Νέστορ Μαχνό – Ο “πατέρας” του Αναρχικού Μαύρου Στρατού

Πριν οι μπολσεβίκοι αποχτήσουν τον “πατερούλη” τους, οι αναρχικοί της Ουκρανίας είχαν βρει το δικό τους “πατέρα” στο πρόσωπο του Νέστορ Μαχνό.

O Ουκρανός Νέστορ Μαχνό (μπάτκο, δηλαδή πατέρα, όπως τον προσφωνούσαν οι ακολουθοί του) αποτελεί μαζί με τον Πιότρ Κροπότκιν το πιο αναγνωρίσιμο πρόσωπο της προ – και μετεπεναστατικής αναρχίας στη ρωσική αυτοκρατορία και τη μετέπειτα ΕΣΣΔ. Αμφότεροι εχθρικά διακείμενοι προς την Οχτωβριανή Επανάσταση και το λενινισμό, δεν έτυχαν της ίδιας μεταχείρισης από το πρώτο κράτος εργατών και αγροτών, κάτι που σχετίζεται με το ότι η κριτική του Κροπότκιν έμεινε σε θεωρητικό επίπεδο, ενώ ο Μαχνό ηγήθηκε ολόκληρου στρατού ενάντια στην Επανάσταση, παρά τις κατά καιρούς περιόδους συμμαχίας μαζί του κατά των Λευκών, θέτοντας εαυτόν εκ των πραγμάτων στην πλευρά των θανάσιμων εχθρών της.

Γεννήθηκε το 1888 στη σημερινή περιοχή της Σαπορίστσιγια στην Ουκρανία, ως τελευταίο από τα πέντε παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Έχασε τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία και αναγκάστηκε να εργαστεί σε ηλικία επτά ετών ως βοσκός για να επιβιώσει η οικογένειά του. Άφησε το σχολείο στα 12 του χρόνια, δουλεύουντας όλο το χρόνο στα κτήματα ευγενών και εύπορων αγροτών (κουλάκων), κάποιοι εκ των οποίων γερμανικής καταγωγής έποικοι. Περιπλανήθηκε επαγγελματικά, ως ζωγράφος κι εργάτης σε χυτήριο, αρχικά ως ανειδίκευτος και μετέπειτα ως τεχνίτης στο ίδιο εργαστήριο.

Εκείνα τα χρόνια πραγματοποιείται και η πολιτικοποίησή του, μέσω των επαφών του με τοπικούς αναρχικούς, οι οποίοι ήταν κυρίως γιοι φτωχών αγορών και την ανάγνωση γραπτών του Μπακούνιν και του Κροπότκιν. Από το 1906 ως και το 1910 συλλαμβάνεται και απελευθερώνεται διαρκώς για τη δράση του, μέχρι που εκείνη τη χρονιά καταδικάζεται σε θάνατο δι’απαγχονισμού με 13 συναγωνιστές του, λόγω του νεαρού της ηλικίας του και των προσπαθειών της μητέρας του η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια καταναγκαστικά έργα. Στη διάρκεια της κράτησής του υπέστη την αφαίρεση ενός μέρος του πνεύμονά του λόγω φυματίωσης, που χειροτέρευσε από τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής κι εργασίας στις φυλακές Μπουτίρκα της Μόσχας.

 

Απελευθερώθηκε χάρη στην επανάσταση του Φλεβάρη το 1917 επιστρέφοντας στην Ουκρανία, όπου συμμετείχε σε αγροτικές επιτροπές κι αργότερα τέθηκε επικεφαλής σοβιέτ αγροτών κι εργατών. Εκείνα τα χρόνια προσπάθησε να εγκαθιδρύσει αναρχικές κομμούνσες στα εδάφη μεγαλογαιοκτημόνων που σύμφωνα με το σχετικό διάταγμα των μπολσεβίκων περνούσαν στα χέρια ακτημόνων.

Το κίνημα του Μαχνό (γνωστό και ως Μαχνοφστσίνα)απέκτησε σημαντική επιρροή μεταξύ των μουζίκων της Ουκρανίας, παρατάσσοντας έναν εθελοντικό αντάρτικο στρατό περίπου 50.000 ατόμων, σε μια εποχή που η Ουκρανία είχε 7 εκ. κατοίκους. Οι μονάδες αυτές ήταν ευέλικτες λόγω των αλόγων και μουλαριών που χρησιμοποιούσαν, μαζί με κάρα και άμαξες. Η προσπάθεια των ανδρών του Μαχνό να εξασφαλίζουν τον εφοδιασμό τους μέσω ανταλλαγμάτων σε είδος ή χρήματα συνέβαλε στο να γίνεται ανεκτός ή και να στηρίζεται  ο αναρχικός στρατός ενεργά από αρκετές αγροτικές μάζες της περιοχής δράσης τους.

Οι επιτυχίες του Μαχνό τόσο κατά του αυστριακού και γερμανικού στρατού, όσο και κατά των Λευκών αντεπαναστατών, προσείλκυσαν την προσοχή του Λένιν, που τον Ιούνη του 1918 συναντήθηκε κατόπιν μεσολάβησης του Γιάκοβ Σβερντλόφ με το Μαχνό στο Κρεμλίνο, προσπαθώντας να τον προσεταιριστεί υπέρ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουκρανίας. Μετά την κατάρρευση της τελευταίας, την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο στηριζόμενος από τη Γερμανία αντιδραστικός στρατηγός Αταμάν Πάβλο Σκοροπάντσκι, εγκαθιδρύοντας ένα αυταρχικό καθεστώς, το οποίο αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση του αντικομμουνιστή σοσιαλδημοκράτη Σιμόν Πετλιούρα, που συνέχισε τον πόλεμο κατά των μπολσεβίκων, συμμαχώντας με τους πολωνούς κατά τον πολωνοσοβιετικό πόλεμο, ως την ήττα του ουκρανικού εθνικισμού το 1921.

 

Ο Μαχνό και ο Αναρχικός Μαύρος Στρατός, περίπου 15.000 ατόμων έδωσε πολλές μάχες κατά των Λευκών, αλλά και των μπολσεβίκων κατά διαστήματα, με τους οποίους τους χώριζε ιδεολογικοπολιτική άβυσσος. Οι μαχνοβίτες διατείνονταν πως στις περιοχές που ήλεγχαν καταργούσαν  το κράτος, παρέκαμπταν τη δικτατορία του προλεταριάτου που ερμήνευαν ως δικτατορία των μπολσεβίκων και ίδρυαν τοπικά συμβούλια στις αρχές της αυτοδιαχείρισης. Αυτό προφανώς, όπως επεσήμαιναν στην πολεμική τους οι μπολσεβίκοι, δε σήμαινε καθόλου την ανυπαρξία κατασταλτικών μηχανισμών από πλευράς τους, με κυριότερο την Επιτροπή για την Καταπολέμηση Αντιμαχνοβίτικων ενεργειών. Επιπλέον, πέραν από την εξιδανικευμένη εικόνα ενός ελευθεριακού στρατού, η δράση του των μαχνοβιτών αμαυρωνόταν κι από τα προσωπικά πάθη του φυσικού του ηγέτη και άλλων ανδρών του, τα οποία στις συνθήκες εκείνες είχαν αντικειμενικά και πολιτικές συνέπειες, που επισημαίνουν ακόμα και ομοϊδεάτες του Μαχνό.

Σε μια προσπάθεια διαλόγου με τον Ουκρανό αναρχικό ηγέτη, ο Λένιν απέστειλε τον Κάμενεφ στην Ουκρανία, ο οποίος διεξήγαγε μια συζήτηση σε ήρεμους τόνους με τον Μαχνό. Εκείνος όμως στη συνέχεια ισχυρίστηκε πως είχε υποκλέψει μηνύματα των μπολσεβίκων βάσει των οποίων ο ίδιος θα δολοφονούνταν και ο Κόκκινος Στρατός θα επιτιθόταν στους Μαχνοβίτες.

Ως απάντηση οι μπολσεβίκοι απάντησαν με εντολή σύλληψης των μελών της Ναμπάτ, δηλαδή της Ομοσπονδίας Αναρχικών Ομάδων υπό των Μαχνό, ο οποίος, διωκόμενος από το στρατό των λευκών υποχώρησε στο εσωτερικό της Ουκρανίας. Την επόμενη χρονιά ωστόσο ο Μαύρος Στρατός αντεπιτέθηκε, αποσπώντας το μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Ουκρανίας.

Το 1920 οι άνδρες του συνέλαβαν δυο άνδρες της Τσέκα, της μυστικής αστυνομίας των μπολσεβίκων, εκτελώντας τους με την κατηγορία σχεδίου δολοφονίας κατά του Μαχνό. Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς υπήρξε εκεχειρία μεταξύ μαχνοβιτών και Κόκκινου στρατού, συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση του στρατού των λευκών, μετά και την αμνηστία που έδωσαν οι μπολσεβίκοι σε αναρχικούς κρατούμενος.

Ο Μαχνό αρνήθηκε να διαλύσει το στρατό του μετά την ήττα των Λευκών, πραγματοποιώντας με διαρκείς επιδρομές σε όλη την Ουκρανία και προβάλλοντας ενεργή αντίσταση κατά του Κόκκινου Στρατού υπό τον Μιχαήλ Φρούνζε. Ο ίδιος κατόρθωσε να διαφύγει στο εξωτερικό, αρχικά στη Ρουμανία, μετά στην Πολωνία, το Βερολίνο και το Παρίσι, όπου έγινε μέλος της κοινότητας αναρχικών Ρώσων εμιγκρέδων. Συμμετείχε στη συγγραφή της «Οργανωτικής Πλατφόρμας των Ελευθεριακών Κομμουνιστών», που προσπαθούσε να θέσει τις οργανωτικές βάσεις των αναρχικών υπό το πρίσμα της πρόσφατης ήττας από τους μπολσεβίκους, ένα κείμενο που δίχασε τους αναρχικούς, θεωρούμενο από μερίδα τους ως υπερβολικά ανελαστικού και αυταρχικού.

Έφυγε από τη ζωή στις 25 Ιούλη 1934 από φυματίωση και τάφηκε σε κοιμητήριο του Παρισιού, παρουσία κάποιων εκατοντάδων οπαδών του.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: