Τάκης Φίτσος: Ποιος φταίει;

Δεν ξέρω γιατί κάθε Πρωτοχρονιά ζωηρά, έντονα, έρχεται στη θύμησή μου η παρακάτω ιστορία. Θα σας τη διηγηθώ ήσυχα και απλά, όπως ήσυχα και απλά μου τη διηγήθηκε κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ εδώ και πολλά χρόνια, ένας παληός κατάδικος στις φυλακές της Άμφισσας.

Τάκης Φίτσος: Ποιος φταίει;

Ο κομμουνιστής δημοσιογράφος Τάκης Φίτσος, ηρωική μορφή του εργατικού – επαναστατικού κινήματος, διευθυντής του Ριζοσπάστη (1924), μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και Γραμματέας του ΕΑΜ στη Στερεά, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις φυλακές και τις εξορίες και εκτελέστηκε από το μοναρχοφασιστικό καθεστώς τον Απρίλη του 1949. Από τον Νέο Ριζοσπάστη που κυκλοφόρησε την Πρωτοχρονιά του 1934 μεταγράφουμε το παρακάτω κείμενό του.

Ποιος φταίει;

Δεν ξέρω γιατί κάθε Πρωτοχρονιά ζωηρά, έντονα, έρχεται στη θύμησή μου η παρακάτω ιστορία.

Θα σας τη διηγηθώ ήσυχα και απλά, όπως ήσυχα και απλά μου τη διηγήθηκε κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ εδώ και πολλά χρόνια, ένας παληός κατάδικος στις φυλακές της Άμφισσας.

Αυτός κατάγονταν απ’ τα μέρη της Λαμίας. Ήταν ένας εργάτης. Με τη δεύτερη γυναίκα – γιατί με την πρώτη χώρισε – είχαν καμωμένα ένα αγόρι κι’ ένα κορίτσι. Το δεύτερο πάνω στον τέταρτο χρόνο του αρρώστησε. Κι’ όπως όλα τα παιδιά της φτωχολογιάς, χωρίς γιατρό και φάρμακα, αφημένο στα νύχια ενός άγριου πυρετού σε λίγες μέρες μέσα πέθανε. Πέθανε το φτωχό μέσα σε άγρια παραμιλητά για μια κούκλα που τη ζητούσε να την έχει κοντά του κι’ όσες ώρες έπεφτε κάπως ο πυρετός κι’ ησύχαζε την έσφιγγε πάνω του με λαχτάρα με τα λειπόσαρκα χεράκια του μη του την πάρουν και τη φιλούσε.

– Δεν ήταν τίποτα, ένα τοσοδά πραματάκι, ένα μάζεμα από πανιά και καουτσούκ, με δυο ξεβαμένα απ’ το συχνό φίλημα γαλάζια μάτια, μιας γροθιάς πράμα. Η φουστίτσα της, ένα ροζ πανάκι καταλερωμένη απ’ τα συχνά πιασίματα. Λέω για την κούκλα. Η κορούλα μου, το άμοιρο παιδί, την αγάπησε τόσο. Ξέρεις δα πόσο τα μικρά δένονται με κάτι τέτοια κουτοπράματα. Της την είχα πάρει απ’ το παζάρι, την Πρωτοχρονιά, δυό θες τρεις μήνες πριν μας εύρει το κακό. Τ’ άλλο μου παιδί, τ’ αγόρι, πέντε χρονών αυτό, αγάπησε με το ίδιο μπορεί να ειπεί κανείς, πάθος την κούκλα. Η μικρή όμως δεν τον άφηνε να παίζει. Διαρκώς γκρίνιαζαν και τσακώνονταν – άμοιρα παιδιά – για χατήρι αυτής της κούκλας. Εγώ, φτωχός άνθρωπος, πού ναύρω λεφτά να τ’ αγοράσω κι’ αυτουνού μιαν όμοια; Εμείς, βλέπεις, δεν είχαμε βρακί στον κόλο μας να βάλουμε, φτώχεια με το σακί, κούκλες θέλαμε; Έτσι, να μη σου τα πολυλογώ, πήγε το πράμα ως που μας βρήκε το κακό, ως που πέθανε η κορούλα μου. Αλλοίμονό μας! Τ’ ήταν αυτό που μας βρήκε; Η μικρούλα μας, η Άννα, πήρε μαζί της την κούκλα. Η μάννα της με λαχτάρα την έβαλε κάτω απ’ το προσκεφαλάκι της. «Έτσι, θ’ αναπαυτεί η ψυχούλα του» είπε. «Θα μπορεί να παίζει μ’ αυτή». Μα ο μικρός κι’ αυτός με τη σειρά του τώρα και γι’ άλλο λόγο άρχισε να κλαίει, να κλαίει τόσο που σε νευρίαζε μαζί και σου ράγιζε την καρδιά.

– «Πάει το νινί» έλεγε «πούνε το νινί, το θέλω…».

Αχ γιατί να μην είχα λεφτά να τ’ αγόραζα ένα άλλο; Γιατί; Είχα ολότελα ξεπενταριαστεί, δανείστηκα κι’ όλας με την κηδεία της μικρής κι’ έτσι δεν πολυξοδέψαμε, δε δώσαμε μεγάλη σημασία, δεν καταλάβαμε εγώ κι’ η γυναίκα μου η άμοιρη ότι και τάλλο μας παιδί τραβούσε κι’ αυτό για τον κρύο τάφο. Σε πέντε μέρες – το πιστεύεις; – μου πεθαίνει κι’ αυτό. Έκλαψε πολύ, στεναχωρέθηκε βαθειά, πολύ βαθειά, ο οργανισμός του βλέπεις αδύνατος – μήπως έτρωγαν τα μικρά μου; μήπως τρώνε τα παιδιά της φτώχειας; – και πάει κι’ αυτό. Ε, λοιπόν. Αυτό ήταν. Να χάσεις τα δυό σου παιδιά μέσα σε δυό βδομάδες και λιγότερο, πάει πολύ. Πήγα να τρελλαθώ. Όμως αλλοίμονο. Αν δεν τρελλάθηκα εγώ, δε γλύτωσε η άραχλη η γυναίκα μου. Την έπιασε νευρική κρίση, μέσα και τρόπους δεν είχα να την κουράρουν οι γιατροί, κι’ ένα βράδυ βγαίνει κρυφά απ’ το σπίτι, τραβάει ολόισα το δρόμο και πάει και πέφτει στο Σπερχειό. Κατά το μεσημέρι τη βρήκαν κάτι τσομπαναρέοι πνιγμένη, φουσκοπρισμένη. Την έκλαψα την άμοιρη γυναίκα μου, την έκλαψα τόσο όσο εγώ μονάχα ξέρω και σηκώθηκα ύστερα κι’ έφυγα απ’ την πόλη αυτή. Ξεπατρίστηκα. Γύρισα κάπου δεκαπέντε χρόνια άνεργος, κλέβοντας εδώ κι’ εκεί. Πολλές φορές φυλακίστηκα και βγήκα. Στο τέλος σκότωσα κάποιον κι’ είμαι σήμερα στη φυλακή με δεκατέσσερα χρόνια στην πλάτη μου. Δε διάλεξα σωστό δρόμο, το ξέρω, το κλέψιμο και το σκότωμα – όπως σκότωσα εγώ – δεν είνε αυτά που θα σώσουν εμάς τη φτωχολογιά. Το ξέρω πως συ ένας κομμουνιστής θα χάραζες  άλλο δρόμο. Κι’ αυτόν πρέπει ν’ ακολουθήσουμε όλοι. Γιατί τι απόχτησα εγώ; Νάμαι τώρα ολότελα αφανισμένος. Έτσι δεν είνε; Μα πες μου όμως, πες μου φταίω εγώ γιατί βρίσκομαι σήμερα στη φυλακή;  Πες μου είμαι εγώ ο αίτιος, είμαι εγώ ο φταίχτης του δικού μου χαμού και του χαμού της φαμίλιας μου ολάκερης; Είμαι εγώ ο αίτιος;

….Έτσι μιλούσε ο παληός κατάδικος. Κι’ εγώ, ακουμπισμένος στο λιγδιασμένο προσκέφαλό μου, τον άκουγα με προσοχή, ενώ έξω ο βοριάς ούρλιαζε σαν πεινασμένο αγρίμι κι’ οι κάμποσοι δίπλα μου φυλακισμένοι – ήμουνα ο μόνος πολιτικός κατάδικος σ’ αυτό το κελλί – παραμιλούσαν βαθειά στον ύπνο τους ή έκλαιγαν σιγά, αθόρυβα, παραδέρνοντας μέσα σε θλιμμένα όνειρα…Στ’ αυτιά μου έρχονταν σαν ξεψυχισμένη, όσες φορές η στριγγή φωνή του άνεμου κόπαζε κάπως, η φωνή του νυχτοφρουρού – φύλακες γρηγορείτε! – ένας ποντικός κάτι μασούσε στη γωνιά κάπου, εκεί, κριτσανίζοντας, η λάμπα του ηλεκτρικού γεμάτη μυγοχέσματα έρριχνε, σκορπούσε γύρω στο κελλί μας ένα ωχρό φως, παράξενο, κρύο, κι’ όλα αυτά βάραιναν μέσ’ την καρδιά μου, βάραιναν τόσο κείνο το βράδυ.

Όμως γιατί να θλιβόμαστε, σύντροφοι; Μπροστά μας ξανοίγεται ο δρόμος και στην άκρη του δρόμου στέκει ο εχθρός. Εμπρός, ας τελειώνουμε, μιαν ώρα αρχήτερα μ’ αυτόν. Σε μια τέτοια πάλη αξίζει η ζωή των δυνατών, αυτών που τραβάνε μπροστά. Η ιστορία του φίλου μου είνε η εικόνα αυτών που δεν στάθηκαν δυνατοί, αυτών που νικήθηκαν. Εμείς όμως έχουμε καρδιά γερή και μυαλό γερό. Εμείς ξέρουμε να διαφεντέψουμε το δίκηο μας αλλοιώς, ναι αλλοιώς, ενάντια στον εχθρό μας τον ταξικό.

Φυλακές Συγγρού

                                                                                                     Τ.Φ

(Στη φωτογραφία ο Τάκης Φίτσος, Γραμματέας του ΕΑΜ στη Στερεά, ανάμεσα στον Άρη Βελουχιώτη και τον Γ. Σημίτη)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: