«Σαν τον Καραϊσκάκη καταντήσατε, βρε!» – Ο «μούλος» που νίκησε την ενάντια μοίρα

Αν τσακωνόταν μ’ άλλα παιδιά και τους άνοιγε με καμιά πέτρα το κεφάλι, έτρωγε της χρονιάς του κι από πάνω άκουγε αδιάκοπα, σαν μια κατάρα που δεν μπόραγε να την κρίνει, να τόνε φωνάζουν μούλο και μπάσταρδο. Αν πάλι τόνε χτύπαγαν τ’ άλλα παιδιά, ήξερε πως δεν είχε να παραπονεθεί σε κανέναν, γιατί σ’ αυτόν θα ’ριχναν το φταίξιμο…

Από τις σπουδαιότερες μορφές του Εικοσιένα, φλογερός επαναστάτης και αρχιστράτηγος της Ρούμελης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε μια μέρα σαν σήμερα, στις 23 του Γενάρη 1780, σε μια σπηλιά  στο Μαυρομάτι Καρδίτσας. Νόθος γιος του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, αδελφής του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Ο «γιος της καλογριάς» όπως τον αποκαλούσαν, δεν γνώρισε ποτέ την πατρική αγκαλιά και γράφεται ότι «κληρονόμησε» τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και την αθυροστομία από τη μάνα του που έφυγε από τη ζωή όταν ο ίδιος ήταν 8 χρονών.  Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης που πέρασε άσχημα παιδικά χρόνια δεν έκρυβε την καταγωγή του, αντίθετα ήταν περήφανος για αυτή.

«(…) Κι όταν τ` ανίδεο παιδί άρχισε να μπουσουλάει κι ύστερα να στρατουλίζει, ρώταγαν τους σαρακατσαναίους τσελιγκάδες που το είχαν:

–  Ποιανού είναι τούτο το μούλικο;

Κι έπαιρναν την απόκριση:

– Ο γιος της καλογριάς.

Αυτό στάθηκε το πρώτο όνομά του. Και δε λησμονήθηκε ποτέ. Τον ακολούθησε ίσαμε το θάνατο. Κι έπειτα πέρασε στην ιστορία», γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στη μονογραφία του «Καραϊσκάκης» (εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος), απ’ όπου μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα σχετικά με την καταγωγή και τα πρώτα, παιδικά μα διόλου άγουρα χρόνια του μεγάλου επαναστάτη Γ. Καραϊσκάκη.

Ο «Καραϊσκάκης» είναι ένα εξαιρετικό ιστορικό έργο, ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα, εξόχως διαφωτιστικό για την προσωπικότητα, τη ζωή και δράση του ήρωα, αλλά και την επανάσταση και τη στάση εχθρών και «φίλων» (ντόπιων και ξένων) απέναντι στον επαναστατημένο λαό. Αξίζει να το αναζητήσετε και να το διαβάστε.

***

Σαν τα παραμύθια αρχίζει τούτη η ιστορία. Στο κεφαλοχώρι του Ροδοβιτσιού της Άρτας, τη Σκουληκαριά, ζούσε πριν από εκατόν ογδόντα πάνω-κάτω χρόνια1 μια θεληματικιά κοπέλα, η Ζωή Ντιμισκή, αδερφή του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και ξαδέρφη του καπετάν Γώγου Μπακόλα. Παντρεύτηκε έναν ξενοτοπίτη, τον Γιαννάκη από το Μαυρομάτι της Καρδίτσας. Την πήρε νύφη, με τα λαγούτα και τις πίπιζες, και την πήγε στο δικό του χωριό. Μα τούτο το στεφάνωμα στάθηκε άτυχο. Έπειτα από λίγο πέθανε ο άντρας της και την άφησε χήρα, νέα κι άτεκνη.

Θες τα λόγια του κόσμου, θες η φτώχια, θες η συνήθεια, την έκαναν να καλογερέψει και να μπει καντηλανάφτισσα στο μοναστήρι του Αη-Γιώργη, που γνώριμος ή συγγενής της ήταν ο γέρος ηγούμενος. Κάτω όμως από το μαύρο ράσο έβραζε το αίμα της. Η ζωή τής γύρευε τα δικαιώματά της, που μάταια προσπάθαγε να πνίξει.

Εκεί, γύρω στα 1780, κονάκιασε, ως φαίνεται, στο μοναστήρι, ο φοβερός Δημήτρης Καραίσκος, αρματολός του Βάλτου. Λιμπίστηκε την ομορφιά της νιας καλογριάς, την έμπλεξε στα δίχτυα του και πλάγιασε μαζί της. Ευλογημένη ώρα! Η Ελλάδα τής χρωστάει έναν από τους πιο λαμπρούς ήρωες του Εικοσιένα.

Οι μήνες περνούσαν και το γκάστρι πια δεν κρυβόταν. Να γεννήσει στο μοναστήρι ήταν σκάνδαλο κι αμαρτία. Την πήγανε σε μια σπηλιά, που τώρα τηνε δείχνουν με περηφάνεια οι Μαυροματιώτες, και σ’ αυτή, όπως τ’ αρκούδια, έφερε στον κόσμο το παιδί της. Τ’ αφαλόκοψε μοναχή της, συγυρίστηκε η ίδια και το φάσκιωσε με κάτι παλιοκούρελα που μπόρεσε να οικονομήσει! Άνοιξε τον κόρφο της κι έφερε τα χείλια του μωρού στη ρόγα του βυζιού της. Του χαμογέλασε. Ήτανε Μάης κι ολούθε γύρω στη σπηλιά ανθοβολούσε ο βράχος…

Μα γρήγορα συννέφιασε το πρόσωπό της, όταν λογάριασε το τι θ’ απογίνουν εκείνο κι αυτή. Η πόρτα του μοναστηριού βρισκόταν πια κλειστή για την αμαρτωλή και το μπάσταρδο. Να πάει στους συγγενείς του αντρός της; Αμ ποιος θα τη δεχόταν, αφού απίστησε στη μνήμη του μακαρίτη; Να γυρίσει πίσω στο χωριό της; Δε θα συναντούσε άλλο τίποτα εξόν από την καταφρόνια των δικών της. Δεν της απόμενε παρά να τα βγάλει πέρα μοναχή της.

Αφού κάθησε η λεχώνα λίγο καιρό στη σπηλιά, όπου της έφερνε τροφή ο γέρος ηγούμενος, παράδωσε το παιδί στη γυναίκα κάποιου Σαρακατσάνη τσέλιγκα, Πουλιάνα τηνε λέγανε, να το βυζάξει κι αυτή πήρε των αματιών της κι έφυγε. Ντυμένη πάντα τα καλογερίστικα, γύριζε από χωριό σε χωριό πουλώντας κεριά, μοσχολίβανο, σταυρούς, εικονίσματα και θαυματουργό από τα καντήλια της εκκλησιάς λάδι, μοναδικό για τον πονόματο.

Ο τόπος όμως μικρός και σιγά-σιγά το μυστικό της γίνηκε βούκινο. Και καθώς ήτανε νια κι όμορφη, άκουγε από τους άντρες χοντρά πειράγματα κι από τις γυναίκες λόγια φαρμακωμένα. Μα η Ζωή δεν το ’βαζε κάτω, αποκρινόταν στα πρώτα με μια πιο βαριά ακόμα βρισιά και στ’ άλλα μ’ έναν πιο τσουχτερό λόγο. Απ’ αυτήνανε λένε πως πήρε ο Καραϊσκάκης την άτσαλη γλώσσα που είχε ως το τέλος της ζωής του.

Κι όταν τ’ ανίδεο παιδί άρχισε να μπουσουλάει κι ύστερα να στρατουλίζει, ρώταγαν τους Σαρακατσαναίους τσελιγκάδες που το είχαν:

–Ποιανού είναι τούτο το μούλικο;

Κι έπαιρναν την απόκριση:

–Ο γιος της καλογριάς.

Αυτό στάθηκε το πρώτο όνομά του. Και δε λησμονήθηκε ποτέ. Τον ακολούθησε ίσαμε το θάνατο. Κι έπειτα πέρασε στην ιστορία.

***

Μεγάλωνε το παιδί ανάμεσα στους ξένους, τρώγοντας ξύλο και μπομπότα. Ένα κουρέλι σκέπαζε το κορμί του ό,τι καιρό κι αν έκανε. Τα γυμνά πόδια του συνήθισαν ν’ αντέχουν στις κοφτερές τις πέτρες, στις τσουκνίδες την άνοιξη, στα ξεράγκαθα το καλοκαίρι, στα χιόνια το χειμώνα. Έμαθε να κάνει βαριά θελήματα πιο πάνω από την ηλικία του. Τάμα του δίνανε να βοσκάει τα γίδια, ήταν η χαρά του’ σκαρφάλωνε στις κακοτοπιές καλύτερα απ’ αυτά.

Φτώχια όλα, τα πάντα, και μιζέρια γύρω του, μα η δική του ζωή ήταν η πιο άχαρη απ’ όλες. Και τούτη τη σκοτεινή εικόνα δεν τη λησμόνησε ποτέ. Γι’ αυτό συμπονούσε τον αδύναμο και κατηγόραγε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά, όταν πια τράνεψε, έλεγε:

– Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει πριν δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο.

Η σκληρή αυτή ζωή τον έκανε πρόωρα να μεστώσει. Αν τσακωνόταν μ’ άλλα παιδιά και τους άνοιγε με καμιά πέτρα το κεφάλι, έτρωγε της χρονιάς του κι από πάνω άκουγε αδιάκοπα, σαν μια κατάρα που δεν μπόραγε να την κρίνει, να τόνε φωνάζουν μούλο και μπάσταρδο. Αν πάλι τόνε χτύπαγαν τ’ άλλα παιδιά, ήξερε πως δεν είχε να παραπονεθεί σε κανέναν, γιατί σ’ αυτόν θα ’ριχναν το φταίξιμο.

Μαύρα κι άραχλα στάθηκαν τα παιδικά του χρόνια. Ένα μονάχα πράμα θάμπωσε τότες το νου του: οι αρματολοί κι οι κλέφτες που πέρναγαν από τα τσελιγκάτα. Με τα χυτά στους ώμους μαλλιά τους, με το φεσάκι μ’ ασικλίκι φορεμένο, με τα χρυσοΰφαντα γελέκια τους, με το μακρύ ασημοδουλεμένο ντουφέκι τους στον ώμο, με τη μπρούντζινη μπαλάσκα τους και τη θήκη για το μεδουλάρι2, με το σελάχι τους φορτωμένο μπιστόλες και μαχαίρια, μοιάζανε γεννήματα ενός άλλου κόσμου, τόσο διάφορου απ’ αυτόν όπου ζούσε. Κατάλαβε πως είχαν δικό τους μπαϊράκι, γεμάτο παλικαριά, λεβεντιά κι αξιοσύνη. Τους καμάρωνε να στήνουνε χορό και ν’ αναχτυπάνε στα δασωμένα στήθια, στη λιγνή τη μέση και στα γεροδεμένα μπούτια, τα χαϊμαλιά, τα βραγκαλίδια, τα γατζούδια κι οι τοκάδες. Κι όταν πια οι φλάσκες αδειάζανε από κρασί και το γλέντι κόρωνε, έβλεπε ν’ αστραφτοκοπάνε ανάμεσα στα έλατα και τον ήλιο οι γυμνωμένες πάλες κι άκουγε να βροντολαλούνε τα καριοφίλια, πνίγοντας τα τσουγκρανίσματα του ταμπουρά. Αφουγκραζόταν τα τραγούδια τους και λίγο-λίγο τα μάθαινε:

Πασά μου έχω το σπαθί, βεζίρι το ντουφέκι.
Κάλλιο να ζω με τα θεριά, παρά να ζω με Τούρκους.

Κι είδε ακόμα την κλεφτουριά να ρίχνει το λιθάρι και να παραβγαίνει στο πήδημα και στο τρέξιμο. Κι όλ’ αυτά τον μάγεψαν τόσο, που, όταν έβοσκε στα διάσελα τα γίδια, ονειρευόταν μ’ ανοιχτά τα μάτια πότες θα γίνει κλεφτόπουλο κι αυτός, να τόνε τρέμει ο ντουνιάς και να τόνε τραγουδάει ο κόσμος.

Μα η ζωή δε μοιάζει με τα όνειρα. Η μάνα του, ως φαίνεται, πέθανε άμα ήταν οχτώ χρονών. Όλα γύρω του γίνηκαν κόλαση. Οι ξένοι καταφρόνεσαν το παιδί πιότερο από ποτέ και γύρευαν μ’ αδιάκοπη δούλεψη να τους πλερώνει το ξεροκόμματο που του δίναν να φάγει. Και τότε παίρνει την πρώτη μεγάλη απόφαση. Παρατάει τους Σαρακατσαναίους, φεύγει από το Μαυρομάτι και τραβάει για τη Γράλιστα, που βρίσκεται ίσαμε πέντε ώρες δρόμο από τη σημερινή Καρδίτσα. Κι εκεί, λίγο πιο κάτω από το χωριό, στη σπηλιά του Λώλου, στήνει το πρώτο λημέρι του. Είχε τη γη για στρώμα, προσκέφαλο την πέτρα. Τα μόνα άρματά του, για να μην πεθάνει από την πείνα, ήταν η σβελτάδα του κι η καπατσοσύνη του. Έκλεβε φρούτα κι άλλοτες άρπαζε καμιά κότα. Τέτοια κακή φήμη απόχτησε τότες, που οι μάνες, σ’ αυτά τα μέρη, ακόμα ως χτες λέγανε στους κανακάρηδές τους, άμα τους βλέπανε ν’ αλητεύουν:

– Σαν τον Καραϊσκάκη καταντήσατε, βρε!

Όταν τ’ άλλα παιδιά τα νταντεύανε, αυτός είχε κιόλας αρχίσει τον πιο σκληρό αγώνα με τους ανθρώπους και τη φύση. Πότες έπιανε πετροπόλεμο με τα χωριατόπουλά που τον κυνηγούσαν, πότε ξέφευγε σαν αλεπού από τις παγάνες που του στήνανε να τόνε πιάσουνε να κλέβει καμιά κότα, πότες τουρτούριζε σύγκορμα μην έχοντας τίποτα να σκεπαστεί. Μεγάλωνε σαν αγρίμι, ανάμεσα στ’ άλλα τ’ αγρίμια. Τίποτ’ άλλο δεν έβλεπες πάνω σε τούτο το πρόωρα βασανισμένο παιδικό πρόσωπο, παρά δυο μικρά βαθουλωτά μάτια να σπιθίζουν. Και τούτη η σπίθα ποτές δεν έσβησε απ’ αυτά. Όλοι όσοι θα τόνε γνωρίσουνε παραΰστερα, θα τους κάνει τόση εντύπωση που να μην τη λησμονήσουν ποτέ.

***

Και ΤΩΡΑ θα με ρωτήσεις, φίλε μου, αν ο Καραϊσκάκης ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας του. Δύσκολο στέκεται ν’ αποκριθώ. Τα μόνα σίγουρα είναι τούτα εδώ: ο ίδιος σ’ όλη του τη ζωή ποτές δεν έκρυψε από κανέναν πως ήταν μπάσταρδος γιος μιας καλογριάς. Όταν πάνω στην οργή του έλεγε καμιά χοντρή βρισιά σε κάποιον κι αυτός αγρίευε, τον αντίσκοφτε με τούτα τα λόγια:

– Τι θυμώνεις, ωρέ; Κι εγώ σάματις τι είμαι; Ένας μούλος!

Ο γιατρός Millingen, που συνταξίδεψε μαζί του το Δεκέμβρη του 1823 από τη Λευκάδα στην Ιθάκη, γράφει πως

«όχι μονάχα δεν έκρυβε την καταγωγή του, μα υπερηφανευόταν γι’ αυτή ωσάν να ήταν κανένας προνομιούχος τίτλος. Κι όπως ξεχώριζε για την εξυπνάδα του και τ’ αστεία του, μας ανιστόρησε, με λεπτομέρειες και με τον πιο κωμικό τρόπο, τις ερωτικές δοσοληψίες και περιπέτειες της μάνας του με τον υποθετικό πατέρα του».3

Μα κι ο γραμματικός του και βιογράφος του Γ. Γαζής βεβαιώνει πως συχνά τον άκουγε να περηφανεύεται πως ήτανε μούλος:

– Ε ωρέ, έλεγε, όπως τ’ άγρια μπολιασμένα δέντρα βγαίνουν καλύτερα από τα ήμερα, όμοια και τα μπάσταρδα παιδιά βγαίνουν κάποτες καλύτερα από τα γνήσια.

Ο ίδιος αυτός ο Γαζής, στο χειρόγραφο «Λεξικόν τής Έπαναστάσεως τών Ελλήνων», γράφει:

«Αυτή δε (η μάνα του) συνέλαβε έπειτα (από το θάνατο του άντρα της) τον Καραϊσκάκη κατ’ έρωτα, καλογραία γενομένη, από τον καπετάνον του Βάλτου Καραΐσκον4, εφ’ ου ίσως ωνομάσθη και το βρέφος Καραϊσκάκης. Τοιαύτη είναι η εξιχνίασις του Περραιβού. Ο Καραϊσκάκης όμως δεν είχεν είδησιν διόλου τοιαύτης γενεαλογίας, αλλ’ ασυστόλως κηρύττων εαυτόν νόθον, έλεγεν ότι η μάνα του έφαγε σαράντα χιλιάδες – έως να τον γεννήση».

Δεν ήξερε λοιπόν ο Καραϊσκάκης ποιος ήταν ο πατέρας του; Το μόνο βέβαιο στέκεται πως ποτέ σε κανέναν δε μίλησε γι’ αυτόν. Άλλο όμως αν ήξερε κι άλλο αν δε μίλησε. Πάνω στη σφραγίδα του, που έχει χρονολογία 1816, βρίσκεται χαραγμένο τ’ όνομα Καραϊσκος. Καραΐσκο τον έγραφε κι η γυναίκα του, κι ο Πουκεβίλ Καραΐσκο τον αναφέρνει, και μάλιστα αδερφό του Αντρέα Ίσκου, που ήταν ο νόμιμος γιος του καπετάν Δημήτρη Καραϊσκου. Μα κι ο Γ. Πραΐδης, στο ημερολόγιο που κράταγε για όσα γίνηκαν τα δυο τελευταία χρόνια της Επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, Καραΐσκο τον γράφει. Έπειτα από τόσες μαρτυρίες που έχουμε, θα ’ταν παράξενο να φανταστώ πως ο ίδιος ποτές δεν είχε την περιέργεια να μάθει από πού κι ως πού είχε τούτο τ’ όνομα.

Μα τότες γιατί δεν ήθελε ν’ αποφανεί πως ήξερε ποιος ήταν ο γονιός του; Σ’ ένα τέτοιο ρώτημα δίνουμε τούτη δω την εξήγηση: αρνήθηκε, από περηφάνεια, τον πατέρα του, που ενώ ήταν τρανός τον παράτησε να τόνε φάνε ανθρώποι και θεριά και ποτές δεν ξέτασε τι απογίνηκε. Ήτανε μούλος, ναι, και δεν το ’κρύβε. Μα δεν καταδεχόταν να τόνε λογιαριάζουν για τον μπάσταρδο γιο ενός τόσο γνωστού καπετάνιου, που τ’ άλλο, το νόμιμο παιδί του, ο φαντασμένος Αντρέας Ίσκος, κανακεύτηκε από κείνον και κληρονόμησε όλα τα μεγαλεία. Ό,τι γίνηκε το χρώσταγε σ’ έναν μονάχα’ στον ίδιο τον εαυτό του. Νίκησε την ενάντια μοίρα κι όταν πια, με την αξιοσύνη του και την παλικαριά του, τράνεψε, προτίμησε να ’ναι το παιδί άγνωστου πατέρα. Και σ’ αυτό χρωστάμε πως δε δοξάστηκε ως Καραΐσκος. Όταν δηλαδή απόχτησε δίκιά του οντότητα, προτίμησε το υποκοριστικό παιδικό όνομα, το Καραϊσκάκης.

***

Ας ξαναγυρίζουμε στ’ ορφανό που αφήσαμε στη σπηλιά του Λώλου στη Γράλιστα να παλεύει με τους ανθρώπους και τη φύση, για να μην πεθάνει από την πείνα και το κρύο.

Ο Μακρυγιάννης λέει πως από δέκα χρονών παιδί γίνηκε κλέφτης5 κι ο Αινιάνας γράφει πως

«μόλις ό Καραϊσκάκης έφθασεν εις ηλικίαν να φέρη όπλα και αμέσως κατετάχθη εις εν σώμα κλεφτών σύνηθες καταφύγιον των εχόντων εντονώτερον της ελευθερίας το ελατήριο».6

Υπάρχει ακόμα και τούτη δω η πληροφορία του Καρκαβίτσα, που την άντλησε από επιτόπια παράδοση:

«Ως δεκαπέντε χρονών πέρασε από το Μουζάκι κι έβαλε ένα κορίτσι, γνώριμό του, ψωμί να του ζύμωση, το πήρε κι έφυγε κλέφτης. Εδώ φαντάζεται κανείς τι άγριες και φλογερές φωτιές θα καίγανε μέσα στο νου αυτού του παιδιού».7

Όλες οι μαρτυρίες που έχουμε βεβαιώνουν πως δεν πρέπει να ’ταν πιότερο από δεκαπέντε χρονών παιδί όταν πρωτογίνηκε κλέφτης. Μα την απόφαση να βγει στο κλαρί δεν την πήρε έτσι ξαφνικά, όπως το θέλει ο Καρκαβίτσας, κι ούτε πήγε ψυχογιός σ’ αλλουνού νταϊφά, όπως λέει ο Αινιάνας. Κάπως διαφορετικά γίνηκαν τα πράματα. Τα χωριατόπουλά, που όταν πρωτόφτασε στη Γράλιστα άγρια τον κυνήγησαν, άρχισαν σιγά-σιγά να κάνουν παρέα μαζί του. Δεν άργησε τούτο το δοκιμασμένο κιόλας από τη ζωή τολμηρό και πανέξυπνο παιδί να ξεσηκώσει τα μυαλά των πιο ψυχωμένων συνομήλικών του. Φτιάσανε μια ψευτοσυμμορία. Άλλοτες έπιαναν τον πετροπόλεμο μ’ άλλα χωριατόπουλά κι άλλοτες αρπάζανε γίδια, τα σούβλιζαν, τα ’ψηναν κι έπειτα το ’ριχναν στο τραγούδι και στο χορό, λογαριάζοντας τους εαυτούς τους τρανούς κιόλας κλέφτες. Τούτα όμως τα κατορθώματά τους παράγιναν και τότες άρχισε ο κατατρεγμός. Δεν τους απόμενε άλλο τίποτα, παρά να οικονομήσουν κανένα παλιοντούφεκο και να βγουν ζορμπάδες. Και σε λίγο τριγύρναγαν αρματωμένοι πια στα βουνά. Μ’ αρχηγό τον πιο άξιο τους, τον Καραϊσκάκη, που μόλις χνούδιζε το μάγουλό του, σβάρνιζαν τ’ Άγραφα με τα θεόρατα βουνά – την Καράβα, την Τσουρνάτα, τον Αη-Λιά, με τα νερά, τα έλατα, τα πλατάνια και τους δέντρους8 – που ολονών οι κορυφές σχίζουνε τον ουρανό πάνω από τα δύο χιλιάδες μέτρα. Κι’ ήταν, όπως είπαμε, τα πιο δύσκολα χρόνια για την κλεφτουριά. Άλλοι κι άλλοι τρανοί αρματολοί και κλέφτες είτε ξεπατώνονταν είτε προσκύναγαν τον Αλή πασά κι αυτά τα παλιόπαιδα τότες σηκώσανε μπαϊράκι.

Οι κλέφτες επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο δε θέλ’ να προσκυνήσει
ψηλά στην πέτρα κάθονταν, τον ταμπουρά λαλούσε:
«Εγώ ραγιάς δε γίνομαι, χαράτσι δεν πληρώνω».

Σαν έμαθε ο μπουλούκμπασης9 πως κάτι καινούργια αγκάθια φυτρώσανε στα βουνά, πήρε κάμποσους τζοανταραίους10 και τράβηξε κατά τη Γράλιστα, περνώντας απ’ την Αγια-Μαρίνα και τον Αη-Θανάση, να ζώσει τα κλεφτόπουλα από παντού, να τα πιάσει ζωντανά και τότες θα βλέπανε πόσες ουρές είχε ο βούρδουλάς του. Τ’ αμούστακα παλικάρια, άμα τους είδανε να ροβολάνε κατά κει, πιάνουν μετερίζια στον Αη-Θανάση. Τους αφήνουν να σιμώσουν ίσαμε λίγες δρασκελιές κι ο Καραϊσκάκης δίνει το πρώτο πολεμικό του πρόσταγμα:

– Βαράτε, παλικάρια!

Και τότες τι να δεις; Οι φοβεροί τζοανταραίοι, που περπατάγανε κι έτρεμε η γης, κατρακυλούσανε τα βράχια μαζί με τις χαντζάρες τους και τα καφτάνια τους. Τρεις απόμειναν σκοτωμένοι κι οι άλλοι το βάλανε στα πόδια να γλιτώσουν. Από κείνη τη μέρα τράνεψαν τα παιδαρέλια. Πήρανε όνομα σ’ όλα τα γύρω μέρη και στόλισαν τα σελάχια τους με τ’ ασημοδουλεμένα άρματα των Τούρκων που ξεπάστρεψαν.

Το δεύτερο κατόρθωμά του γίνηκε σε κάτι βαφτίσια στη Γράλιστα, όπου πήγανε να γλεντήσουν και να δειχτούν. Άμυαλα ακόμα καθώς ήτανε, καταφρόνεσαν τον κλέφτικο νόμο πως ποτέ δεν πρέπει να κονακιάζουν το βράδυ εκεί όπου περάσανε τη μέρα τους. Δώσανε  τζασίτηδες11 είδηση στο ντερβέναγα και σε λίγο πλάκωσε η Τουρκιά και μπλοκάρισε το σπίτι όπου μένανε. Τότες για πρώτη φορά άστραψε το πολεμικό δαιμόνιο του Καραϊσκάκη.

– Πάρτε, λέει στ’ άλλα κλεφτόπουλα, ό,τι κάπες είναι κι άμα θ’ ανοίξω την πόρτα να τις πετάξετε όξω όλοι με μιας.

Όπως το ’πε γίνηκε. Ακούνε οι Τούρκοι ν’ ανοίγει η πόρτα και μισοξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι τις κάπες κι αδειάζουν πάνω τους με μιας όλα τους τα ντουφέκια. Ώσπου να τα ξαναγεμίσουν, χυμάν όξω τα κλεφτόπουλα, ζαρκάδια στα ποδάρια, ροβολάνε τον κατήφορο και γίνουνται άφαντα. Μα στον Καραϊσκάκη δεν έφτασε πως γλίτωσε. Ήθελε κιόλας να ξευτελίσει τον ντερβέναγα. Οδηγάει λοιπόν απ’ άλλονε δρόμο τα παλικαρόπουλά του, πιάνει ένα ψήλωμα στις πλάτες των Τούρκων και τους ρίχνει από κει δυο-τρεις κοροϊδευτικές μπαταριές.

 

1.(Σημ.τ.Επ.). Η πρώτη έκδοση του έργου έγινε το 1956. Ας το λάβει υπόψη του ο αναγνώστης και σε άλλα σημεία του βιβλίου.

2.Την αλοιφή για τα ντουφέκια τους.

3.Zulius Millingen «Memoirs of the Affairs of Greece», o. 36-37.

4.Μερικοί θένε να πούνε πως ο πατέρας του δεν ήταν ο Καραΐσκος, μα ο κλέφτης Αραπόγιαννης είτε κάποιος άγνωστος τσιγγάνος. Αποδέχτηκα, γιατί είναι η πιο πειστική απ’ όλες, τη γνώμη του Περραιβού, του Γαζή και του Βλαχογιάννη πως ήταν ο Καραΐσκος.

5.Μακρυγιάννη «Απομνημονεύματα», εκδ. β’., τ. α’., σ. 156.

6.Δ. Αινιάνα «Βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη», εκδ. β’., σ. 12.

7.Γ. Βλαχογιάννη «Καραϊσκάκης», σ. 159.

8.Δέντρο λένε σ’ εκείνα τα μέρη τη δρυ.

9.Αρχηγός μικρού στρατιωτικού σώματος.

10.(Σημ. τ. Επ.) τζοχαντάρης: επίλεκτος σωματοφύλακας.

11.Οι κατάσκοποι.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: