Τάκης Φίτσος: «Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις. Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ. Για το θρίαμβο του κομμουνισμού. Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας»

Ο Τάκης Φίτσος δεν έζησε πολύ. Όπως και τόσοι άλλοι εκείνης της δοξασμένης «Παλιάς Φρουράς». Μόλις 50 χρόνια στον περασμένο 20ό αιώνα. Και πολλά ήταν! Αν σκεφθεί κανείς τι βίωσε, τι υπόφερε – σε νομιμότητες και παρανομίες – και πόσες φορές γλίτωσε από του χάρου τα δόντια. Είχε επίγνωση και συνείδηση ότι: «Το ζήτημα δεν είναι πόσο θα ζήσεις και πότε θα πεθάνεις. Αλλά πώς θα ζήσεις και πώς θα πεθάνεις».

Ο κομμουνιστής δημοσιογράφος Τάκης Φίτσος, ηρωική μορφή του εργατικού – επαναστατικού κινήματος, διευθυντής του Ριζοσπάστη (1924), μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και Γραμματέας του ΕΑΜ στη Στερεά, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις φυλακές και τις εξορίες και εκτελέστηκε από το μοναρχοφασιστικό καθεστώς τον Απρίλη του 1949.

Στο αφιέρωμά μας η ομιλία του Γιώργη Μωραΐτη (που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή), προέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αντιστασιακών Οργανώσεων, στην εκδήλωση τιμής για τον Τ. Φίτσο, που διοργάνωσαν η ΕΣΗΕΑ, ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Δημοσιογράφων Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης 1941-44, η Διεύθυνση και η Συντακτική Επιτροπή του «Ριζοσπάστη» και η ΠΟΑΟ, την Τετάρτη 19 Μάη 2004 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη. Και, ένθετα, δύο κείμενα του Τάκη Φίτσου, που γράφτηκαν τις δύο προηγούμενες «αυγές», πριν την εκτέλεσή του. Την αυγή της 14ης και της 15ης Απρίλη. Και ο τρόπος που αντιμετωπίζει το θάνατο, ήταν ίδιος με αυτόν που αντιμετώπισε τη ζωή: Ήρεμα. Χωρίς φόβο. Κοιτώντας κατάματα. «Να σε φοβηθώ;», ρωτά το Χάρο. «Μα όχι», απαντά ο ίδιος…

«Τίποτα δε στέκει παραπάνω από τον συντάκτη – σπορέα ιδεών, κοινωνικό αναμορφωτή, παραστάτη του λαού και αγωνιστή στην υπηρεσία του έθνους». Τα λόγια αυτά ενός εκλεκτού εργάτη – επιστήμονα της ελληνικής δημοσιογραφίας, του Γιώργου Ζωϊτόπουλου, γνωστού Ζιούτου – από το βιβλίο του «Εισαγωγή στην επιστήμη του Τύπου» (Αθήνα 1945) – ταιριάζουν απόλυτα στον συνάδελφό του Τάκη Φίτσο. Τον άνθρωπο, τον δημοσιογράφο, τον πρωτοπόρο κομμουνιστή, τον ήρωα και μάρτυρα.
Αγνωστος σήμερα

Αγνωστος για τους πολλούς – ακόμα και για συναδέλφους – ο Φίτσος σήμερα. Στην εποχή του ήταν πασίγνωστος. Ητανε όνομα!.. Και σήμερα, προφανώς, όλοι τον έχουνε δει, σε κάποια φωτογραφία. `Η κάτι έχουν ακούσει, ή έχουν διαβάσει σε κάποιο έντυπο. Μα, αυτό δεν αρκεί. Ιδιαίτερα για τη νέα γενιά. Πρέπει να τον γνωρίσουν. Η περίπτωσή του είναι πολλαπλά χρήσιμη και διδακτική. Ο ίδιος, βέβαια, υπήρξε τόσο απλός, τόσο σεμνός, τόσο «άσημος». Και ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να γίνει γνωστός, πόσο μάλλον διάσημος. Αλλά έγινε!.. Η κοινωνία έχει τους δικούς της νόμους.

Τάκης Φίτσος: «Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις. Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ. Για το θρίαμβο του κομμουνισμού. Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας»

Τάκης Φίτσος (1904-1949)

«Παλιά φρουρά»

Ο Τάκης Φίτσος δεν έζησε πολύ. Οπως και τόσοι άλλοι εκείνης της δοξασμένης «Παλιάς Φρουράς». Μόλις 50 χρόνια στον περασμένο 20ό αιώνα. Και πολλά ήταν! Αν σκεφθεί κανείς τι βίωσε, τι υπόφερε – σε νομιμότητες και παρανομίες – και πόσες φορές γλίτωσε από του χάρου τα δόντια. Είχε επίγνωση και συνείδηση ότι: «Το ζήτημα δεν είναι πόσο θα ζήσεις και πότε θα πεθάνεις. Αλλά πώς θα ζήσεις και πώς θα πεθάνεις».
Ηταν Ωραίος! Στάθηκε Ολόρθος, Ψηλομέτωπος, Αισιόδοξος. Ατενίζοντας μακριά… Με ακλόνητη πίστη στα μεγάλα πανανθρώπινα Ιδανικά. Και μένει πάντα ζωντανός! Αιώνια θα ‘ναι η μνήμη του. Οι ερχόμενες γενιές θα τον θυμούνται και θα τον τιμούν. Αλλά και θα διδάσκονται απ’ τη δράση, το ήθος, τη θυσία του.
Ο Φίτσος έγραψε ιστορία. Με τη ζωή του, με το λόγο του, με την πένα του και με το αίμα του. Εδρασε στο επαναστατικό κίνημα. Αναδείχτηκε στην πολιτική. Διακρίθηκε στη δημοσιογραφία. Πρόσφερε και στα Γράμματα (Αφησε έργο μικρό μεν – λόγω αντίξοων συνθηκών – μα βαθύ, φιλοσοφημένο). Διέπρεψε σε κρατητήρια, φυλακές και εξορίες. Χρόνια στα δεσμά! Δοξάστηκε στην Εθνική Αντίσταση. Εξοντώθηκε στον Εμφύλιο. Εδωσε, όμως, περήφανα και αγέρωχα τις τελευταίες μάχες στο στρατοδικείο και στο εκτελεστικό απόσπασμα. Και πέρασε στην Αθανασία!

Όνομα ακριβό

Ανάμεσα στους πιο πρωτοπόρους συντρόφους, συναγωνιστές και συναδέλφους. Σε κείνους που ανάλωσαν τη ζωή τους στους αγώνες της ηρωικής εργατικής μας τάξης και του αδάμαστου λαού μας. Πριν, κατά τη χιτλεροφασιστική Κατοχή, και μετά. Και θυσιάστηκαν. Για το λυτρωμό από την κοινωνική αδικία, την καταπίεση και εκμετάλλευση από την άρχουσα τάξη και τους ξένους επικυρίαρχους. Για τη λευτεριά, την εθνική ανεξαρτησία, την πρόοδο και την ειρήνη. Για «να ξημερώσουν και στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο» – όπως το οραματίστηκαν χιλιάδες Ελληνες και Ελληνίδες. Και το βροντοφώναξε στο στρατοδικείο ο Μπελογιάννης. Για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό! Ανάμεσα σε όλους αυτούς, ο Φίτσος κατέχει τιμητική θέση. Αποτελεί εξέχουσα μορφή του ΚΚΕ, του ΕΑΜικού κινήματος και της πρωτοπόρας δημοσιογραφίας μας. Και το όνομά του είναι από τα πιο ακριβά.

Τάκης Φίτσος: «Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις. Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ. Για το θρίαμβο του κομμουνισμού. Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας»

«Παλλαϊκό Μέτωπο»

Οσοι τον γνώρισαν, είχαν να πουν, να αφηγηθούν και να καταθέσουν πολλά για τον Τάκη Φίτσο. Προσωπικά, ο ομιλών βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Δεν είχε την τύχη να τον γνωρίσει και να τον ζήσει. Μικρός, μαθητής Δημοτικού, τον είχα ακουστά. Και τον είδα, για πρώτη φορά, λίγο πριν από τη δικτατορία Μεταξά, το 1936, στην πλατεία του χωριού. Ηταν υποψήφιος του ΚΚΕ στη Φθιώτιδα, στο συνδυασμό του «Παλλαϊκού Μετώπου» και έβγαλε προεκλογικό λόγο. Ηρθε μαζί με τον Γιώργο Θανασέκο, του ΑΚΕ, και τους συνόδευε ο μπαρμπα – Γιώργης Γιαταγάνας, ο στυλοβάτης της Εθνικής Αντίστασης στη Ρούμελη, γραμματέας της ΠΕ μετά τη δραπέτευσή του από τη Φολέγανδρο, που εκτελέστηκε το 1948 στη Λαμία. Οι χωριανοί έδωσαν τότε στο «Μέτωπο» 78 ψήφους. Οι γυναίκες δεν ψήφιζαν, ούτε οι νέοι στα 18. Το δικαίωμα αυτό το κατάκτησαν μόνο στην Κατοχή, τους το έδωσαν το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ (η Κυβέρνηση του Βουνού), ενώ οι μετακατοχικές κυβερνήσεις τους το αφαίρεσαν. Τον Φίτσο τον ξαναείδα από κοντά στη Λαμία με την απελευθέρωση. Αντάρτης στο 2/42 Τάγμα του ΕΛΑΣ. Είχαμε παραταχθεί έξω από τα Δικαστήρια, στις 20 Οχτώβρη 1944, για την υποδοχή του Αρη Βελουχιώτη, που ερχόταν από το Μοριά. Πέρασε μπροστά μας και δίπλα του είχε τον Φίτσο. Παρουσιάσαμε όπλα! Τους απαθανάτισε ο φακός κι αυτή και την άλλη μέρα στο μπαλκόνι της Νομαρχίας, όταν έβγαλαν λόγο, στην κατάμεστη από λαό και αντάρτες πλατεία Ελευθερίας. Τέτοια έξαρση, τέτοια συγκίνηση, τέτοιο μεγαλείο, δεν ξανάζησα ποτέ στη ζωή μου… Τέλος, άκουσα το όνομά του. Αντάρτης ξανά, στο ΔΣΕ τούτη τη φορά. Ημουν στην Εύβοια, στον Πυξαριά, με τον Θύμιο Καψή – καπετάν Ανάποδο. Ητανε άνοιξη του 1949, όπου μας ήρθε η θλιβερή είδηση του θανάτου του: Είχε εκτελεστεί στη Χαλκίδα.

Απόγονος του ’21

Σκόρπια του Φίτσου τα προσωπικά στοιχεία. Λίγα και αμφιλεγόμενα. Πού να βρεθεί βιογραφικό του Σημείωμα. Τα μαζεύω από δω και από κει και πασχίζω να τα βάλω σε τάξη. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, μα διάλεξε το δρόμο και τη μοίρα των φτωχών, όπως έκανε και ο φίλος του Θανάσης Κλάρας – Αρης Βελουχιώτης, ο αρχηγός των Ανταρτών. Γεννήθηκε στην Υπάτη (χωριό ηρωικό, που κάηκε στην Κατοχή) το 1898. Το 1904 φέρεται γραμμένος στα Δημοτολόγια της Λαμίας, όπου μετοίκησαν οι γονείς του και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Ο πατέρας του Χρήστος, καπνέμπορος – πέθανε το 1926 – τον ήθελε δικηγόρο και τον έστειλε στην Αθήνα. Το «αρχοντόπουλο της Λαμίας» – όπως τον έλεγαν, μπήκε στη Νομική Σχολή και βγήκε με πολλές γνώσεις, δεινός ρήτορας, αλλά «προλετάριος». Η μάνα του Ελισάβετ, το γένος Ράπτη, γεύτηκε τις πίκρες όλων των κατατρεγμών του κι «έφυγε» μετά το σκοτωμό του. Είχε δύο αδελφές, την Ιφιγένεια και τη Ζούλα (Ζωή), σπουδαγμένες και αυτές. Πρώτος ξάδερφός του ο Κώστας Φίτσος, που τον γνώρισα στον Παρνασσό, ήταν ανθυπολοχαγός στον ΕΛΑΣ, λοχαγός στο ΔΣΕ, αιχμαλωτίστηκε στην Πάρνηθα το 1948 και δολοφονήθηκε άνανδρα επί τόπου, από παρακρατικούς. Σόι με αγωνιστικές ρίζες και παραδόσεις. Ο Τάκης πήρε τ’ όνομα του παππού του Δημήτρη, που νεαρός υπήρξε πολεμιστής του 1821, και πέθανε το 1870, ενώ ο πατέρας του (ο προπάππους του Τάκη) σκοτώθηκε στην Επανάσταση του ’21.

Τάκης Φίτσος: «Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις. Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ. Για το θρίαμβο του κομμουνισμού. Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας»

Σκίτσο του Βέλμου

Στο «Νουμά»

Ο Φίτσος στα μαθητικά του χρόνια έδειξε την κλίση και το ταλέντο του στη λογοτεχνία. Εγραφε ποιήματα και διηγήματα. Εστελνε συνεργασίες στο «Νουμά», που έβγαζε ο Ταγκόπουλος. Διηγήματά του δημοσιεύτηκαν το 1919, 1920, 1921. Ενα από αυτά, «Η Φυλακή», το δημοσίευσε ο «Κυριακάτικος Ριζοσπάστης» (16/5/04). Στην Αθήνα, ο Τάκης ήτανε από τους πρώτους στις φιλολογικές παρέες – όπως γράφει ο Πάνος Λαγδάς – και ασκούσε μεγάλη επιρροή. Συμμετείχαν, από τους παλιούς, ο Βάρναλης, ο Βουτυράς, ο Σημηριώτης, ο Φιλήντας και από τους νεότερους ο Καρούσος, ο Κατηφόρης, ο Ανθίας, ο Βέλμος κ.ά.

Σε επιφυλλίδα του στο «Ριζοσπάστη» (2/2/1994), ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου γράφει: «Ο αείμνηστος Τάκης Φίτσος λογαριάζεται σαν ένας από τους πρώτους που δημιούργησαν το εργατικό ρεπορτάζ. Μα, πριν ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και αναδειχτεί σε διευθυντικό στέλεχος του “Ριζοσπάστη”, παρουσιάστηκε από τις σελίδες του “Νουμά”. Και οι συνεργασίες του κάθε άλλο έδειχναν παρά αρχάριο πεζογράφο»… Και συνεχίζει: «Ο “Νουμάς” στην περίοδο που η κοινωνία έχει αλλάξει με την πολιτική ωριμότητα των εργαζομένων στην πόλη και την ύπαιθρο, φιλοδοξεί να στρέψει την προσοχή των στοχαστών σε μια διανόηση απαλλαγμένη από αισθηματολογίες, ρομαντισμούς, υποκειμενισμούς. Αποφασίζει να συνοδοιπορήσει με το νέο πολιτικό κόμμα των εργατών, των αγροτών και όλων των εργαζομένων για τη διαμόρφωση του σύγχρονου τύπου ανθρώπου, του κοινωνικού αγωνιστή. Ο Τάκης Φίτσος είναι αυτός ο ανθρώπινος τύπος, που έχει καλλιεργήσει η εποχή. Τον μαγνητίζει η πάλη για την έξοδο της κοινωνίας από τη στασιμότητα».

Απλός στρατιώτης

Στο βιβλίο του «Αρης Βελουχιώτης – Ο πρώτος του αγώνα», ο Π. Λαγδάς χαρακτηρίζει τον Θανάση Κλάρα «μαθητή» του Φίτσου. Γράφει: «Στην Αθήνα η σύνδεση του Θανάση με το Κίνημα έγινε από ένα λαϊκό αγωνιστή, που είχε διακριθεί όχι μονάχα μέσα στο κόμμα του, αλλά και ανάμεσα σε μεγαλύτερους κύκλους προοδευτικών ανθρώπων, τον Τάκη Φίτσο. Η απέραντη αγάπη του στο λαό και στην Ελλάδα, η πίστη και αφοσίωση στο κόμμα του, ο αλτρουισμός απέναντι στους συντρόφους και σε κάθε συνάνθρωπο, οι αρετές του σαν Ανθρώπου, τον είχαν κάνει ένα μεγάλο παράδειγμα για όσους τον γνώριζαν… Ο Φίτσος ήταν μια αγνή μορφή. Ποτέ δεν αυτοπροβλήθηκε, αν και από τους πρωτεργάτες του λαϊκού κινήματος, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για την ανάδειξή του. Την εποχή εκείνη, μάλιστα, που το ΣΕΚΕ χάραζε συχνά λαθεμένη τακτική, ο Φίτσος έπαιρνε την πιο σωστή, την πιο “ορθόδοξη” θέση. Με την προσωπική του δραστηριότητα είχε συμβάλει να συγκροτηθεί μια ΚΟ στην Αθήνα γερή και με πιστούς συντρόφους. Είχε τη φήμη του πιο θαρραλέου μαχητή, που κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες – διωγμούς, ξυλοδαρμούς και άλλες δυσκολίες – έκανε το καθήκον του. Στο λόγο που έβγαζε στο δρόμο ή στην πλατεία, στις προκηρύξεις, στην εφημερίδα όπου δούλευε εξαντλητικά. Δοσμένος ολόψυχα στο κίνημα, ενσάρκωνε τον τύπο του “επαγγελματία επαναστάτη”. Για πιο μεγάλη του τιμή δεν είχε παρά να στέκει πιστά και ακλόνητα ΑΠΛΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ».

Τάκης Φίτσος: «Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις. Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ. Για το θρίαμβο του κομμουνισμού. Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας»

Οχτώβρης 1944 στη Λαμία. Ο Άρης Βελουχιώτης μιλάει από τον εξώστη της Νομαρχίας. Δεξιά του, ο Τάκης Φίτσος. Είναι η ώρα της απελευθέρωσης της Λαμίας από τους Γερμανούς…

Δυο σύμβολα – μια πορεία

Ο Βάσος Γεωργίου, σε αφιέρωμα στα «75 χρόνια του ΚΚΕ» (Ρ.12/12/1993), γράφει για δυο συντρόφους – συναδέλφους, με τους οποίους είχε συνδεθεί πολύ στενά, αδελφικά: «Ο Βιδάλης ήταν ένας αντάρτης σ’ όλη τη συνειδητή ζωή του. Ενας καλόκαρδος, απλός και ακέραιος άνθρωπος, ένας ταπεινός “κύριος συνάδελφος”. Μα, συνάμα, ένας αφοσιωμένος κι ατρόμητος κομμουνιστής, που αγωνίστηκε για υψηλά ιδανικά, για το δίκιο, τη λευτεριά και την ελευθερία του Τύπου. Ηξερε να μην υποχωρεί, να μένει αταλάντευτος. Οπως, όταν ζήτησε να πάει να χωθεί στη φωλιά των λύκων του Σούρλα. Και με τον τρομερό θάνατό του να δείξει τι γινόταν στη Θεσσαλία. Τι καθεστώς τρόμου απίστευτων βασανισμών και αίματος κυριαρχούσε εκεί…» (Το 1946).
«Ο Τάκης Φίτσος ήταν ένας διαφορετικός τύπος. Ξακουστός δημοσιογράφος και αυτός, στέλεχος του Κόμματος, μέλος της ΚΕ παλιά. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις φυλακές και εξορίες, γεμάτος στερήσεις και κακουχίες, αν και δεν προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Πολύ λεπτός και ευαίσθητος άνθρωπος, στα εφηβικά νεανικά του χρόνια, έγραφε ποιήματα και θα γινόταν καλός ποιητής, που θα συγκινούσε και θα ενθουσίαζε, αν δεν τον είχε κερδίσει ολόψυχα ο επαναστατικός αγώνας». Και ο Βάσος Γεωργίου στη συνέχεια παραπέμπει στο βιβλίο του «Ετσι γίνανε οι άνθρωποι». Γράφει: «Ο Τάκης είναι ένας σβέλτος, εξαϋλωμένος σύντροφος. Νέος άνθρωπος, ούτε ακόμα σαράντα χρόνων, μα οι ζάρες που πλήθυναν και τ’ άσπρα μαλλιά του που φάνηκαν πρόωρα, τον δείχνουν για πενήντα. Ο Τάκης είναι ένα σύμβολο και μια πορεία. Η πορεία είκοσι χρόνων πάλης, το σύμβολο πίστης στον κομμουνισμό… Και αν φαίνεται λίγο νευρικός, είναι γιατί η καρδιά του σφίγγεται από το παράπονο των συντρόφων του, που πέσανε, χωρίς να προφτάσουν να δώσουν αυτό που θέλανε για την υπόθεση του κομμουνισμού».

Η «Σημαία του λαού»

Ο Σταύρος Ζορμπαλάς, στο βιβλίο του «Σημαία του Λαού – Σελίδες από την ιστορία του “Ριζοσπάστη” 1917-1936», αναφέρει ότι ο Τ. Φίτσος δουλεύει στην εφημερίδα από το 1922. Ισως να είχε τότε τα χρόνια του αιώνα, να γεννιέται μαζί μ’ αυτόν. Και έφηβος να δέχεται τις ιδέες της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία του 1917, ν’ ακολουθεί τις πρώτες λαϊκές μάζες του νεοϊδρυμένου σοσιαλιστικού κόμματος. Ο «Ριζοσπάστης», που τον έβγαζε ο Πετσόπουλος, άρχισε να κυκλοφορεί στην Αθήνα, σαν καθημερινή εφημερίδα από τις 23/7/1917. Εγινε όργανο του κόμματος από τις 2/6/1920. Το Δεκέμβρη του 1924, τη διεύθυνση της εφημερίδας ανέλαβε ο Τάκης Φίτσος. Στη σελίδα 85 του βιβλίου, υπάρχει φωτοτυπία του «Ριζοσπάστη» με φωτογραφία του Φίτσου από τη φυλακή και καταγγέλλει: «Ο σ. Φίτσος παλιός αγωνιστής του κόμματος για τον οποίο υπάρχει η φήμη ότι δολοφονήθηκε. Η φωτογραφία είναι από το 1923». Στη λεζάντα διαβάζουμε: «Υστερα από επίθεση της αστυνομίας κατά των κρατουμένων λαϊκών αγωνιστών στις φυλακές Συγγρού στα 1927 διαδόθηκε πως ο Φίτσος, που βρισκόταν κλεισμένος σ’ αυτές, είχε δολοφονηθεί». Τις μέρες εκείνες, ο «Ριζοσπάστης», παλεύοντας για την απελευθέρωση όλων των κρατουμένων κομμουνιστών, δημοσίευσε την παραπάνω φωτογραφία του Τ. Φίτσου. Να θυμίσουμε εδώ ότι ο Φίτσος, πριν περάσει στη σύνταξη του «Ριζοσπάστη» (1922), έβγαζε τη «Νεολαία» – βδομαδιάτικο κομμουνιστικό περιοδικό.

Τάκης Φίτσος: «Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις. Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ. Για το θρίαμβο του κομμουνισμού. Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας»

Λαμία, Οχτώβρης 1944. Πίσω και αριστερά από τον Άρη Βελουχιώτη, ο Τάκης Φίτσος, Γραμματέας του ΕΑΜ Στερεάς τότε.

«Φραγγέλιο»

Ανήσυχος απ’ αυτά, αλλά και συγκινημένος ο Βέλμος (ένας ιδιόρρυθμος τύπος), που έβγαζε το «Φραγγέλιο», δημοσίευσε στο φύλλο της 25 Μάρτη 1927 ένα άρθρο με τίτλο «ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821 – ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ». Γράφει: «Αν το 1821 έχει να μας παρουσιάσει πολλούς ήρωες, το 1921 έχει ένα μόνο, τον Τάκη Φίτσο. Είναι απ’ τη χώρα του Αθανάσιου Διάκου. Τ’ Αγιο Σώμα του Χριστού – δυο μέρες πόνεσε. Το καλομαθημένο κορμάκι του Φίτσου πονεί έξι χρόνια τώρα. Ασε η ευαίσθητη ψυχή του τι τραβάει. Γιατί πίστεψε σε μια ιδέα. Την ιδέα της αποκατάστασης των αδικημένων. Και δεν είναι καλά καλά 25 χρονών…». Και αφού γράφει πολλά ακόμα, καταλήγει: «Ξέρουμε πως ο έξοχος αυτός πατριώτης του Διάκου θα πικραθεί διαβάζοντας τις αχρωμάτιστες αυτές γραμμές. Μα, όταν στοχαστεί την αποστολή μας, ξέρουμε, θα μας συγχωρέσει. Πονεμένε και αληθινέ ευεργέτη της Νέας Ελλάδας, που την κάνεις περήφανη με τους αγώνες σου, συμπάθησέ μας που μιλάμε σήμερα για σένα». Ο Βέλμος (δημοσιογράφος, ηθοποιός, σκιτσογράφος) έκανε ο ίδιος ένα σκίτσο του Φίτσου. Με αδρές πινελιές, τον παρουσιάζει, προσηλωμένον να διαβάζει ή να γράφει. Και το δημοσίευσε στο «Φραγγέλιο» – αριθ. 50, στις 26/11/1927.

Γαύδος!

Αλλάζουμε κλίμα. Από τη δικτατορία Παγκάλου στο «Ιδιώνυμο» Βενιζέλου. Πάμε στη Γαύδο! Στο Λιβυκό πέλαγος. Ο,τι ήταν αργότερα η Γιούρα (τηρουμένων των αποστάσεων και αναλογιών). Τι τραβούσαν εκεί οι εξόριστοι, πού να το συλλάβει ο νους μας! Δεν «τραβούσαν» απλώς, πέθαιναν. Ητανε κόλαση!.. Πριν φτάσουν εκεί, έπρεπε να περάσουν από το Καθαρτήριο στα Σφακιά. Να ζήσουν δυο – τρεις μέρες (ευτυχείς αν ήταν μόνον ώρες) στην Αστυνομία στ’ Ασκήφου. Να ταφούν ζωντανοί εφτά οργιές κάτω απ’ τη γη. Μέχρι να τους ανεβάσουν στον Απάνω κόσμο. Για να τους πάρει το πλεούμενο και να τους «ξεβράσει» στο ερημονήσι. Από τους πρώτους στη Γαύδο ο Φίτσος, όπως και ο Κλάρας και πολλά άλλα στελέχη επώνυμα. Υπάρχει και το συμβόλαιο, με τις υπογραφές τους για το «Σπίτι» που έχτισαν και «τιμής ένεκεν» η πολιτεία, του ‘δωκε τ’ όνομα «Αρης Βελουχιώτης». Σπολλάτη!.. Πάνω απ’ όλα όμως, υπάρχει ένα σπουδαίο ιστορικό ντοκουμέντο, ένα συγκλονιστικό γραπτό κείμενο, ένα βιβλίο 25 σελίδων, το ρεπορτάζ του Τάκη Φίτσου με τίτλο «ΣΤΗ ΓΑΥΔΟ – ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ».
Τέτοιο κείμενο είναι σπάνιο είδος. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω διαβάσει άλλο για κείνη την εποχή από φυλακές και εξορίες. Ο Φίτσος ήταν ο πρώτος. Υστερα θα ‘ρθουν ο Θέμος Κορνάρος, ο Μενέλαος Λουντέμης κ.ά. Το ρεπορτάζ φέρει ημερομηνία 15 Μάη 1933. Θα πρότεινα το ρεπορτάζ αυτό να το μεταφράσουμε και να το στείλουμε στον «εξαιρετικά συμπαθή» στην Ελλάδα και στην Κύπρο επίτροπο της ΕΕ κ. Φερχόιγκεν, να δει τι έκανε η δική μας άρχουσα τάξη για να πνίξει το Κομμουνιστικό Κόμμα στο λίκνο του, μα δεν το κατάφερε.
Το ρεπορτάζ καταλήγει με έκκληση για Αμνηστία που την υπογράφουν οι εξόριστοι: Τ. Φίτσος, Θ. Κλάρας, Καραμπέτσος, Σκράπας, Μάζαρης, Ι. Μολάς, Θ. Ριγανάς, Κ. Σανιδάς, Ι. Τσέκος, Ανδρεαδέλης, Δελόλμας, Τσουμάκος, Πετρίδης, Δράμιτσας, Καπόλας, Μωραΐτης, Ασ. Γκιουβέκας, Ταμπαζόπουλος, Παπαζήσης, Μ. Λίτσκας, Λ. Τζήμας, Μαντζαρίδης, Σαραντάκης, Σ. Μαρμαράς, Π. Καλαναρχόπουλος, Δ. Αλεξόπουλος, Κ. Μελίκογλου, Μίγκος («Ρίζος» 30/5/1933).

Τάκης Φίτσος: «Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις. Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ. Για το θρίαμβο του κομμουνισμού. Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας»

Οχτώβρης 1944. Ο Τάκης Φίτσος δίπλα στον Άρη, μιλάει στο λαό της Λαμίας.

Ακροναυπλία

Η 4η Αυγούστου 1936 κλείνει τον Φίτσο στην Ακροναυπλία. Νέος Γολγοθάς στα κάτεργα για 5 χρόνια. Και άλλος μεγαλύτερος μετά το 1941. Πλάκωσε η χιτλεροφασιστική κατοχή. Η άρχουσα τάξη παραδίνει τους Ακροναυπλιώτες στους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές. Δεν τους απελευθέρωσε με τον πόλεμο του ’40, όταν ζητούσαν να πάνε να πολεμήσουνε στο Αλβανικό Μέτωπο. Δεν τους απελευθερώνει το ’41 που θέλουν να πάρουν μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Οι κομμουνιστές πρέπει να εξοντωθούν. Δεν απολύονται, αν δεν υπογράψουν «δήλωση μετανοίας».
«Το Γενάρη 1943, οι Γερμανο-Ιταλοί αποφασίζουν να αδειάσουν αυτό το κάτεργο. Ενα πρωί ακούμε τους “Ελληνες” φρουρούς μας: Οσοι ακούσουν τα ονόματά τους να ετοιμαστούν για μεταγωγή. Είναι 200. Ανάμεσά τους και ο Φίτσος». Αυτά γράφει ο Αλέκος Παπαδάτος και συνεχίζει: «Μας μεταφέρανε στο τρένο, μας έκλεισαν σε φορτηγά βαγόνια. Χαράματα φτάσαμε στην Πάτρα. Μας μπαρκάρισαν σε βαπόρι και μας έβγαλαν σ’ έναν όρμο στο Μεσολόγγι. Από εκεί, με φορτηγά αυτοκίνητα στην Κατούνα. Μείναμε λίγο καιρό σ’ ένα σχολείο. Ασιτία, ταλαιπωρίες. Πεθαίνει ο γιατρός Σιδερίδης. Αργότερα, μας πάνε στον κάμπο της Βόνιτσας, μένουμε σε τσαντίρια, άλλες ταλαιπωρίες. Σε λίγο καιρό, άλλη μεταγωγή. Μας φορτώνουν σε πλοίο που αράζει στο Λαζαρέτο. Είμαστε σε ιταλικό στρατόπεδο. Το Σεπτέμβρη του 1943, συνθηκολογεί η Ιταλία. Τριακόσιοι και πλέον όμηροι χαιρόμαστε τη λευτεριά. Οι Ιταλοί δε φέρνουν εμπόδια. Περνάμε με καΐκια στην Κέρκυρα. Και από εκεί κατά μικρές ομάδες με τη βοήθεια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ περνάμε στην Αλβανία και Ηπειρο. Την ευθύνη για όλο το στρατόπεδο είχαν οι Τ. Φίτσος, Ηλίας Καρράς, Νίκος Κανακαρίδης, Γιάννης Κουτσοδήμος, Νίκος Σαλταγιάννης, κ.ά.».

Ρούμελη

Ο Φίτσος φτάνει στη Ρούμελη. Αναλαβαίνει Γραμματέας του ΕΑΜ. Ανταμώνει με παλιούς συντρόφους. Ο Αρης του κάνει το τραπέζι στο Καρπενήσι. Αναπτύσσει δραστηριότητα, μιλάει σε συγκεντρώσεις. Ενθουσιάζει, αλλά και ενθουσιάζεται στην ελεύθερη Ελλάδα με όσα βλέπει και ακούει. Και πάντα με χαμόγελο στα χείλη και με το πηγαίο χιούμορ και τ’ ανέκδοτά του. Με την ίδρυση της ΠΕΕΑ, με το Εθνικό Συμβούλιο, που γίναμε εξουσία, ο Φίτσος στον τομέα της Αυτοδιοίκησης και στην απελευθέρωση είναι νομάρχης.
Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και με την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, βέβαια, όχι μόνο δε συμφώνησε, αλλά και πικράθηκε αφάνταστα. Πειθάρχησε, όμως. Ηταν αδύνατο να μην πειθαρχήσει στο Κόμμα. Δούλεψε στο «Ριζοσπάστη» μέχρι τη μέρα που τον έκλεισαν, τον Οκτώβρη του 1947. Τότε σχολίασε: «ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ»! Τον έβαλαν στην παρανομία για 27 χρόνια! Οταν μπήκαν στα γραφεία και «τα έκαναν λίμπα», στάθηκε κολόνα εκεί. Του λέει ο αστυνόμος που τον γνώριζε – και ποιος δεν τον γνώριζε: «Και εσύ Τάκη εδώ!» και του απαντάει: «Πού θες να είμαι; Εδώ είναι το σπίτι μου!». Εμεινε ακόμα εκεί στο γραφειάκι, με το «Ρίζο της Δευτέρας», που δεν τον είχανε κλείσει.

(Ένατη μέρα μετά την καταδίκη)
«Περιμένοντας από αυγή σε αυγή το θάνατο περιμένοντάς τον σίγουρα, σιγουρότατα, άρχισα να εξοικειώνουμαι τόσο πολύ, μα τόσο πολύ μ’ αυτόν, ώστε όχι μόνο να μην αισθάνομαι κανένα αίσθημα δυσφορίας γι’ αυτόν, όχι μόνο να μην τον φοβάμαι, να μην τον απεχθάνουμαι, αλλά και να μη μου καίγεται καρφί γι’ αυτόν τον περίφημο παλικαρά. Και το σπουδαιότερο: Να μην μπορώ να ερμηνεύσω σε όλο το βάθος και σε όλο του το πλάτος αυτό το παναιώνιο αίσθημα φόβου, απέχθειας, δυσφορίας, τρόμου των ανθρώπινων όντων μπροστά σ’ αυτό που λέμε “θάνατος”. Δεν μπορεί να βρει μέσα μου δικαίωση αυτό το γεμάτο άλγος αίσθημα των ανθρώπων. Γιατί τάχα να φοβόμαστε; Γιατί;
Και η ζωή; Οι χαρές κι οι γλύκες της ζωής; Να, ένα ερώτημα που ανεβαίνει αυθόρμητα και γεμάτο από ένα μελαγχολικό παράπονο από τα αβυσσαλέα έγκατα του αγαπημένου, του πολυαγαπημένου μου εαυτού. Ξαφνικά, απότομα, επιτακτικά, οργίλο, γεμάτο φωτιά και λαύρα διαμαρτυρίας.
Απαντώ, εύκολα, αβίαστα, αδίσταχτα απαντώ. Γνώρισα αυτές τις χαρές κι αυτές τις γλύκες. Ομως δε δέθηκα μαζί τους. Ναι, δε δέθηκα. Κι αυτό στάθηκε η μεγαλύτερη ικανότητά μου, αυτό στάθηκε το ουσιώδες, το απόλυτο ουσιώδες, το καταπληκτικότερο κατόρθωμά μου σ’ αυτή την πολυτάραχη τριαντάχρονη ζωή μου ως πολιτικού. “Πολλών ανθρώπων νόον και άστεα έγνων”. Οχι, δεν αφέθηκα να αιχμαλωτισθώ απ’ αυτές τις χαρές κι απ’ αυτές τις γλύκες. Πουλί ελεύθερο. Γνώρισα την ανέκφραστη ηδονή της πολιτικής πάλης βαθύτατα. Αφέθηκα να πυρποληθώ απ’ αυτήν. Τριάντα χρόνια εξ επαγγέλματος επαναστάτης. Ναι, δεν άφησα τον εαυτό μου να αιχμαλωτισθεί από τα θέλγητρα της Κίρκης. Μαχητής υπερήφανος. Και τώρα που εξοικειώθηκα με τον εύθυμο για μένα αυτόν ιππότη, το θάνατο, τώρα που βλέπω από αυγή σε αυγή την ιριδίζουσα πανοπλία του, αφού δεν είμαι δεμένος με αυτές τις γλύκες και τις χαρές της ζωής, να για ποιο λόγο, σαφή, σαφέστατο, όχι μόνο δεν τον απεχθάνομαι, αλλά και τον περιμένω ήσυχος, γαλήνιος νάρθει. Γνώρισα τη ζωή, γνώρισα και το θάνατο. Τι άλλο να επιθυμήσω; Τι άλλο να ποθήσω;
14/4/1949
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ».

Δίκη

Υστερα τον πιάσανε. Τον έστειλαν εξορία στην Ικαρία. Κι από τον Εύδηλο τον έφεραν στην Αθήνα. Πέρασε έκτακτο στρατοδικείο στη Χαλκίδα. Με πρόεδρο τον ταγματάρχη Καρρά, Β. επίτροπο τον ταγματάρχη Παναγιωτόπουλο. Μάρτυρες κατηγορίας 30. Μάρτυρες υπερασπίσεως κανένας. Ο Τάκης Φίτσος κλήθηκε να απολογηθεί τελευταίος. Στην απολογία του είπε:
«Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις.
Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ.
Για το θρίαμβο του κομμουνισμού.
Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας».
Η δίκη κράτησε 20 μέρες. Οι κατηγορούμενοι ήταν 36. «Στρατολόγοι και σύνδεσμοι των συμμοριτών Εύβοιας – Ρούμελης».
Καταδικάστηκαν εις θάνατον 14. Ισόβια 6. Απαλλάχτηκαν 15. Εκτελέστηκαν 8.
Εκείνο το πρωί η εφημερίδα της Χαλκίδας «ΕΘΝΙΚΗ ΦΩΝΗ», με διευθυντή τον Ν. Γ. Ζωγράφο, κυκλοφόρησε παράρτημα. Και έγραφε με πηχυαίους τίτλους: «Σήμερον την πρωίαν εξετελέσθησαν 8 εαμοπροδόται καταδικασθέντες υπό του στρατοδικείου».

Εκτέλεση

Η εκτέλεση έγινε στις 16 Απρίλη 1949 στο χώρο του Νεκροταφείου του Αγίου Ιωάννου. Οι εκτελεσθέντες ήταν: Ιωάννης Χριστοφορίδης, Δημήτριος Βουραζόπουλος, Ιωάννης Χάνος, Δημήτριος Φίτσος, Αικατερίνη Μελεμενή, Μαρία Λαφαζάνη, Ευανθία Πατσαλή, Αλίκη Τσουκαλά. Και η αιμοσταγής φασιστοφυλλάδα κατέληγε με την ευχή: «Ελπίζομεν, συν τω Θεώ, ότι λίαν συντόμως θα εκτελεστούν και τα υπόλοιπα εξ (6) καθάρματα του εαμοκομμουνισμού διά να ικανοποιηθεί εν μέρει η κοινή γνώμη της πόλεώς μας, εκ της αποφάσεως του στρατοδικείου της 4/4/1949». Σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, το πνεύμα του Εμφυλίου! Καθοδηγημένο από το «Δόγμα Τρούμαν» και το επιτελείο του Βαν Φλιτ. Ανάμεσα στους αντίπαλους Ρωμιούς έβρισκες και ανθρωπιά. Από τους Γιάνκηδες ανθρωπιά δεν υπήρχε, ήτανε ξεγραμμένη. Να σημειωθεί ότι ο πρώτος, ο Χριστοφορίδης, ήταν ο θαρραλέος αντιστασιακός καπετάνιος του καϊκιού, που έκανε, με κίνδυνο της ζωής του, αποστολές εξορίστων στο αντάρτικο. Αυτός πέρασε και το συγκρότημα του καπετάν Ανάποδου από την Πελασγία στην Εύβοια. Μετά την εκτέλεσή του, η αγωνίστρια γυναίκα του, μάνα δυο μικρών παιδιών, έπεσε στον Ευβοϊκό και πνίγηκε. Η τελευταία, Αλίκη Τσουκαλά, ΕΠΟΝίτισσα 19 χρονών εκτελέστηκε, γιατί αρνήθηκε να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», που επίμονα την παρότρυνε ο πατέρας της για να τη γλιτώσει. Προτίμησε το θάνατο.

Τάκης Φίτσος: «Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις. Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ. Για το θρίαμβο του κομμουνισμού. Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας»

Τάκης Φίτσος (1904-1949): «Στη ζωή μου δεν έχω αγαθοεργές πράξεις. Αγωνίστηκα για την υπόθεση του ΚΚΕ. Για το θρίαμβο του κομμουνισμού. Για μια καλύτερη ζωή του λαού μας»

(Δέκατη μέρα μετά την καταδίκη)
«Η δέκατη αυγή. Ξύπνησα σήμερα απότομα, ξαφνικά, λίγο πριν την αυγή με την εντύπωση ότι φεύγω πια. Ηρθε, ήρθε ο θάνατος. Γελάστηκα. Ο δεσμοφύλακας χτυπούσε την κλειδαριά της πόρτας του κελιού μας για νάναι σίγουρος ότι δεν επιχειρήσαμε να δραπετεύσουμε. Γκρίνιασα λίγο μαζί του. Το κατάλαβε αμέσως και μ’ άφησε να εννοήσω ότι νιώθει τη χοντροκοπιά του. Αλλοτε θα ‘ναι πιο λεπτός, άλλοτε ενεργεί με κάποιο τακτ. Διάβολε, στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλούν για σκοινί και σαπούνι. Ετσι; Χαράματα είναι, το θάνατο ακριβώς τέτοιαν ώρα έπρεπε να περιμένω. Κοιμάμαι, ξυπνώ από το χτύπο της κλειδαριάς, η πόρτα θ’ ανοίξει, τι να υποθέσω άλλο; Αυτήν ακριβώς την ώρα θα με ξυπνήσουν μιαν από αυτές τις αυγές, και κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Κατ’ αυτόν. “Αχ κύριε δεσμοφύλακα, κύριε δεσμοφύλακα, με τη χοντρή μύτη…”.
Η δέκατη αυγή. Κι ακόμα νάρθει. Αλήθεια, τι σαχλά πράγματα μαθαίνει κανείς στο σχολείο! Γέρος, λέει, κακομούτσουνος, αγριωπός, πολύ γέρος, και τα νερά της λίμνης θολά, πολύ θολά. Εγώ όμως τώρα – ουδέν κακόν αμιγές καλού – εγώ τώρα ξέρω την Αχερουσία κι αυτόν. Τα βλέπω κάθε αυγή. Δεν είναι γέρος. Οχι. Μοιάζει με νέο, όχι πολύ νέο. Τον βλέπω να μου γνέφει χαμογελαστά. Του χαμογελώ κι εγώ. Για ποιο πράγμα τάχα να μου γνέφει και τι να θέλει; Κι είναι τα μπράτσα του γερά. Στα πλούσια μαλλιά του – ξανθά φαίνεται νάναι, από τόσο πολύ μακριά τα βλέπω – παίζουν τρελά, ερωτιάρικα, οι πρώτες ρόδινες αχτίδες του Φοίβου. Η βάρκα, η βάρκα του πόσο, πόσο γυαλίζει… Λες κι αστράφτει. Κι είναι μαύρη. Ολόμαυρη είναι η βάρκα. Και τα κουπιά. Ενα μαύρο χρώμα γυαλιστερό. Λες κι είναι καμωμένη από έβενο. Μπορεί και νάναι όλο εβένινη. Και τα νερά. Ω, τα νερά… Ησυχα, γαλήνια, διαυγή, διαυγέστατα. Και δεν ακούς ούτε ένα φλοίσβισμα. Πόση ησυχία, πόση, πόση κατάνυξη… Και στέκομαι στην ακτή, τα πόδια μου σιγοβρέχονται, ακουμπούν λίγο μες στα νερά τα βαθυγάλαζα. Κι αυτός πέρα, όχι πολύ μακριά, μου γνέφει όλο και κάτι θέλει να μου ειπεί… Τι τάχα, τι; Ω, πόσο μου είσαι γνώριμος… Μα κι εγώ, και εγώ σε περιμένω. Να σε φοβηθώ; Μα όχι.
Σε είδα τις προάλλες, ένα μεσημέρι, στον ύπνο μου. Δεν ήσουν όμως ο ίδιος. Ησουν πιο νέος και πάνοπλος. Δυο πρόσωπα έχεις; Θυμάμαι το μανδύα σου, χρώμα βυσσινί, να φτάνει ως τα γόνατα. Γέλασα μαζί σου, ξαφνιάστηκα. Κρατούσες δόρυ, ασπίδα, κι ήταν η ασπίδα σου φολιδωτή σαν λέπια ψαριού. Φαρέτρα, απ’ αυτές που βλέπουμε στις ζωγραφιές, τόξα και βέλη. Κι άστραφταν τα παράξενα βέλη σου αυτά, κι ήταν πολύχρωμα, πόσα χρώματα… Κι ούτε βάρκα. Η λίμνη είχε χαθεί. Εμεινε όμως αυτή εκεί η ξερή συκιά. Κι ήσουν ακουμπισμένος, έγερνες λίγο. Και κοιτούσες και τότε. Ομως ήσουν κάπως περισσότερο απ’ ό,τι σε βλέπω τώρα σκεφτικός.
15/4/1949
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ».

Τελευταία γραφτά

Ο Τάκης Φίτσος μετά την καταδίκη του έστειλε ένα γράμμα στην αδελφή του Ιφιγένεια στις 6/4/1949, όπου έγραφε: «Το στρατοδικείο, όπως έμαθες, ήδη, με καταδίκασε χθες παμψηφεί σε θάνατο. Εως εδώ Ιφιγένεια ήταν η ζωή μου. Τελειώνει… Εχετε γεια συγγενείς και φίλοι».
Μας άφησε, όμως, και το τελευταίο γραφτό κείμενο, που είδε το φως της δημοσιότητας μετά τη χούντα. Ενα καταπληκτικό ντοκουμέντο αγωνιστικής φιλοσοφίας, λαϊκής παλικαριάς και ποιητικής φαντασίας, που μιλάει με το θάνατο και δηλώνει, δεν τον φοβάται!».

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: