«Τέτοιο πράγμα δεν ματαγνώρισε η Ιστορία…»: Νιάλα – Το τραγικό τέλος

Σαστισμένοι οι φαντάροι κοιτάνε τους μαχητές του ΔΣΕ να κατεβάζουν τους γυλιούς τους και ν’ αποθέτουν τα όπλα τους, σα να ‘ναι παλιοί γνώριμοι ή νοικοκύρηδες στις σκηνές. Παίρνουν κι αυτοί θάρρος. Ξεκουμπώνονται.
-Είμαστε αδέρφια, λένε, μη μας πειράζετε, ούτε μεις θα σας πειράξουμε.
-Αδέρφια, αδέρφια απαντούνε κι οι δικοί μας.

Στις 12 του Απρίλη 1947 το τάγμα του Σοφιανού (Γιώργου Ηλιάδη), μαζί με εκατοντάδες καταδιωκόμενους – μέλη των πολιτικών οργανώσεων της Καρδίτσας και των οικογενειών τους (συνολικά 1.200 άτομα, στην πλειοψηφία τους άοπλοι), επιχείρησαν να διασπάσουν τον κλοιό του κυβερνητικού στρατού, διασχίζοντας τα βουνά της Νιάλας και των Αγράφων, υπό εξαιρετικά αντίξοες καιρικές συνθήκες, γράφοντας μια από τις πλέον ηρωικές στιγμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Στη Νιάλα των Αγράφων και μέσα σε σφοδρή χιονοθύελλα, θα χάσουν τη ζωή τους πολλοί μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού και άμαχοι πολίτες, ενώ δέκα που πιάστηκαν από τις κυβερνητικές δυνάμεις (ανάμεσά τους η μαχήτρια του ΔΣΕ, δασκάλα Βαγγελίτσα Κουσιάντζα), οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα στις 9 του Μάη.

Η αφήγηση του αγωνιστή Μενελάου Μούστου που ακολουθεί, έχει καταγραφεί στο βιβλίο του Τάκη Ψημμένου «Αντάρτες στ’ Άγραφα» και περιέχεται και στο βιβλίο του Χρήστου Βραχνιάρη «Πορεία μέσα στη νύχτα» (εκδ. Αλφειός), από όπου την αντιγράψαμε. Αποτελεί το δεύτερο μέρος μικρού αφιερώματός μας με αφορμή την επέτειο. Το πρώτο δημοσιεύτηκε χτες και μπορείτε να το δείτε εδώ.

«…Το τάγμα παρατάσσεται για προσκλητήριο κι από γύρω οι πολίτες το καμαρώνουν. Μα τι γίνεται; Στη θέση του 3ου Λόχου δεν παρουσιάζεται κανένας. Ο 3ος Λόχος λείπει ολόκληρος. Μια τρομερή σιωπή απλώθηκε. Πάψανε και τα γέλια κι οι φωνές και τα λιανοτράγουδα. Ανησυχία μας έπιασε όλους. Τι έγινε ο 3ος Λόχος; Χάθηκε;

-Τσιρώνης! φωνάζει δυνατά ο ταγματάρχης.

-!!!

-Κουσιάντζα!

– !!!…

-Χαλκιάς!

-!!!…

Απόντες, κι αυτοί λείπουν…

-Τους είδα πριν να διαβούμε τον αυχένα, σύντροφε διοικητή, λέει κάποιος μαχητής. Και τον Τσιρώνη, και την Κουσιάντζα, και τους άλλους. Καταπόδι μου έρχονταν δυο – τρεις σύντροφοι κι ύστερα άρχιζε ο λόχος του Ερμή.

-Τον Ερμή τον είδες;

-Ήταν επικεφαλής του λόχου του.

-Και ποιοι βάδιζαν πίσω από σένα;

-Ο Γρίβας, ο Κατσώνης και παραπίσω ο Σιακάρας.

-Είναι δω αυτοί;

Δυο μαχητές πετάχτηκαν απ’ την παράταξη.

-Εδώ είμαστε, σ. διοικητή. Ο Γρίβας κι ο Κατσώνης.

-Ο Σιακάρας;

-Πάγωσε την ώρα που περνούσαμε τον αυχένα.

Ο ταγματάρχης κούνησε απελπισμένα το κεφάλι. Στο μυαλό του σχηματίστηκε η εικόνα του τι είχε συμβεί.

Ξαφνικά, απ’ την κορφή της Νιάλας, έφτασε ο ήχος ντουφεκιών. Τι είχε συμβεί;

Ο λόχος του Ερμή βάδιζε στην οπισθοφυλακή της φάλαγγας. Στον αυχένα, σκούντησε πάνω σ’ έναν παγωμένο. Η φάλαγγα είχε κοπεί. Δρασκέλισε ο Ερμής πάνω απ’ το ξεπαγιασμένο πτώμα του συντρόφου και πέρασε στην άλλη πλαγιά, περιμένοντας το λόχο. Ο ένας ύστερα απ’ τον άλλο πέρασαν όλοι οι άντρες του και τα 13 στελέχη της Καρδίτσας που είχε μαζί του. Ο Τσιρώνης, η Κουσιάντζα, ο Γαλανίτσας και οι άλλοι. Όμως κατά πού να πάει. Η φάλαγγα ούτε φαίνεται, ούτε ακούγεται μέσα σ’ εκείνο το κακό. Πήρε το μονοπάτι που διακρινόταν μόλις λίγο και προχώρησε. Πατήματα πουθενά. «Σίγουρα χάσαμε το δρόμο», σκέφτηκε. Και τώρα; Προχώρησαν ακόμα μερικά μέτρα, και, ξαφνικά, αντίκρισαν αντίσκηνα. Εχθρικά αντίσκηνα. Σκορπάνε μέσα σ ’ αυτά. Τι να δουν; Φαντάροι κουκουλωμένοι με κουβέρτες και χλαίνες, είχαν μόνο τα μάτια ξεσκέπαστα και καρτερούσαν μοιρολατρικά το θάνατο. Ξυλιασμένοι κι εκείνοι, πουντιασμένοι κι οι δικοί μας. Ούτε μιλούνε, ούτε τους πυροβολούνε. Ούτε κι οι δικοί μας ανοίγουν τα όπλα τους. Τα όπλα συμφώνησαν αυτήν την ώρα, κάτω απ ’ τη βία της φύσης, να μη μιλήσουν για το θάνατο. Πάγωσαν. Δεν λειτουργεί κανένα.

Βουβή ανακωχή!

Σαστισμένοι οι φαντάροι κοιτάνε τους μαχητές του ΔΣΕ να κατεβάζουν τους γυλιούς τους και ν’ αποθέτουν τα όπλα τους, σα να ‘ναι παλιοί γνώριμοι ή νοικοκύρηδες στις σκηνές. Παίρνουν κι αυτοί θάρρος. Ξεκουμπώνονται.

-Είμαστε αδέρφια, λένε, μη μας πειράζετε, ούτε μεις θα σας πειράξουμε.

-Αδέρφια, αδέρφια απαντούνε κι οι δικοί μας.

-Καθήστε απόψε, να περάσει αυτό το κακό και το πρωί, σαν καλοσυνέψει ο θεός, φύγετε. Κάθησαν, αγκαλιάστηκαν σαν πραγματικά αδέρφια που είχαν χρόνια ν’ ανταμωθούνε.

Τέτοιο πράγμα δεν ματαγνώρισε η ιστορία.

-Αδέρφια, πεινάτε να σας δώσουμε ψωμί και κονσέρβες;

-Όχι, σας ευχαριστούμε παιδιά, δεν πεινούμε. Είμαστε χορτάτοι. Κι ας τους θέριζε τα σωθικά η πείνα. Δεν καταδέχτηκαν να πάρουν το ψωμί των φαντάρων.

-Όχι, όχι. Μια που είστε φιλοξενούμενοι μας θα πάρετε, έστω λίγη σταφίδα και λίγη σοκολάτα και θα πιείτε λίγο κονιάκ.

-Αμερικάνικες; είπε φουρκισμένος ένας μαχητής, με μια κοψιά διακριτική στο πρόσωπο.

-Όχι αδερφέ! Δικές μας!

Ένας ξερακιανός στρατιώτης, με αδύνατα κοκαλιάρικα δάχτυλα, μοίραζε σταφίδες και σοκολάτα κι ένας άλλος μ’ ένα παγούρι κερνούσε κονιάκ.

Σε μια άκρη του αντίσκηνου, καθόταν πιασμένοι σφιχτά απ’ τα χέρια ένας φαντάρος κι ένας μαχητής του στρατού μας. Ξαδέρφια, απ’ το ίδιο χωριό, αντάμωσαν σε τούτο τον κολασμένο βράχο για να πουν τους καημούς τους.

-Έχεις καιρό να πας στο χωριό;

-Κάπου ένα μήνα. Είχα πάει με διήμερη άδεια.

-Η μάνα μου τι κάνει;

-Φυλακή είναι.

-Ζει;

-Καλά είναι.

-Κι ο πατέρας;

-Τον έστειλαν στο Μακρονήσι οι μαύροι απ’ το χωριό. Ο Γαλάνης τον έφαγε.

-Δεν πήραν κανένα γράμμα;

-Ούτε είδησή του.

Σιωπούν.

Ένας δικός μας σήκωσε το παγούρι.

-Στην υγεία μας συνάδερφοι. Στην υγεία του Δημοκρατικού Στρατού και των δημοκρατικών φαντάρων, είπε. Ας διαρκέσει για πάντα η αποψινή μας συναδέρφωση. Να πεθάνουν όλοι οι φασίστες, που σας βάζουν να σκοτώνεστε μαζί μας.

-Δεν μας βάζει κανένας, σηκώθηκε ν’ απαντήσει πειραγμένος ένας φαντάρος. Υπηρετούμε την πατρίδα μας. Αυτήν υπερασπίζουμε.

-Από ποιον;

Ο άλλος δεν απάντησε. Έσκυψε το κεφάλι.

-Έ! συνάδερφε, συνέχισε ο μαχητής μας, χτυπώντας τον στην πλάτη.

Ποιος είναι η πατρίδα; Να εμείς, ο λαός της. Κι όταν εσύ σηκώνεις το χέρι και χτυπάς το λαό και ρημάζεις την πατρίδα ποιον υπερασπίζεσαι;

-Χτυπάω το λαό; Τι λες; Από πού το συμπεραίνεις αυτό; έκανε ο φαντάρος πειραγμένος.

-Με πολεμάς εμένα και με σκοτώνεις; Ναι ή όχι; Απάντα μου κοφτά.

-Ναι.

-Τι είμαι εγώ; Λαός δεν είμαι; Ή μήπως λαός είναι η συνοικία του Κολωνακιού; Να, κοίτα τα χέρια μου. Ροζιασμένα απ’ το τσαπί, το σφυρί και τ’ αλέτρι. Κοίτα και τα δικά σου. Τα ίδια είναι. Ποιον χτυπάς, λοιπόν;

Ο φαντάρος έξυσε το κούτελό του με αμηχανία.

-Ώστε, λοιπόν, συνέχισε, δεν υπηρετάς την πατρίδα, αλλά είσαι ενάντια στην πατρίδα και το λαό της.

-Πέστε μας κι άλλα, πέστε μας, αδέρφια, είπε ένας γεροδεμένος άντρας.

Ήθελαν πολλά να τους πουν. Όμως έπαιρνε να ξημερώσει. Ως πότε θα κρατούσε αυτή η βουβή ανακωχή;

Σ’ ένα εχθρικό αντίσκηνο, βρίσκονται ξαπλωμένοι έντεκα άνθρωποι. Ξεπαγιασμένοι, δεν νιώθουν, ούτε καταλαβαίνουν τίποτα. Δεν ακούνε τις φωνές των ανταρτών και του Ερμή.

– Όλοι οι αντάρτες να βγούνε έξω από τ’ αντίσκηνα! Φεύγουμε για τον προορισμό μας.

Και πού βρέθηκε να περάσουν κι οι έντεκα στο ξεκομμένο απ’ τ’ άλλα αντίσκηνα και να μην τους δει κανείς; Είχε βγει ο ήλιος όταν άρχισαν να συνέρχονται. Και συνήρθαν απ’ τις κλωτσιές και τις βρισιές των φαντάρων που ήρθαν να πάρουν τους δικούς τους τους κρυοπαγημένους την άλλη μέρα το πρωί. Η ανακωχή είχε λήξει.

Οι αγωνιστές συνήρθαν. Ξύπνησαν απ’ το λήθαργο που τους είχε ρίξει η παγωνιά και το κρύο και στυλώθηκαν αντίκρυ στους δημίους τους.

Τους έδεσαν και τους έσυραν μισολιπόθυμους, απ’ τα βασανιστήρια αυτή τη φορά, στα κρατητήρια της Λαμίας. Για να γράψουν εκεί με το αίμα τους μια λαμπρή αγωνιστική σελίδα στην ιστορία του αδούλωτου λαού μας.

Μερόνυχτα μείνανε στα μπουντρούμια δεμένοι με τα σίδερα. Απ’ την ώρα της καταδίκης τους ως την ώρα που εκτελέστηκαν.

Στις 4 το πρωί 9 του Μάη 1947, τους βάλανε στ’ αυτοκίνητο για τον τόπο της εκτέλεσης. Απ’ το στόμα των παλικαριών ξεχύθηκε περήφανο ένα αυτοσχέδιο τραγούδι:

Είναι σκληρός ο θάνατος
γι’ αυτούς που μένουν πίσω.
Μα δω δεν είναι θάνατος,
θάνατος απ’ αρρώστια.

Είναι της δόξας τα παιδιά
δαφνοστεφανωμένα.

Θάνατο εμείς δε βρίσκουμε
και λησμονιά η γενιά μας…
Για μια ιδέα ευγενικιά
δίνουμε τη ζωή μας…

Στον τόπο της εκτέλεσης, η Βαγγελιώ Κουσιάντζα, η απλή δασκάλα του λαού, βροντοφώναξε στους τυράννους: «Λίγος ακόμα είναι ο καιρός σας στην εξουσία. Τέτοιο είναι το κράτος σας. Ικανό να εκτελεί γυναίκες και πατριώτες. Τη θέση που δίνετε σε μας σήμερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, πολύ σύντομα θα την πάρετε εσείς. Όχι οι παρασυρμένοι, μα οι πραγματικοί εγκληματίες. Ο λαός μας δε θα μας λησμονήσει. Ζήτω το ΚΚΕ!».

Και στήσανε όλοι χορό. Το χορό της λεβεντιάς και της αθανασίας: το χορό του Ζαλόγγου. Η δασκάλα η Βαγγελιώ πρώτη τραγούδησε το «Έχετε γειά βρυσούλες».

Μπροστά στο απίστευτο θέαμα, το εκτελεστικό απόσπασμα που ήταν από φαντάρους του 106 Τάγματος, δεν πυροβόλησε. Κι αναγκάστηκαν να κουβαλήσουν δήμιους – μαυροσκούφηδες και χωροφύλακες, για να εκτελέσουν τη δολοφονία. Τελευταία έπεσε η Βαγγελιώ Κουσιάντζα. Με τρυπημένο το κορμί, στεκόταν ορθή και ζητωκραύγαζε για το κόμμα. Την αποτελείωσαν με τη χαριστική βολή.

Λίγες μέρες αργότερα, δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες το παρακάτω γράμμα του ήρωα φοιτητή Βασίλη Τσιρώνη:

«ΛΑΜΙΑ (θάλαμος μελλοθανάτων): Στους φίλους της Καρδίτσας – Θεσσαλίας. Σας αφήνω γειά. Αυτός είναι ο δρόμος της τιμής και του καθήκοντος. Φεύγω περήφανος και ικανοποιημένος γιατί πιστεύω ότι θα συμπληρώσετε ό,τι εγώ αφήνω μισό. Ψηλά τη σημαία του ΚΚΕ!

Ζήτω η ανεξαρτησία!

Ζήτω η Δημοκρατία!

Σας φιλώ όλους, 9.5.47 Βασίλης Τσιρώνης…».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: