Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: «Αυτοί, μωρέ, είναι το άνθος του κομμουνισμού!»

Οι μόνοι που δεν αντιλαμβάνονταν τίποτε ήταν οι ίδιοι οι εξόριστοι. Έτσι όπως τους έβλεπες, μοιάζαν αριστοκράτες, περιηγητές -κάθε άλλο παρά εξόριστοι! Πόσο καιρό είχανε να κάτσουνε σε καρέκλα και μάλιστα σε μακρουλές καρέκλες! Ο θρύλος ταξίδευε μαζί τους.

Με τη διάλυση των πολιτικών στρατοπέδων της Μακρονήσου, στα τέλη του Απρίλη του 1950, οι «αμετανόητοι» πολιτικοί εξόριστοι μεταφέρονται στον Αη Στράτη, ένα μικρό νησί στη μέση του Αιγαίου Πελάγους, με λιγοστούς κατοίκους, που χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας από το 1929. Ανάμεσα στους «αμετανόητους» βρίσκεται ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Λουκάς Καστανάκης. Στο βιβλίο του «Ο ξερός βράχος», αφήγημα-χρονικό που κυκλοφόρησε από τον Gutenberg, το 1987,  ο Λουκάς Καστανάκης περιγράφει καταστάσεις που αν και μοιάζουν απίστευτες είναι απολύτως πραγματικές… Στο απόσπασμα που παραθέτουμε ο αγωνιστής συγγραφέας περιγράφει σκηνές πάνω στο καράβι, από τη μεταγωγή των κρατούμενων από τη Μακρόνησο  στον Αη Στράτη.

Όμως πρώτα, λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Ο Λουκάς Καστανάκης ήταν μεγαλύτερος αδελφός του συγγραφέα Θράσου Καστανάκη και πρώτος ξάδελφος του ζωγράφου και σκιτσογράφου Νίκου Καστανάκη. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 30 του Δεκέμβρη 1890. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Παρίσιόπου εκδίδει και διευθύνει για πολλά χρόνια τη βδομαδιάτικη ελληνόφωνη εφημερίδα «Αγών», ενώ παράλληλα είναι ανταποκριτής αθηναϊκών εφημερίδων. Μετά από πολύχρονη παραμονή στή Γαλλία και στή Γερμανία, ο Λουκάς Καστανάκης έρχεται στην Αθήνα το 1931 και εργάζεται ως δημοσιογράφος ενώ ασχολείται με διάφορες επιχειρήσεις. Τον Ιούνη του 1932 υπογράφει το αντιπολεμικό μανιφέστο των Ελλήνων διανοουμένων και καλλιτεχνών, μαζί με τον Δημήτρη Γληνό, τον Κώστα Βάρναλη, το Μάρκο Αυγέρη, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τη Σωτηρία Ιατρίδου, το Δημοσθένη Βουτυρά, τον Νίκο Καρβούνη, τον Γιάννη Κορδάτο, τον Ασημάκη Πανσέληνο, τον Νίκο Κατηφόρη κ.ά. Το 1935, επί Κονδύλη, εξορίζεται για πρώτη φορά, στη Φολέγανδρο, για δυο περίπου μήνες. Στην κατοχή παίρνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση και μεταπολεμικά εργάζεται πάλι ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες «Ελεύθερη Ελλάδα» και «Ριζοσπάστης».

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: «Αυτοί, μωρέ, είναι το άνθος του κομμουνισμού!»

Αη Στράτης, Μάρτης 1951. Από αριστερά: Γιώργος Γιολάσης, Στέφανος Σαράφης, Λουκάς Καστανάκης και άλλοι δυο εξόριστοι.

Τον Δεκέμβρη του 1947 εξορίζεται στην Ικαρία, μετά στή Μακρόνησο, και τέλος στον Αη Στράτη, μέχρι τον Αύγουστο του 1951, οπότε και ελευθερώνεται. Μετά από την απελευθέρωσή του εργάζεται ξανά ως δημοσιογράφος μέχρι το θάνατό του στην Αθήνα, στις 26 του Ιούνη 1956. Ο Λουκάς Καστανάκης άφησε πίσω του πλούσιο δημοσιογραφικό, μεταφραστικό και συγγραφικό έργο.

Ήτανε αποκαρδιωτικό βέβαια πώς ύστερα από εκλογές, τόσες επαγγελίες των ψευτοαριστερών και τόση πεποίθηση για γενική αμνηστία, τολμούσανε τα όργανα της εξουσίας να εφαρμόζουν κυρώσεις και απομονώσεις. Αλλά κανείς δεν έπαιρνε υπόψη τον αυστηρό αλφαμίτη. Το είχανε καταλάβει και οι ίδιοι πως γίνανε διάφανοι στα μάτια των εξόριστων.

«Θα περάσει κι αυτό, όπως περάσανε τόσα και τόσα» σκεφτόντουσαν όλοι.

Είναι δύσκολο να πει κανείς αν οι καταστροφές είναι προτιμότερο να γίνονται με κακοκαιρία ή με καλό καιρό.

Εκείνη τη μέρα έλαμπε εξαιρετική λιακάδα. Το φως εισχωρούσε και διαφέντευε και τη σκοτεινότερη τρύπα, έλαμπε και το σκυθρωπότερο πρόσωπο…

Οι εξόριστοι αγναντεύανε και καμαρώνανε τη θάλασσα.

Ξαφνικά από το βορινό κάβο ξεπρόβαλε ένα περίφημο γκρίζο βαπόρι. Όσοι το είδανε καρφώσανε τη ματιά τους, σα να φοβόντουσαν να αλληλοκοιταχτούνε. Μα το καράβι δεν άργησε να στρίψει αριστερά, βάζοντας ξεκάθαρα πλώρη για τη Μακρόνησο.

— Έρχεται! φώναξε κάποιος.

Σωθήκανε τα ψέματα, κι οι φήμες κι οι διαψεύσεις. Τώρα μιλούσε το καράβι! Ξαφνικά και γρήγορα οι 1.400 αρχίσανε να ετοιμάζουνε τις αποσκευές τους. Η επιβίβαση θα άρχιζε την άλλη μέρα το βραδάκι.

Έπρεπε να κατεβάσουν και τις σκηνές, να τις μαζώξουνε και να τις φορτώσουνε. Αυτό συνεχίστηκε ολόκληρη τη μέρα. Σε λίγες ώρες ολόκληρη η καταραμένη περιοχή είχε μετατραπεί σ’ ένα απέραντο σωρό ερειπίων. Ποτέ τόπος δεν ερειπώθηκε μέσα σε τόσο λίγες ώρες. Τόπος χωρίς θεμέλια έσβηνε σαν βρώμικος αφρός στη θάλασσα. Ποτέ δεν είχε θεμέλια ούτε αρχιτεκτονικά, ούτε φιλοσοφικά. Ένα οικοδόμημα έγκλημα, που το σηκώνανε στην πλάτη τους για να τους πλακώσει κάποτες.

Πολιτεία χωρίς θεμέλια και χωρίς στέγη.

Τρύπες από την κόλαση είχαν ανοίξει κι οι κολασμένοι τραβούσανε για μακρινό ταξίδι. Κανείς δεν ήξερε ως πού θα πάει το ατελεύτητο αυτό δράμα.

Το καράβι, ένα αληθινό γκρίζο κύτος, πιστή αντιγραφή, άνοιξε χαμηλά στην πρύμνα του το πελώριο στόμα του για να φορτώσει τις σκηνές, τις παρακαταθήκες, τρόφιμα και τις χονδρές αποσκευές.

Δύο αρχές: οι αλφαμίτες που παραδίδανε και καμιά εκατοστή χωροφύλακες με αρμαθιές χειροπέδες που ήρτανε να παραλάβουνε τους κολασμένους, μετρούσανε το ανάστημά τους. Τις χειροπέδες δεν τις μεταχειριστήκανε. Τις είχανε μόνο για ψυχολογική εντύπωση, αλλά κανείς δεν πρόσεχε, ούτε τις χειροπέδες, ούτε τους χωροφύλακες. Τους βλέπανε το πολύ πολύ σαν συνταξιδιώτες.

Η επιβίβαση άρχισε κατά το βραδάκι. Το γκρίζο κύτος άναψε όλα τα φώτα που είχε, εσωτερικά κι εξωτερικά, στο κατάστρωμα και στους προβολείς που φεγγοβολούσανε στην αχτή. Δύο αξιωματικοί στο μικρό πορτάκι ενός πρόχειρου φράχτη, ελέγχανε την επιβίβαση. Ο ένας φώναζε τα ονόματα κι ο άλλος έκανε τον έλεγχο. Κι άρχιζε το σκαρφάλωμα. Ένα απίστευτο θέαμα. Οι εξόριστοι σκαρφαλώνανε από όλες τις σκάλες ξύλινες και σχοινοξύλινες, που είχε ρίξει το καράβι από το κατάστρωμα στα πλευρά για να επισπεύσει τη φόρτωση.

Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν ηλικία. Γέροι και νέοι, ήταν ένα μανιασμένο δάσος, ένα ηρωικό πλήθος πειρατών που πηγαίνανε να καταχτήσουνε τώρα τη λευτεριά από ένα άλλο υγρό μονοπάτι. Σκαρφαλώσανε, φορτωμένοι ταυτόχρονα βαλίτσες, σάκους, λαγήνες. Ο ένας βοηθούσε τον άλλο -ναυμαχία; τιτανομαχία;- κάπου κάπου γκρεμιζότανε καμιά λαγήνα, το πολύτιμο αυτό αντικείμενο που από σκεύος είχε γίνει αντικείμενο λατρείας, από τον καιρό της μακρονησιώτικης δίψας. Μα το πλήθος ολοένα σκαρφάλωνε και προχωρούσε.

Επάνω από τα αμπάρια, σε ορισμένους χώρους, πηγαινοέρχονταν αλφαμίτες και χωροφυλάκοι. Οι πρώτοι κρατούσανε τα χέρια πίσω, ενώ οι δεύτεροι θέλανε να κάμουνε το σπουδαίο. Οι εξόριστοι δεν κοίταζαν ούτε τον έναν, ούτε τον άλλο. Αλλά το βλέμμα του αλφαμίτη, όταν κατόρθωνε να σκαλώσει το βλέμμα κάποιου εξόριστου, ζωντάνευε παράξενα, σα να ήθελε να πει κάτι. Οι Ερινύες; ή τάχατες κάποια αμαρτωλή συναίσθηση που γύρευε να συγχωρεθεί την τελευταία στιγμή;

Ανήσυχοι οι αλφαμίτες. Τρομαγμένοι οι χωροφύλακες. Εκείνη τη στιγμή ένας χωροφύλακας έσπρωξε τον Μπουσμπουρέλη:

—Τι στέκεις και χαζεύεις; Γρήγορα! Κάτω στο αμπάρι!

—Μα, νομίζω, επιτρέπεται κι εδώ…

Ο αλφαμίτης που έστεκε 5 μέτρα πιο εκεί και παρακολουθούσε τη σκηνή, πήδηξε και στάθηκε ανάμεσά τους.

Άρπαξε το χωροφύλακα από το γιακά και με εξευτελιστικό ύφος του είπε:

—Πώς τολμάς, βρε; Ξέρεις ποιοι είναι αυτοί; Αυτοί, μωρέ, είναι το άνθος του κομμουνισμού!

Τους περισσότερους τους βάλανε στο αμπάρι. Το καράβι τράβηξε στο Λαύριο. Όλοι το ξέραν πως από το Λαύριο ως την Αθήνα το λεωφορείο σε πήγαινε μέσα σε δυόμισι ώρες. Πριν καλοφέξει, το καράβι έβαλε πλώρη για τον Αη Στράτη.

Το ταξίδι ήτανε περίφημο. Σιγά σιγά οι άνθρωποι που τους είχανε στριμώξει στο αμπάρι ξεμυτίζανε στο κατάστρωμα. Λίγες δραχμές στον καμαρώτο και τους έφερνε ανεπίσημα μακρουλές καρέκλες. Ο καπετάνιος, ο βοηθός, και το άλλο πλήρωμα από το μικρό γεφυράκι, παρακολουθούσε με περιέργεια τους ανθρώπους που γι’ αυτούς ακούγανε τόσα και τόσα. Ανεβήκανε και οι μηχανικοί από τις μηχανές… Ο μακροτάξιδος θρύλος κάτι τους είχε πληροφορήσει! «Ώστε αυτοί είναι;».

Οι μόνοι που δεν αντιλαμβάνονταν τίποτε ήταν οι ίδιοι οι εξόριστοι. Αρχίσανε τα αλληλοπειράγματα, τα αθώα αστεία τους. Έτσι όπως τους έβλεπες, μοιάζαν αριστοκράτες, περιηγητές -κάθε άλλο παρά εξόριστοι! Πόσο καιρό είχανε να κάτσουνε σε καρέκλα και μάλιστα σε μακρουλές καρέκλες! Ο θρύλος ταξίδευε μαζί τους.

«Ώστε αυτοί είναι…»;

Πέρασε ολόκληρη μέρα, βράδιαξε, σκοτείνιασε, μα το ταξίδι δεν είχε τελειωμό.

Τέλος, περασμένα μεσάνυχτα, το κύτος που είχε χάσει το χρώμα του μέσα στο σκοτάδι, αγκυροβόλησε στη μεγάλη αμμουδιά του Αη Στράτη.

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: