Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Η αντάρτισσα Ασήμω

Η Ασήμω Μαλισάγκου – Σεγδίτσα «έφυγε» από κοντά μας στις 16 του Ιούλη 2009 στην Αθήνα όπου ζούσε πολλά χρόνια. Αγωνίστηκε στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944 κατά των δυνάμεων κατοχής. Ήταν από τις πρώτες αντάρτισσες του ΕΛΑΣ τόσο στην περιοχή της Φωκίδας, στην ομάδα των Καραλιβαναίων, όσο και στην Αττικοβοιωτία στο 1/34 τάγμα.

Η Ασήμω Μαλισάγκου – Σεγδίτσα «έφυγε» από κοντά μας στις 16 του Ιούλη 2009 στην Αθήνα όπου ζούσε πολλά χρόνια. Αγωνίστηκε στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944 κατά των δυνάμεων κατοχής. Ήταν από τις πρώτες αντάρτισσες του ΕΛΑΣ τόσο στην περιοχή της Φωκίδας, στην ομάδα των Καραλιβαναίων, όσο και στην Αττικοβοιωτία στο 1/34 τάγμα.

Για τους Καραλιβαναίους λίγο -πολύ έχουμε ακούσει και έχουμε μάθει κάποια πράγματα. Πως ήταν Κλαρίτες «λύκοι της Γκιώνας», μια από τις τελευταίες, δηλαδή, επιβιώσεις της Κλεφτουριάς του Εικοσιένα, ολοζώντανες μορφές Ηρώων, που αποτελούν πάντα διδαχή πατριωτισμού και πηγή φρονηματισμού και έξαρσης, αγωνιστικής και εθνικής. Ήταν «αετοί της λευτεριάς», αυτήν λάτρευαν και γι’ αυτήν έγιναν ένα με τα βράχια της Γκιώνας και του Παρνασσού. Ήρθαν σε επαφή με τον Άρη Βελουχιώτη νωρίς, συνεννοήθηκαν άψογα μαζί του, εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ και από Κλαρίτες μεταβλήθηκαν ταχύτατα σε αντάρτες, άνευ οποιασδήποτε ιδιοτέλειας, με όραμα και στόχο τον κοινό πόθο όλων των Ελλήνων: την Ελευθερία που θέρμαινε τις καρδιές και φτέρωνε τις ελπίδες του σκλαβωμένου μα πάντα ασκλάβωτου λαού μας. Μπορεί να ήσαν λίγοι αλλά σίγουρα αποτέλεσαν τα στελέχη της μύησης, τους δασκάλους στον κλεφτοπόλεμο, για την χρησιμοποίηση του ορεινού εδάφους, την ενέδρα, τον αιφνιδιασμό του εχθρού κ.α. Πολέμησαν γενναία και αποτελεσματικά. Ορμητικοί και ατρόμητοι πολεμιστές, χωρίς να λογαριάζουν τον κίνδυνο, έπεσαν σχεδόν όλοι, δίνοντας ηρωικά τη ζωή τους στον απελευθερωτικό αγώνα. Το έδειξαν και στη μάχη του Γοργοπόταμου, που σαν ακροβάτες πάνω στις βρεγμένες ράγες της γέφυρας, με το βάραθρο να χάσκει κάτω, έτοιμο να τους καταπιεί, και τους Ιταλούς να γαζώνουν, πήδηξαν μέσα στα πολυβολεία και τους εξουδετέρωσαν. Εκεί στο πλάι – κοντά (διπλανό χώρο -πλαγιά) ήταν και η Ασήμω, αρραβωνιαστικιά του Θεοχάρη Πολύχρονου, μαζί με την Πανάγιου, σύζυγο του Δήμου Καραλίβανου.

Η Αντάρτισσα Ασήμω γεννήθηκε στο χωριό Σεγδίτσα Φωκίδας το 1918 από την Ευφροσύνη και τον Παναγιώτη Σεγδίτσα, πολυμελή και φτωχή αγροτική οικογένεια με άλλα επτά παιδιά. Συντάσσεται στο προσκλητήριο του απελευθερωτικού αγώνα με όλες τις δυνάμεις της. Στις ώρες τις τρομακτικές, της έσχατης δοκιμασίας, έδωσε δείγματα απίστευτης αγωνιστικής αλληλεγγύης. Πεζοπορούσε ακούραστη πατώντας τα κακοτράχαλα βουνά, με κινδύνους, κακουχίες, μέσα στα χιόνια και τις βροχές, νηστική πολλές φορές. Μετά τον γνωστό εορτασμό της 25 Μαρτίου 1943 στη Δεσφίνα από το σύνολο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ της Ρούμελης, ο Θεοχάρης και η Ασήμω επισκέπτονται τον πατέρα της στην Κίρρα του Κορινθιακού όπου διαχειμάζει με το κοπάδι του. Ο γέροντας τους δίνει την ευχή του και τους ξεπροβοδίζει στο δρόμο για την Δεσφίνα, γνωρίζοντας ότι θα λείψουν μακριά, στην Αττικοβοιωτία. Τους αποχαιρέτισε, λέγοντάς τους: «Να πολεμήσετε μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός σας».

Όπως έγραψαν ιστορικοί και συναγωνιστές, σε βιβλία και εφημερίδες για την Ασήμω, πολέμησε για ένα καλύτερο μέλλον της πατρίδας μας. Έλαβε μέρος σ’ όλες τις μάχες και τραυματίστηκε από τους Γερμανούς στο αριστερό πόδι, στη μάχη της Χασιάς, κοντά στη Μονή Κλειστών. Ο συναγωνιστής Βαγγέλης Λιόσης (Ψύχας) τη μετέφερε τραυματισμένη σε ασφαλές σημείο, στον ώμο και μετά μπουσουλώντας, ενώ έριχναν οι Γερμανοί, την βάλανε σε μουλάρι. Να πως περιγράφει η ίδια η Ασήμω τα σχετικά με τον τραυματισμό της:

«Είναι πρωί, περίπου στις δέκα, μια σφαίρα με βρίσκει στο κάτω μέρος του αριστερού ποδιού. Η μάχη συνεχίζεται με τον καπετάνιο. Τραυματισμένη όπως ήμουν με τη βοήθεια του Κατάρα και του Καρύδα (18-20 ετών), μετά από πορεία πέντε ωρών, ενώ στο δρόμο συναντάμε την Ελένη Τσεβά, φτάνουμε σ’ ένα μαντρί. Περιμένουμε μέχρι το πρωί, όπου ήλθε η οργάνωση και με μεταφέρει στο χωριό, στο σπίτι ενός ελληνοαμερικάνου. Εκεί έμεινα περίπου ένα μήνα. Αφού πέρασαν οι δέκα πρώτες μέρες, με αβάσταχτους πόνους, ακίνητη στο κρεβάτι, χωρίς να γίνει εγχείρηση για να βγει η σφαίρα, από διάφορους γιατρούς που με εξέταζαν, κατεβαίνει η διοίκηση του τάγματος με τον γιατρό Θύμιο Μπακλέζο. Ήταν βράδυ, γίνεται η επέμβαση, παρουσία όλων, χωρίς νάρκωση και τα ξημερώματα φεύγουν. Σ’ όλη την διάρκεια της ανάρρωσής μου παρέμειναν μαζί μου η Ελένη Τσεβά και ο Κατάρας με τον Καρύδα για να με βοηθήσουν σ’ ότι χρειαζόμουν και να με μεταφέρουν σε περίπτωση που θα έρχονταν οι Γερμανοί. Υπήρξε συγκινητική η συμπαράσταση και η βοήθεια όλων… Σιγά, σιγά με προσπάθεια τα κατάφερα».

Από αριστερά: Θεοχάρης, Ασήμω, Δήμος Πολύχρονος

Στο βιβλίο της Τασούλας Βερβενιώτη «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ» γίνεται αναφορά στο γράμμα της Ασημούλας, της Σεγδιτσώτισσας, που έστειλε στις 6/4/1943 και δημοσιεύεται στην εφημερίδα «ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΔΡΑΣΗ» (Οργανο του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα) στις 24/5/1943.

Ακολουθεί το γράμμα της, ακριβώς όπως το έγραψε και το έστειλε (αριθ. Φύλλου 18):

«Αγαπητέσμου Συναγωνίστριες, καλημέρασας. Μετά μεγάλησμου χαράς σας στέλνω το χαρμόσινο μήνιμα της Ελλάδας μας ότι η ΕΛΛΑΣ ζη και θα ζη παντοτινά και θα γράψω της πιο λαμπρές Υστορίεστης. Συναγωνίστριες, εμης αγωνιζόμεθα μέσα στα βουνά σκληρά καθός και εσις μέσα στης πόλοις πρέπη να εργαστήτε δια της ανάγκες που έχωμε, η ελεφθερήα μας λάμπη σαν τον ήλιο θα την δούμε πολοί σύντομα, μόνον φροντήσεται να γήνεται καλές ΕΑΜΗΤΟΙΣΣΕΣ διότι αυτό είνε που θα μας δόσι το φως, πολλά ήθελα να σας γράψο αλλά δυστιχός στερούμε γραματικές γνώσις αυτά τα ολύγα έμαθα μόνον θα σας παρακαλέσο εάν μπορίται στηλτε μου μερικά ζεύγη κάλτσες μάλλινες και κανένα πουλόβερ και πλησιάζοντας κάτω θα ανταμόσομε και θα φιληθούμε και θα φωνάξωμε όλλαις μαζί ζήτω η ελευθερεία ζήτω το ΕΑΜ και το ΕΛΑΣ. Έτερο σας φιλό η συναγωνίστρια Ασημούλα μαζί με τον αρραβωνιαστικόμου Θεοχάρη Πολύχρονον. Περιμένο γράμμασας το σηντομότερο. Εκ Παρνασού τη 6-4-1943».

(και ακολουθεί σχόλιο της εφημερίδας, στη Συντακτική Επιτροπή της οποίας ήταν η Μέλπω Αξιώτη και η Διδώ Σωτηρίου: «Μήτε γράμματα δεν τη μάθανε. Κι όμως αυτή η Ασημούλα βγήκε στο κλαρί. Αυτή ένιωσε την ανάγκη να πολεμήσει για την πατρίδα. Η μυρωδιά του θυμαριού, τα πρόβατα του χωριού της, ο ανυπάκουος αγέρας που της μπέρδευε τα μαλλιά όλα αυτά η Ασημούλα ξέρει πως είναι ελληνικά. Και αγωνίζεται για να μην τα πάρουν. Δεν έχει αυτή μέσ’ την καρδιά της αρρωστημένους δισταγμούς και κακοχωνεμένες θεωρίες. Μα έχει το ένστιχτο της και όλη τη σοφία του λαού που την οδήγησαν σωστά. «Γιατί να μην πάω κι εγώ;» Αν ο καθένας περιμένη απ’ τον άλλο, τότε ποιος θα πάει; Έτσι σκέφτηκε η Ασημούλα.

-Μας ντρόπιασες, αγαπητή μας φίλη, θυμίζοντας σε πολλούς από μας πόσο σταθήκαμε από σένα κατώτεροι. Της ζωής σου το παράδειγμα ας μας φωτίσει το σωστό δρόμο.

-Και έννοια σου Ασημούλα. Ίσαμε σήμερα ήταν συνήθεια να βάζουν άλλους να σκοτώνονται, κι άλλοι ύστερα να κλέβουνε τη νίκη. Μα αυτό δε θα ξαναγίνει πια. Στον καθένα κατά τα έργα του. Κι εσύ, Ασημούλα άμα θα κατέβης κάτω που θάχομε λευτερωθεί και θάμαστε χαρούμενοι, θα τρέξουμε πρώτα να σε φιλήσουμε ευχαριστώντας σε για ό,τι έκαμες για όλων μας τη σωτηρία, κι ύστερα θα σε βάλουμε να μας διδάξεις όσα σωστά έχεις μες στο μυαλό σου, που πολλοί από μας δεν ξέρομε.

-Τώρα σε χαιρετούμε Ασημούλα σαν μια καινούρια φίλη που ηύραμε, σαν έναν καθοδηγητή που σεβόμαστε και αγαπούμε κι υποσχόμαστε πως κι εμείς, με τη σειρά μας μέσα στις πόλεις θα κάνουμε το παν, με την καθοδήγηση του ΕΑΜ, για να βοηθήσουμε το έργο σας και μαζί σας ν’ απελευθερώσουμε, μια ώρα γρηγορότερα την Ελλάδα μας, θα βοηθήσουμε ως που ο λαός που βγάζει ήρωες σαν και σένα, πάρει την τύχη του στα χέρια του».

Στα βιβλία: α) του Φ.Ν. Γρηγοριάδη (Βερμαίος) «Εμφύλιος Πόλεμος 1944-1949» (σελ. 114). β) του Γ. Μπουτσίνη (Νικήτας) «Το αντάρτικο στην Αττική 1941-1945» (σελ. 85, 522, 523). γ) «Η ιστορία της Εθνικής Αντιστάσεως 1941-1944» (σελ. 64,65 από τις εκδόσεις Αναγέννηση και στην περιγραφή του Α. Μουντρίχα (Ορέστη) στην εφημερίδα «Απογευματινή 1/12/1958, γίνεται αναφορά ότι στις μάχες του Δεκέμβρη, στην επιχείρηση Σωτηρίας (9/12/1944), σκοτώθηκε από ριπή αγγλικού αεροπλάνου μάχης, ο καπετάνιος του 1 /34 τάγματος, Θεοχάρης Πολύχρονος. Ήταν ένας από τους λίγους αντάρτες που πρώτοι υποδέχτηκαν τους πρώτους Άγγλους αλεξιπτωτιστές που «πέσανε» με τον Έντυ και τον Γουντχάους στη Γκιώνα και μαζί τους πρώτοι πάτησαν τα πολυβολεία της γέφυρας του Γοργοπόταμου. Και δίκαια ένας μεταδεκεμβριανός «θρήνος» έλεγε: «Κι ο Θεοχάρης έπεσε από Εγγλέζου βόλι -Άκουσ’ το Γοργοπόταμε και στρέψε τα νερά σου».

Η ίδια η Ασήμω αναφέρει για το θάνατό τους: «Η ώρα είναι ένδεκα το πρωί, η σφαίρα είχε περάσει από την αριστερή πλάτη στην καρδιά (εσωτερική αιμορραγία). Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Μόλις χτυπήθηκε είπε: “αφήστε με πεθαίνω”, τίποτε άλλο. Βροχή οι σφαίρες δίπλα μας από τα αεροπλάνα. Γύρω ήταν περίπου τέσσερα άτομα (Γαβριώτης-Στάθης Τσατσάς-ένας Αξιωματικός -Δήμος Πολύχρονος). Έρχεται ο γιατρός του τάγματος Θύμιος Μπακλέζος, τον εξετάζει και τον πήραμε μ’ ένα κάρο, τον πάμε σε προσωρινό ιατρείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος. Ο γιατρός Θ. Μπακλέζος πήρε το σακάκι του Θεοχάρη, το έβαλε στη μασχάλη και έφυγε. Στη συνέχεια ξενυχτήσαμε σε εκκλησία στο Μσρούσι. Ήταν πάρα πολλοί συναγωνιστές. Την επομένη κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο Αμαρουσίου».

Δεκέμβρης 1944. Νεκροταφείο Αμαρουσίου. Η Ασήμω πενθεί τον Θεοχάρη. Δίπλα της ο Δήμος Πολύχρονος. Όρθιος: Άγνωστος.

Μετά τον θάνατο του Θεοχάρη, η Ασήμω προσπαθεί να επιβιώσει στον χαλασμό του εμφυλίου και στο χάος της Αθήνας. Μόνη, απροστάτευτη ταλαιπωρημένη και πληγωμένη, ψυχικά κομματιασμένη, μη έχοντας που να πάει και που να σταθεί, κυνηγημένη από παντού, διαμένει στην αρχή σε διάφορους συγγενείς στην Αθήνα και στη συνέχεια βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι της Παρρέν, Ηπείρου 46 Αθήνα, που έμεναν και Μικρασιάτες πρόσφυγες. Επειδή δεν είχε χρήματα για να αγοράσει παπούτσια και ρούχα, πουλούσε στο Μοναστηράκι σπιτικά αντικείμενα όπως ταψί, σεντόνια και άλλα. Στη συνέχεια, σε διαφορετικά χρόνια, πήγε σε πολλές δουλειές για να ζήσει, όπως στις λεμονάδες STAR, οικιακή βοηθός, σε εργοστάσιο κλωστηρίων στη Χρυσαλίδα, στον Λαναρά και αλλού. Στο διάστημα αυτό την επισκέπτονταν συχνά συγγενείς και συναγωνιστές.

Η ίδια λέει: «Όταν έμενα στο σπίτι της Παρρέν, ήλθαν για επίσκεψη ο Έκτορας (συναγωνιστής) μαζί με δύο άλλους και την άλλη μέρα τους πιάσανε και στη συνέχεια συλλάβανε κι εμένα. Ήταν απόγευμα, είχαν μάθει ότι ζυμώναμε, με ρώτησαν αν έδωσα ψωμί στους αντάρτες και που πήγαν τα ψωμιά. Τους είπα, ένα καρβέλι είχα το φάγαμε, δεν έφτανε για τίποτα περισσότερο. Στην πραγματικότητα ήταν τρία καρβέλια και τα δύο πήγαν στους αντάρτες. Άρχισαν να ψάχνουν το σπίτι, μόλις έφτασαν στο μπαούλο και έβγαζαν τα ρούχα από μέσα τους ρωτάω: “τι ψάχνετε;” Μου λένε για όπλα. Τότε τους λέω, για χαζή μ’ έχετε ή για έξυπνη; Για έξυπνη απαντούν. Τους ξαναλέω, οπότε εδώ θα έχω τα όπλα; Έτσι σταμάτησαν το ψάξιμο, αφού είχαν φτάσει στη μέση του μπαούλου. Τα όπλα ήταν μέσα στο μπαούλο κάτω στο τέλος. Αργότερα τα πήρε ο Γαβριώτης (συναγωνιστής) για να τα κρύψει και από τότε χάθηκαν.

Στη συνέχεια με παίρνουν για εξακρίβωση στοιχείων στην Ασφάλεια (4° τμήμα, 3ος όροφος). Έμεινα περίπου είκοσι μέρες. Μου είχαν δώσει και κουβέρτα. Έφερναν και άλλες γυναίκες, αλλά μετά τις πήγαιναν αλλού. Έρχονταν οι συγκάτοικοι για συμπαράσταση με διάφορα τρόφιμα. Μετά από ανακρίσεις και αφού ερεύνησαν, με άφησαν ελεύθερη».

Μετέπειτα γνωρίστηκε με τον Χαράλαμπο Μαλισάγκο. Υπήρξε αγάπη και συμπάθεια και παντρεύτηκαν το 1949. Στη συνέχεια απέκτησαν τον γιο τους, Θεόδωρο. Με εκτίμηση και ευτυχία πέρασαν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους.

Πολλοί συναγωνιστές, κατά καιρούς, είπαν για την Αντάρτισσα Ασήμω: Στις 17/12/1983 ο Μίλτος Παπαθανασίου (Χουαρέζ) λέει ότι ήταν οπλίτισσα και μάχιμη. Στις 19/1 2/1982 ο Δημήτριος Δημητρίου (Νικηφόρος), λέει ότι υπήρξε γενναία πολεμίστρια και ενθουσιώδης πατριώτισσα. Επίσης την θυμάται με την αραβίδα κρεμασμένη. Στις 3/11/2010 ο Βαγγέλης Λιόσης (Ψύχας) αναφέρθηκε στο θάρρος που είχε στις μάχες. Επίσης, παρόμοια ειπώθηκαν και από τον Γιώργο Κατσίμπα (αξιωματικός).

Πλήρης ημερών κίνησε να σμίξει με τους κεκοιμημένους πλην όμως αθάνατους συναγωνιστές της, σε ηλικία 91 χρονών. Η Ασήμω υπήρξε σπάνιος χαρακτήρας, ευγενική και αγαπητή σ’ όλους. Συχνά πήγαινε στο χωριό της, τη Σεγδίτσα, και τα καλοκαίρια έμενε στην Κίρρα, κοντά στην Ιτέα. Η αγωνίστρια Ασήμω, δεν θα λησμονηθεί. Η ταφή της έγινε στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Θόδωρος Μαλισιάνκος
Γιος της αντάρτισσας

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ (τ. 185, 1-3/2020)

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: