Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα: «Τα λέω για να μείνουν στο χαρτί…»

Η Άννα Κεφαλέλη συνομιλεί με τη μαχήτρια του ΔΣΕ και συγγραφέα Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα. Συγκλονιστική η περιγραφή της αγωνίστριας Ελένης που, κοριτσάκι, έμαθε τα πρώτα της γράμματα στην παρανομία, δίπλα στον καταζητούμενο αγωνιστή Φώτη Τσίγκα, του οποίου ήταν σύνδεσμος, και στη συνέχεια στον ΔΣΕ όπου κατατάχτηκε στα 15 της χρόνια.

Απόψε, 2/01/ 2019 πάλι με την Ελένη τα λέμε. Στο τηλέφωνο ακουμπάω και όπου με πάει λέω… Ακούραστη η Ελένη. Από την καλησπέρα αρχίσαμε και ούτε που κατάλαβα πως φτάσαμε πάλι στην Ιστορία. Από το χέρι με παίρνει και στο ΧΤΕΣ με πηγαίνει. Στα δεκαπέντε της, μαχήτρια του ΔΣΕ η Ελένη… Χρόνια και αναμνήσεις που δε λένε να φύγουν όσα χρόνια κι αν περάσουν ακόμα. Μονολογώ και λέω… Τι ήταν και αυτό απόψε… Σε μονοπάτια και εικόνες που δεν ήξερα πήγαμε. Σε σκέψεις και εικόνες που μόνο η Ελένη θα μπορούσε να περιγράψει.

Έγραψε το βιβλίο «Η  Μυρτιά του βουνού» και είπε πολλά. Με συγκλόνισε όταν το διάβασα και ήθελα να τη βρω, να τη γνωρίσω και να της πω για τα συναισθήματά μου. Η γνωριμία μας έγινε ανάγκη ψυχής. Νόμισα τα έγραψε όλα. Μα τώρα διαπιστώνω πόσα δεν είπε και πόσα δεν έγραψε. Και είναι πολλά. Χρόνια μιλάμε και όλο της λέω: «Τα πολλά έμειναν πίσω». Βγαίνουν λίγα, λίγα στην κουβέντα μας και όλο κάτι παραπάνω λέμε.

Τι κι αν πέρασαν 70 χρόνια από ΤΟΤΕ… Είναι οι αναμνήσεις που σημάδεψαν το μικρό κοριτσάκι της εποχής. Με κυνηγημένο πατέρα τι να έκανε η Ελένη;;; Έφυγε και αυτή στο βουνό. Στο ΔΣΕ εντάχτηκε στα 15 της και χωρίς δεύτερη σκέψη.

Δεν θα πω κάτι παραπάνω, την κουβέντα της βραδιάς κράτησα και μοιράζομαι με φίλους και αναγνώστες, έτσι… για να γράψουμε και στιγμές που δεν είχαμε το χρόνο να τα πούμε… Στα χρόνια του πολέμου με πάει και κάπως έτσι ξεκινάμε:

-Δεν μπόρεσα να πάω στο σχολείο κείνα τα χρόνια. Πολλές φορές αναρωτιόμουν μήπως έφταιγα εγώ… μήπως έπρεπε να κάνω κάτι…  Για πολλά χρόνια πίστευα πως έφταιγα εγώ που δεν έμαθα γράμματα. Εκείνη την εποχή εγώ έκανα άλλα πράγματα… Πήγαινα νύχτα στο χωράφι μας με τις πυγολαμπίδες στο χέρι για να μου φωτίζουν λίγο, λίγο στο δρόμο. Πήγαινα εκεί που ήξερα πως με περίμενε ο αείμνηστος Φώτης Τσίγκας κρυμμένος στα χρόνια της παρανομίας. Καταζητούμενος όπως τόσοι άλλοι δημοκράτες, κομμουνιστές, ο Φώτης περνούσε τις ώρες του κρυμμένος εκεί, στο βάθος, στην άκρη του χωραφιού μας και σε απόσταση ασφαλείας από το χωριό μας. Εκεί σκάψανε οι σύντροφοί του ένα μικρό χαντάκι και έμοιαζε με τούνελ στη δική μου φαντασία. Δίπλα του είχε και τον πολύγραφο που θυμάμαι, αλλά τότε δεν ήξερα και τι είναι…

Ο Φώτης ήταν ο διαφωτιστής της περιοχής, ήταν μορφωμένος άνθρωπος, με σπουδές στη Νομική Σχολή. Ήταν Δικηγόρος ο Φώτης. Το ίδιο και ο αδερφός του. Πήγαινα εκεί και όλο τον έβλεπα να γράφει. Μου έδινε και σημειώματα. Έπρεπε να τα πάω στο χωριό, στους συντρόφους μας. Όλα ήταν άγνωστα για μένα. Κοιτούσα με ορθάνοιχτα μάτια και με την περιέργεια ενός παιδιού που ήταν έτοιμο να ρωτήσει… Με έβλεπε ο Φώτης που έφτανα νύχτα εκεί και μ’ έπαιρνε μέσα στην κρυψώνα. Με έβαζε δίπλα του και με μάθαινε το Ο και το Ι και να συλλαβίζω. Εκεί, δίπλα του καθόμουν και περίμενα. Γρήγορα διάβαζε το σημείωμα που του πήγαινα και αμέσως ετοίμαζε το δικό του. Μαζί με τα μηνύματα, του πήγαινα και το φαγητό από το χωριό μου. Οι σύντροφοι είχαν το νου τους. Ετοίμαζαν τα σημειώματα και το φαγητό και η Ελενίτσα πήγαινε… Στο δρόμο μάζευα και πυγολαμπίδες σ’ ένα κουτί κι έκανα πως παίζω. 

-Τι είναι πάλι αυτά Ελένη μου;

-Αφού στα είπα…

-Ε… όχι στη λεπτομέρεια… Μικρή αναφορά κάναμε κάποια στιγμή… Τώρα μου τα λες ζωντανά, παραστατικά και με λεπτομέρειες. Συνέχισε…

-Ένα βράδυ, πηγαίνοντας για το χωράφι μας, νύχτα βέβαια, είχα μαζέψει πάρα πολλές πυγολαμπίδες (αλλού κωλοφωτιές τις λένε). Εκείνες τις μέρες θέρισαν τα σιτάρια στον κάμπο και μ’ έπιασε και το ρομαντικό μου. Ας ήμουν 12-13 χρονών, παιδί του χωριού ήμουνα κι ας μην πρόλαβα να απολαύσω τις ομορφιές και τα παράξενα της φύσης. Είχα όμως την παιδική μου φαντασία και έφτιαχνα τις δικές μου εικόνες. Θυμάμαι ακόμα εκείνο το βράδυ που πήγαινα στο Φώτη και είχε ένα φεγγάρι μεγάλο και φωτεινό. Όπως περπατούσα έβλεπα πως φώτιζε τις φρεσκοκομμένες καλαμιές και γυάλιζε ο τόπος. Περπατούσα και νόμιζα πως πατάω  πάνω σε χρυσάφι… Είναι εικόνες που δεν έφυγαν ποτέ από το μυαλό μου. Με το φως του φεγγαριού δυσκολευόμουν να μαζέψω τις πυγολαμπίδες. Που και που έβλεπα καμιά να περνάει και να πετά από δέντρο σε δέντρο.

-Και τι έκανες με τις πυγολαμπίδες…

-Ααα, τις μάζευα σ’ ένα κουτί και όλες μαζί φωτίζανε και λίγο παραπάνω. Αυτά τα τσικ, τσικ φωτάκια τους, μού έδιναν την παιδική εικόνα του φωτός. Ήταν σαν ένας φακός που κρατάς στο χέρι και περπατάς. Κείνες τις στιγμές τις ζούσα έντονα και τις ζω έντονα ακόμα και σήμερα. Σε μικρή απόσταση από την κρυψώνα με περίμενε ο Φώτης. Έπαιρνε και τα μέτρα του, την αυτοπροστασία του βέβαια, γιατί όλα ήταν πιθανά και ο κίνδυνος να πιαστεί παραμόνευε κάθε στιγμή. Έβλεπε ο Φώτης τις πυγολαμπίδες και ήξερε πως πλησιάζω. Είχε όμως και το νου του. Κοίταγε και γύρω, γύρω και πίσω μου, μήπως και κάποιος χαφιές με παρακολουθεί. Έτσι ήταν ΤΟΤΕ, την σκιά τους πάντα δίπλα μας είχαμε… Ο Τσίγκας μ’ έβλεπε μικρό κοριτσάκι και όλο σκέφτονταν μήπως με πιάσουν και με τη φοβέρα των χαφιέδων θα πω και που είναι η κρυψώνα. Ένα βράδυ, η ώρα περνούσε κι εγώ έφτασα αλλά τον Φώτη δεν έβλεπα. Έλεγα το σύνθημα αλλά αυτός δεν φαίνονταν και δεν απαντούσε. Παρακολουθούσα και γύρω, γύρω έφερνα τα μάτια μου μήπως και κάποια σκιά χαφιέδων με ακολουθούσε. Ήξερα κι εγώ να φυλάγομαι τώρα. Φώναξα και μια και δύο φορές το σύνθημα και επιτέλους είδα ξαφνικά τον Φώτη μπροστά μου και μού λέει: « Τι λες μωρέ… ήρθες…». Που είσαι και σε περιμένω, του λέω. «Αυτά που έχεις στα χέρια σου τι είναι;». Πυγολαμπίδες είναι και βιάζομαι να του πω. «Και τι τις μάζεψες όλες, τι θα τις κάνεις»… Λέω να… άμα έρθει ο πατέρας μου από την εξορία, θα κάνω έναν καινούργιο ουρανό και θα του βάλω «τα δικά μου αστέρια»… Με αγκάλιασε ο Φώτης, με έσφιξε στην αγκαλιά του και μου είπε (εδώ κλαίει η Ελένη): «Θα κάνουμε έναν καινούργιο Ουρανό και θα βάλουμε και τις δικές σου πυγολαμπίδες δίπλα στα άστρα για να μας φωτίζουν»…

-Τι εικόνα είναι αυτή… Τι εικόνα είναι πάλι… Τι εικόνα μου έφτιαξες Ελενίτσα μου…

-Εγώ την έφτιαξα; Μονάχη της έγινε (με τρεμάμενη φωνή). Τι ήξερα εγώ τι κάνω. Παιδί ήμουν και με πατέρα κυνηγημένο… και σκοτωμένο…

-Ίσα, ίσα που σε ακούω Ελένη μου. Λίγο πιο δυνατά Ελένη μου και πες μου, ήταν μακριά από το χωριό σου αυτό το χωράφι; Περπατούσες πολύ;

-Και βέβαια. Κοιτάγανε και φυλάγονταν οι παράνομοι αγωνιστές. Στο χωριό ούτε κουβέντα για τέτοιες δουλειές. Δεν κινούνταν τίποτα την ημέρα… Παρακολουθούσαν τα πάντα οι χαφιέδες του χωριού. Κάθε κίνηση ήταν επικίνδυνη και ύποπτη γι’ αυτούς. Την ημέρα όλα ήταν δύσκολα. Γι’ αυτό ο Φώτης κρύφτηκε στο χωράφι. Εκεί δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση για τους διώκτες… Το καλοκαίρι ήταν ακόμα πιο δύσκολο. Πολλοί χωριανοί μας κοιμόντουσαν στα χωράφια τους. Και η δική μας κατάσταση γίνονταν όλο και πιο δύσκολη. Στο βάθος του χωραφιού μας ήταν μια πηγή νερού που κατέβαινε από ψηλά, από την Γκιώνα και την Οίτη και κατέληγε στο χωράφι μας. Εδώ είχαμε και το μικρό μας περιβόλι. Ήταν ο κήπος με τα λίγα λαχανικά, ντομάτες, πατάτες… Έτσι δικαιολογούσα το πήγαινε-έλα το δικό μου. Τάχαμου πήγαινα να ποτίσω και δικαιολογούσα της ημέρας τα δρομολόγια. Με την ευκαιρία πήγαινα και τα σημειώματα των συντρόφων. Ήταν και ο μόνος τρόπος επικοινωνίας. Με σημειώματα πήγαινα και με σημειώματα γυρνούσα. Όχι μόνο εγώ βέβαια. Το ίδιο θα έκανε και όποιος προσπαθούσε να δει τον Φώτη. Τα μέτρα μας παίρναμε και τη δουλειά μας κάναμε.

Κείνη την εποχή, τον ψάχνανε λυσσαλέα οι αρχές παντού… Κάποια στιγμή έφυγε. Τον βρήκανε αργότερα και τον γδάρανε ζωντανό. Είχε αποφασίσει να φύγει από την κρυψώνα αυτή. Για λίγο πήγε εκεί στο χωράφι μας, δεν τον έπαιρνε για πολύ… Δεν μπορούσε να μείνει και παραπάνω. Όλα παίζονταν εκείνη την εποχή. Τότε θυμάμαι, είχαν πάρει και τον πατέρα μου. Αν και είχαμε την στεναχώρια στο σπίτι μας, εγώ συνέχιζα να πηγαίνω στο χωράφι και στον Φώτη.

Όμως, οι υποψίες πληθαίνανε. «Τι γυρεύει στο χωράφι αυτό το μικρό»… ψιθύριζαν οι χωριανοί και κάπου θα το σταματούσαμε. Έφυγε ο Φώτης κι έμεινα με τις αναμνήσεις. Ακόμα περπατάω στον ύπνο μου. Ακόμα πυγολαμπίδες κρατώ κι ας πέρασαν δεκαετίες από τότε. Και πώς να ξεχάσω την κρυψώνα; Εκεί, μαζί με τον Φώτη έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Εκεί συνεχίζαμε και τα βάζαμε δίπλα, δίπλα… Και τότε, βγαίνανε οι συλλαβές. Με υπομονή μού έδειχνε «αυτό είναι το Ο, αυτό είναι το Κ»… Και μετά μαζί «Το Κ και το Ο είναι ΚΟ».

  -Και μετά… στο Πανεπιστήμιο της Ζωής Ελένη;

-Όχι ακόμα. Είχα και την Σχολή του βουνού… Εκεί, στον Διαμαντή βρέθηκα. Οικογενειακές σχέσεις είχαμε. Τον πατέρα μου ήξερε καλά. Μου έδωσε έναν δάσκαλο και όταν δεν είχαμε κάτι σοβαρό, μου έκανε και κανένα μάθημα στα πεταχτά. Θυμάμαι που σε λίγο από τον ερχομό μου στο βουνό, ήρθε ο Διαμαντής να  δει τι κάνω και πως είμαι. Εκεί στη σκηνή με βρήκε. Τον κοίταγα και δεν το πίστευα. «Τι έγινε συναγωνίστρια» με ρωτούσε κι εγώ έχανα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ε… Πώς να στο περιγράψω Άννα μου;… Μόλις άκουσα τη λέξη συναγωνίστρια ένοιωσα πως ψήλωσα δύο μέτρα… Πήρα μπόι και σιγομιλούσα με το ΕΙΝΑΙ μου. Ο Διαμαντής να μου πει έμενα συναγωνίστρια δεν μπορούσα να το φανταστώ. Μα εγώ δεν πρόλαβα να κάνω και κάτι. Ήμουν ακόμα στην αρχή και δεν πρόλαβα να μάθω ούτε τα βασικά του Αγώνα μας και ο Διαμαντής με υπολόγιζε και με έβλεπε συναγωνίστρια. Μεγάλη κουβέντα για κείνα τα χρόνια. Και όλο με ρωτούσε: «Πως είσαι;… Καλά είσαι;». Κι εγώ κουμπωμένη όλο Ναι, Ναι ψέλλιζα. Και εκείνος στοργικά με κοίταγε. Μετρούσε τα ΝΑΙ, ΝΑΙ τα δικά μου ώσπου με διέκοψε… «Ε, τι ναι και ναι μου λες… Σε πείραξε κανείς εδώ; ». Όχι λέω, αλλά να, είχαμε ένα μάθημα για τον προσανατολισμό και μας είπαν να σημειώνουμε ότι δεν θυμόμαστε. Αλλά εγώ δεν ξέρω ορθογραφία… λες και ήξερα να γράφω. Ντρεπόμουν να πω πως δεν ξέρω όλα τα γράμματα και πώς να κρατάω σημειώσεις… Και τότε ο Διαμαντής μου είπε:  «Τι Μακρυγιάννης τι Μακρυνιώτη… Εσύ να τα βάζεις όλα τα «ι»… και οι γραφιάδες ας παν να τα βρουν τα ορθογραφικά». Την επόμενη μέρα, μού έστειλε τον Συρόπουλο τον Γιώργο, αείμνηστος και αυτός. Μόλις τελειώναμε ακολουθούσε το πρακτικό μέρος και ο Εμφύλιος μαζί. Όλα γίνονταν στα γρήγορα και σε εντατικούς ρυθμούς. Και μόλις τελειώναμε μαθήματα και ασκήσεις, ο Συρόπουλος με φώναζε και μού ‘λεγε «έλα εδώ, έλα εδώ και γράψε αυτό… γράψε εκείνο, γράψε έτσι και έτσι…». Κάπως έτσι πήρα μπρος και λίγο, λίγο διάβαζα και συλλαβές, λεξούλες μικρές, ώσπου συνέχισα και τελείωσα όλα τα γράμματα αργότερα στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί πάλι είχα δασκάλα την Πόπη Κουρναράκη.

-Και μετά… τελείωσες τις σπουδές σου; Επιτέλους γελάσαμε και λίγο. Μας χρειαζότανε το γέλιο. Έπρεπε να φύγει αυτό το σφίξιμο της βραδιάς. Την πείραξα την Ελένη μου. Όσο μιλούσαμε δακρυσμένη ήταν και συνεχίζαμε, κι ας ήταν σπασμένη η φωνή της.

-Ναι, ναι… εκεί έκανα και το Δημοτικό, και το Γυμνάσιο-Λύκειο… και μετά μπήκα στο Πανεπιστήμιο κατευθείαν… 

-Ελένη μου, ήθελα να ξέρω εάν πήγαινες και σπούδαζες, Τι άλλα θα μου έλεγες για τούτη τη ζωή.

-Δεν ξέρω… 

-Είσαι τόσο γεμάτη στη γνώση και δίνεις σε άλλους τόσα μαθήματα, που δεν ξέρω αν το ‘χεις καταλάβει… Και το βλέπω και σε άλλους της γενιάς του πολέμου. Ωριμάσατε γρήγορα και περπατήσατε και αντέξατε σ’ αυτόν τον δύσκολο δρόμο του Αγώνα.

-Τα λέω ακόμα Άννα μου, τα έγραψα κιόλα για να μην ξεχαστούνε. Τα λέω για να μείνουν στο χαρτί, για να μάθουν αυτοί που θέλουν κάτι παραπάνω για μας, για την Ιστορία, για την αλήθεια πραγμάτων και γεγονότων όπως εμείς τα ζήσαμε.

Έμεινα όμως για πολύ ώρα μουδιασμένη, φορτωμένη με χιλιάδες συναισθήματα και σκέψεις. Έτρεξα να δω και τα βιβλία της Σύγχρονης Εποχής, με τίτλο «Έπεσαν για τη ΖΩΗ». Μήπως βρω κάτι παραπάνω για τον αγωνιστή Φώτη Τσίγκα έλεγα μέσα μου. ΝΑΙ, στον τόμο 7στ και σελίδα 526 γράφει με λεπτομέρειες για τον θάνατο του Φώτη και του αδερφού του Γιώργη (εισαγγελέας στο επάγγελμα) που δικάστηκε και εκτελέστηκε το 1948. Δολοφονία σκέτη, μαρτυρική για τον Φώτη, εκτέλεση για τον αδερφό του. Δυο αδέρφια, δυο απόφοιτοι της Νομικής Σχολής, δύο αγωνιστές που έδωσαν τη ζωή τους για το καλό του τόπου. Στη μνήμη αυτών των αγωνιστών γράψαμε τούτες τις λίγες αράδες, για να μην τους ξεχνάμε.

3/9/2019
Θέρμη – Θεσσαλονίκη

Άννα Κεφαλέλη

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: