Εξοργισμένος ο οδηγός την απείλησε, κι όταν είδε πως δεν υποχωρεί στις φοβέρες του, ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές να την συλλάβουν. Η Ρόζα οδηγήθηκε στο κρατητήριο -από το οποίο απελευθερώθηκε με εγγύηση- και λίγες μέρες μετά καταδικάστηκε με πρόστιμο για την ανυπακοή της.

Η αντίδραση της αφροαμερικανικής κοινότητας -που αποτελούσε τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλης- ήταν άμεση και συλλογική: να μποϊκοτάρουν μαζικά τις συγκοινωνίες μέχρι να αποκατασταθεί η αδικία. Το σύνθημα της κινητοποίησης ήταν: «Θα περπατήσετε σήμερα, ώστε αύριο τα εγγόνια σας  να πάρουν το λεωφορείο χωρίς να ταπεινώνονται.»

Η κινητοποίηση αυτή κράτησε 381 μέρες και μεταξύ άλλων συνδέθηκε με το όνομα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ενός νεαρού πάστορα της πόλης, που μπήκε δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο και είχε πρωταγωνιστικό ρόλο τα επόμενα χρόνια, μέχρι τη δολοφονία του το 1968. Στη διάρκεια του μποϊκοτάζ είχε έρθει η πρώτη προειδοποιητική βολή, όταν “άγνωστοι” έριξαν βόμβα στο σπίτι του, χωρίς να πάθουν τίποτα τα μέλη της οικογένειάς του που βρίσκονταν μέσα, εκείνη την ώρα.

Μετά από ένα χρόνο που κράτησε το μποϊκοτάζ, γονατίζοντας οικονομικά το μεταφορικό οργανισμό της πόλης, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε ως αντισυνταγματικούς τους νόμους περί φυλετικών διακρίσεων. Την αμέσως επόμενη ημέρα, η Ρόζα Παρκς επιβιβάστηκε σ’ ένα λεωφορείο μαζί με το Μ. Λ. Κινγκ και το δικηγόρο της και κάθισε στην πρώτη θέση, δίπλα στον οδηγό.

Αυτή ήταν μια μικρή αλλά σημαντική νίκη, σε έναν αγώνα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και δεν έχει δικαιωθεί πλήρως. Τα επόμενα χρόνια η Ρ. Παρκς δούλεψε στο γραφείο ενός Γερουσιαστή και το 96′ τιμήθηκε με το προεδρικό μετάλλιο της ελευθερίας για την αντιρατσιστική δράση της. Όταν πέθανε, η σορός της εκτέθηκε στο Καπιτώλιο, σε λαϊκό προσκύνημα -ήταν η πρώτη γυναίκα που έτυχε αυτής της τιμής, έστω και μετά θάνατον.

Τρία χρόνια μετά, ο Ομπάμα έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός πρόεδρος και κατά τη διάρκεια της θητείας του φωτογραφήθηκε στο ίδιο ιστορικό λεωφορείο και την ίδια θέση όπου είχε καθίσει η Ρόζα Παρκς. Την ίδια στιγμή, η θέση των περισσότερων Αφροαμερικανών παραμένει δραματική. Συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν διακρίσεις, το ρατσισμό της Κου Κλουξ Κλαν – που έχει φτάσει ως το Λευκό Οικό – τα δολοφονικά χτυπήματα των αστυνομικών αρχών, τη βαρβαρότητα του συστήματος. Είναι καταδικασμένοι να μένουν κλεισμένοι σε γκέτο, πάντα στο πίσω μέρος του λεωφορείου της ζωής – με λίγες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα – και να μην μπλέκουν στα πόδια των λευκών – ή μάλλον, των πλουσίων.

Αγωνίζονται, κερδίζουν μικρές ανάσες αξιοπρέπειας, αλλά θα ηχεί στα αυτιά τους η κραυγή αγωνίας “I can’t breathe” («Δεν μπορώ να αναπνεύσω») του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ λίγο πριν ξεψυχήσει, στις 25 του Μάη 2020, κάτω από το γόνατο του δολοφόνου αστυνομικού Ντέρεκ Σόβιν που τον πατούσε στο λαιμό επί 8 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα. Τα τελευταία λόγια του Τζόρτζ Φλόιντ έγιναν το σύνθημα χιλιάδων πορειών διαμαρτυρίας σε ολόκληρο τον κόσμο, ενάντια στην αστυνομική βία και τον συστημικό ρατσισμό.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: